ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ≈ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Χαίρε Ποτέ. Πάντοτε. Κική Δημουλά

————————————————————————————

Φοβερός Φεβρουάριος ενός δίσεκτου έτους: Μια γυναίκα που προπορεύτηκε στους δρόμους της ποίησης, μια κορυφαία του ελληνικού λόγου, κοιμάται.
Η Κική Δημουλά γέμισε το μυαλό, την καρδιά και τα χέρια μας με Το λίγο του κόσμου και αυτό είναι πολύ. Ποίησε με τη σκέψη της, υλοποιώντας τη δική μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη που σκέφτεται. Μετέφερε τη δική της συγκίνηση, δημιουργώντας μεταφορές για τη δική μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη που συν-κινεί. Χειροποίητες οι λέξεις της ήρθαν στα χέρια μας, γιατί η ποίηση είναι τέχνη χειρωνακτική.

Μεγάλο μερίδιο, από συλλογές ποίησης που διαβάζονται, αποτελούν τα δικά της βιβλία. Μεγάλο μερίδιο, από ποιήματα που ακούγονται, αποτελούν τα δικά της ποιήματα. Η Κική Δημουλά έφερε νέους αναγνώστες πιο κοντά στην ποίηση. Η Κική Δημουλά έφερε νεότερους πιο κοντά στη γλώσσα τους, παρασύροντας φράγματα μεταξύ όσων διαβάζουν και όσων γράφουν.

Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη σωπαίνει
– έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου

γράφει στο Κονιάκ μηδέν αστέρων, με τη σοφία και το πικρό χιούμορ που τη χαρακτηρίζουν.

Η Κική Δημουλά γνώριζε. Ασφαλώς οι καιροί είναι δύσκολοι για την ποίηση, γιατί οι καιροί είναι πάντοτε δύσκολοι. Ασφαλώς υπάρχει αμφιθυμία για την ποίηση, που διαπιστώνουν όσοι με ένα π αναιρούν την οίηση.
Η πόλη και ο εξ αυτής πολιτισμός συνεχίζουν όμως να κινούνται. Μια άλλη Ελλάδα προσμετράται από την κηδεία του Παλαμά έως την κηδεία του Σεφέρη και έως σήμερα. Η ποίηση δεν είναι στάση. Είναι ανάσταση. Είναι επανάσταση. Ένα έτος πριν συμπληρωθούν διακόσια, η ποίηση θυμίζει μια άλλη Ελλάδα που δημιούργησαν, από τα απροσάρτητα Επτάνησα, ο Σολωμός και, από τη φιλελληνική οικουμένη, ο Μπάιρον, όπως κάποτε είχε κάνει ένας Όμηρος συνέχοντας τους Έλληνες.
Δεμένη με τον τόπο της, η Κική Δημουλά δεν μπορούσε παρά επίσης να μιλά σε άλλους στη δική τους γλώσσα: αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά… Στη Σαπφώ, στην αρχαία ρίζα του λυρισμού, παρέπεμπε η εφημερίδα Νew York Times σε κριτική για το έργο της Δημουλά σε μετάφραση.
Η ποίηση στη Δυτική παράδοση ξεκινά ως ελληνικό επίτευγμα άλλωστε. Η ποίηση είναι μήτρα που εκλύει άλλες μορφές λόγου. Ποίηση εν κινήσει είναι το θέατρο. Ποίηση εν αφηγήσει συνιστά η πεζογραφία. Έχοντας αποταμιεύσει αρχαίες αρχές, η Κική Δημουλά επενδύει σε στίχους που στοιχειώνουν.

Πότε με είχες φέρει εδώ
να με ξεναγήσεις στους χρησμούς;
Να ρωτήσω τη μάντιδα Μνήμη.
Ή άλλη, η διπλανή ιέρεια Λήθη,
έχει πολύ κόσμο πνίγεται στη δουλειά
αμάσητα καταπίνει τα καπνώδη φύλλα
των λησμονητέων.

γράφει στην «Αναερείπωση», με προμετωπίδα στίχους από τον Άθω Δημουλά.

Στην οδό Πυθίας έμενε, όταν πριν από πολλές δεκαετίες την αναζήτησα, έχοντας φοιτητής βρει ένα βιβλίο της, καθώς δεν ήταν ακόμη γνωστή. Επιστρέφοντας στην Αμερική, μιλούσα για το βάθος που έχουν τα ελληνικά, αν μπορεί να σκύψει κανείς να σκάψει όπως εκείνη. Είχα την τύχη να γίνουμε φίλοι. Όπως όμως όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς, η Κική Δημουλά γίνεται φίλη όσων έχουν την τύχη να μπορούν να τη διαβάσουν.
Η ζωή και το έργο της Κικής Δημουλά συνιστούν τεράστιο κέρδος για τον ελληνικό λόγο.

Σα να διάλεξες γράφει καταληκτικά στο ποίημα εκείνο για μια επίσκεψη σε λαϊκή αγορά, όπου δυσκολεύεται να επιλέξει τι να αγοράσει.

Το πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για τα λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.


Ρομαντικός διάλογος


Ο Μοντιλιάνι


«Μη με διαβάζετε [...]Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modiglianiτρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος / χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του / γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν / κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά / ενοχλώντας το σύμπαν»  ———Νίκος Καρούζος, «Ρομαντικός επίλογος»

Μα ναι, ακόμα θυμάμαι Βιγιόν… Εκείνη τη νύχτα ακόμα τη θυμάμαι. Είχε τον πιο ξάστερο ουρανό, μπλε κοβάλτιο, αυτό του Βικέντιου το μπλε, του σταροχώραφου με κοράκια, θα το χεις ακουστά, μπλε του σύμπαντος, της λυπημένης φάλαινας το μπλε, το μπλε του πάνω και του κάτω, πολύ βαθιά πολύ πολύ βαθιά, το μπλε του αγέννητου, το μπλε του όπιου που στάλαζε στα μάτια μας, βαθύ μπλε σχεδόν μαύρο κι εκείνη η σιγαλιά, η σιγαλιά, Βιγιόν, μια παγωμένη ηχώ, μεταλλική, ο ψίθυρος του σύμπαντος. Και δεν ήταν τα ξίδια, στο λέω να το ξέρεις, είναι το αίμα μας που έπηζε ψηλά, πολύ ψηλά στο στήθος και κόχλαζε κι εγώ το άκουγα, γιατί όλοι θαρρούν πως ο ζωγράφος βλέπει μόνο χρώμα, μέγα λάθος, θα στο πω, τους ήχους βλέπουμε, Βιγιόν, τον μυστικό χορό των χεριών, μια σακούλα να ανοίγει το στάξιμο του λαδιού στο άλικο, το πνίξιμο της βούρτσας, την απαλή γραμμή του ευγενικού πινέλου, το σβήσιμο του κουρελιού επάνω στον καμβά, μετά η πηχτή σιωπή της κάμαρας που θρονιάζεται βασιλικά πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Σαν την ανάσα της Ζαν που πλάι μου κοιμισμένη ανάσαινε για δυο…
Κι εκείνη η νύχτα Βιγιόν, με ζάλιζε, ήθελα να σ’ακούσω, είσαι η φωνή που με νανούριζε από τα βάθη των αιώνων, αυτός που ό,τι κι αν πει είναι για μένα, όπως κι εγώ όποια μάτια κοιτάξω είναι τα μπλε των γυναικών, τα λόγια σου σα νύχια αρκούδας μού γραπώνουν το μυαλό, με πνίγει ο θάνατος, με πνίγει κι η ζωή και το φεγγάρι, Βιγιόν, μια παγωμένη λίμνη στον ουρανό – μα πώς μπορείτε να κοιμάστε πλάι σε μια τέτοια λίμνη; Μία λίμνη το φεγγάρι, δύο λίμνες τα μάτια της, χίλιες λίμνες οι λέξεις σου να βυθιστώ και να πνιγώ. Γιατι θάνατος δεν είναι να πνίγεσαι γιατί σου σώνεται ο αέρας, θάνατος είναι να πνίγεσαι γιατί δεν έχεις ομορφιά.
Τώρα, Βιγιόν, που είμαστε κι οι δυο πια πεθαμένοι, θα στο πω. Τις ξένες πόρτες τις είχα κατουρημένες μα ποιος βαστά τέτοιο ψοφόκρυο και τόσο μηλίτη;
Κι ύστερα ήταν κι εκείνος ο κατεργάρης ο Πάμπλο, μούτρο, μπασμένος στα κόλπα ως το λαιμό, μου κούναγε το πινέλο στη μύτη, «Μόντι», μου έλεγε, «Μόντι maudit, φτωχέ μου διάβολε, θα πεθάνεις στην ψάθα γιατί είσαι ρομαντικός».

Γιάννης Δάλλας (1924-2020)


Η ιστορία χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας – τη σωματική μας – παρέμβαση, δεν θα υπήρχε, γράφει, στους «Χρονοδείκτες», αυτός ο σπουδαίος ποιητής, ελληνιστής, μεταφραστής και δάσκαλος. Δείκτης του χρόνου πράγματι ήταν ο Γιάννης Δάλλας. Ο λόγος του σημάδεψε τους γύρω του με την ποίηση της πρόζας και την πεζογραφία μιας εν ποιήσει ζωής, ξεκινώντας με τη Σφαγή του Κομμένου (Άρτας), που δημοσιεύτηκε το 1947, και συνεχίζοντας με τον θάνατο του Λόρκα, συνθετικό ποίημα που εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο.

Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν του πλοκάμους
μιας μέδουσας

θυμίζει, στις «Γεννήτριες», αυτός ο ληξίαρχος Φιλιππιάδας –όπου γεννήθηκε και πρώτη φορά φυλακίστηκε, αρνούμενος να παραδώσει στοιχεία για τους κατοίκους στις κατοχικές αρχές– αυτός ο ληξίαρχος του ελληνισμού.
Έχοντας σπουδάσει κλασική φιλολογία στην Αθήνα, υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στο Πρότυπο Λύκειο Ιωαννίνων, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, στη Σχολή Μωραΐτη, αλλά και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υπηρέτησε στην ανώτατη εκπαίδευση ως καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μετείχε στα πρώτα «Καβάφεια» στην Αλεξάνδρεια και παρουσίασε το έργο του σε πολλά πανεπιστήμια στο εξωτερικό.
Πράγματι, «μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων» η ποίηση. Ποιητής, που ασυνήθιστα ήταν φιλόλογος, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός, επιμελητής και εκδότης, είδε αλλιώς τις γενεαλογίες του ελληνικού λόγου. Συστηματικά ασχολήθηκε με συγχρόνους του, όπως ο Αναγνωστάκης και ο Σαχτούρης, διέγνωσε όσους δεν χωρούσαν στα προκρούστεια κρεβάτια της γενιάς του ’30, εμβάθυνε σε διχοστασίες και ιδεολογίες στον Καρυωτάκη και τον Βάρναλη, εξομολόγησε τον Τέλλο Άγρα και ανθολόγησε τον ιδαλγό της ουτοπίας Ρώμο Φιλύρα, σπούδασε τον Καβάφη, τον ελληνισμό και τη θεολογία του, μελέτησε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και ζύγισε αντίζυγες ποιητικές Σολωμού και Κάλβου.
Αυτός ο «τελευταίος κληρονόμος των εποχών» υπήρξε συστηματικός μεταφραστής αρχαίων λυρικών και Αλεξανδρινών ποιητών.

Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ’ άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών

Έχει ξυπνήσει η χώρα
κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ’ εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ’ τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

γράφει στα «Κυκλοδίωκτα».

