ο Λάζαρος φτωχός σ’ όλες τις περιπτώσεις
Μαφρέδας Σ.Θ. Βήμα Πριν, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2021
Η συζήτηση για την φύση της ζωής πέραν από τον τάφο είναι αρχαία,[1] ατέλειωτη, κουραστική και πάντοτε υποκειμενική. Είτε με φιλοσοφικό πρόσημο, είτε με θεολογικό, η κατάσταση του μετά του ανθρώπου, που παύει να είναι άνθρωπος, να είναι δηλαδή ύλη ουσίας, κρατάει μέσα στην βιβλιογραφία ένα σημείο ανάφλεξης· και αυτό δεν είναι άλλο από την επαναφορά του Λαζάρου.
Το να γράψεις για το υποκείμενο Λάζαρος, χωρίς να προσκαλέσεις στο γραπτό και τον Χριστό είναι εκτός από ακατόρθωτο και άτοπο. Ο Λάζαρος είναι η απόλυτη ταραχή της ζωής και του θανάτου και κύριος υπαίτιος δεν είναι άλλος από τον στενό του φίλο, τον Χριστό.
Η ιστορία του Λαζάρου είναι η μεγαλύτερη όλων στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και βρίσκεται στο κέντρο του.[2] Συνδέει για πρώτη φορά τον θάνατο με την ανάσταση. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη αφηγείται τα επτά σημεία δράσης του Ιησού, ή αλλιώς τα επτά θαύματα. Ξεκινάει με τη μεταμόρφωση του νερού σε κρασί και τελειώνει με την επαναφορά του νεκρού σε Λάζαρο. Μπορούμε ωστόσο να παρατηρήσουμε μία φθίνουσα πορεία στο Ευαγγέλιο: ο κόσμος ολοένα και σοκάρεται, ολοένα και χλευάζει, τα θαύματα φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, οδηγώντας τον κόσμο να μεταμορφωθεί σε όχλο και να αποπειραθεί να λιθοβολήσει τον Ιησού και τους Μαθητές (προ ολίγου εζήτουν οι Ιουδαίοι να σε λιθοβολήσουν και πάλιν πηγαίνεις εκεί; Ιωάννης, κεφ. ια΄, 8). Χρειάζεται κάτι τρανταχτό για να πιστέψει ο κόσμος. Χρειάζεται τον Λάζαρο.
Όταν λέμε Λάζαρος, εννοούμε σχεδόν υπό οποιοδήποτε πρίσμα – και αυτό το κάνει εξαιρετικά περίπλοκο – έναν εαυτό που τίθεται όχι καθαυτός, αλλά από μία ανώτερη δυναμοποίηση. Γίνεται αντικείμενο θαύματος και μάλιστα εξαιρετικά ακραίου, ανέλπιστου και παράδοξου[3]
θαύματος: επιστρέφει μετά από τέσσερις ημέρες νεκρός στην [ξανα]ζωή. Στις «πλάτες» του Λαζάρου πραγματοποιήθηκε το δραματικό αποκορύφωμα του χριστιανικού μηνύματος: η ζωή που μέχρι τώρα σήμαινε θάνατος, από δω και πέρα σημαίνει Ζωή. Οργώνει ο καθένας τη ζωή του μέσα στην ασάφεια για να σπείρει το ζωντανό σκοτάδι [του], αλλά μέχρι εδώ, μας λέει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Από την αρχή του Ευαγγελίου, ο Ιωάννης μας λέει ένα πράγμα προσεκτικά και έντεχνα: η ανθρωπότητα πάσχει, τυφλώνεται, πεινάει, τριγυρνά αβοήθητη, πνευματικά σπασμένη, ετοιμοθάνατη, βαριά άρρωστη. Με το που ανακοινώνεται ότι ο Λάζαρος πέθανε, καταλαβαίνουμε ότι ο Ιωάννης με άλλα λόγια μας λέει ότι πέθανε η ανθρωπότητα.[4]
Ο τετραήμερος Λάζαρος έχει μία χρονική σημειογραφία πολύ σημαντική, δεδομένου ότι στην εβραϊκή σκέψη η ψυχή του αποθανόντος πιστεύεται πως δεν εγκαταλείπει το σώμα για τρεις ημέρες. Όμως η τέταρτη ημέρα κάνει τον Λάζαρο μία ψυχή αποκλεισμένη και μη αναστρέψιμη· προσφέρει αμήχανα την αντι-ανθρώπινη πεποίθηση ενός σίγουρου νεκρού. Διότι:
Δεν αναστήθηκε ο Λάζαρος πνέοντας τα λοίσθια από κάποια αρρώστια, όπως ο δούλος του εκατόνταρχου, ούτε δόθηκε ζωή σε ένα παιδί που μόλις είχε πεθάνει, όπως στην κόρη του αρχισυνάγωγου, ούτε σηκώθηκε όρθιος από το φέρετρο κάποιος νεαρός που επρόκειτο σε τάφο, όπως στην πόλη Ναΐν. Αλλά ένας άνθρωπος που ήδη είχε περάσει στην ιστορία και ήταν νεκρός από καιρό […][5]
Ο Ωριγένης προσθέτει μία αλληγορική εξήγηση γιατί έχουν σημασία οι τέσσερις ημέρες: ο τέταρτος αριθμός, μας λέει, είναι υλικός και σωματικός και γι’ αυτό βλαπτικός, επειδή γενικά τα σώματα είναι τέσσερα.[6]
Ο Λάζαρος πρέπει να παραμείνει τέσσερις ημέρες στον τάφο – έναν τάφο σπηλιά, καθώς η εγγύτητα με τους νεκρούς ήταν απαγορευτική και έφερνε ακαθαρσία στους ζωντανούς – ούτως ώστε το θαύμα να μην μπορεί παρά να γίνει πιστευτό, αυτή την φορά. Δεσμευμένος με τα ρούχα και τα αρωματικά του θανάτου, θύμα της μεροληψίας του χρόνου, με το δυσοίωνο στη δυσωδία, επιστρέφει και βρίσκει τη ζωή εκεί ακριβώς που την άφησε· επιστρέφει όμως και με τη μεγαλύτερη απελπισία. Σ’ όλο το Ευαγγέλιο μιλάνε όλα κι όλα πέντε πρόσωπα κι ο Λάζαρος δεν είναι ανάμεσά τους. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο του Λαζάρου, ούτε μία φράση του για όλα όσα έζησε ακόμα κι όταν δεν ζούσε (οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο κατά την παρούσα ζωή, με την σιωπή του να σπάει μόνο μία φορά – και μάλλον με πικρία – όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο, σχολιάζοντας: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο χώμα»), με λίγα λόγια, θα μπορούσα να πω ότι επέστρεψε στη ζωή για να αφανιστεί ολοσχερώς κάτω από το βάρος του θαύματος.
Ο Αντρέγιεφ, στο διήγημά του Λάζαρος,[7] μας παρουσιάζει έναν Λάζαρο, κατά τη γνώμη μου, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι για όλους μας: ένα πλάσμα τρομακτικό – με πρόσωπο σαν μισοτελειωμένο σχέδιο ζωγράφου, σοβαρός και σιωπηλός. Η αφήγηση του Αντρέγιεφ προκαλεί μία μόνιμη αμηχανία για την εγωιστική πράξη του Ιησού. Το μεγαλύτερο θαύμα, με τα μάτια του Ρώσου συγγραφέα, ξαναγράφεται και ανανεώνει τον τρόμο στον ύψιστο βαθμό. Ο Λάζαρος επανέρχεται στη ζωή και μαζί μ’ αυτόν έρχεται και η απόλυτη αναταραχή της ύπαρξης: ο Λάζαρος είναι αφύσικος, σιωπηλός, μόνος και κανείς δεν τολμά να τον κοιτάξει, ακριβώς όπως κι έναν νεκρό στο χώμα.
[…] η εικόνα του Λαζάρου: το πελιδνό πρόσωπο του νεκρού, τα γαμπριάτικα ρούχα, τα πολυτελή και ζωηρόχρωμα, και το ψυχρό βλέμμα που στα βάθη του είχε παγώσει ασάλευτη η φρίκη.[8]
Ακόμα και η προσευχή του Ιησού έξω από το μνήμα, λίγο πριν φωνάξει τον Λάζαρο, δεν είναι προς τον πεθαμένο, αλλά προς όλους όσους παρευρίσκονται στον ίδιο τόπο (αλλά είπον μεγαλοφώνως το Ευχαριστώ, δια να ακούση ο λαός, που στέκεται γύρω μου, Ιωάννης ια΄42). Κάτι δεν επέζησε στον Λάζαρο κατά την επιστροφή του.
Ποια όμως είναι η απελπισία του Λαζάρου; Ότι πρέπει με την επιστροφή του να διορθώσει το έργο του Χριστού. Ο Λάζαρος ακόμα και ιδωμένος υπό το θαύμα που είναι, ο ίδιος δεν συνιστά θαύμα, γιατί δεν είναι. Καταπρόσωπο τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο, ο Λάζαρος τριγυρνά αποφασισμένος αλλά αποσυρμένος με το βλέμμα του τίποτα. Να το γράψω πιο συγκεκριμένα: ο Λάζαρος ό,τι είναι, είναι σαν να μην ήταν. Το υποκείμενο Λάζαρος και η ιστορία που δημιουργείται παρά τη θέληση και γνώση του, συνοδεύεται από ένα ερώτημα: όχι γιατί έπρεπε να πεθάνει, αλλά γιατί έπρεπε να ξαναζήσει. Καλούμαστε μέσω του Λαζάρου να διαμορφώσουμε τι σημαίνει να είσαι πλήρως ανθρώπινος, να ζεις τη ζωή όπως σου δίνεται, να μεταφέρεις το ιερό στο συνηθισμένο, να [μην] ζεις.
Το επίμονο ερώτημα από τι αποτελείται η ταυτότητα του ατόμου εντός του χρόνου, είναι θεολογικό, φιλοσοφικό και επί της ουσίας πρόβλημα ζωής και θανάτου. Οι απαντήσεις στην συγκεκριμένη ερώτηση καθορίζουν στο μέτρο του δυνατού τις συνθήκες υπό τις οποίες τα άτομα επιβιώνουν ή παύουν να υφίστανται κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων διαδρομών· μία τέτοια διαδρομή ακολούθησε κι ο Λάζαρος, όπως η φύση που γεννιέται, ζει και πεθαίνει – μόνο που για τον Λάζαρο μεταβλήθηκε σε διαδρομή που η ζωή οδηγεί στον θάνατο κι ο θάνατος ο ίδιος τον κατρακυλά ξανά στη ζωή. Μία ζωή η οποία δεν είναι δεύτερη, αλλά η συνέχιση της πρώτης – δεν είναι ανάσταση, είναι επαναφορά. Κι ένα θαύμα που δεν είναι ανάσταση νεκρών, αλλά του νεκρού. Ο Λάζαρος μετά τον θάνατό του αλλά κυρίως μετά την [ξανά]ζωή του γίνεται ένα ον ψυχολογικό, μία ασώματη ψυχή που συνεχίζει να υπάρχει, όσο υπάρχει και μία ξύλινη εικόνα. Από ασώματο και αποσυντιθέμενο σώμα, ο Λάζαρος καλείται να γίνει εκ νέου ενσώματος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Τελευταίο Πειρασμό εκφράζει απροκάλυπτα την δυσφορία του για την επιστροφή αυτού του σώματος. Η εικονοποιία του είναι αποκαλυπτική, με την ανάσταση να μην είναι τίποτα περισσότερο από την συντήρηση της σήψης στον έξω κόσμο. Εντελώς αντι-ιωαννικός στον λόγο του, ο Καζαντζάκης προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη μεγάλη ταραχή που προκαλεί στους πάντες, μέχρι και στον ίδιο τον Ιησού, η ανάσταση του Λαζάρου:
[…] κι η ταφόπετρα αγάλια αγάλια σηκώνουνταν· κι είδαμε δυο μπράτσα κίτρινα, κι ύστερα ένα κεφάλι πρασινισμένο, ραϊσμένο, γεμάτο χώματα· κι ύστερα το σκέλεθρο κορμί τυλιγμένο με το σάβανο… Άπλωσε το ένα πόδι, ύστερα το άλλο, βγήκε· ήταν ο Λάζαρος.[9]
[…] τα πόδια του, τα μπράτσα του, η κοιλιά του ήταν πρησμένα, πρασινισμένα, σαν τέσσερων μερών νεκρός· το πρόσωπό του, φουσκωμένο, είχε ολούθε ραΐσει κι έτρεχε ένα ασπροκίτρινο νερό, που του λέρωνε το άσπρο σάβανο που φορούσε ακόμα· είχε κολλήσει απάνω του και δεν μπορούσαν να του το βγάλουν.[10]
Ο Καζαντζάκης εντελώς αντίθετος με την ύλη[11], επιδιώκει να μας προκαλέσει αυτήν ακριβώς την αποστροφή στο ξαναζωντανεμένο σώμα και σχολιάζει το συμβάν της επιστροφής και τον θεϊκό εμπαιγμό στον θάνατο, μ’ έναν γκροτέσκο τρόπο: ο Ιησούς ομολογεί ότι ανέστησε κατά λάθος τον Λάζαρο. Επίσης, και ο καζαντζακικός Λάζαρος δεν έχει φωνή:
— Πώς τα καλοπέρασες στον Άδη; τον ρώτησε· χαρά σε σένα, Λάζαρε, ξέρεις τώρα εσύ όλα τα μυστικά του κάτω κόσμου […]
Έσκυψε στο αυτί του:
— Σκουληκάκια, ε; τίποτα άλλο ε; τον ρώτησε, μισό χωρατεύοντας, μισό τρέμοντας.
Περίμενε κάμποση ώρα, μα ο Λάζαρος δεν αποκρίθηκε· φούρκισε ο τυφλός, πήρε το ραβδί του κι έφυγε.[12]
Η λογοτεχνία μας βοηθάει να συμφωνήσουμε ευκολότερα στην ανυπαρξία του Λαζάρου κατά την δεύτερη του παρουσία και στην απελπισία του. Στο Calvary του William Butler Yeats, ο Λάζαρος τυφλώνεται από το φως της μοναξιάς που δημιουργεί το θέαμα του θανάτου, μιας και μοναδικός - αυτός μόνος του είδε τον θάνατο· στριφογυρίζει ανήσυχος για πάντα σε μια γωνιά της ζωής, εκεί όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής για πάντα. Αντίστοιχα στο τραγούδι “Dig, Lazarus, Dig!”, ο Nick Cave φαντάζεται τον Λάζαρο ατελείωτα και βασανιστικά αθάνατο, να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους της σύγχρονης Νέας Υόρκης.[13] Η «Λαίδη Λάζαρος» της Sylvia Plath μυρίζει κρεματόριο και αφανίζεται κάτω από το βάρος του επαναλαμβανόμενου θαύματος· η γνώση ότι πρέπει να πεθάνει πρώτα για να ξαναζήσει, αφανίζει και την παραμικρή πίστη ότι μπορεί να ελέγξει τη ζωή [και τον θάνατό της]. Η Λάζαρος είναι ένα υποκείμενο χωρίς ταυτότητα και μέλλον, πρωταγωνίστρια σε μπουρλέσκ, ένα σκουληκιασμένο θύμα βίας, που έχει απομείνει με την γνώση ότι η ζωή μετά τον θάνατο είναι ανάλγητη.