Τα πόδια μου τα νιώθω βαριά μέσα στα παπούτσια και με κάθε βήμα ένα στιλέτο σκίζει τη γάμπα μου. Αν με ρωτούσε κάποιος πού πήγαινα δεν θα απαντούσα για χίλιους λόγους. Και γιατί βιάζομαι; Για άλλους χίλιους θα κρατούσα τις πύλες τις μιλιάς μου ερμητικά κλειστές.
Ιδρώτας στάζει στο μέτωπό μου και όποιο σημείο ζωής προσπερνώ νιώθω πως είναι βουβό. Τα αυτιά μου βγάζουν τους δικούς τους ήχους για να απασχολήσουν το μυαλό μου.
Μέχρι που μου είναι αδύνατο να προχωρήσω άλλο και τα πόδια μου γκρεμίζονται, εγκαταλείποντάς με στο κοντινότερο παγκάκι. Κάτω από ένα δέντρο. Απέναντι από τη θάλασσα. Ο αέρας σηκώνει τα μαλλιά μου και κολλάει πάνω μου τα ρούχα. Το βουητό υποχωρεί και «Άκου», μου ψιθυρίζει. Τα πουλιά στην ατελείωτη χορωδία τους με προσκαλούν να τους δώσω σημασία για μια στιγμή. Τα κύματα που σκεπάζουν την άμμο με παρακαλούν να με ηρεμήσουν.
Πού πηγαίνω;