«Διαφωτιστής και μες στην ποίηση ποιητής μαζί και ιδεολόγος», γράφει ο Γιάννης Δάλλας για τον Κάλβο, λες και μιλά για τον εαυτό του.

Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια […]

γράφει κοιτάζοντας με «Τα μάτια-μαστίγια».

Η «Ανατομία» του Γιάννη Δάλλα πληρώνει «Το τίμημα», λες και «Δόκιμος σε συντεχνία» είναι «Ο ζωντανός χρόνος» και «Αποθέτης», όπου «Στοιχεία ταυτότητας» γίνονται «Γεννήτριες», γιατί «Μας ένωνε υπόγεια η ποίηση» από παλιά, «από την εποχή του κατακλυσμού [που] ο ποιητής ανήκει στ’ αμφίβια», πριν από «τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα» και «αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων».

Γιάννη,

Βάλε μπροστά τη μηχανή των στίχων
Βάλε κι ας παίξει ο δίσκος στη διαπασών …

Συνάντηση με τον Άλφρεντ Σνίτκε

H Temppeliaukion Kirkko, «Εκκλησία των Βράχων», αποτελεί αξιοθέατο του κεντρικού Ελσίνκι. Σκαμένη ανάμεσα σε όγκους γρανίτη και σκληρών πετρωμάτων, που κύλησαν ως εκεί από την Εποχή των Παγετώνων, έργο των αδελφών Τίμο και Τούομο Σούμαλαϊνεν, χτίστηκε στην διετία 1968-1969, εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς και προσφέρεται ως χώρος συναυλιών, χάρη στην εξαιρετική ακουστική, την οποία εξασφαλίζει το κυκλικό σχήμα της και ο μονοκόμματος κυκλικός χάλκινος θόλος της. Εκείνη την ημέρα καλοκαιρίας, ώρα του δειλινού που καθυστερούσε τον ερχομό της νύχτας, η συναυλία ήταν αφιερωμένη σε έργα του Άλφρεντ Σνίτκε (Alfred Schnittke). Το ακροατήριο πολυπληθές, τα μουσικά ακούσματα περνούσαν από πνευματώδη παιχνιδίσματα σε σύγχρονες αναταράξεις, από στοχαστικά συναισθήματα σε αποκρούσεις βίας, από την χαλάρωση στην ένταση.

Reginald Gray: πορτρέτο του Αlfred Schnittke

Μετά το τέλος της συναυλίας, το κοινό αποχωρούσε αργά και ψιθυριστά, ευλαβούμενο πιθανώς τον εκκλησιαστικό χώρο, όταν διαδόθηκε πως ο συνθέτης είχε εισέλθει ακροποδητί μετά την έναρξη της εκδήλωσης και παρέμενε καθισμένος στην τελευταία σειρά καθισμάτων, στην πέρα γωνία. Μια μικρή ουρά σχηματίστηκε για να τον χαιρετήσει. Ανταλλάξαμε μερικές φράσεις στα αγγλικά περί Μουσικής, του έσφιξα το χέρι, διατηρώ την εικόνα ενός αδύνατου ανθρώπου με μακριά ολόισια μαλλιά και βαθουλωμένα σπινθηροβόλα μάτια, που φορούσε ένα βαρύ και φαρδύ σακάκι, ένα κοντό κασκόλ ήταν τυλιγμένο στον λαιμό του, έσκυβε μπροστά σαν να ντρεπόταν για τα καλά λόγια που άκουγε από τους θαυμαστές του, ευχαριστώντας στα ρωσικά και στα γερμανικά, οπισθοχωρώντας λες και έψαχνε να βρει από πού θα έφευγε το ταχύτερο.

