Το ξεχασμένο παιχνίδι της ποίησης

Το ξεχασμένο παιχνίδι της ποίησης

Λίλυ Εξαρχοπούλου, Λαθραία οργή, Μελάνι 2018

*

Στο περιβόητο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας –του οποίου, παρεμπιπτόντως, το χειρότερο ολίσθημα δεν είναι η αποπομπή των ποιητών, αλλά η αποδοχή τους, υπό την προϋπόθεση πως θα γράφουν κατ’ επιταγή του καθεστώτος– ο Πλάτων διασώζει την άποψη των ποιητών για τη φιλοσοφία, στο πλαίσιο της παλαιάς εναντίωσής τους. «Σκυλί λυσσασμένο που δαγκώνει το αφεντικό του» τη χαρακτήριζαν.
Αυτός ο σκληρός –το λιγότερο– χαρακτηρισμός είναι προφανές πως εκφράζει οργή, συναίσθημα εξαιρετικά ανυπόληπτο για την αρχαιότητα, που όμως βρίσκεται στην αρχή του αριστουργήματος των αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Μήνιν ἄειδε, θεά – και μάλιστα οὐλομένην.
Κατά κάποιον τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση αναδύεται από το συναίσθημα της οργής, το οποίο εναντιώνεται στο αισθητικό ιδανικό του επάρατου λογοκεντρισμού μας. «Ο πνευματικός άνθρωπος που θα κρίνει τον ποιητή, θα τον κρίνει μονάχα αισθητικά και όχι ιστορικά», φαίνεται να συμφωνούν ο Σεφέρης και ο Τσάτσος.
Αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να είναι κανείς πνευματικός άνθρωπος, αφού θα πρέπει να ξεχάσει την ιστορικότητά του, το μόνο που σίγουρα του ανήκει, προκειμένου να ενστερνιστεί μιαν ακαθόριστη αισθητική· αν αξίζει να θυσιάσουμε την ιστορικής πυκνότητας στιγμή, όπου ο ποιητής καλεί σαν μάρτυρες όλες τις στιγμές του παρελθόντος και του μέλλοντος, για να μας ρωτήσει – όπως η Εξαρχοπούλου στην τεσσαρακοστή τετάρτη σελίδα του νέου ποιητικού βιβλίου της:

Πότε θα καταλάβουμε
πως είναι η Ηώς
που μας αγγίζει
και όχι η άλμη; 

Και μάλιστα να μας ρωτήσει με οργή. Γιατί είναι νομίζω φανερότατα παρούσα η απουσία της λέξης «επιτέλους» ανάμεσα στο «Πότε» και το «θα καταλάβουμε». Λείπει, αυτό το «επιτέλους», αναγγέλλοντας, ωστόσο, με σθένος τον εαυτό του, όπως αναγγέλλει την ημέρα η Ηώς, σημείο μέγα της πραγματικότητας, που είναι πραγματικότητα επειδή είναι μυθικής υφής. Κι αν δεν είναι, αποτελεί ψευδαίσθηση, που όμως πάντα βρίσκει τον ποιητή, που θα στασιάσει και θα ζητήσει επιτακτικά να καταλάβουμε, επιτέλους, πως είναι το σώμα που βλέπει, με τον μύθο του, την προαντικειμενική συγκατάθεσή του στον τρόπο με τον οποίο είναι μέσα στον κόσμο.
Η αλήθεια είναι πως η οργή δεν ελέγχεται εύκολα – ίσως ο έλεγχος να την αντιστρατεύεται ριζικά, να την αναιρεί ως τέτοια, να την αναγκάζει στην καλύτερη περίπτωση να κρύβεται στο ποίημα σαν τον μετανάστη. Σαν τον μετανάστη – αυτή που είναι ήδη η πατρίδα του ποιήματος.
Δύσκολα ελέγχεται, λοιπόν, η οργή, αλλά καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε τούτο εδώ το ποιητικό βιβλίο της Εξαρχοπούλου και διαβάζουμε την προειδοποίηση: Λαθραία Οργή {Εντός}, καταλαβαίνουμε πως η πολύπειρη πεζογράφος, ποιήτρια, κριτικός και δημοσιογράφος τοποθετεί σε κοινή θέα αυτό που θέλει να κρύψει – σαν εκείνο το Κλεμμένο γράμμα του Πόε. Πώς αλλιώς, αφού αυτό είναι ίσα ίσα ποίηση: να εκθέτεις σε κοινή θέα ό,τι αξίζει να κρυφτεί, για να πλέξει τις σημασίες του στα μέτρα μας, με την ησυχία του; Το ξεχάσαμε αυτό. Όχι όλοι. 

Ανοίγοντας την πόρτα της Λαθραίας οργής και μπαίνοντας μέσα, καταλαβαίνουμε αμέσως πως ουδόλως θέλει να κρύψει την οργή ως πατρίδα των ποιημάτων της.

Είναι σημαντικό

μας λέει ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος. Τι είναι τόσο σημαντικό ώστε να μην εμφανίζεται σ’ αυτόν τον οριακά επιτακτικό πρώτο στίχο;

Ν’ αδράχνεις τα χρώματα του ουρανού

απαντά ο δεύτερος στίχος, έστω κι αν φαίνεται να μην απαντά σε κανένα ερώτημα. Και

Αλλάζω χρώματα και ξεφαντώνω

μας λέει ο τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματος. Γιατί; Αυτό το ερώτημα θα το βρούμε να αναπτύσσεται πολλαπλώς στους στίχους που απλώνονται ανάμεσα στην αρχή και το τέλος.
Έτσι θα πρέπει να διαβάσει ο αναγνώστης το βιβλίο. Όχι βέβαια με τον δικό μου αναγκαστικά ορθολογικό βηματισμό. Το βιβλίο θα του πει πότε θα σταματήσει, πότε θα τρέξει, πότε θα κάνει μικρές ή μεγάλες δρασκελιές. Γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα διαμορφωμένο πάρκο, που προσπαθεί να μιμηθεί τα φυσικά τοπία, αλλά ένας τόπος πλούσιας μορφολογίας, ευρηματικού ανάγλυφου.
Η ποίηση της εποχής μας, του μεταπολεμικού κόσμου, ζει στη σκιά της εφιαλτικής απόφανσης του Γερμανού φιλοσόφου Θεοδώρου Αντόρνο, σύμφωνα με την οποία «Είναι βάρβαρο να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς».
Παρά τις ποικίλες αντιδράσεις, αυτή η απόφανση διέβρωσε βαθιά –αν και για λάθος λόγο– την αισθητική συνείδηση των ποιητών. Ενήργησαν σαν να τους έλεγε ο φιλόσοφος πως επειδή το υποκείμενο του δυτικού πολιτισμού εκβαρβαρώθηκε στα γερμανικά στρατόπεδα, είναι αχρειότητα αυτοί να παλεύουν να φτιάξουν όμορφα στιχάκια.
Στην πραγματικότητα, αυτό ίσα ίσα ήταν που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Αισθάνονταν ένοχοι, επειδή πίστευαν από καιρό πως θα κρίνονταν μονάχα αισθητικά και όχι ιστορικά, ενόσω η ιστορία ήταν πια ένα τεράστιο σφαγείο. Πού καιρός για συναισθηματική χρήση της γλώσσας; Κι έτσι αποφάσισαν να γυμνώσουν την ποίηση από κάθε παιγνιώδες, θεατρικό, τελετουργικό στοιχείο. Μεγάλη κουταμάρα. Στην ποίηση αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που δημιουργούν σημασίες, και δουλειά της ποίησης είναι να δημιουργεί σημασίες.

Η αλήθεια είναι πως η οργή δεν ελέγχεται εύκολα – ίσως ο έλεγχος να την αντιστρατεύεται ριζικά, να την αναιρεί ως τέτοια, να την αναγκάζει στην καλύτερη περίπτωση να κρύβεται στο ποίημα σαν τον μετανάστη. Σαν τον μετανάστη – αυτή που είναι ήδη η πατρίδα του ποιήματος.

Αυτό που είπε ο Aντόρνo αφορούσε τη λειτουργία της ποίησης σ’ έναν κόσμο βάρβαρο, έναν κόσμο απογυμνωμένο από το πνευματικό περίβλημά του, τον κόσμο της επικράτησης του εμπορεύματος. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως το πραγματικό πρόβλημα με την ποίηση δεν ήταν το παιγνιώδες, θεατρικό, τελετουργικό στοιχείο, αλλά τα παρηκμασμένα, αναποτελεσματικά, αποξηραμένα στοιχεία, που δεν μπορούσαν να κάνουν ένα ποίημα να λειτουργήσει σαν ποίημα, επειδή η χρήση τους έσερνε πίσω της ένα σώμα σημασιών ποιητικά απενεργοποιημένων – έτοιμων για χρήση από την εμπορική και πολιτική προπαγάνδα.
Κι έτσι καταντήσαμε να διαβάζουμε απλά σχόλια επί της καθημερινότητας του ποιητή και να λέμε πως αυτά είναι ποιήματα, ισχυριζόμενοι πως το πλέον αντιποιητικό πράγμα στον κόσμο είναι αυτό που θυμίζει ποίηση!
Ωστόσο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, οι έμπειροι συνεργάτες και όχι απλά χρήστες τις γλώσσας, οι εθελούσιοι και εθελοντές συγγραφείς δηλαδή, ήταν πάντα εκείνοι που δούλευαν προς την κατεύθυνση της επανίδρυσης του ποιητικού παιχνιδιού (αυτό δεν είναι από πολλές απόψεις η ποίηση;)
Σε αυτήν την κατηγορία κατατάσσω την Λαθραία οργή.

Η Εξαρχοπούλου χρησιμοποιεί οτιδήποτε μπορεί να κάνει ένα ποίημα, ποίημα. Αφήγηση, δοκιμιακό λόγο, θεατρικό λόγο, τα πάντα. Και τα διαχειρίζεται με τους πιο ευρηματικούς τρόπους.
Λόχου χάρη, το πρώτο ποίημα του βιβλίου επιγράφεται ΕΚΚΛΗΣΗ. Το δίχως άλλο, ο αναγνώστης θα σκεφτεί πως έχει να κάνει με μια μεταφορά. Τα ποιήματα δεν είναι ούτε προκηρύξεις, ούτε αφίσες, ούτε εφημερίδες τοίχου. Κι έτσι ρυθμίζει τη στάση του απέναντι στο ποίημα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μεταφορά. Και προχωρεί και αναγκάζεται να μεταβάλλει απότομα τη στάση του, γιατί όντως το ποίημα μοιάζει με έκκληση, ο λόγος του είναι τόσο ευθύς, όσο μια προκήρυξη! Αλλά αυτά που λέει ανήκουν σε ένα ποίημα, οι εικόνες του είναι ποιητικές και ο αναγνώστης επιστρέφει πάλι στη μεταφορά του τίτλου.
Αυτό το συναισθηματικό παιχνίδι κάνει το ποίημα, γεννά τις σημασίες του, προσφέρει στον αναγνώστη απόλαυση. Και τον οδηγεί προς τις σημασίες τις οποίες δημιουργεί, με κύρια ετούτη: Η ζωή είναι ποίηση, ακόμα και στις πιο τετριμμένες εκφράσεις της. Αλλά έμπρακτα. Όχι σαν διδακτικότατη συμβουλή, αλλά σαν γεγονός, σαν το ίδιο το ποίημα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με πραγματική ποίηση. Γιατί η ποίηση δεν ερμηνεύει τον κόσμο, τον επεκτείνει.
Ένα ακόμα παράδειγμα. Στην εικοστή τρίτη σελίδα αρχίζει ένα κάπως εκτενές ποίημα, με τον τίτλο ΔΙΑΛΕΞΗ. Φυσικά, επειδή κρατάμε στα χέρια μας ένα ποιητικό βιβλίο, δεν ετοιμαζόμαστε να διαβάσουμε μια διάλεξη. Κακώς δεν ετοιμαζόμαστε, γιατί μια διάλεξη θα διαβάσουμε.
Μόνο που ο ομιλητής –ας πούμε– είναι φανερό πως κάνει τα πάντα για να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτά που θέλει να πει και σε αυτά που θα έπρεπε να πει σε μια διάλεξη. Και αυτό του προκαλεί εκνευρισμό, ο οποίος σιγά σιγά μετατρέπεται σε οργή, που αρπάζεται από τη συμπεριφορά ορισμένων ακροατών. Αυτή η μετάβαση από τα λεγόμενα στα σχόλια για τις αντιδράσεις του κοινού κάνει το ποίημα μονόπρακτο.
Ο αναγνώστης έχει πια τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη του ποιήματος, ενός ποιήματος που θα πρόδιδε την ποιητική του λειτουργία αν περιοριζόταν στο ξεχείλισμα –εν τέλει– της ψυχής του ομιλητή. Επιπλέον, τα σχόλια του ομιλητή προς το κοινό μοιάζουν να προλαβαίνουν τις αντιδράσεις του αναγνώστη, που δίχως να θέλει βιώνει κάποιου είδους ταύτιση με τους ανήσυχους ακροατές. Προλαβαίνει τις αντιδράσεις τους, αλλά στην ουσία τις κατευθύνει. Πού είναι ο αναγνώστης εκείνη την ώρα; Μέσα στο ποίημα. Υπάρχει ένας κανόνας που κάνουμε πως δεν τον ξέρουμε, γιατί είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να τον ακολουθήσουμε. Και λέει ο κανόνας πως αν μια στιγμή μόνο κάνεις τον αναγνώστη να καταλάβει πως διαβάζει ένα ποίημα, πάει τον έχασες.
Κατά τα λοιπά, δεν νομίζω πως μπορεί ο καθένας να γράψει στίχους, όπως:

Αν ήσουν θάλασσα δεν θα ’σουν φόβος.

και

Οι νόμοι είναι τόσο φυσικοί που μας διέπουν.

και

Διαμελισμός, η μόνη λέξη που διασώθηκε
φτιαγμένη από βέβηλο θεό
με σαρκοβόρα προδιάθεση.

Δεν μπορεί ο καθένας –επιμένω– γιατί διέπονται από το ίδιο πνεύμα δράσης, που φοβόταν ο Πλάτων: την ποιητική αλήθεια.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Λαθραία οργή
της Λίλυς Εξαρχοπούλου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: