Η Αν Κάρσον για την παράδοξη (αλλά όχι αρνητική) εμπειρία του έρωτα ως τυφλού σημείου

Αν Κάρ­σον, Έρως ο Γλυ­κό­πι­κρος. Δο­κί­μιο για το ερω­τι­κό πα­ρά­δο­ξο στην κλα­σι­κή πα­ρά­δο­ση, μτφ. Αν­δρο­νί­κη Με­λε­τλί­δου, εκδ. Δώ­μα 2019

Η Αν Κάρσον για την παράδοξη (αλλά όχι αρνητική) εμπειρία του έρωτα ως τυφλού σημείου


Υπό­δειγ­μα γρα­φής και ανά­λυ­σης το δο­κί­μιο της Αν Κάρ­σον για την αμ­φι­ση­μία και το πα­ρά­δο­ξο του έρω­τα. Εντάσ­σε­ται στην ίδια κα­τη­γο­ρία με έρ­γα όπως το Πε­ρί Έρω­τος του Στα­ντάλ, τα Απο­σπά­σμα­τα του ερω­τι­κού λό­γου του Μπαρτ, Το ερω­τι­κό φαι­νό­με­νο του Μα­ριόν. Αλ­λά και οι ανα­φο­ρές της ίδιας της Κάρ­σον εύ­στο­χες και πο­λυά­ριθ­μες όπως: Αι­σχύ­λος, Σο­φο­κλής, Αρι­στο­φά­νης, Σαπ­φώ, Αρι­στο­τέ­λης, Πλά­τω­νας, Κάφ­κα, Τολ­στόι, Πε­τράρ­χης, Βέιλ, Σαρτρ, ντε Μπω­βουάρ, Λα­κάν, Έμι­λυ Ντί­κιν­σον, όπως και τα ερω­τή­μα­τα τα οποία θέ­τει και τα οποία προ­σεγ­γί­ζει μέ­σα από τρία δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα: την αμ­φι­ση­μία (έρως ο γλυ­κό­πι­κρος), το πα­ρά­δο­ξο, την κλα­σι­κή πα­ρά­δο­ση.
Ο έρω­τας, γλυ­κό­πι­κρος, δι­χά­ζει τον νου. Εί­ναι ένα πα­ρά­δο­ξο αγά­πης και μί­σους. Μέ­σα στην ερω­τι­κή επι­θυ­μία η αγά­πη συμ­φύ­ρε­ται με το μί­σος. Η Κάρ­σον θα ρω­τή­σει: για­τί; Θα ανα­φέ­ρει επί­σης η Κάρ­σον τον λό­γο του Αρι­στο­φά­νη στο Συ­μπό­σιο του Πλά­τω­να. Εκεί­νη την ει­κό­να των ερα­στών ως αν­θρώ­πων σκι­σμέ­νων στα δύο, ανα­ζη­τώ­ντας το άλ­λο τους μι­σό. Η Κάρ­σον θα μι­λή­σει για κε­νό, για έλ­λει­ψη, επο­μέ­νως για μία προ­ο­πτι­κή πλη­ρό­τη­τας: εάν κα­τα­κτή­σω αυ­τό που μου λεί­πει τό­τε εί­μαι πλή­ρης. Θα ρω­τή­σει: στην κα­τά­στα­ση του έρω­τα τι λεί­πει; Θα κα­τα­φύ­γει σε ανα­λο­γί­ες με τον χώ­ρο και τη γε­ω­με­τρία για να απο­δώ­σει το πα­ρά­δο­ξο του έρω­τα. Θα μι­λή­σει επί­σης πο­λύ για την όρα­ση.
Ο έρω­τας εί­ναι ζή­τη­μα ορί­ων, τα όρια του εαυ­τού μας, των άλ­λων. Θα ρω­τή­σει η Κάρ­σον: Πώς ξέ­ρου­με ότι ένα όριο εί­ναι ένα όριο; Θα μι­λή­σει για αυ­το­συ­νει­δη­σία. Για την πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τού του κε­νού που προ­κύ­πτει στην κα­τά­στα­ση του έρω­τα. Σε αυ­τό το κε­νό ο ερω­τευ­μέ­νος προ­βάλ­λει τον εαυ­τό του. Όμως τι ακρι­βώς ανα­ζη­τά­ει ο ερω­τευ­μέ­νος; Και σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση απο­στα­θε­ρο­ποί­η­σης που εί­ναι ο έρω­τας, στην από­γνω­ση που προ­κα­λεί, ο ερω­τευ­μέ­νος δεν μπο­ρεί πα­ρά να ρω­τή­σει κά­ποια στιγ­μή: Ποιος εί­μαι τε­λι­κά; Η Κάρ­σον το θέ­τει απλά και εύ­στο­χα: η επι­θυ­μία αλ­λά­ζει τον ερω­τευ­μέ­νο. Ο εαυ­τός δι­χά­ζε­ται, μία άλ­λη προ­ο­πτι­κή του ανα­δύ­ε­ται.
Ο πραγ­μα­τι­κός εαυ­τός, ο ιδε­α­τός εαυ­τός, η δια­φο­ρά τους. Συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους αυ­τά τα τρία σε ένα τρί­γω­νο και αυ­τό που εξα­σφα­λί­ζει τη σύν­δε­ση εί­ναι ο έρω­τας, μας λέ­ει η Κάρ­σον. Στον έρω­τα υπάρ­χει ηδο­νή και πό­νος (έρως ο γλυ­κό­πι­κρος), τον έρω­τα ζω­ο­γο­νεί η έλ­λει­ψη και η φα­ντα­σία. Αυ­τά τα αντι­θε­τι­κά με­τα­ξύ τους στοι­χεία θέ­τουν σε κί­νη­ση, οδη­γούν τον εαυ­τό σε και­νού­ριες θε­ά­σεις, στη γνώ­ση για το πώς θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο νέ­ος εαυ­τός μας. Η Κάρ­σον δεν θί­γει τα συμ­φρα­ζό­με­να αυ­τής της γνώ­σης, τους υλι­κούς όρους που συ­νε­πά­γε­ται ή απαι­τεί η επί­τευ­ξη ενός νέ­ου εαυ­τού. Στην κα­τά­στα­ση του έρω­τα υπάρ­χει απο­λυ­τό­τη­τα, επι­τα­κτι­κό­τη­τα, ασά­φεια και κα­θα­ρό­τη­τα μα­ζί. Τα συμ­φρα­ζό­με­να δεί­χνουν να έχουν λί­γη ση­μα­σία. Μα­ζί με το εσω­τε­ρι­κό κε­νό ο ερω­τευ­μέ­νος βιώ­νει και το εξω­τε­ρι­κό.

