Απόπειρα ανάγνωσης σε μια τελετουργία πένθους

Απόπειρα ανάγνωσης σε μια τελετουργία πένθους

Ντιντιέ Ντεκουάν, «Η υπηρεσία κήπων και λιμνών» μτφρ. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, εκδ. Στερέωμα 2020


Το μονοπάτι

Ανάγνωσμα που ήρθε εξ ολοκλήρου από την Άπω Ανατολή. Από τις ώρες του Λαγού, του Πετεινού, του Δράκοντα, του Αλόγου. Έχεις την αίσθηση ότι έχει διασχίσει άπειρα φθινόπωρα και χιονισμένα μονοπάτια να σε φτάσει. Ότι κρατούσε στα χέρια του λουλούδια ανθισμένης παιωνίας και λωτούς. Ότι το διασχίζει «η απαλή ροή του Κουζαγκάβα» ή η σεισμική ανατάραξή του και όλο το αλληγορικό φόντο μέσα τους που αποκαλύπτεται στάγδην.

Ότι το συνοδεύουν πυγολαμπίδες, ο χορός των γερανών, νεροκότσυφες, λευκοί ερωδιοί. Πλάσματα που υπάρχουν και πλάσματα κρυμμένα και επικίνδυνα μέσα στα μούσκλια, στις όχθες, μέσα στη σκιά των δέντρων. Ο έξω κίνδυνος, ο μέσα φόβος, το πραγματικό, το μυθικό να συμπλέκονται. Δάσος, βροχή, ναοί και βωμοί, θυμίαμα και αφιερώματα, όλες οι αισθήσεις τεντωμένες, και προπάντων η όσφρηση, να υπαγορεύει μια άλλη περιγραφή, μια άλλη εικόνα, δύσβατη κατά την απολαβή, σχεδόν άπιαστη, αλλά εξίσου μαγευτική. Το άρωμα,“να διηγείται μια ιστορία”. Το άρωμα “να εκφράζεται και σαν ποιητής”. Το ίδιο το κείμενο, να λοξοδρομεί διαρκώς προς την ποίηση.

Το χρώμα του πένθους

Έχεις την αίσθηση ότι το χρώμα του είναι κυρίως μελανό, αν και δίνεται η εντύπωση για το αντίθετο. Ακόμα και αν πρώτα βαφτεί στη «μενεξεδιά απόχρωση του ουρανού», ακόμα και αν πέρασε «μέσα από τα λεπτά πορφυρά φύλλα των σφενδάμων», ακόμα και αν λάβει «την αρμονία των χρωμάτων ξερού φύλλου, δαμάσκηνου, μαλαχίτη, μελανόξανθου και καρμίνιου», ακόμα και αν εμποτιστεί «στο γυαλιστερό κόκκινο των δαμασκηνιών μετά τη φθινοπωρινή βροχή», ακόμα και τότε είναι σκοτάδι, ο καμβάς του πένθους — όχι φως. Ο θάνατος χρωματίζει ατόφια. Όλα σκοτεινιάζουν, αυτός όμως —το μελάνι— επανακάμπτει, να υπογραμμίσει ότι αυτό εντέλει γράφει —όσα χρώματα και αν υπάρξουν ως αντιπερισπασμός— στο μεταξύ. Ό,τι κι αν πέσει πάνω σ' αυτή την απώλεια είναι απλώς η μνήμη — όχι η ζωή.

Η υπόσχεση

Ξεκινά από ένα ζευγάρι, τον Κατσούρο και τη Μιγιούκι, ότι πριν καλά-καλά τους γνωρίσεις, ο ένας αποσπάται βίαια από τη ζωή. Όμως τότε, στο μετά θάνατόν του, είναι που αρχίζει να υπάρχει αλλιώς. Ένα αλλιώς που δεν έχει να κάνει μόνο με τη μνήμη της Μιγιούκι. Δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι τον κρατά ζωντανό μέσα της. Ο ίδιος αρνείται να αποχωρήσει από τα εγκόσμια και όλη η αφήγηση έχει να κάνει με αυτή τη βίαιη αποχώρησή του από το εδώ, μέσα στα νερά του Κουζαγκάβα, και την αγκίστρωσή του σε αυτό:

«Αυτές τις πρώτες ώρες του θανάτου ήταν μια ομιχλώδης περίοδος όπου οι ψυχές των πεθαμένων επιμένουν να θέλουν να γυρίσουν πίσω στη ζωή που άφησαν και, μη μπορώντας να το κατορθώσουν, αποκτούν μια ανησυχία που φθάνει στα όρια της απελπισίας»

Η απελπισία αυτή αφορμάται επιπλέον και από τη μεταξύ τους εκκρεμότητα. Μια υπόσχεση που έμεινε μετέωρη. Αφού όταν δόθηκε ούτε η υποψία θανάτου υπήρχε ούτε το ενδεχόμενο να συμβεί στον έναν από τους δύο.

«Μόνο ο θάνατος το μπορούσε βεβαίως να τους χωρίσει, αλλά, ακόμα κι όταν τους ερχόταν αυτή η σκέψη, ο θάνατος δεν είχε πρόσωπο, οπότε σχεδόν δεν υπήρχε».

Η υπόσχεση δόθηκε σε καιρό νηνεμίας. Και την έγραψαν, όπως έλεγε η παράδοσή τους για να ευοδωθεί, «καλλιγραφικά πάνω σε ένα φύλλο από κάτζι», τη νύχτα ακριβώς που «τα αστέρια εραστές του Βουκόλου και της Υφάντρας» έδιναν την ψευδαίσθηση ότι συναντιούνται. Εκεί, στις 7 του έβδομου μήνα του έτους.

«Ο Κατσούρο και η γυναίκα του είχαν δώσει υπόσχεση, πριν πεθάνουν, να συνοδεύσουν τον Κουζαγκάβα μέχρι τις εκβολές του. κι εκεί, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, αγκαλιασμένοι ίσως πάνω στην ίδια πέτρα ζεσταμένη από τον ήλιο, θα κοίταζαν πώς το ποτάμι τους κατέληγε να χάνεται στον ωκεανό».

Αυτή η υπόσχεση έλκει τη Μιγιούκι προς τη στιγμή της ευόδωσής της -έστω και μετά θάνατον, όπως με τα αστέρια. Τους βράχους αλλού. Τα λουλούδια. Τους αδικαίωτους που δικαιώνονται μέσα σε μια μεταθανάτια και με άλλο ένδυμα αντάμωση. Τη συνοδεύει ως τη στιγμή που την αφαρπάζει ο Κατσούρο με τη σειρά του, όπως το έκανε πριν ο Κουζαγκάβα για τον ίδιο. Μόνο που στην περίπτωση της Μιγιούκι, αυτή αφήνεται εντελώς. Δεν πρόκειται για ανακάλεμα. Αλλά για επανένωση.

Η οδοιπορία

Το πένθος δεν έρχεται μόνο. Υποβάλλει τον πενθούντα σε επιπλέον δοκιμασίες. Δεν είναι μονάχα η απουσία, είναι και η διεκπεραίωση του χρέους, που περνά στα δικά της χέρια, καθώς οφείλει να εναποθέσει τους τελευταίους κυπρίνους που συνέλεξε ο ίδιος στις αυτοκρατορικές λίμνες του Χεϊανκιό.
Οδοιπορεί, αυτή που δεν περπάταγε παρά ως τη γούρνα των κυπρίνων. Γίνεται το alter ego του καθ' οδόν. Τον πενθεί και τον κουβαλά. Βαδίζει στα βήματά του. Και κυρίως, εγκατελείπει όλον τον τότε γνωστό κόσμο της. Έναν κόσμο που εκτεινόταν όσο το άνοιγμα της αγκαλιάς του. Που είχε για σκεπή τη δική του παρουσία.
Η αφήγηση στο εξής αφουγκράζεται την οδοιπορία της δικής της ψυχής. Μια πορεία μέσα στο συντελεσμένο πένθος. Ένα πένθος ρομφαιοφόρο που το περπατά μέσα από «το κρεσέντο της βροχής επάνω στα φύλλα» — ίσως τα δικά του βήματα. Μέσα σε ριπές χιονιού και ψύχους -ίσως την ασήκωτη αίσθηση του πάγου της μοναξιάς.
Μέσα σε ομίχλη αρράγιστη, «λες και οι εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος της είχαν πνιγεί μέσα σε έρπουσες ομίχλες». Όπως είναι το μετά τον θάνατο για όποιον μένει πίσω. Μια άμμος κινούμενη κι εσύ σε ομίχλη. Αδύνατο να συλλάβεις την αίσθηση στην ολότητά της. Και ο Decoin επιχειρεί διαρκώς να δώσει στο πένθος οσμή και χρώμα, να τα ανατρέψει την επόμενη στιγμή, για να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι άλλο, να σε παρασύρει σε αυτή τη σύνθεση, γράφοντας ξανά από την αρχή την ενδοχώρα του.
Μετά —όταν θα επέστρεφε στο μετά— «η ζωή της θά θόλωνε και πάλι, θα επικρατούσε το σκοτάδι». Μετά θα είχε όλο τον χρόνο να αγαλματώσει την απώλεια. Τώρα όμως, ήταν η γυναίκα «ανάμεσα σε δυο ομίχλες και μια γέφυρα». Το πριν και το μετά του θανάτου. Η γέφυρα, μια παύση, το μεσοδιάστημα μεταξύ του πριν και του μετά, το ολικό πένθος, εκεί όπου πασχίζει η ψυχή αυτού που έχει μείνει πίσω να συλλάβει, να αντιληφθεί, να επιβιώσει μέσα στην απώλεια. Ένα πηγαινέλα άπαυτο μεταξύ παρόντος παρελθόντος. Μια αφαρπαγή στο τόξο της γέφυρας, που την αφήνει μετέωρη και οιμώζουσα. Μια κραυγή που δόθηκε άπαξ και έπειτα συρρικνώθηκε μέσα της.
Δεν είχε γνωρίσει την οδύνη. Αντίθετα, είχε γνωρίσει την αγάπη. Αυτή την αγάπη πενθεί. Και είναι σα να ακούει κανείς μέσα στο δικό της ξέσπασμα, το never more του Poe.

«Ο Κατσούρο πέθανε, παρασυρμένος όπως τα άνθη της δαμασκηνιάς μια μέρα με δυνατό άνεμο. Αλλά, ακόμα κι αν αυτά τα άνθη σκόρπισαν, καταπατήθηκαν, η δαμασκηνιά που τα κουβαλούσε θα ανθίσει πάλι την ερχόμενη άνοιξη — αλλά πότε, και σε ποιο κόσμο, θα ξαναγεννηθεί η ψυχή του συζύγου μου;»

Η ταπισερί ή ένα κλαδάκι από άχυρο ρυζιού

Στο μεταξύ προχωρά μονάχη. «Έτσι είναι φτιαγμένη η ζωή» γράφει ο Ρόλαν Μπαρτ. «Από μια σειρά μικρές μοναξιές». Και εκείνη βαδίζει πάνω σε μια μεγάλη μοναξιά. Κάθε της βήμα είναι θραύσματα μικρών μοναξιών που συναρμολογούν αυτή την ταπισερί που είναι η ζωή. Και που ένας πόντος που θα ξεφύγει αρκεί, για να διαλύσει το σύμπαν. Τώρα, ο πόντος που ξέφυγε είναι εκείνος. Αρκεί για να διαλύσει το σύμπαν -το πριν και το μετά:

«Η ζωή ήταν ένα σύνολο ψηφίδων που εφάρμοζαν η μια μέσα στην άλλη σαν τους πόντους μιας ταπισερί. Αρκεί ένας από αυτούς, ας είναι και ο μικρότερος, να ξεφύγει από τον καμβά, και η ταπισερί κινδυνεύει να ξηλωθεί ολόκληρη».

Μέσα σε αυτήν την ταπισερί η θνητότητά μας. Το ότι είμαστε, όπως η Μιγιούκι, «ένα κλαδάκι από άχυρο ρυζιού στα φτερά του ανέμου». Εύθραυστοι και μέσα σε αυτή τη συνειδητοποίηση οδεύουμε προς την Παράδεισο «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Ή την «Αγνή Γη, έναν κόσμο σε αιώνια μακαριότητα, μακριά από το κακό και τον πόνο, τεράστιο αφ' εαυτού».
Βαδίζουμε προς τα εκεί ως φυλακισμένοι όπως οι κυπρίνοι. Μέσα στα όρια της ζωής που μας επιτράπηκε να ζήσουμε. Ωστόσο, κάποιος μας συνέλεξε από έναν ποταμό. Κάποιος μας όρισε τη γούρνα. Κάποιος άλλος μας οδηγεί σε μια λίμνη. Η ψυχή να κοιτά την αρχικά κοιτίδα. Να παλεύει να φτάσει πάλι στην ελευθερία που της έδινε ο ποταμός. Ένας ποταμός που ήταν και θάλασσα μαζί.

«Η Μιγιούκι έσκυψε στην άκρη της γούρνας, αφήνοντας το βλέμμα της να υπνωτίζεται από τους αγωνιώδεις κύκλους που διέγραφαν τα ψάρια, σαν τους φυλακισμένους που ανακάλυπταν τα όρια της φυλακής τους».

Βαδίζουμε, αχθοφορώντας διαρκώς την άγνοιά μας. Ούτε για τις μυρωδιές δεν γνωρίζουμε τίποτα. Βαφτίζουμε τα πράγματα, όταν αγνοούμε κατ' ουσίαν την ουσία τους.

«Τι ξέρουμε κατά βάθος για τις μυρωδιές; Λέμε ότι αυτό μυρίζει ωραία ή βρωμάει, και δεν πάμε μακρύτερα. Κατά βάθος, δεν ξέρουμε τίποτα περισσότερο για τη λεπτότητα και τη δυσοσμία από ό,τι για το Καλό και το Κακό. Διασχίζουμε τη ζωή πηδώντας από τη μια άγνοια στην άλλη».

Ένα “κλαδάκι”. Γενναίο μέσα στο ανυπεράσπιστό του. Ένα “κλαδάκι” όρθιο.

«Εν μέσω αυτών των ερειπίων έστεκε η Μιγιούκι ακίνητη και ευθυτενής.
Η ορθή στάση της και το τελείως οριζόντιο κοντάρι στους ώμους της τής έδινε την όψη σταυρωμένης. Ή δέντρου τον χειμώνα, δέντρου λιγνού που άπλωνε τα κλαδιά του στον χλωμό ήλιο. Ή πουλιού της θάλασσας που στέγνωνε τις ακόμη υγρές φτερούγες του από τα νυχτερινά ψαρέματα».

Ο θάνατος είτε ρωγμή, είτε πόντος που ξηλώνει το φράγμα της ζωής, πριν ήταν έρωτας. Που υπάρχει είτε ως ανάμνηση είτε και ως βίωμα εγκιβωτισμένο μέσα στο όνειρο μετά θάνατον. Ο θάνατος αλλά και ο έρωτας. Αφού ο Decoin χρησιμοποιεί τα ίδια σύμβολα, όλα σε σχέση με τον ποταμό, για να μιλήσει είτε για τον έναν είτε και για τον άλλον. Μέσα σε μια παντοδυναμία της αλληγορίας που κάνει την αφήγηση δραστική και τον αναγνώστη να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί.

«Αλλά ο θάνατος είναι ίσως πολύ πιο πορώδης απ' όσο φανταζόμαστε, μοιάζει ίσως με την απόκρημνη όχθη που είναι πάνω από τη δεξαμενή του Σουζένσι — έδινε την εντύπωση ενός πυκνού και συμπαγούς τοίχου, αλλά όταν ο Κουζαγκάβα πλημμύριζε, ρωγμές ανοίγονταν σ' αυτή την απόκρημνη όχθη απ' όπου το νερό τότε άρχιζε να φεύγει με πολλαπλούς πίδακες».

Η ποίηση της αφήγησης

Έχει την εντύπωση κανείς ότι δεκάδες εν δυνάμει χαϊκού λανθάνουν μέσα στις περιγραφές της πορείας. Εικόνες που έχουν να κάνουν με την ψυχή που κουβαλά εκείνη και γίνεται μες στην περιγραφή η ψυχή του σύμπαντος που τη συνοδεύει. Αργείς να αφομοιώσεις, να διασχίσεις τον φλοιό, όταν η αφήγηση δίνει την εντύπωση ότι ρέει. Εκεί που ρέει, εκεί και σταματάς.

«Αμέσως μετά άρχιζε το δάσος. Τα γκρίζα δαχτυλίδια της πρωινής ομίχλης κρέμονταν στα βάτα και στους θάμνους που τα κλαδιά τους, κεντημένα με λευκά κέρινα λουλούδια, έφερναν στον νου παρτέρια με αναθηματικά κεράκια».

Στο μυθιστόρημα του Decoin οφείλεις διαρκώς να είσαι υποψιασμένος για ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης — ενδεχομένως και για ένα τρίτο. Μοιάζει με τις άπειρες πτυχές των κιμονό, όπου το ένα πάνω στο άλλο συμβάλλουν, ώστε να δοθεί η τελική εντύπωση, έτσι ως έκβαση μιας αναμέτρησης, όπου οφείλει ο συγγραφέας μόνο με τις λέξεις να σου μεταδώσει όλες τις αισθήσεις, τη διέγερση, την πείνα, τη μοναξιά, το πένθος, την κραυγή.

Η αλληγορία δραπετεύει διαρκώς μέσα σε έναν λόγο συμπυκνωμένο τόσο όσο η ποίηση. Εικόνες που καθηλώνουν μέσα στη βαθιά αλήθειά τους. Ποτέ δεν είναι μονάχα αυτό που φαίνεται. Οφείλεις να προχωράς εν εγρηγόρσει διαρκώς, όπως η Μιγιούκι, σε ένα δάσος απροσπέλαστο. Οφείλεις να διακρίνεις πίσω από το χέρι του Κατσούρο, το δικό σου χέρι, πριν τον θάνατο.

«Το ένα χέρι του είχε μείνει απέξω, σαν να γρατσούνιζε τον ουρανό, ψηλαφίζοντας απελπισμένα το κενό για να βρει να πιαστεί από κάπου. Τα δάχτυλά του βρήκαν τελικά τα υπολείμματα της όχθης, γαντζώθηκαν μέσα στη λάσπη, βούλιαξαν εκεί, αλλά ο μουσκεμένος άργιλος γλίστρησε ανάμεσα από τα δάχτυλα, το χέρι ξανάπεσε, κρατήθηκε ακόμα μια στιγμή στραμμένο στον ουρανό, και μετά, σχεδόν με χάρη, χωρίς να πιτσιλίσει, σαν να διαλύθηκε μέσα στο ποτάμι».

Η έντονη παρουσία της παρομοίωσης έχει αναλάβει ουσιαστικά τον ρόλο της απεικόνισης του μέσα και του έξω τόπου. Το ίδιο και η μεταφορά που ενσκήπτει διαρκώς και πλέκεται μαζί της αξεχώριστα. Δοχεία συγκοινωνούντα οι δυο τους — τα δυο κουπιά της μιας βάρκας.

«Η λάσπη που κάλυπτε τον ψαρά τον έκανε να μοιάζει με πήλινο δοχείο, με ψηλό πιθάρι από ψημένο πηλό που τα ραγίσματά του έσβηναν».

