Το SS Francisco Morazan είχε αποπλεύσει από το Σικάγο στις 27 Νοεμβρίου 1960 με 940 τόνους γενικού φορτίου και προορισμό την Ολλανδία. Πλοίαρχος, με πέντε χρόνια κιόλας ναυτοσύνης, ήταν ο Εδουάρδος Τριβιζάς, είκοσι πέντε χρονών, απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Μαζί του η γυναίκα του Αναστασία, είκοσι εννιά χρονών, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Την επομένη κιόλας, ο αέρας ήταν δυνατός, τα κύματα έφταναν στην κουβέρτα, χιόνι άρχισε να πέφτει, η ομίχλη κοβόταν με το μαχαίρι. Το πλοίο εξόκειλε εκατό μέτρα έξω από το νησί Νότιο Μανιτού. Η κακοκαιρία δεν έλεγε να καταλαγιάσει, τα κύματα κάθιζαν το σκάφος βαθύτερα στην άμμο. Βούλιαζε αργά. Πρώτη το εγκατέλειψε η Αναστασία λόγω εγκυμοσύνης, ύστερα το πλήρωμα. Στις 4 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Εδουάρδος Τριβιζάς κλείδωσε την πόρτα του πιλοτήριου και βούτηξε στα νερά. Η ακτοφυλακή τον παρέλαβε. Ποτέ δεν μαθεύτηκε σε ποιον ανήκε το SS Francisco Morazan εκείνες τις μέρες, ούτε κανείς προσπάθησε να το αποκολλήσει ή να το διαλύσει. Έμεινε εκεί και δέχεται ως σήμερα επισκέπτες, όταν ο καιρός το επιτρέπει. Ήταν δεν ήταν τότε σαράντα ετών. Είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία το 1922, είχε αλλάξει έντεκα πλοιοκτήτες, πέντε σημαίες και οκτώ ονομασίες. Η πρώτη (1922-1934) ήταν ευαισθήτως γερμανική (Arcadia), η τρίτη ήταν εγωπαθώς αγγλική (Empire Congress, 1945-1946), η τελευταία (Francisco Morazan, 1958) ήταν σφοδρώς ελληνική, αφού το πλεούμενο ανήκε στον εφοπλιστή Κ. Τ. Τραπεζούντιο, ο οποίος θα είχε αναρωτηθεί:

Στρατηγέ,
τι ζητούσες στο Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα,
εσύ,
ένας θαυμαστής του Κήπου του Λουξεμβούργου;


Τούτων δοθέντων, θα έπρεπε να ήταν γνωστή η απάντηση σε αυτό το ερώτημα από το 1939 κιόλας. Την είχε δώσει ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον σε ηλικία 47 ετών, πλοίαρχος του φορτηγού γενικού φορτίου SS Stanbrook. Είχε φτάσει στο Αλικάντε και περίμενε εντολές των πλοιοκτητών για να φορτώσει καπνά, πορτοκάλια και σαφράν. Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε αναδείξει νικητή τον Φρανθίσκο Φράνκο και ο Δημοκρατικός Στρατός είχε διαλυθεί. Χιλιάδες μαχητές, άοπλοι πολίτες και γυναικόπαιδα έσπευδαν να εγκαταλείψουν τη χώρα δίχως προορισμό, αρκεί να γλίτωναν από τους νικητές. Οι φήμες και, πολύ περισσότερο, η πραγματικότητα δεν επέτρεπαν ελπίδες σωτηρίας. Τα παραδείγματα συνοπτικών εκτελέσεων, ανηλεών καταστροφών και βασανιστηρίων, η ισοπέδωση πόλεων από τυφλούς και συστηματικούς βομβαρδισμούς, δεν ήταν οι μόνες αιτίες φυγής. Η πείνα, η διάλυση των οικογενειών, η απόγνωση της ολοκληρωτικής ήττας, η πολιτική αναγνώριση του Φράνκο ήταν η βαθιά πίκρα του ανυπόφορου αδιέξοδου. Κοπάδια ανθρώπων, με κάθε μέσο, διέσχιζαν τη χώρα σε κατάσταση γενικευμένου πανικού. Κοπάδι πολυάριθμο είχε φτάσει στην αποβάθρα του Αλικάντε, όπου είχε δέσει το SS Stanbrook. Ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον, δίχως να ρωτήσει τους πλοιοκτήτες, επιβίβασε 2.638 φυγάδες, τον έναν πάνω στον άλλον και απέπλευσε τη νύχτα, 28 Μαρτίου 1939, δίχως φώτα, ψιθυριστά, με κατεύθυνση την Αλγερία. Λοξοδρομώντας και αποφεύγοντας νηοπομπές και ναυτικές περιπολίες, έφτασε στο Οράν μετά από είκοσι δύο ώρες. Το SS Stanbrook ήταν πια ένας σωρός βρομερών σωμάτων, εμετού, κάτουρου, σκατού, πατημένων αποσκευών και σιωπής. Λέγεται, όμως, πως στη διαδρομή γεννήθηκαν μερικά παιδιά και κανένα δεν πέθανε. Στις 19 Νοεμβρίου 1939, πλέοντας στη Βόρεια Θάλασσα (51.21Β , 2.25Α), το SS Stanbrook τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο, κόπηκε στα δύο και βούλιαξε αύτανδρο. Το ναυάγιο δεν δέχεται επισκέπτες. Και μετά από αυτή την απάντηση, το ερώτημα είναι:

Πλοίαρχε Ντίκσον,
τι κέρδισες στο Αλικάντε,
εσύ,
κοκκινομούρης, γενναίος των γενναίων;