Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον πλησίαζαν την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.
Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».
Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.
Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.
(Το ποίημα του Σεφέρη)