Τα όρια πρόζας και ποίησης δυσδιάκριτα και μαγευτικά. Περιγραφές ποιητικές που τις διαβάζεις ξανά και ξανά, να συνθέσεις την αίσθηση, αυτά τα θραύσματα που σου δίνονται, για να εισχωρήσεις κυρίως στο σκηνικό της ψυχής που περπατά και περπατάς και εσύ μαζί της.

Η φανέρωση

Πρόκειται επομένως για φανέρωση. Το να προσπελάσεις ένα τέτοιο κείμενο είναι η προσπάθεια να διασχίσεις ένα πυκνό σύμπαν, προκειμένου να δεις νερό. Να βαδίσεις νυχοπατώντας με κίνδυνο να χαθείς μες στην ομίχλη, να βρεθείς εντέλει στη λίμνη, να γονατίσεις να τη χαιρετήσεις, να την αξιωθείς. Εικόνα που θυμίζει Οδύσσεια, όταν ο ναυαγός Οδυσσέας δέεται μέσα από τη θάλασσα στον Ποταμοθεό, ζητώντας να του επιτρέψει την είσοδο στην εκβολή του. και έπειτα σκύβει και ασπάζεται το χώμα που τον αξίωσε να συναντήσει. Όλα να υπαγορεύουν την ιερότητα του κόσμου. Όπως και εδώ.

«Στην καρδιά ενός συμπλέγματος με αζαλέες και καμέλιες, το νερό δεν φανερωνόταν αμέσως. Για να το αξιωθεί κανείς, έπρεπε να ακολουθήσει τα σπογγώδη μονοπάτια πάνω στα οποία λίμναζαν επίπεδα γκρίζας ομίχλης [...]».

Μετά το τελευταίο πέπλο θάμνων, η Μιγιούκι διέκρινε ανάμεσά τους τον καθρέφτη της λίμνης. Βάδισε γρήγορα προς τα εκεί. Χωρίς να κάνει τον κόπο να σηκώσει τα μανίκια της, βούτηξε τα χέρια της ανάμεσα στους λωτούς, βαθούλωσε τις χούφτες της και πήρε νερό [...].

Ένωσε τα χέρια της και γονάτισε για να χαιρετήσει τη λίμνη».

Ο Didier Decoin


Έξοδος

Η Υπηρεσία Κήπων και Λιμνών γραφόταν από τον Decoin για δώδεκα χρόνια. Φέρνει μπροστά μας τη μυθολογία ενός άλλου λαού, εκεί όπου η αντάμωση συμβαίνει — ακόμα και μετά τον θάνατο. Για τους ίδιους λόγους που συμβαίνει στους θρύλους και τους μύθους άλλων λαών. Επειδή ουσιαστικά «η ανάγκη του ανθρώπου που μένει παιδί είναι να ελπίζει πάντοτε σε κάτι βασικά παρηγορητικό». Και επειδή αυτό είναι παρηγορητικό.

Σε μια πορεία που είναι κατ' ουσίαν τελετουργία και που οδηγεί μέσα από κάθε βήμα στην επανένωση. Εκεί όπου η αρχική υπόσχεση, όταν «θα κοίταζαν πώς το ποτάμι τους κατέληγε να χάνεται στον ωκεανό». Μέσα από έναν δρόμο διαγώνιο, όπως λέει ο Αξελός, που είναι ένα άλλο Άνοιγμα. Τον δρόμο που ενδεχομένως παίρνει κανείς μετά από ένα γεγονός κομβικό.

«Διαφορετικά από τον κεντρικό δρόμο που όλοι διατρέχουμε, αυτόν και τους συγγενικούς του δρόμους, μας ανοίγεται ένα διαγώνιο μονοπάτι που όσο και να μοιάζει με τους συνηθισμένους δρόμους οδηγεί σε ένα άλλο Άνοιγμα. [...] όπου όλα παγχρονικά μεταμορφώνονται —διαφανή-αδιαφανή— και το οποίο οδηγεί προς το ερωτηματικό και ανοιχτό. Αυτό που δεν κατονομάζεται με καμιά λέξη».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: