στην προτροπή που έγινε αφορμή
Με το κεφάλι γερμένο μαλακά στο ένα χέρι —σαν να παίζει μ' ένα όνειρο κρυφτό, να σβήνει ένα παράπονο βουβό ή ν' αφουγκράζεται των σφαλιστών περσίδων τη μωρία—, βολεύει τον κάθετο ύπνο της με τα νώτα στραμμένα στων περαστικών την περιπαθή απορία μπρος στο γύψινο σεντόνι, που δεν εννοεί ν' αποκαλύψει περισσότερο την άκαμπτη οπτασία, καθώς λογίζουν και δική τους αυτή την υπερτελή τοιχοκτησία.
[…] Μας αγνοούν τα επιφανειακά παράθυρα […] – και φειδωλεύονται όσο παν οι καμινάδες τον καπνό. […] Όλα συμφώνησαν να μας στερήσουν κάποια ενθύμηση αγαπημένη, κανένας δε μπορεί να δώσει αυτό που δεν κατέχει πια.*
Όποιος έχει μνήμες μπορεί να σταθεί και να προσμένει να αναδυθούν εκείνα τα «σχήματα και [οι] γραμμές που ξεκινούν από τις ρίζες, γύρω [απ’ τις οποίες] πλέχτηκε η ψυχή [του]».* Όποιος στερείται θύμησες θα κοιτάξει φευγαλέα και θ’ απογυμνώσει θαρσαλέα ό,τι δεν θα του δώσει η κοιμωμένη, καθώς δεν έχει μάθει να προσμένει.
Από το τίποτα θα ‘ρθει και στο τίποτα θα χαθεί, λησμονώντας στου δρόμου τη στροφή μια ομορφιά ανθισμένη σαν εμπειρίκειο τοιχοπλασία, όχι για να κοπεί από μια βίαιη χειροθεσία, αλλά για να γίνει –μαζί με του ύπνου της τη σιωπή– αφορμή να αναλογιστεί τη δική του ατολμία μπρος σε μιαν αυτοθελή σπονδυλολυσία, εν ονόματι ενός «ζωτικού ψεύδους» που σωρεύει την αβίωτη ζωή σαν ανίατη αϋπνία.
Μόνον η πλημμελής προσδοκία ξαπλώνει όρθια όταν ξημερώνει.
*Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, κεφ. IV