Αν όμως το γκράφιτι είναι στιγμιαίος λόγος κατ’ αναπαράσταση, η ποίηση (τουλάχιστον η σύγχρονη) είναι στιγμιαίος λόγος κατά φιλοσοφία. Ανταγωνίζεται και ταυτόχρονα συμπράττει με την «πανίσχυρη παρόρμηση του κόσμου ενάντια στη Ρήση».[13] Και έχει εντέλει επίγνωση αυτού του τραγικού αδιεξόδου, με λόγια να προσπαθεί να λύσει το άλεκτο («Άδικα γράφεις. Δεν βγήκε ποτέ κανείς απ’ τη γλώσσα»).[14]
Το 1982 ο Β. Παπαγεωργίου διέκρινε τα ποιήματα σε δύο είδη: «κοσμογραφικά» και «κοσμογονικά», σε σχέση με την αντίθεσή τους στην εγκατεστημένη δομή του κόσμου (τα πρώτα συμπράττουν, τα δεύτερα ανταγωνίζονται).[15]
Στην κοσμογραφική ποίηση του παρελθόντος η νέα ποίηση (ας πούμε απ’ τους σουρρεαλιστές και μετά) κοσμογονεί: αναπλάθει τα υπάρχοντα πρώτα υλικά σε νέες συνθέσεις του κόσμου. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες και αυτό στενεύει: εγκλωβίζεται σε περισσότερο ιδιωτικά σχήματα, υπονομεύει παρά ανασυνθέτει. Το μήκος βραχύνεται, ο λόγος συσπάται και διαλύεται, ψάχνει να βγει από τη γλώσσα και να οπτικοποιηθεί, δεν μαζεύεται για να ανασυνταχθεί αλλά για να προστατευθεί, εκβλύζοντας σε μια αποσπασματική εγγαστρίμυθη τοιχογραφία που δηλώνει την παρουσία της όπως μπορεί, αναιρώντας εντέλει τους κανόνες του λόγου και τη διαχρονικότητά τους. Χρησιμοποιεί τις λέξεις για να τραφεί στιγμιαία, πλησιάζοντας έτσι την αδιέξοδη εκτροπή του γκράφιτι.
Αντιτίθεται ο στιγμιαίος ποιητικός λόγος στη διαχρονικότητα που υπόσχεται ο «μεγάλος» λόγος της υποτιθέμενης Τέχνης και Αλήθειας. Αποτελεί συνέχεια του διονυσιακού στοιχείου (που υπάρχει μόνο μέσα στην πορεία του γίγνεσθαι, πολλαπλό και πολυσήμαντο) στην αντίθεσή του με το απολλώνειο, που στοχεύει στην αιωνιότητα μέσα από την τελειοποίηση της μορφής του για να προσεγγίσει το Θείο.[16]
Με αυτή την έννοια ο στιγμιαίος λόγος είναι συνεχώς αναλώσιμος: ο κόσμος (στις στιγμιαίες φάσεις της εξέλιξής του) τρέφει έναν λόγο (που παρασκευάζεται και αναλώνεται στιγμιαία) για να θρέψει και πάλι τον κόσμο στην αέναη πορεία του. Χωρίς οριστικό νόημα, χωρίς «μεγάλη αλήθεια», χωρίς αξιώσεις διαχρονικότητας, αλλά από την ίδια την ατέρμονα τροχιά του.
Από τότε που έγινε σαφές ότι με την αιωνιότητα αυταπατάται η ματαιοδοξία μόνο του όποιου δημιουργού, η ποίηση βρίσκει τον εαυτό της όποτε γίνεται στιγμιαία: επανέρχεται στον κόσμο και μετέχει σ’ αυτόν, ακολουθώντας τις μορφολογικές εκτροπές τής κάθε εξελικτικής φάσης.
Επανέρχεται στον κόσμο και τον ξανα-αποδίδει στους κατοίκους του με κίνητρο όχι την ίδια την ποίηση ή την τέχνη αλλά την ίδια την προσωπική παρουσία, την έκφρασή της, και την επιβεβαίωση αυτής της αλληλουχίας των στιγμών στο πεπερασμένο της ύπαρξης. «Το ποίημα: μια χειρονομία».[17]
Αναλώνεται η ποίηση: ψωμί για να υπάρξει ο κόσμος και ο ποιητής μέσα σ’ αυτόν. Ό,τι σεμνότερο: