Το χαρτάκι της Σίλας, 4

Το χαρτάκι της Σίλας, 4

Η Σίλα φαινόταν χαρούμενη – όσο χαρούμενη μπορεί να φαίνεται μια μπάσταρδη μαύρη με κρεμαστά αυτιά, μεγάλη μύτη και σκυλίσιο βλέμμα.* Είχε ακούσει πως θα έβγαινε κυριακάτικη βόλτα.
Η ουρά της** χτυπούσε ανυπόμονα και ρυθμικά την γλάστρα με την άρρωστη λεμονίτσα, μεταδίδοντας στον αέρα, σε παραλλαγμένο κώδικα μορς, το ηχητικό μήνυμα: Βενσερέμος!
Η Σίλα είχε αφήσει ήδη πολλά οπτικά και οσφρητικά μηνύματα στο στενό μπαλκόνι. άλλα υγρά και άλλα σε ημιστερεά κατάσταση, αλλά ο κύριος Λάμπρος –που κάθε τόσο έβγαινε για να καπνίσει κρυφά– δεν τα είχε λάβει υπόψη. Ευτυχώς, τα είχε πάρει όλα είδηση η κ. Τζέλλα, σκύλιασε, έκανε ένα μεγάλο σκυλοκαβγά και για τα δυο θέματα και, μετά, υποχρέωσε τον κ. Λάμπρο να σφουγγαρίσει, να βάλει παπούτσια και μπουφάν, να πάρει την Σίλα και να της αδειάσουν κι οι δυο τη γωνιά.
Τώρα η Σίλα περίμενε ανυπόμονα την αλυσίδα που θα την οδηγούσε στην, έστω πρόσκαιρη, ελευθερία.
Ο κ. Λάμπρος βγήκε στο μπαλκόνι δύσθυμος. Ήταν Κυριακή και προτιμούσε να καθίσει στην πολυθρόνα του και να διαβάσει ήσυχα τις αθλητικές σελίδες παρά να κάνει άρρυθμο τζόκινγκ στο δρόμο κρατώντας την σελίδα με τα πολιτιστικά.
Φόρεσε στη Σίλα την αλυσίδα της και την τράβηξε απότομα. Η Σίλα τον τράβηξε ακόμα πιο απότομα και βρέθηκαν κι οι δυο έξω.
Ο ήλιος τους τύφλωσε προς στιγμήν. Μετά ξαναβρήκαν το φως τους κι άρχισαν να τρέχουν, η μια ενθουσιασμένη και ο άλλος έξαλλος, να προϋπαντήσουν την Άνοιξη που έφτανε! Τα μηνύματα ήταν μεθυστικά. Στο επόμενο τετράγωνο η Σίλα πήρε μια βαθιά απολαυστική αναπνοή. Τι καταιγισμός αρωμάτων!
Τα σκουπίδια στον ξέχειλο κάδο είχαν αρχίσει να μεταλλάσσονται σε άγνωστες, πιο ζωηρές και πιο φιλοσοφημένες μορφές ημιζωής και να το εορτάζουν με εκρήξεις αναθυμιάσεων καινοφανών αρωμάτων.
Ο κ. Λάμπρος πέρασε βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο βγάζοντας την Σίλα από την έκστασή της (και σχεδόν στραγγαλίζοντάς τη).
Σε αυτή την όχθη οι μυρωδιές ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσες: βρωμούσε κολόνια άραμις από τον κ. Ντουφεξή που διασταυρώθηκε μαζί τους και καλησπέρισε τον κ. Λάμπρο ευγενικά, μαλακτικό ανστόπαμπλ για ευαίσθητα ρούχα από τη μπουγάδα του ρετιρέ, βαλεριάνα από τις μπότες του οδοκαθαριστή, εξαχλωριούχο βενζόλιο από το ψεκασμένο γκαζόν και κάτουρο γκρίζας γάτας από το παρτέρι με τα καλλωπιστικά.
Η Σίλα ενοχλήθηκε. Έκανε μια αποδοκιμαστική κυκλική κίνηση στον αέρα με τη μύτη της, τράβηξε δυνατά την αλυσίδα προς τα αριστερά πηδώντας ταυτόχρονα προς τα δεξιά, μπουρδούκλωσε τον κ. Λάμπρο και τον πέταξε κάτω.
Όταν συνήλθε ο κ. Λάμπρος και προσπάθησε να σηκωθεί με την βοήθεια του οδοκαθαριστή, διαπίστωσε πως δεν είχε σπάσει τίποτα άλλο παρά μόνο τον καρπό του.
Η Σίλα, που είχε επωφεληθεί από το διάλειμμα για να τρέξει απέναντι και να τα κάνει επειγόντως δίπλα στον εν λόγω κάδο απορριμάτων (φυσικά), επέστρεψε σέρνοντας την αλυσίδα της και στάθηκε πλάι στον κύριό της που τσίριζε, κοιτάζοντάς τον με βλέμμα γεμάτο αφοσίωση.
Η βόλτα τους ήταν σύντομη αλλά, αντικειμενικά, ιδιαιτέρως επιτυχημένη.
Η κ. Τζέλλα, τρόμαξε τόσο βλέποντας τον κ. Λάμπρο στραπατσαρισμένο, που φώναξε αμέσως ένα ταξί και τον πήγε στο εφημερεύον νοσοκομείο, ξεχνώντας να κλείσει την Σίλα στο μπαλκόνι.
Επειδή στα επείγοντα συνάντησαν μια μεγάλη ουρά (όχι σκύλου), έμεινε κι αυτή μαζί του μέχρι το χάραμα οπότε, η Σίλα πέρασε ολομόναχη ένα ήσυχο Κυριακάτικο βράδυ στο σπίτι. Πήγε πρώτα στην κουζίνα, έφαγε μισή πίτσα κι ένα κομμάτι τυρί, ήπιε λίγο νερό απ’ τον κουβά και, μετά, πήδηξε πάνω στον καναπέ. Ξάπλωσε, κουλουριάστηκε δεξιά, σηκώθηκε πάλι όρθια, έφερε βόλτα εφτά φορές γύρω από το νοητό κέντρο του σύμπαντος και κουλουριάστηκε αριστερά.
Η τηλεόραση ήταν βεβαίως ανοιχτή όπως πάντα, και η Σίλα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει απρόσκοπτα όλα τα προγράμματα του συγκεκριμένου καναλιού, με τις ανάλογες διαφημίσεις, ώς το πρωί.
Είδε ένα δραματικό επεισόδιο τούρκικου σίριαλ, την κλήρωση του λόττο, μια εκπομπή με σελέμπριτις, δυο δελτία ειδήσεων (κι ένα στην νοηματική, που το παρακολούθησε με προσοχή η ουρά της), μια εκπομπή με μαγειρική και μια με πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Πάνω που την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος, άρχισε μια αστυνομική ταινία με χίλιους πυροβολισμούς το λεπτό, και την ξύπνησε. Έτσι, περίμενε υπομονετικά να σκοτωθούν όλοι και συνέχισε να παρακολουθεί άγρυπνη το πρόγραμμα (ζόμπι, κρίμιναλ μάιντς κ.τ.τ.).
Η κ. Τζέλλα με νεύρα κι ο κ. Λάμπρος με γύψο, επέστρεψαν στην πρωινή ζώνη με τα κινούμενα σχέδια, την κατέβασαν βιαίως από τον καναπέ και την έβγαλαν στο μπαλκόνι.
Η Σίλα πήγε πίσω από τη γλάστρα με την άρρωστη λεμονίτσα, προσπάθησε να βολευτεί πάνω στο σφουγγαρόπανο, τυλίχτηκε με την ουρά της, αναστέναξε βαθιά και κοιμήθηκε. Είχε πια ξημερώσει η Δευτέρα.
Ηθικό δίδαγμα: Κάθε μέρα δεν είναι Κυριακή.


*Σ. Σ. Το σκυλίσιο βλέμμα –για όσους δεν το έχουν προσέξει– είναι σύνθεση βλεμμάτων ιερομάρτυρα, απεργοσπάστη, ερωτευμένου/ης ανέλπιδα, ακοίμητης συνείδησης, τραγωδού, διανοουμένου της ιστορικής αριστεράς και κορόιδου.

** Σ. Σ. Η ουρά –για όσους δεν την έχουν προσέξει– είναι ένα όργανο αεικίνητο, ανεξάρτητο από τις περιστάσεις, με δικό του δείκτη νοημοσύνης, δική του ερμηνεία των φαινομένων και δική του άποψη: είναι ένα όργανο σχεδόν αυτεξούσιο, δηλαδή, μπορεί να λειτουργεί σε εύθυμο ρυθμό ακόμα κι αν έχει ένα λυπημένο σκύλο στην άκρη του.

(συνεχίζεται)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: