Γράφω σημαίνει γίνομαι ο αντίλαλος αυτού που δεν μπορεί να σταματήσει να μιλά.
Maurice Blanchot [1]
Το να μιλήσει κανείς με ή προς ένα πρόσωπο που έχει χαθεί είναι αδύνατο – «αλλά αδύνατη είναι και η σιωπή ή η απουσία ή η άρνηση να μοιραστεί κανείς τη θλίψη του».[2] Η πρώτη αντανακλαστική κίνηση στη διαδικασία είναι η προσπάθεια να μιλήσει για αυτόν[3] – εφόσον μπορεί να χωρέσει τη νέα σύλληψη του τί είναι πλέον αυτός ο αποχωρήσας. Όσο περνάει ο καιρός, αυτή η σύλληψη γίνεται ολοένα πιο ελαστική και αβέβαιη, ενώ ταυτόχρονα σφραγίζει το ανεπιστρεπτί της απώλειας. Μέσα από την τριβή στο αλάτι του χρόνου και μέσα από το σωσίβιο της γλώσσας, αυτή η συνομιλία οφείλει να πάρει μία διαφορετική μορφή. Και μάλιστα, εν προκειμένω, η προσπάθεια είναι να στοιχειοθετηθεί ένα κείμενο που δεν πραγματεύεται τη θλίψη και το πένθος, αλλά αυτό το άλλο που μένει, αυτό το σμιλευμένο σταλαγμίτη που «άνω θρώσκει» περήφανα, αντίθετα προς την τάση των δακρύων. Έναν χρόνο μετά την απώλεια της Χρύσας Σπηλιώτη, η α-πορία[4] παραμένει με όλες τις πιθανές σημασίες, τόσο για εκείνη όσο και για όλους όσοι συνεχίζουν, όσοι επι-ζούν, περιφέρονται και περιστρέφονται παρακολουθώντας σαν ένα τεράστιο μάτι αειθαλλές.