Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν



Η αγάπη που σκοτώνει

Φωτ. Édouard Baldus, 1860


Το βράδυ της 14ης Απριλίου τρέχοντος, τελείωνα το γράψιμο σύντομου κειμένου για το μέλλον της ανάγνωσης. Όπως ήταν φυσικό είχα προτάξει τις επ’ αυτού σκέψεις του Ουγκώ, με κεντρικό στοιχείο την αινιγματική φράση του Κλωντ Φρολλό, αρχιδιάκονου της Notre Dame: «…τούτο θα σκοτώσει εκείνο», φράση της οποίας η ανάλυση ήταν πάντοτε ένα από τα προσφιλή μου θέματα: το βιβλίο, πολύ δυνατότερο πλέον, χάρις στην Τυπογραφία, θα σκότωνε την Notre Dame – βεβαίως μεταφορικά, δηλαδή θα εκθρόνιζε εκείνο που η εκκλησία υπηρετούσε και γενικότερα κάθε κατεστημένο.
Το πρωί της μεθεπομένης, ευσυνείδητος δημοσιογράφος μου ζητούσε από το τηλέφωνο μια σύντομη τοποθέτηση απέναντι στην τραγωδία της 15ης Απριλίου. «…Είμαστε μπροστά σε μια τεράστια καταστροφή» είπα, «επειδή αυτή η εκκλησία, χωρίς να είναι το μεγαλύτερο, η πλέον περίτεχνο από τα έργα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού, είναι κάτι σαν τον Παρθενώνα της Γαλλίας… δυστυχώς, όμως, δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας η παρουσία κάποιων μεταξύ εκείνων που ανέλαβαν να συντηρήσουν ένα μνημείο να συνιστά κίνδυνο για την ύπαρξη του… αλλά αν ήθελε κανείς να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της Notre Dame θα έπρεπε να διαβάσει πάλι το ομότιτλο έργο του Ουγκώ, το οποίο υπήρξε επανάσταση στον τρόπο µε τον οποίο δομείται ένα μυθιστόρημα… ένας μοναδικός συνδυασμός ιστοριογραφίας, κοινωνιολογίας, ψυχανάλυσης και στοχασμού, που μεταξύ άλλων φώτισε νέες κατευθύνσεις κατανόησης των τεχνών και έγινε το μανιφέστο για την επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς»
Μετά την παράθεση αυτών των δηλώσεων, ο συνομιλητής μου, χρησιμοποίησε ποιητικά τη ρήση του Φρολλό, μετατρέποντάς την σε ρητορικό ερώτημα αναφορικά με την πυρκαϊά: «…Τι ήταν αυτό όμως, που σκότωσε τη Notre Dame;»
«…Χωρίς να αποκλείονται άλλοι παράγοντες, κυριότερος φαίνεται να ήταν η απροσεξία», είχα απαντήσει, «όπως π.χ. συνέβη προ διετίας με την καταστροφή της βαρύτιμης στέγης του τεμένους στο Διδυμότειχο». Απροσεξία, στο πλαίσιο μιας γενικώς χαλαρής διαγωγής, όπου, για παράδειγμα, «…ο καθένας μπορεί να πιάσει το κινητό και να ξεχάσει ότι εκείνη τη στιγμή –το λέω μεταφορικά– έχει το τηγάνι στη φωτιά… Σε παλαιότερες εποχές αυτό δεν μπορούσε να συμβεί επειδή η πειθαρχία μέσα στα έργα ήταν χαλύβδινη».
Αλλά καθώς η απροσεξία είναι πάντοτε ένα άμεσο παθητικό αίτιο, η αναζήτηση του απώτερου ενεργητικού αιτίου αναδεικνύει κίνητρα όπως το «ενδιαφέρον», η «ανάγκη φροντίδας ενός δημόσιου αγαθού» και η «αγάπη», κίνητρα που εν τέλει δεν αφίστανται από την επιθυμία για δημιουργία, δράση, εξουσία και κέρδος. Θυμάμαι ότι όταν καιγόταν η εξακοσίων ετών στέγη στο Διδυμότειχο, εκείνο που διακατείχε ήδη από ετών τη σκέψη μου, λόγω της παρατεταμένης διαδικασίας και του μαξιμαλιστικού σχεδιασμού των προσωρινών κατασκευών υποστήριξης και προστασίας, ήταν η κεντρική ιδέα του Ace in the Hole (1951, σκηνοθεσία Billy Wilder) και του Mad City (σκηνοθεσία Κ. Γαβράς 1997): και στις δύο περιπτώσεις ο εμφανιζόμενος ως υποστηρικτής είχε προβεί σε χειρισμούς που εν τέλει είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αποτέλεσμα συνοψισμένο στην τελευταία σκηνή του Mad City με τη γεμάτη μεταμέλεια φράση "We killed him". Σε συζητήσεις για τη στέγη, στο Διδυμότειχο και στην Αθήνα, είχα περίπου προφητικά παραβάλει τις σχετικές διαδικασίες και τεχνικές επεμβάσεις με την υπόθεση των δύο φίλμς.
Μερικές φορές, όπως και την 14η Απριλίου τρέχοντος, αλλά και πολύ γενικότερα στις ζωή μας, η χωρίς ωριμότητα, επαγρύπνηση και ανιδιοτελή αγάπη φροντίδα σκοτώνει το αντικείμενό της.

