Παράκληση
Κύριε, σώσε τούτη τη στιγμή.
Δεν έχει τίποτα αλλόκοτο ή θαυμαστό
εκτός από μια υποψία
αθανασίας, μια ανάσα
σωτηρίας. Μοιάζει με
τόσες άλλες στιγμές ...
Μα είναι εδώ ανάμεσά μας
και δυναμώνει όπως το κίτρινο φως
του ήλιου και των φλεγόμενων λεμονιών
– έχει γεύση θάλασσας, χεριών αγαπημένων
οσμή δρόμου στο Παρίσι
όπου υπήρξαμε ευτυχισμένοι. Σώσε τη
στη μνήμη ή λύτρωσέ τη
για το φως που ξεψυχά
πάνω σε τούτη τη σελίδα,
αν και μετά βίας την ακουμπά.
Αυτό και το άλλο
Αυτό που έλειπε, το πέταλο
της μεταφυσικής στο ανεξήγητο
φαινόμενο, η γαλάζια σταγόνα
στην κατακόκκινη φλόγα,
η εμερσόνεια πινελιά
στην υπερβολή του Νίτσε –
αυτό που μας έκανε να κοιτάζουμε στο ταβάνι,
νοσταλγία διαστρικών διαστημάτων,
αποξένωση από το hic et nunc
λόγω του του αμαρτωλού πόθου
για μια αποτρόπαιη Υπέρβαση –
αυτό και το άλλο, η άξεστη λάμψη
του θανάτου, η απελπιστική αναιμία,
ο ερεθισμένος φόβος των σωματικών πληγών,
αυτό, το άλλο, μας ζώνει, μας θρέφει,
είμαστε καμωμένοι από στέρηση,
μας λείπει ο ίδιος μας ο εαυτός.
Επάνω
Αλάτι και φωτιά
και στάλες μελιού
κάτω από την σκιά
των χωρισμών.
Βυθισμένα κλειδιά
που σωρεύονται
στα οξέα
της αϋπνίας.
Πόσες ταχύτητες αγνές,
πόσοι συγκεκριμένοι λεπτοδείκτες,
πόσες φτιασιδωμένες θλίψεις
στοιβάζονται επάνω στο Ρήμα.
Και η τάφρος της περιέργειας
γεμάτη μπιχλιμπίδια…
Ανοιγοκλείνεις
Ανοίγεις το λεπίδι του σουγιά
ώστε να στάξει η διαφάνεια.
Κλείνεις το κυβικό κομοδίνο που υπνοβατεί
και ένα ποτάμι σκιάς ξεχειλίζει.
Ανοιγοκλείνεις το υγρό διάφραγμα
της καρδιάς μου – κι εγώ ξημερώνομαι
στη δεκαπλάσια και μακρόσυρτη
αναλαμπή των χεριών σου.
Προτού ειπωθεί κάποια από τις σπουδαίες λέξεις
Είναι ήδη γνωστό: κατ’ αρχάς πρέπει να συμφωνήσουμε
ποιες είναι, αλλά ας συμφωνήσουμε πως υπάρχουν:
ηχούν με όλο το βάρος και το δέος τους,
από τη Λεωφόρο Νιέφσκι, στο παραμιλητό του Ρασκόλνικοφ,
κι ο Κορτάσαρ σε κάθε ευκαιρία τις περιπαίζει,
τις ελαφραίνει, τις αναμαλλιάζει, τις συμφιλιώνει
με το υπόλοιπο λεξιλόγιο, για να μπορούν να αγγίζονται
αναίμακτα με τις άλλες κι η ελευθερία να μην πληγώνει τόσο
με το αρχαιοελληνικό μαρμάρινο εκτόπισμά της
και την υπαρξιστική οσμή της και το αδιαφιλονίκητο τραγικό μεγαλείο της
τον επιστάτη, το πιρούνι, το μπιμπελό – αν και τούτη η τελευταία
είναι ύποπτη μεγαλείου, το φταίξιμο εδώ στον Μαλλαρμέ,
υπάρχουν επίσης οι μικρές κι αποφασιστικές, ναι, όχι, τώρα, ποτέ,
η θολή αγάπη, ο διαυγής θάνατος, η ανάστατη ποίηση,
άλλες που είναι σαν την τέχνη για την τέχνη, το σανταλόξυλο,
για παράδειγμα, και κάποιες όπως το δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό, τηλεσκοπική,
καθώς και αδιαμφισβήτητης επιστημονικής κομψότητας, μ’ έναν χαρακτήρα ασαφή,
και έντονο, λαβυρινθώδη, συνδεόμενη ταυτόχρονα
με μιαν άλλη, τη ζωή, ενώ έχουμε, φυσικά, και τους συνδυασμούς
το στόμα σου, αυτή η επιστολή, ντουζίνες λεκτικών αντικειμένων
που έχουν σημασία μόνο για λόγους ανεξήγητους
αρθρωμένες νύχτα ή κατά τη διάρκεια της ημέρας, ειπωμένες
ή φυλαγμένες στη σιωπή, στο βελούδινο δίχτυ
της μνήμης, στο διάφανο και δραστήριο φρούριο
της λήθης, αυτό το σώμα ή υφαντό από το οποίο
είναι φτιαγμένες οι σπουδαίες λέξεις, ο χρόνος, τόσα και τόσα πράγματα.
Προς το Σαββατοκύριακο
Η Πέμπτη, συμπαγής σαν φρούτο, σκίστηκε και έγινε
ίνες και κυψελίδες της Παρασκευής
και το σαββατοκύριακο πρόβαλε στον ορίζοντα το προφίλ του
εν είδει συλλογής
από μαραμένα λαχανικά.
Ένα καλάθι μήλα ήταν η αρχή της εβδομάδας:
με μια γλυκιά σκληρότητα κοκκίνισε η Δευτέρα,
κιτρινοπράσινη και λίγο άγουρη ήτανε η Τρίτη,
στα δόντια πρόσφερε η Τετάρτη τη λεπτή της φλούδα.
Το σαββατοκύριακο, απεναντίας, είναι κατακόκκινο παντζάρι
και καμαρώνει για την προσεχή Κυριακή,
ένα στ’ αλήθεια θλιβερό καπέλο που κορδώνεται σαν κοκοράκι
— συνέπεια των Sunday Blues, θλίψη ανεξήγητη και καθαρή
και το γαλάζιο της παρηγοριάς ούτε για δείγμα.