Άλκη Ζέη (1923-2020)


Το 1976 άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο για παιδιά. Και με τη διάθεση έρευνας του χώρου που αποφάσιζα να εισέλθω αναζήτησα βιβλία γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς.
Ήταν η εποχή όπου οι εκδόσεις Κέδρος κυριαρχούσαν στη σύγχρονη προοδευτική ελληνική λογοτεχνία και μαζί με συγγραφείς όπως ο Τσίρκας και η Σωτηρίου, προβάλανε και ποιοτικά λογοτεχνικά έργα για παιδιά.
Στην κατηγορία αυτή βασικοί εκπρόσωποι η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή.
Αγόρασα το βιβλίο της Ζέη Το καπλάνι της βιτρίνας. Ήταν μια κίνηση που έμελλε να επηρεάσει όλη τη συγγραφική μου πορεία.
Αυτό που υποσυνείδητα αναζητούσα να γράψω εγώ –μια ιστορία αυτογνωσίας– ξαφνικά το έβλεπα να έχει πάρει σάρκα και οστά από μια συγγραφέα που μετέτρεπε τον εαυτό της σε ηρωίδα του έργου της, ενώ παράλληλα τολμούσε (μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, υπενθυμίζω) να δηλώνει τις αριστερές απόψεις της με ένα τρόπο τόσο απλό και φυσικό, όπως απλά και φυσικά καταθέτει την αλήθεια του ένα παιδί.

Λοιπόν, αυτό νομίζω είναι το εντελώς νέο που η Ζέη έφερε στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία η οποία διαβάζεται τόσο από παιδιά όσο και από ενήλικες. Ο αυθορμητισμός και η απλότητα με την οποία μπορεί –και αξίζει– κανείς να περιγράψει κοινωνικές συνθήκες και πολιτικές πράξεις.

Πρόχειρα ανασκαλεύω τη μνήμη μου για να υποστηρίξω πως αν όχι σε όλα, σίγουρα στα περισσότερα έργα της η Ζέη χρησιμοποιούσε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Και ακόμη πως πάντα η γραφή της (ακόμα και στο ένα και μοναδικό «ενήλικο» μυθιστόρημά της) διατηρούσε το ξάφνιασμα ενός παιδιού.
Μαζί με την Ζωρζ Σαρή σφραγίσανε το άνοιγμα της λογοτεχνίας που εκδίδεται ως παιδική σε μια πλατιά και χωρίς στρεβλώσεις αφήγηση.
Το έχω πει και στο παρελθόν, ευκαιρία και πάλι (στα πλαίσια αυτού εντελώς χωρίς, λόγω χρόνου, δυνατότητα τεκμηρίωσης σημειώματος) να το επισημάνω:
Η σύγχρονη μεγάλη αλλαγή στην νεοελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους ξεκινά από το Καπλάνι της βιτρίνας, εκεί όπου από τη μια δηλώνεται πως ο Νίκος, ένα από το κεντρικά πρόσωπα του έργου, είναι «το κάτι άλλο» γιατί είναι κομμουνιστής (σ. 99*) και ακόμα πως στον Τρωικό Πόλεμο ήταν οι Έλληνες που είχαν άδικο γιατί πήγανε να κατακτήσουν ξένη γη (σ. 154*).
Προσωπικά θεωρώ πως η πλατιά αναγνώρισή της Ζέη τόσο από το αναγνωστικό κοινό όσο και από τα ΜΜΕ και τους ομότεχνούς της έχει πολλούς ιδιότυπα κοινούς πυλώνες με την αντίστοιχη της Δέλτα – θέση που νομίζω η Iστορία της λογοτεχνίας μας κάποια στιγμή θα το τεκμηριώσει.
Η Άλκη Ζέη ανήκει, πλέον, στους αναγνώστες της και μόνο. Συνδέθηκε μαζί τους μέσα από τη Μέλια, τον Πέτρο, την Κωνσταντίνα, τον νεότατo Ίκαρο, όλες και όλους τους ήρωές της.

* Οι σελίδες παραπέμπουν στην έκδοση του Κέδρου, 1975