Ξύπνησε απότομα κι έτριψε τους ώμους της. Πονούσαν κι ένιωθε κουρασμένη.
Κοίταξε τους φωσφορίζοντες δείκτες του ρολογιού που φορούσε στον καρπό της. Τέσσερις. Είχε ήδη κοιμηθεί έξι ώρες. Αναστέναξε γιατί ένοιωθε απίστευτη εξάντληση και ξανάβαλε το χέρι της κάτω από το πάπλωμα. Τά πέλματά της πονούσαν και έτσουζαν.
Ανασηκώθηκε και προσπάθησε να ανάψει το φώς. Ο διακόπτης έκανε το χαρακτηριστικό κλικ, αλλά το φως δεν άναψε. Κάηκε η λάμπα σκέφτηκε και μηχανικά ξαναπάτησε τον διακόπτη. Το φώς έλουσε το δωμάτιό της, ζεστό και οικείο και σήκωσε το πάπλωμα για να τρίψει τα πονεμένα της πέλματα. Το χέρι της έπιασε κάτι σκληρό που έπεσε στο σεντόνι. Ένα κοχυλάκι κυλούσε προς το μέρος της, εκεί που υπήρχε περισσότερο βάρος.
Πώς βρέθηκε αυτό εδώ χειμωνιάτικα, μονολόγησε προσπαθώντας να εξηγήσει την παρουσία του. Τό έπιασε και το κράτησε σφιχτά με τα δυό της δάχτυλα. Με το ελεύθερο χέρι της κατέβασε το νυχτικό από τον ώμο της. Το δέρμα της ήταν κατακόκκινο σαν να το είχε τρίψει με γυαλόχαρτο. Από τι έγινε αυτό, αναρωτήθηκε.
Αποκαμωμένη άφησε το σώμα της να πέσει προς τα πίσω και το κεφάλι της να βουλιάξει στο μαξιλάρι. Τράβηξε πάνω της τα σκεπάσματα εξακολουθώντας να κρατά το κοχύλι. Εκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρό της, που της είχε αφήσει μια ευχάριστη αίσθηση. Ήταν όμορφο όνειρο, σκέφτηκε, γιατί την είχε κατακλύσει μια απίστευτη ηρεμία και ταυτόχρονα κούραση χωρίς λόγο.
Τα πόδια της γυμνά είχαν ακουμπήσει μαλακά στο κατάστρωμα ενός αλιευτικού, Το αναγνώρισε από τα αναβατόρια που υπήρχαν στην πρύμνη. Είχε νοιώσει το ξύλο άγριο σε κάποια σημεία και γυαλισμένο σε άλλα καθώς προχωρούσε προς την πλώρη. Ένας μεγαλόσωμος άντρας καθόταν στην καμπίνα έχοντας ακουμπισμένο το χέρι του στο τιμόνι. Ο σκούφος του σχεδόν δεν άφηνε να φανεί το κεφάλι του, που το φώτιζαν αχνά από μπροστά τα όργανα πλοήγησης και ο όγκος του τονιζόταν από την κίτρινη νιτσεράδα του. Κοίταζε ευθεία μπροστά του, κάτι που εκείνη δεν μπορούσε να δει. Δεν μπορούσε να βρει άλλο τρόπο να δει και κείνη παρά μόνο αν ανέβαινε στην οροφή της καμπίνας. Είχε ανέβει σχετικά εύκολα και βόγγηξε καθώς μια σκλήθρα από το άγριο ξύλο χώθηκε στο πόδι της.
Άνοιξε τα χέρια της ν’ αγκαλιάσει την απεραντοσύνη της θάλασσας, σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και, ανοίγοντας το στόμα και τα ρουθούνια της, ρούφηξε αέρα βαθιά στα πνευμόνια της. Είχε νιώσει την ελευθερία των πουλιών, του άπειρου και του τίποτα. Είχε μείνει αρκετή ώρα εκεί, ν’ ανασαίνει βαθιά τον κόσμο όλο. Η στιγμή ήταν δική της. Είχε τα μπράτσα της ανοιχτά στην απεραντοσύνη του κόσμου και το στήθος της εκτεθειμένο στον αρμυρό αέρα και την ευτυχία.
Πήδηξε ανάλαφρα στο κατάστρωμα, την πόνεσε η σκλήθρα, σαν να χώθηκε πιο βαθιά. Σήκωσε το πόδι της και ψηλαφώντας το την βρήκε και την τράβηξε. Κατέβηκε σιγά τα τέσσερα σκαλιά και βρέθηκε στην κάτω καμπίνα. Δυο άντρες, Αιγύπτιοι έμοιαζαν, μισοξαπλωμένοι αντικριστά σε κάτι φθαρμένους καναπέδες, ξεκουράζονταν. Πάνω στο τραπέζι που τους χώριζε, παρατημένα φλυτζάνια από καφέ, ψίχουλα κι ένα τασάκι με αποτσίγαρα.
– Σήκω Αχμέτ, είπε ο μεγαλύτερος στον άλλο. Νομίζω ότι είναι ώρα να μαζέψουμε τα δίχτυα. Ο άλλος σιωπηλός σηκώθηκε απρόθυμα , φόρεσαν τις νιτσεράδες τους και ανέβηκαν στο κατάστρωμα.
– Πώς πάει, καπετάνιε, κοντεύουμε;
– Είμαστε εκεί που αρχίσαμε να ρίχνουμε τα δίχτυα. Ξεκινάμε να μαζεύουμε.
Έβαλε τις μηχανές στο ρελαντί και καταπιάστηκαν με το μάζεμα. Ο καπετάνιος καθάριζε όσα προλάβαινε. Ψάρια πέφτανε στους κουβάδες σπαρταρώντας με τα μάτια τους ορθάνοιχτα προσπαθώντας να αναπνεύσουν, να ζήσουν.
Το ξυπνητήρι την έκανε να τιναχτεί απ’ το κρεβάτι σαν ελατήριο. Τά πόδια της χώθηκαν στις παντόφλες της και την έτσουξαν. Γύρισε την πατούσα της προς το μέρος της. Τι ήταν αυτό το σκίσιμο με το ξεραμένο αίμα; Πώς έγινε αυτό; Το κοχυλάκι, παρ’ ολο που είχε ξανακοιμηθεί, βρισκόταν σφιγμένο ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το πέταξε στο καλάθι του μπάνιου και έπλυνε σχολαστικά το πόδι της. Έβαλε λίγο αντισηπτικό, ντύθηκε και έφυγε για τη δουλειά της. Πολλές φορές μέσα στην ημέρα και τις δύο επόμενες αναρωτιόταν για το όνειρό της. Ακροβατούσε συχνά ανάμεσα στην πραγματικότητα που επιβεβαίωνε η πληγή της και στο όνειρο.
Ξύπνησε ξαφνικά τρομαγμένη, γιατί ένοιωσε πώς η πλάτη της ακούμπησε κάπου απότομα. Όλα ήταν ήσυχα και το δωμάτιό της σκοτεινό. Αλλαξε πλευρό και ένοιωσε κάτι ξένο στο μάγουλό της. Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, ψηλάφισε τον τοίχο να βρει τον διακόπτη. «Ηρέμησε», είπε στον εαυτό της, χαϊδεύοντας τον τοίχο μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε και το φως της αποκάλυψε δυό πευκοβελόνες. Έπιασε το κεφάλι της με τα δυό της χέρια και έσπρωξε τα μαλλιά της προς τα πίσω, μέχρι που ένοιωσε τα δάχτυλά της να σκοντάφτουν σε κάτι σκληρό. Το τράβηξε και βρέθηκε να κρατάει ένα κομμάτι ξερόκλαδο. Το στριφογύρισε στα δάχτυλά της προσπαθώντας να ξυπνήσει για να καταλάβει πώς βρέθηκε εκεί. Οι ώμοι της πονούσαν πάλι και γυμνώνοντάς τους είδε πώς ήταν κόκκινοι. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα πιο γρήγορα και προσπάθησε να συμμαζέψει τις σκέψεις της, μα δεν τα κατάφερε. Ήταν κατάκοπη. Άφησε τις πευκοβελόνες και το κλαράκι στο κομοδίνο της και ξανάπιασε τα μαλλιά της. Τα έφερε προς τη μύτη της. Φρεσκολουσμένα, μύριζαν σαμπουάν και καθαριότητα. Δεν μπορεί σκέφτηκε. Το μυαλό μου παίζει άσχημα παιχνίδια. Τι συμβαίνει; Τι μου συμβαίνει; Πρέπει να το λύσω το πρωί, αποφάσισε ξύνοντας τις γάμπες της που την έτρωγαν. Έσβησε το φως, ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί το όνειρό της.
Είχε δει πως περπατούσε ξυπόλητη στο δάσος. Ακολουθούσε ένα μονοπάτι που βρέθηκε μπροστά της και άκουγε τον ήχο των φύλλων που τσακίζονταν κάτω από τα γυμνά της πόδια. Κατάλαβε πως το μονοπάτι γινόταν κατηφορικό και κάπου στο βάθος άκουγε τον ήχο από νερά που έτρεχαν. Η πανσέληνος, που πριν κοιμηθεί φώτιζε τα πάντα, τώρα άφηνε ελάχιστο φως να περνά από τις φυλωσιές των πανύψηλων δέντρων που βρίσκονταν από πάνω της. Είχε νιώσει τα μαλλιά της να μπλέκονται σε κάτι κλαδιά και τα πόδια της να βουλιάζουν σε κάτι υγρό. Το έδαφος γινόταν ολοένα και πιο μαλακό μα προχωρούσε γρήγορα. Και στην επόμενη στροφή είχε δει το θαύμα. Ασημένια νερά έπεφταν από ένα ψηλό βράχο μπροστά της σε μια καταβόθρα. Άκουγε βατράχια να τραγουδούν και συρσίματα ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα· σαύρες, υπέθεσε, κι έμεινε ακίνητη να βλέπει το ασημί νερό να πέφτει με θόρυβο και να ακούει την πιο όμορφη μελωδία απ’ τη ζωή της νύχτας. Μετά είχε νιώσει αυτόν τον πόνο στην πλάτη της.
Σηκώθηκε απότομα και άναψε τα φώτα. Πέταξε το πάπλωμα κι αντίκρυσε τις γάμπες της γδαρμένες, τις πατούσες της γεμάτες λάσπες και μισό πλατανόφυλλο κολλημένο πάνω τους. Χώθηκε στο ντους και πλύθηκε βλέποντας με σύγχυση τις λάσπες να βρωμίζουν το νερό. Ως εδώ ήταν, μουρμούρισε. Θα πάω σε ψυχίατρο.
Την ίδια μέρα έκλεισε ραντεβού για την επομένη και προσπάθησε να μην σκέφτεται τα σημάδια της και τα ευρήματα της θάλασσας και του δάσους. Το βράδυ ξάπλωσε νωρίς απολαμβάνοντας τον ήχο της μπόρας που είχε ξεσπάσει. Δεν δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί και είδε ένα καταπληκτικό όνειρο.
Είδε πώς είχε στους ώμους της δυό τεράστια λευκά φτερά και πετούσε πάνω από την πόλη με κατεύθυνση τη θάλασσα. Εβλεπε τα φώτα της πόλης θολά πίσω από τις κουρτίνες της βροχής και, φτάνοντας στη θάλασσα, άρχισε να κάνει κύκλους πάνω από τα μανιασμένα νερά που τα φώτιζαν οι αστραπές που έπεφταν στον βάθος του ορίζοντα. Πέταξε προς το βουνό παρ’ όλο που οι ώμοι της πονούσαν, αλλά δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από την νυχτερινή της πτήση και την απρόσμενη ευκαιρία που της έδινε το πέταγμα να δει τη μυστική ζωή της μεγαλειώδους φύσης. Τά δέντρα χόρευαν στο ρυθμό του ανέμου, γυάλιζαν από τη βροχή που τα ξεδιψούσε και την χαιρετούσαν. Νόμιζε. Ένας κεραυνός χτύπησε το δεξί της φτερό και το έκαψε. Ξύπνησε.
Τι τέλειο όνειρο ήταν αυτό, είπε δυνατά και χαμογέλασε ευτυχισμένη. Δίψαγε.
Σηκώθηκε και, πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδε το δεξί της χέρι ματωμένο.