Χειραψία με τον Ηλία Λάγιο, Κουκάκι 1993


——— Ψ   Α   Λ   Τ   Η   Σ       Τ   Ρ   Α   Γ   Ο   Υ   Δ   Ι   Ω   Ν ———

Το πιο γυμνασμένο σκυλί του κόσμου είναι το τραγούδι.
Γιώργος Κακουλίδης, Καθωσπρέπει σκέψεις, Ερατώ, 2019

Έφυγε κι ο Γιώργος. Τον θυμάμαι να χτυπά μανιωδώς τα κουδούνια του Ηλία Λάγιου και να εισέρχεται θορυβωδώς, κάτι βράδυα του καπνού και της βροχής. «Πατέρα», έκραζε στον Λάγιο και κείνος τον χτύπαγε στην πλάτη στοργικά. Είχε πάντα κάτι το επικίνδυνα παιδικό και ραγισμένο στην φωνή και στο βλέμμα. Πρώτη φορά τον γνώρισα στα αρχαία «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, ένα Σάββατο με τον Χρήστο Μπράβο και τον Έκτορα Κακναβάτο. Ο «Φιλιππόβλαχος» είχε βγάλει το Λίμπερτυ, το πρώτο του ποιητικό βιβλίο — πρωτοεκδόθηκε το 1979. Τον γνώρισα το 1984, δευτεροετής φοιτητής. Βρισκόμασταν στο κέντρο, στην σημαδιακή «Δωδώνη» της Ασκληπιού, όπου δούλευε ο Γκανάς . Άλλες φορές, τον έβλεπα να περπατά, συνεχώς να περπατά, σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Τρείς φορές κάναμε επίσκεψη στον Μίλτο Σαχτούρη, κάποτε πηγαίναμε στην ταβέρνα του κυρ- Ηλία στην γενέθλια γειτονιά του στην Καισαριανή με τον Νίκο Καρούζο, Κυριακές βράδυ, για να καταλήξουμε στο μοναστήρι της Καισαριανής ποδαράτα, με τον Καρούζο να μουγκρίζει και να βρυχάται. Ο Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, τον θεωρούσαν παιδί τους. Μπαινόβγαιναν στο σπίτι του και είταν φίλοι με τον πατέρα του. Τον ήξεραν από νήπιο. Τον νοιάζονταν.
Βασανίστηκε ο Γιώργος Κακουλίδης. Τα τελευταία πέντε χρόνια της επίγειας ζωής του υπέφερε πολύ και σιωπηλά. Με την στήριξη και την αρωγή της Λητούς, του καλού του αγγέλου. Κα πάλεψε τον καρκίνο, στήθος με στήθος. Αποτέλεσμα —αποτέλεσμα που μετράει μόνο στην ποίηση και την δημιουργία— είναι ο καρπός αυτής της πάλης: Τα δύο ποιητικά βιβλία: Μην ακούς τον Παράδεισο (2016), και Περαστικός είμαι και ονειρεύτηκα (2017) από τον Γαβριηλίδη. Και το βιβλίο των 65 μικρότερων και μεγαλύτερων αφοριστικών σκέψεων —ίχνη τις χαρακτήριζε— Καθωσπρέπει sκέψεις, από την «Ερατώ», του Μανώλη Μανουσάκη το 2019. Πλούσια σοδειά για άνθρωπο που τυρρανιέται στα Νοσοκομεία και στις αλλεπάλληλες θεραπείες. Αν μη τι άλλο φανερώνει την μέσα του ακατάβλητη φλόγα. Απρόβλεπτος και κάποτε σκανδαλωδώς επιθετικός, όπου έβλεπε να πνίγεται και να κουρελιάζεται η τρυφερότητα και η γνησιότητα από τα σινάφια, προκλητικός στον πατριωτισμό του και στην αριστερωσύνη του — «ο ήρωάς μου είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης» έλεγε όταν μέσα του σήκωνε κεφάλι η Καισαριανή.
Η ποίησή του συνέχεται από ένα εξαίφνης. Προς τούτο οι απροσδόκητες εκρήξεις εικόνων-αστραπών στους στίχους του. Πρόγονοί του ο Σαχτούρης και ο Καρούζος. Χωράφι που του δόθηκε να σκάψει , η καθημερινή νεοελληνική τρέλλα και η καταναλωτική παράνοια.
Το 2005 από τις 11 Σεπτεμβρίου το πρωί που ο Λάγιος εισήχθη στην Εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου, κάθε μέρα στις 11.00 το πρωί, -εγώ σκαστός από την δουλειά- βρισκόμασταν στον προθάλαμο της Εντατικής. Εκεί, μαζί με την Μαρία και την Αθηνά, περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μπαίναμε, τον βλέπαμε και μετά πηγαίναμε στον Χρήστο Παπουτσάκη δυό στενά πιο πάνω. Πίναμε καφέ. Ο Χρήστος αισιοδοξούσε: « Θα τα καταφέρει». Δεν τα κατάφερε.

Με μεγάλη συγκίνηση έμαθα από τον Μανώλη Μανουσάκη, αρχές του περασμένου καλοκαιριού, πως ο Κακουλίδης του έχει εμπιστευτεί μια νέα ποιητική εργασία ένα καινούργιο ποίημα εν εκτάσει. Το ποίημα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο σε δυό περίπου εβδόμαδες από τώρα που γράφω τούτα τα λόγια. Πρόκειται για ένα ξόρκι, για ένα μάγι έναντι της αρρώστειας και του θανάτου. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός: «I put a spell on you». Ήγουν: «Μάγια σού’χω καμωμένα».Είναι το θρυλικό τραγούδι που έγραψε το 1956 και τραγούδησε πρώτος ο Sceamin’ Jay Havkins και το τραγούδησαν εξίσου συγκλονιστικά, η Nina Simone πρώτα κι ύστερα o Joe Cocker και η Annie Lennox: “ I put a spell on you, because you’re mine.” Τον δικό του θάνατο ξορκίζει ο Γιώργος Κακουλίδης. Και με μόνο όπλο την φωνή του —αηδονολάλειε στήθος μου, μας είπε ο Σολωμός— πλέκει το τραγούδι της πάλης για αληθινή αναστημένη ζωή. Παραθέτω:

Ας τελειώνουμε, είπε το φεγγάρι στον ήλιο
κι ένας ψαλμός, ολότελα λυγμός
ένας σπασμός στα ουράνια μ’ανεβάζει.
είναι του κάτω κόσμου στεναγμός
σκοπός μοναχικός
το θάνατο σκεπάζει.
«Μη φοβάσαι Ιησού
θα σε παντρευτώ.
Μη φοβάσαι, μητερούλα
Το παιδί σου θ’αναστηθεί.»
[…]
Για να ξεφύγω
πετούσα σα χρυσόμυγα
πάνω από τα ξυρισμένα κεφάκια
των τρελών
που προσπαθούσαν να με πιάσουν.
[…]
Κι εγώ μ’ ένα κεράκι
από πίσω έψελνα
την Ανάσταση.
Κανείς δεν έχει πεθάνει
Κανείς.
Κανείς δεν ξέρει
πως ο άγνωστος αδελφός μου
βγάζει λουλούδια
από το στόμα του.
[…]
Αγαπούσα τη θάλασσα
όπως άλλοι αγαπούν τα γράμματα.
εγώ ποτέ δεν έπεσα στον ιστό τους
γιατί η καταγωγή μου
είναι από την Τρέλα
ένα χωριό έξω απ’τη Θήβα.
[…]
Ένας ψαλμός
της ζωής αυτοσκοπός
το θάνατο λυγίζει
Ένας ψαλμός
ωραίος σαν λοχαγός
το θάνατο σκεπάζει
Ένας ψαλμός
αβάσταχτος λυγμός
στα ουράνια σ’ανεβάζει.

Δε είναι μάγι, μήτε ξόρκι. Είναι προσευχή που λυγίζει τον θάνατο.