[Αλλά θα επανέλθουμε λεπτομερώς στο επόμενο]

(Θεσσαλονίκη 28 Απρ. 2019)

Το φάντασμα της μηχανής ή, μάλλον, δεν αλλάζει τίποτα

Πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, τον Οκτώβριο του 1971, με μια παρέα συμφοιτητών ποικίλων κατευθύνσεων (Μίμης Σουλιώτης, Πάνος Θεοδωρίδης και ο Γιώργος Χουλιάρας), εκδώσαμε στη Θεσσαλονίκη το λογοτεχνικό περιοδικό Τραμ. Τον Δεκέμβριο κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος με ανέκδοτα κείμενα του Ελύτη κ.ά. Τον Φεβρουάριο του 1972, το διπλό τεύχος 3/4 περιλάμβανε κείμενα Εμπειρίκου, Σαχτούρη, Γκάτσου κ.ά.
Tότε παρενέβη η Εκκλησία: Τον Μάιο ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των εκδοτών του περοδικού καθώς και των συγγραφέων Θέμη Λιβεριάδη και Ηλία Πετρόπουλου για παράβαση του νέου νόμου «περί Τύπου», επειδή στα κείμενά τους υπήρχαν οι «άσεμνες» λέξεις «αιδοίον» και «αυνανίστηκα» (έτσι ακριβώς: στην καθαρεύουσα). To τεύχος 3/4 κατασχέθηκε και, σε μια δίκη-προγραφή, μάρτυρες κατηγορίας εμφανίστηκαν δύο κληρικοί και δύο αμύντορες της ηθικής από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις (που παρασημοφορήθηκαν, αργότερα, άπαντες, με τον μεγαλόσταυρο του Χριστόδουλου). Μάρτυρες υπεράσπισης πέντε διαπρεπείς καθηγητές του Πανεπιστημίου (Γ.Π. Σαββίδης, Κ. Μητσάκης, Ν. Πλάτων, Ν. Μουτσόπουλος, Χ. Μπούρας) και οι διακεκριμένοι ποιητές Γιώργος Θέμελης (πρόεδρος, τότε, των Λογοτεχνών Β. Ελλάδος) και Τάκης Βαρβιτσιώτης. Ο συγγραφείς καταδικάστηκαν σε επτάμηνη φυλάκιση και οι εκδότες σε πεντάμηνη. Κάναμε έφεση και αφεθήκαμε ελεύθεροι. Διακόπηκε η έκδοση του περιοδικού. Στο Εφετείο αθωώθηκε ο Λιβεριάδης (ο Πετρόπουλος βρισκόταν ήδη στον Κορυδαλλό για τα Καλιαρντά), η ποινή φυλάκισης των εκδοτών μειώθηκε σε δίμηνη και οδηγηθήκαμε στη φυλακή.
Επί της ουσίας, το περιοδικό είχε σαφώς αντιδικτατορικό χαρακτήρα, όχι όμως από κάποια συγκεκριμένη κομματική πλευρά, όσο από αγανάκτηση για την ύπαρξη και μόνο της δικτατορικής κτηνωδίας. Συνέβαινε να βρισκόμαστε στην εντελώς απέναντι όχθη από τη λογική του στρατού, της αστυνομίας και των οργανωμένων κομματικών παρατάξεων, γενικότερα. Δεν ήμασταν μόνο πολιτικά αντίθετοι, ήμασταν και αισθητικά, ποιοτικά, γλωσσικά, πράγμα που εκφράστηκε από μερικές σελίδες του περιοδικού, τόσο με τη δημοσίευση συγκεκριμμένων κειμένων όσο και από την επιλογή των μεταφράσεων.

Μετά δέκα έτη, το 1982, ο εκδοτικός οίκος Εξάντας κυκλοφόρησε τις 120 Μέρες στα Σόδομα του Ντε Σαντ. Tότε παρενέβη το Κράτος: δικαστικοί κύκλοι κατήγγειλαν το βιβλίο για προσβολή της δημοσίας αιδούς με μάρτυρα κατηγορίας έναν αστυνομικό. Σε αντίδραση αυτής της πράξης λογοκρισίας, 48 εκδότες [ μεταξύ των οποίων και περιοδικά όπως το Αντί και ο Χάρτης ] ανήγγειλαν κοινή έκδοση του έργου, στο εξώφυλλο της οποίας αναγράφονταν αλφαβητικά τα ονόματα όλων των συν-εκδοτών. Ασκήθηκε ποινική δίωξη και οι δικηγόροι του Εξάντα μας συμβούλευσαν να κρυφτούμε σε σπίτια φίλων για να αποφύγουμε το αυτόφωρο. Την ίδια βραδιά της δίωξης, η Μελίνα Μερκούρη εγκαινίαζε ως Υπουργός Πολιτισμού την Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως. Μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γ.-Α. Μαγκάκη, με μεσολάβηση του οποίου εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα (ενώ, παράλληλα, οι «εκδότες» προετοίμαζαν ανατύπωση που θα συμπεριλάμβανε στους υπεύθυνους έκδοσης και προσωπικότητες όπως ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις κ.ά., οι οποίοι είχαν ήδη συμφωνήσει).

Ο «θεϊκός μαρκήσιος» ενώπιον της ανακριτικής αρχής
Ο «θεϊκός μαρκήσιος» ενώπιον της ανακριτικής αρχής


Στις 18/4/2019, παρενέβη η Μηχανή: νωρίς το πρωί, μόλις αναρτήθηκε στο FB[I] μια εξαιρετική μελέτη του Βάιου Λιαπή από το 4ο τεύχος του νέου, διαδικτυακού Χάρτη, αναγκαστήκαμε να εκδώσουμε την ακόλουθη ανακοίνωση:

Το ασφαλές Facebook έκρινε πως το περιεχόμενο της σελίδας του περιοδικού Λόγου και Τέχνης «Χάρτης» παραβιάζει τους όρους έκφρασης της κοινότητάς του. Με αποτέλεσμα να έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα οποιασδήποτε δημοσίευσης/κοινοποίησης κειμένου από την ιστοσελίδα του περιοδικού www.hartismag.gr
Το κείμενο που παραβίασε τους όρους είναι η «επικίνδυνη» μελέτη του καθηγητή και πρόσφατα βραβευμένου Βάιου Λιαπή, «Από το θέατρο στο μπουντουάρ: ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Αισχύλος και η εμβρυολογία της πατριαρχίας».

Στείλαμε έγγραφα διαμαρτυρίας στα ενδότερα του κοινωνικού δικτύου και μετά από πενθήμερη «ποινή» επανήλθαμε στην κανονικότητα, εις μνήμην του «θεϊκού μαρκήσιου».

Salò ή Oι 120 μέρες στο Facebook

Τόσες ακριβώς μέρες χρειάστηκε το περιοδικό Χάρτης προκειμένου, με τα τέσσερα μηνιαία ηλεκτρονικά «τεύχη» του, να εδραιωθεί στη συνείδηση μιας μεγάλης μερ ίδας του σκανδαλοθηρικού (αλλά και σκανδαλισμένου) κοινού ως η ναυαρχίδα των μη-εντύπων που υποσκάπτουν (όσες έχουν απομείνει) ηθικές αξίες, προκαλούν ανίατες συγχύσεις (τύφλα να ’χει το περιοδικό Βαβέλ) και διαβρώνουν συνειδήσεις (επίσης τύφλα να ’χει κάθε περιοδικό των εκδόσεων Οξύ).
Υπενθυμίζω, για τους εραστές των τεκμηριωμένων καταγγελιών, ότι εκδότης του αναπαλαιωμένου Χάρτη είναι ο βαρυποινίτης Δ. Κ. (πιο γνωστός στους παροικούντες τις σωφρονιστικές Ιερουσαλήμ ως «Τραμάκιας»), συνεπικουρούμενος από τρεις ejusdae farinae κακοήθεις και άλλες τρομοκρατικές δυνάμεις, αλλά και ότι, στους τέσσερις μέχρι στιγμής «εκδοθέντες» Χάρτες εμφανίστηκαν (σταχυολογώ και καταγγέλλω):

1. απροκάλυπτες προκλήσεις στο γενετήσιο ένστικτο [«τα εκπληκτικά οπίσθια μιας δεκαεπτάχρονης, με μαύρο στρινγκ σφηνωμένο βαθιά» (Σκαμπαρδώνης), ή: «ο Νικολής γέμιζε κάθε μέρα την Ευτυχία με σπέρματα λευκά» (Γιατρομανωλάκης)],

1.1. ομοίως απροκάλυπτες προκλήσεις στο παρά φύσιν γενετήσιο ένστικτο [ποιήματα της Σαπφώς και ολόκληρη μελέτη που διερευνά γιατί η ποιήτρια σε μια φάση της ζωής της κοιμήθηκε μόνη (Αντωνόπουλος), ή: «ομοερωτικές εμπειρίες στην οδό Θερμοπυλών» (Λαμπρόπουλος – εδώ, η προσβολή της χρηστοήθειας συνδυάζεται με καταρράκωση ενός τόπου-συμβόλου του εθνικού κλέους],

1.2. ή και σε άλλες παρεκκλίσεις, πρωτεύουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχει η ποδολαγνεία [Σκουζάκης (και δη μέσα σε ναό, παρακαλώ!) ή, σαν να μη μας έφταναν οι Έλληνες κι έπρεπε να εισαγάγουμε και Φινλανδούς ποδολάγνους: «Κοίταζα τα όμορφα πόδια σου / ακολουθώντας το σκίσιμο της κάλτσας / ώς τα πράσινα μάτια σου / κάνοντας άσεμνες σκέψεις» (Vesa Lahti)],

1.3. καθώς και δήθεν επιστημονικές προκλήσεις στο γενετήσιο ένστικτοΟ Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ του Ντ. Χ. Λώρενς συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην απαγκίστρωση από τις παραδοσιακές περί σεξουαλικότητας αντιλήψεις» (Μοδινός – όταν όλοι ξέρουμε τι έσπευδαν να κάνουν οι έφηβοι μόλις απαγκιστρώνονταν από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου)], ή: φιλοσοφικό δοκίμιο για το λειτούργημα(!) της κονσομασιόν (Κοροπούλης-Κουλιζάκη)],

2. συνωμοτικοί κώδικες, διάσπαρτοι στα τεύχη υπό μορφήν «αθώων» ποιητικών φράσεων («Έχω κρυμμένα όπλα» – Βούζης) ή συνεχώς επαναλαμβανόμενων επωδών, και δη ξενόγλωσσων, μήπως διαφύγουν της κατανόησης («Pourquoi pas?» – Αρανίτσης) ή απολύτως ακατανόητων (για αμύητους) λέξεων – που μπορεί και να είναι ψευδώνυμα παράνομων ηγετών του όποιου αγώνα («Ληθ, Ώκρις, Έρνον, Φθα, Έελις, Ελεθάγεων, Ίερα, Ύσφυς, Αίαρ» – Ζέρβας) ή απολύτως ακατανόητων (για μυημένους και αμύητους) αξιωμάτων («τον τελευταίο καιρό, οι ποιητές απωθούνται ολοένα πιο βίαια από τους σωσίες τους» – Κοροπούλης),

2.1. εδώ αρμόζει να ενταχθεί η από πάσης απόψεως ύποπτη ετυμολογική ανάλυση της λέξης «σαμποτάζ» σ’ ένα από πάσης απόψεως ανύποπτο γλωσσολογικό κείμενο, και δη μεταξύ δύο φαινομενικά ανώδυνων λέξεων του καπιταλιστικού κόσμου: «ίματζ» και «πρεστίζ» (Χαραλαμπάκης).

3. σεξιστικά και ρατσιστικά σχόλια [«η μικρή, ένα τέρας της φύσεως, κοντή, άσχημη, κακοφτιαγμένη και κακιά» – Πέτρος Σύριος (προφανώς ψευδώνυμο, χάρη στο οποίο απέφυγε το αυτόφωρο, εκτός αν το επιλεγέν επώνυμο, μέρες που ζούμε, τον εντάσσει και στο ως άνω 2)],

4. ανακρίβειες ιστορικές (δεν μπορεί, κύριε Βέη, ο Ιάπων αυτοκράτωρ Μέιτζι να βρήκε το χρόνο να κυβερνήσει σοφά και να αναμορφώσει την πατρίδα του, όταν, όπως λέτε, «έγραψε 92.032 ποιήματα»), ή/και αντεθνικές («…όπου κάποτε είχε ηττηθεί ο μετανάστης Αλέξανδρος από τους ελέφαντες» (Γουργουρής) – και εδώ, πραγματικά, σηκώνω τα χέρια, όχι πριν προλάβω να υπογραμμίσω τις προδοτικές λέξεις),

5. κείμενα που θίγουν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη: παραβλέποντας αγωνιώδη πολυσέλιδη απόπειρα κάποιου Κορρέ ν’ αποδείξει ότι ο Λόγος ο εν αρχή δεν ήταν παρά ένας χολιγουντιανός μονόλιθος, στέκομαι στο γεγονός ότι, στο πρώτο κιόλας «τεύχος», όχι μόνο αφιερώνονται σελίδες επί σελίδων σ’ έναν συγγραφέα (Μακρής) που διέπραξε το ασύγγνωστο αμάρτημα της αυτοκτονίας, όχι μόνο, σ’ ένα ηχητικό κρεσέντο βλασφημίας, ένας Ευσταθιάδης παρουσιάζει φωνές αλλοδαπών αυτοχείρων ποιητών, αλλά και η παιγνιώδης στήλη του περιοδικού ανατέθηκε σε μια γνωστή μελετήτρια και λάτρισσα του Καρυωτάκη (Ιερωνυμάκη)…,

6. γκρίζες διαφημίσεις: «Τι είπε ο Γερμανός για την ελληνική λογοτεχνία».

Είναι λυπηρό το ότι, ενώ παλιά ένας χάρτης βοηθούσε τα καράβια να μην τσακιστούν στα βράχια, εδώ έχουμε να κάνουμε με περίπτωση που εξόκειλε ο χάρτης.

Όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς απ’ αυτή τη γλώσσα, τόσο δυσκολότερη γίνεται η συνεννόηση

«Στην αρχή νομίζεις ότι ο άλλος έχει παρακούσει· επαναλαμβάνεις αυτό που είπες, αλλά το σάστισμα μεγαλώνει. Εξηγείς καταλεπτώς τι εννοούσες· δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν. Τους διαβεβαιώνεις για τη λύπη σου εν προκειμένω. Την επομένη λαβαίνεις επιστολή τους, σου καταλογίζουν κακόβουλες σκέψεις που δεν έχουν έλθει ούτε στ’ όνειρό σου, και διακόπτουν τις σχέσεις μαζί σου. Όταν κάποια στιγμή παρατηρώ ότι κατά βάθος η γλώσσα εδώ είναι περιττή, μου φέρνουν αντίρρηση. Αντίθετα, την εκτιμούν σε ιδιαίτερο βαθμό, επειδη οι λέξεις είναι το μοναδικό πράγμα που μοιράζονται».

Γιούργκεν Μπούχμαν, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ, (έξοχη) μτφρ. Συμεών Γρ. Σταμπουλού, (έξοχη) έκδ. Gutenberg 2019

Είσαι ο Θεός μου

Οι άνθρωποι συνήθως δεν ομιλούν, σφυρίζουν σαν τα κουτά πουλιά. Άλλοι, όπως ο γιος της κυρίας Φι, μένουν σιωπηλοί. Η κυρία Φι ενδίδει κάθε τόσο στη σαγήνη της σιωπής. Με ευλάβεια και χαμηλή φωνή απευθύνεται στο γιο της «Είσαι ο θεός μου», του λέει. Γιατί ο θεός είναι το μόνο πλάσμα που για να κυβερνήσει δεν έχει ανάγκη ούτε καν να υπάρχει, πόσο μάλλον να ομιλεί.

Προσποιούμαι τον φυσιολογικό άνθρωπο

«Σε όποια πόλη μένω, νοικιάζω πάντοτε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για λίγους μήνες. Ξεκινάω από το σπίτι μου στις 6:00 το πρωί και προσπαθώ να είμαι εκεί κατά τις 6:30. Για να γράψω ξαπλώνω στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα ο αγκώνας μου να πιάνεται εντελώς και στο τέλος να γίνεται τόσο σκληρός, λες και έχω εκεί κάλο. Ποτέ δεν επιτρέπω στο προσωπικό του ξενοδοχείου να μου αλλάζουν τα σεντόνια. Δεν κοιμάμαι ποτέ στο δωμάτιο. Μένω εκεί μέχρι τις 12:30 ή τις 13:30 το μεσημέρι και μετά επιστρέφω στο σπίτι και προσπαθώ να αναπνεύσω. Στη συνέχεια βγαίνω για ψώνια. Προσπαθώ να προσποιηθώ ότι είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, λέω πράγματα του τύπου «Καλημέρα. Πώς είστε; Καλά;», «Πόσο κάνουν τα φασολάκια;» και επιστρέφω στο σπίτι.
Καμιά φορά βρίσκω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σημειώματα του τύπου: «Αγαπητή κυρία Αγγέλου, αφήστε μας να σας αλλάξουμε τα σεντόνια». Το μόνο που επιτρέπω είναι να μου αδειάζουν τα καλάθια των αχρήστων. Επίσης επιμένω να μην υπάρχει τίποτε στους τοίχους. Δε θέλω περισπασμούς. Ούτε κάδρα, ούτε λουλούδια. Τίποτε».
Η Maya Angelou, νεοϋρκέζα συγγραφέας, ανοίγει τα χαρτιά της. Το εργαστήρι του συγγραφέα είναι συχνά αποκαλυπτικό: συγγραφικές συνήθειες και αφηγηματικές εμμονές, η τέχνη της αυθυποβολής, μαστορικά τεχνάσματα.
Όμως, όπως παρατηρεί η Margaret Atwood: «Ο συγγραφέας είναι το ωμό κρέας και, όπως και να το κάνουμε, προτιμούμε το φαγητό μας μαγειρεμένο».

Απάντηση του Γκαρσία Μάρκες έξω από τα δόντια


Στην ιστορική «Αποκάλυψη» του προηγούμενου τεύχους (1 Απριλίου 2019) ότι τελικά ήταν «99 και όχι 100 τα χρόνια της μοναξιάς, όπως ομολόγησε σε άγνωστη μέχρι τώρα επιστολή του ο Γκαρσία Μάρκες
[ρεπορτάζ της Κλαίτης Σωτηριάδου από την Μπογκοτά]», απάντησε ελληνιστί ο ίδιος ο διακεκριμένος συγγραφέας από το Μακόντο με την φωτογραφία που παραθέτουμε. Αυθόρμητα, αντέδρασε με το γαλλικό πνεύμα του ο Ελυάρ:

Τα λουράκια που πλένονταν

Ξαφνικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θεωρήθηκε ο μέγιστος νεωτερισμός μεταξύ των ωρολογάδων και χρυσοχόων της διασταύρωσης Βενιζέλου και Εγνατίας της Θεσσαλονίκης. Πλαστικά λουράκια πλεκτά για αντρικά και γυναικεία ρολόγια, λεπτότερα για γυναίκες, διαφόρων χρωμάτων, κυριότατα όμως μπεζ και μαύρα. Καταργούνταν έτσι τα δερμάτινα που διαλύονταν με τον ιδρώτα το καλοκαίρι ενώ μπορούσαν να πλυθούν με σαπούνι. Ήταν και πολύ φθηνότερα. Έκαναν αμέσως θραύση.
Ταυτοχρόνως εκείνη την εποχή είχαν βγει πλαστικοί κρίκοι που δενόταν η γραβάτα μία φορά και τέρμα τα βάσανα, τσατσάρες που λύγιζαν, πουκάμισα νάυλον που δεν ήθελαν σιδέρωμα, κάλτσες γυναικείες νάυλον («…ό,τι φοράει η Σοράγια», φώναζαν).
Όλα αυτά για μας ήταν η υλική υπόσταση του μοντέρνου.

O Miguel de Unamuno διαβάζει το βιβλίο μου

Τις καλοκαιρινές μέρες, τις μέρες που ο ήλιος έψηνε την πέτρα, η μητέρα έβγαζε το καλοψημένο κοτόπουλο με πατάτες από τον φούρνο και φρόντιζε η ποσότητα του φαγητού που μοίραζε σε κάθε πιάτο να είναι ίδια για όλους: μετρούσε τις πατάτες, ζύγιζε το τεμαχισμένο κοτόπουλο με το μάτι της. Εξαίρεση έκανε για τον δον Μιγέλ δε Ουναμούνο, που προτιμούσε τις ψητές πατάτες, αν και το κοτόπουλο, όπως το έψηνε η μητέρα στον φούρνο μας, του άρεσε πολύ. Τρώγαμε το μεσημεριανό μας με τον ήλιο πάνω ακριβώς από το κεφάλι μας, με τη λινή πετσέτα φαγητού στα πόδια μας, πάει να πει πως η ώρα είχε φτάσει, είχε σημάνει στο κωδωνοστάσιο του ναού της Αμμώμου Συλήψεως (Inmaculada Concepción). Και αν η τραπεζαρία μας δεν ήταν ψηλοτάβανη, αν το ένα και το άλλο παράθυρο δεν έμεναν ανοιχτά για να γίνεται ρεύμα και να μην ψηνόμαστε από τη λάβρα, θα βιαζόμαστε μάλλον να ολοκληρώσουμε το φαγητό μας παραλείποντας εκείνη την ελάχιστη γουλιά τσίπουρου, που διευκόλυνε τη χώνεψη, ας ζέσταινε το στόμα μας (μέχρι δακρύων στην περίπτωσή μου).

Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ο πατέρας, εκ δεξιών η μητέρα και εξ ευωνύμων ο δον Μιγέλ. Οι τρεις τους ήταν ντυμένοι, όπως έπρεπε να είναι ντυμένοι τέτοια ώρα που ο ήλιος έψηνε την πέτρα. Κοστούμι μπλε βαθύ φορούσε ο πατέρας, λευκό υποκάμισο, μπλε λαιμοδέτη. Μια φορά, φτάνοντας καθυστερημένος, ανέβαλε να βγάλει το καπέλο του και κάθισε στη θέση του καπελωμένος. Ευτυχώς εκείνη τη μέρα δεν είχαμε την επίσκεψη του δον Μιγέλ, και η μητέρα δεν του υπέδειξε να φάει, ως όφειλε, ασκεπής. Μπλε το ολόσωμο φόρεμα της μητέρας με τα μακριά φουσκωτά μανίκια να σφίγγουν τους καρπούς των χεριών της. Λευκό υποκάμισο με μανικετόκουμπα φορούσε ο δον Μιγέλ και μεριμνούσε, ενώ έτρωγε με πιρούνι και μαχαίρι, να σκύβει πάνω από το πιάτο για να μη λερωθεί κατά λάθος το λευκό υπογένειό του, ούτε το λευκό υποκάμισο. Γι’ αυτό, εξάλλου, το σακάκι του ήταν ξεκούμπωτο και το γιλέκο του κουμπωμένο προς προστασία της γραβάτας από ασεβή λεκέ.

Ο πατέρας, μετά το φαγητό και μετά από παραπανίσια ποτηράκια τσίπουρου, άφηνε τη λινή πετσέτα δίπλα στο άδειο πιάτο του και κουνιόταν δεξιά και αριστερά στην καρέκλα του, δήλωση πως η ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης είχε φτάσει. Διέσχιζε τον διάδρομο στολισμένο με τις γλάστρες των καλλωπιστικών φυτών κλειστού χώρου ένθεν κακείθεν και άφηνε ανοιχτή την πόρτα του υπνοδωματίου του, που τέτοια ώρα το έψηνε ο ήλιος. Τον έβλεπα με τη σκελέα του, τις καλτσοδέτες του στο ύψος του γόνατος, τη ριγωτή φανέλα του, έτσι ξάπλωνε στο κρεβάτι του προς ωριαία ανάπαυση. Ο δον Μιγέλ ξάπλωνε στο ημίδιπλο κρεβάτι στο δωμάτιο για τους καλεσμένους. Η μητέρα είχε απλώσει το κάλυμμα πάνω στο κρεβάτι, ώστε να νιώθει άνετα ο δον Μιγέλ, που δεν έβγαζε τα παπούτσια του, δεν έβγαζε το σακάκι, ούτε το γιλέκο του, έβγαζε όμως βιβλία από την τσάντα του, έβγαζε και τα ματογυάλια του, τα δίπλωνε και τα άφηνε δίπλα του, προτιμούσε να διαβάζει μετά το φαγητό. Εκείνη τη μέρα όπου ο ήλιος έψηνε την πέτρα και ήταν η ώρα όπου η μητέρα έβγαζε από τον φούρνο μερικές πέτσες του ψημένου κοτόπουλου για να ταΐσει τις γάτες του δρόμου, που την περίμεναν στον ήλιο, εκείνη τη ώρα λοιπόν, ο δεν Μιγέλ δίπλωσε το βιβλίο μου Del sentimiento trágico de la vida και άρχισε να το διαβάζει επιμελώς: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡Ηay misa! ¡Hay piedad!». Θα πρέπει να είχε διαβάσει τις προηγούμενες σελίδες προ καιρού.

15 Μαΐου: Έμιλυ Ντίκινσον

Στις 15 Μαϊου 1886 πέθανε η Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson). Είχε γεννηθεί 10 Δεκεμβρίου 1830. Μετά τον θάνατο της, η επίσης ανύπαντρη αδελφή της ανακάλυψε σχεδόν 1800 ποιήματα, οργανωμένα σε δεσμίδες τα περισσότερα. Δεν τήρησε την υπόσχεση να κάψει τα χειρόγραφα. Ενώ ζούσε η Έμιλυ, ελάχιστα ποιήματα από εκείνα που είχε συμπεριλάβει σε επιστολές δημοσιεύτηκαν ανώνυμα. Πολλούς από τους παραλήπτες των επιστολών δεν τους συνάντησε ποτέ. Η γυναίκα του αδελφού τους ήταν μεταξύ ατόμων στα οποία αρχικά απευθύνθηκε η αδελφή της για μια έκδοση, που καθυστερούσε. Τελικά μια πρώτη έκδοση έγινε το 1890 από σύζυγο καθηγητή και ερωμένη του αδελφού τους. Ξεκίνησε μια εκδοτική διαμάχη που συνέχισαν οι κόρες των δύο γυναικών. Συγκεντρωμένα τα ποιήματα βρέθηκαν για πρώτη φορά το 1955. Η έκδοση αυτή επανέφερε την ιδιότυπη στίξη της Ντίκινσον. Ανασύσταση των χειρόγραφων δεσμίδων επιχειρήθηκε το 1981. Ακολούθησε έκδοση απάντων το 1998. Πήρε καιρό πριν φανεί ότι η αμερικανική ποίηση είναι δικέφαλη: ο Ουίτμαν από τη μια, η Ντίκινσον από την άλλη. Οι τίτλοι στα αγγλικά των τριών ποιημάτων που ακολουθούν είναι: I’m nobody! Who are you?, Hope is the thing with feathers και I stepped from Plank to Plank.


Δεν είμαι κανείς! Ποιος είσαι εσύ;

Δεν είμαι κανείς! Ποιος είσαι εσύ;
Ούτε εσύ είσαι κανείς;
Τότε είμαστε δύο – μη μου πεις!
Θα το διαφήμιζαν – το ξέρεις!

Πόσο θλιβερό να μην είσαι κανείς!
Πόσο δημόσιο όπως ο βάτραχος
Να λες το όνομά σου όλη μέρα
Σε ένα γεμάτο θαυμασμό τέλμα!



Η ελπίδα είναι αυτό με τα φτερά

Η ελπίδα είναι αυτό με τα φτερά
Που κουρνιάζει στην ψυχή,
Και τραγουδά τη μελωδία χωρίς τις λέξεις,
Και ποτέ καθόλου δεν σταματά,

Και γλυκύτατη στη θύελλα ακούγεται∙
Και σκληρή πρέπει να είναι η καταιγίδα
Που μπορεί να αφανίσει το μικρό πουλί
Που τόσους κράτησε ζεστούς.

Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη,
Και στην πιο αλλόκοτη θάλασσα∙
Όμως, ποτέ, στην πιο ακραία στιγμή,
Δεν μου ζήτησε ένα ψίχουλο.



Προχώρησα από Σανίδι σε Σανίδι

Προχώρησα από Σανίδι σε Σανίδι
Με τρόπο αργό και επιφυλακτικό
Τα Αστέρια γύρω από το Κεφάλι μου ένιωσα
Γύρω από τα πόδια μου τη Θάλασσα –

Δεν το ήξερα αλλά το επόμενο
Θα ήταν το τελικό μου εκατοστό –
Αυτό μου έδωσε εκείνο το αβέβαιο Βήμα
Που κάποιοι αποκαλούν Εμπειρία

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στις 15 Μαΐου στον Χάρτη:

Αναφορά στον Μάνο Ελευθερίου
[από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη και από το αρχείο του περιοδικού Το Τέταρτο]

*

Το τεύχος 6 θα αναρτηθεί την 1η Ιουνίου

και στις 15 Ιουνίου
Αφιέρωμα στον ποιητή και δάσκαλο της γραφής Μίμη Σουλιώτη

Γράφουν:
Δημήτρης Καλοκύρης, Β. Π. Καραγιάνης, Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Σοφία Νικολαϊδου, Θεόδωρος Παπαγγελής, Αγγελική Πεχλιβάνη, Μανόλης Σαββίδης, Αλίκη Συμεωνάκη, Γιώργος Χουλιάρας, Τίνα Χρηστίδη

ενώ ετοιμάζονται αφιερώματα για τους:
Άδωνη, Τάσο Δενέγρη, Γιώργο Πάτσα, Ίταλο Καλβίνο, Γιάννη Βαρβέρη, Έλλη Σκοπετέα, Θανάση Χαρμάνη κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988).

*