Η Κάρ­σον θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ανα­φο­ρές από τη ζω­γρα­φι­κή και τη λο­γο­τε­χνία. Θα ανα­φερ­θεί στον πί­να­κα Las Meninas του Βε­λά­σκεθ και στην ανά­λυ­σή του από τον Φου­κώ στο έρ­γο του Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα. Τι εί­μα­στε στην κα­τά­στα­ση του έρω­τα; Τι εί­ναι ο ερω­τευ­μέ­νος; Ένα τυ­φλό ση­μείο, μια απου­σία. Προ­βάλ­λει τον εαυ­τό του σε έναν χώ­ρο όπου δεν βρί­σκε­ται και δεν μπο­ρεί να βρε­θεί ο ερω­τευ­μέ­νος. Η Κάρ­σον θα ανα­φερ­θεί στη στε­ρε­ο­σκο­πι­κή όρα­ση, στον τρό­πο δη­λα­δή με τον οποίο δύο ίδιες αλ­λά όχι εντε­λώς ίδιες ει­κό­νες συν­δυά­ζο­νται με­τα­ξύ τους με απο­τέ­λε­σμα την οπτι­κή αντί­λη­ψη του βά­θους. Και θα ρω­τή­σει: τι θέ­λει ο ερω­τευ­μέ­νος από τον έρω­τα; Θα επα­να­λά­βει το ερώ­τη­μα η Κάρ­σον, θα βρει άλ­λα, ισο­δύ­να­μά του: Τι θέ­λει ο ανα­γνώ­στης από την ανά­γνω­ση; Ποια η επι­θυ­μία του συγ­γρα­φέα;
Η ανά­λυ­ση της Κάρ­σον με­τα­το­πί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρα ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στό­ρη­μα (γραμ­μέ­να ανά­με­σα στον 1ο π.Χ. και τον 4ο αιώ­να μ.Χ.) με πα­ρό­μοια πλο­κή: ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες, όπου οι ερω­τευ­μέ­νοι μέ­νουν χω­ρι­σμέ­νοι και βα­σα­νί­ζο­νται μέ­χρι την τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Τα δι­λήμ­μα­τα της πλο­κής εί­ναι εκεί­να των χα­ρα­κτή­ρων. Οι βα­σι­κοί χα­ρα­κτή­ρες εί­ναι οι ερα­στές, το πλέ­ξι­μο και ο τρι­γω­νι­σμός τους επι­τυγ­χά­νο­νται μέ­σα από τη ζή­λεια, την πα­ρου­σία αντί­πα­λων ερα­στών, τα κά­θε λο­γής εμπό­δια που υπάρ­χουν στην εκ­πλή­ρω­ση της επι­θυ­μί­ας τους. Η Κάρ­σον δια­κρί­νει δύο δια­φο­ρε­τι­κά αφη­γη­μα­τι­κά επί­πε­δα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τα οποία προ­σφέ­ρο­νται για μια στε­ρε­ο­σκο­πι­κή όρα­ση. Το πρώ­το, εί­ναι αυ­τό των γε­γο­νό­των, τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει. Το δεύ­τε­ρο, εί­ναι αυ­τό των γε­γο­νό­των όπως τα αντι­λαμ­βά­νο­νται οι ερω­τευ­μέ­νοι. Το βά­θος που προ­κύ­πτει από τον συν­δυα­σμό αυ­τών των δύο επι­πέ­δων εί­ναι η επι­θυ­μία, η εμπει­ρία του ερω­τευ­μέ­νου τη στιγ­μή της επι­θυ­μί­ας.

Ανά­λο­γη πε­ρί­πτω­ση, και πά­λι στε­ρε­ο­σκο­πι­κής θέ­α­σης, εί­ναι η επι­στο­λι­κή μορ­φή όπου επι­τυγ­χά­νο­νται εκεί­νοι οι τρι­γω­νι­σμοί που απο­δί­δουν τις δια­φο­ρές που προ­κα­λεί η ερω­τι­κή επι­θυ­μία στην αντί­λη­ψη των προ­σώ­πων, των γε­γο­νό­των και των πραγ­μά­των. Το τρί­γω­νο δη­λα­δή που ορί­ζε­ται από τον συ­ντά­κτη-απο­στο­λέα, τον πα­ρα­λή­πτη-ανα­γνώ­στη και τον ανα­γνώ­στη του βι­βλί­ου. Σε αυ­τό το τρί­γω­νο λαν­θά­νουν και άλ­λοι τρι­γω­νι­σμοί και πρό­σω­πα και αυ­τή η τρι­γω­νο­με­τρία όπως την απο­κα­λεί η Κάρ­σον (ή αλ­λού και κύ­κλω­μα) εκ­πλη­ρώ­νει μια βα­σι­κή λει­τουρ­γία: την προ­βο­λή του ιδε­α­τού πά­νω στην οθό­νη του πραγ­μα­τι­κού. Για­τί όμως η γε­ω­με­τρία του τρι­γώ­νου; Επει­δή ο έρω­τας εί­ναι ένα τυ­φλό ση­μείο, αυ­τό θα μας πει η Κάρ­σον. Σε αυ­τό το πλαί­σιο, θα μας δώ­σει και τον δι­κό της ορι­σμό για το πα­ρά­δο­ξο: Τι ση­μαί­νει πα­ρά­δο­ξο; Ένα πα­ρά­δο­ξο εί­ναι μια σκέ­ψη που επι­χει­ρεί να οδη­γη­θεί σε ένα συ­μπέ­ρα­σμα αλ­λά δεν κα­τα­φέρ­νει πο­τέ να ολο­κλη­ρω­θεί. Και θα συ­νο­ψί­σει, έχο­ντας πρώ­τα ανα­λύ­σει εκτε­νώς: Οι αρ­χαϊ­κοί ποι­η­τές μορ­φο­ποιούν τα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα ως τρί­γω­να. Οι αρ­χαί­οι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι δο­μούν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ως μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη εμπει­ρία του πα­ρά­δο­ξου.
Η Κάρ­σον τέ­λος, θα ανα­τρέ­ξει στους πλα­τω­νι­κούς δια­λό­γους και ει­δι­κά στον διά­λο­γο του Σω­κρά­τη με τον Λυ­σία στον Φαί­δρο προ­κει­μέ­νου να δεί­ξει τους τρό­πους με τους οποί­ους ο έρω­τας, το τυ­φλό ση­μείο που εί­ναι ο έρω­τας, απο­τε­λεί ένα πα­ρά­δο­ξο όχι μό­νο στον χώ­ρο αλ­λά και στον χρό­νο. Στην λο­γι­κή του τρι­γω­νι­σμού που δια­τρέ­χει όλο το βι­βλίο της το τρί­γω­νο στο οποίο θα εστιά­σει τώ­ρα η Κάρ­σον εί­ναι αυ­τό ανά­με­σα στο ‘τό­τε’ και στο ‘τώ­ρα’ και τη δια­φο­ρά τους όπως προ­κύ­πτει από την ερω­τι­κή επι­θυ­μία. Σε αυ­τό το πλαί­σιο μας πα­ρέ­χει μια θαυ­μά­σια με­τα­φο­ρά η Κάρ­σον: Και ξαφ­νι­κά βρι­σκό­μα­στε σε μια σκά­λα, σαν αυ­τές του Έσερ ή του Πι­ρα­νέ­ζι. Η σκά­λα οδη­γεί σε δύο μέ­ρη ταυ­το­χρό­νως, κι εμείς μοιά­ζου­με να στε­κό­μα­στε ταυ­τό­χρο­να και στα δύο. Πώς γί­νε­ται αυ­τό;


Με την ανα­φο­ρά στον Πλά­τω­να και τις από­ψεις του Σω­κρά­τη στον Φαί­δρο θα λέ­γα­με ότι ο έρω­τας δι­καιώ­νε­ται. Ο έρω­τας εί­ναι δώ­ρο των θε­ών. Μια διά­θε­ση γνώ­σης κα­τα­κλύ­ζει τον ερω­τευ­μέ­νο. Ο τρό­πος που σε κα­τα­λαμ­βά­νει ο έρω­τας και σε κά­νει κτή­μα του εί­ναι παι­δευ­τι­κός: μπο­ρεί να σου δι­δά­ξει την πραγ­μα­τι­κή φύ­ση των όσων κρύ­βεις μέ­σα σου. Ο έρω­τας εί­ναι ένα κοί­ταγ­μα στον θεό. Με τις πα­ρεμ­βά­σεις του Σω­κρά­τη συν­δυά­ζε­ται, δια­λε­κτι­κά, η μα­νία με τον έλεγ­χο, το ωφέ­λι­μο ‘τώ­ρα’ με το βλα­βε­ρό ‘τώ­ρα’. Μέ­σα από τον έρω­τα και τη μα­νία που προ­κα­λεί, το πά­θος, ο εαυ­τός διαρ­ρη­γνύ­ε­ται για να προ­κύ­ψει ένας άλ­λος εαυ­τός. Ο τρό­πος που αντι­λαμ­βά­νο­νται οι θε­οί τα πράγ­μα­τα εί­ναι ασύμ­με­τρος προς τον τρό­πο με τον οποίο τα αντι­λαμ­βά­νο­νται οι άν­θρω­ποι. Ένα τρί­γω­νο υπαι­νίσ­σε­ται εδώ η Κάρ­σον όπως και ο Πλά­τω­νας. Ο έρω­τας εί­ναι δώ­ρο των θε­ών για να μπο­ρούν οι άν­θρω­ποι να κοι­τούν όπως οι θε­οί.

Εμείς λοι­πόν οι ανα­γνώ­στες, το δο­κί­μιο της Κάρ­σον και η επι­θυ­μία για τη γρα­φή της Κάρ­σον. Και εδώ υπάρ­χει ένα τρί­γω­νο. Και μέ­σα από αυ­τό, τα ερω­τή­μα­τα και οι ει­κό­νες και οι ανα­φο­ρές και οι με­τα­φο­ρές για τον έρω­τα. Πό­σο κο­ντά μας φέρ­νει η Κάρ­σον στον έρω­τα. Πό­σο κο­ντά για να κα­τα­λά­βου­με το ασύλ­λη­πτο της διά­στα­σης του έρω­τα και της από­στα­σης στην οποία (πρέ­πει να) βρί­σκε­ται για να πα­ρα­μεί­νει ο έρω­τας έρω­τας.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Έρως ο Γλυ­κό­πι­κρος
της Αν Κάρ­σον

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: