Φωτ. Μιχάλης Αναστασίου


ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
(1945-2021)
ΕΝΑΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
                                              

Έζησα τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου κοντά εικοσιπέντε χρόνια — ήμουν παιδί, νεαρός φοιτητής σαν πρωτογνωριστήκαμε. Έζησα την ένσαρκη αξιοπρέπεια, την βαθειά του ευγένεια, την παροιμιώδη αγάπη του για τους νεότερους και πάνω απ’ όλα την καθολική γνώση του της λογοτεχνίας και της κριτικής. Εκείνο όμως που πραγματικά με συγκλόνισε, ήταν η τεράστια υπομονή του και το ανδρείο του φρόνημα έναντι των δυσκολιών και των βασάνων. Υπομονετικός και πράος, πάλεψε στήθος με στήθος με τον θάνατο. Την ίδια ευγένεια και υπομονή έδειξε και στο διάστημα της νόσου που τον κατέβαλε. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Μιλούσαμε σχεδόν καθημερινά. Η τελευταία μας συνομιλία πριν την έξοδό του, έγινε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Ήρεμος και με καταπονημένη φωνή, τότε ήταν που μου είπε, πρώτη φορά, πως δεν αντέχει τον πόνο. Τον έκλαψα. Και το καλύτερο κερί στην μνήμη του, πιστεύω πως είναι λίγες σκέψεις για το έργο του.

Πενήντα ολόκληρα χρόνια συνεχούς άσκησης τής ποιητικής τέχνης, πρωτίστως. Και με πυρήνα της εκφραστικής του την ποίηση πενήντα χρόνια αδιάπτωτης παραγωγής κριτικής σκέψης,δοκιμιακού λόγου για την ποίηση και όχι μόνο, πεζογραφία -κοντεύουν τα δέκα τα πεζά του έργα, συμμετοχής σε περιοδικές απόπειρες και ίδρυσης και διεύθυνσης λογοτεχνικών περιοδικών. Μακριά από ευκαιριακούς εντυπωσιασμούς και πρόσκαιρους θορύβους, πεισματικά κλειστός «στης Τέχνης του την περιοχή». Με άλλα λόγια, ανοικτός στην περιπέτεια του χρόνου, της ιστορίας και της ύπαρξης και στο συλλογικό πεδίο –όσον αφορά στην πρόσληψη των ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών στα όρια της γλώσσας και του τόπου του αλλά και στο πεδίο της επώδυνης αναμέτρησης με την προσωπική ύπαρξη, το μυστήριο της ελευθερίας και τον διαρκή και ανυποχώρητο αγώνα για ενσωμάτωση όλων αυτών των διεργασιών στον πυρήνα της δημιουργίας του, που είναι η ποιητική έκφραση.
Ένας κατεξοχήν χειρώνακτας της γραφής. Το ποιητικό έργο του Παπαγεωργίου, θα μπορούσε να πει κανείς, με την αναγκαστική διακινδύνευση των σχηματοποιήσεων, ότι ξεκινάει με αφορμή τις εκφραστικές επιτεύξεις της σεφερικής ποίησης στην πιο πυκνή εκδοχή τους: μιλώ για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα. Πίσω βέβαια αχνοφέγγει το σολωμικό βαθύ χάσμα του σεισμού και η έως θανάτου υπαρκτική οδύνη του Καρυωτάκη, και ως προς τον τόπο και την κοινωνία των Νεοελλήνων,

Ζ΄
Τόπος με δίχως μιαν ελπίδα.
Διπλώνεται στο φως σαν το σκουλήκι
Την πέτρα υψώνοντας που τον πλακώνει
Για να φυλάξει λες της υγρασίας τα ίχνη.

(Επί πυγήν καθίσαι, 1972)

και ως προς την απόλυτη επίγνωση ότι ο λόγος δεν εξαρκεί και ότι η κατορθωμένη μορφή των ποιημάτων δεν μπορεί παρά λειτουργεί παραπεμπτικά προς την διαφεύγουσα όντως ζωή και προς το γεγονός του θανάτου.

Θ΄
Μηδέ που ο λόγος φτάνοντας την πληρωμή να δώσει
Μόλις μια τρίχα απόσταση απ’ της σιωπής το σώμα. […]

(Επί πυγήν καθίσαι, 1972)


Το ποιητικό σύμπαν του Παπαγεωργίου εμφανίζεται άτμητο εξαρχής. Το ορίζει η μουσική αίσθηση της αγωγής του λόγου, που έχει να κάνει με απηχήματα της σύνολης ποιητικής παράδοσης της νεοελληνικής γλώσσας. Το σφραγίζει, επίσης, στην φερόμενη ψυχική ουσία που καθίσταται οργανική ποιητική μορφή η διαρκής αλληλοπεριχώρηση των νεκρών με τους ζωντανούς, αυτό που ο Σεφέρης ονομάζει «απέραντη αλληλεγγύη των νεκρών με τους ζωντανούς». Η τραγωδία που αναδεύεται στο ιστορικό και κοινωνικό φόντο προσλαμβάνεται κι αυτή υπαρκτικά.
Ως πρόκληση, δηλαδή, για μια στάση του υπάρχειν, που μπορεί ν’ αντιτάξει το ανθρώπινο πρόσωπο με τη βούληση και τη στάση του. Οι νεκροί, λοιπόν, υποκαθίστανται στη θέση των ζωντανών και τούμπαλιν, σ’ ένα αδιαίρετο σύμπαν ζωής πέραν των βιολογικών οριοθετήσεων:

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΜΠΙ
Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και πράγματι έτσι  θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος και ακίνητος. Γιατ’ είναι η μάνα
μου σκυμμένη εμπρός μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτάει «ποιον ράβω εδώ;» - δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανική κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;» - χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώμα του κουμπιού -το μαύρο αυτό- της λέω «έναν νεκρό». «Έναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο έλεγε και με παρακαλούσε.

(Το μαύρο κουμπί, 2006)

Με τον καιρό, την άσκηση και την ωρίμανση, η γραφή του Παπαγεωργίου διέπεται από μία κεντρομόλο συνισταμένη επιστροφής. Μιλώ για την τομή που παρατηρείται στην ποίησή του προς τα εσώτατα υπόγεια των πηγών της, ειδικότερα από την συλλογή Ραμμένο στόμα (Κέδρος 1990). Η εσωτερίκευση των εκφραστικών του κατακτήσεων επιτελείται με μία φαινομενική αποσάθρωση του λόγου, στην κρυστάλλωση της ποιητικής έκφρασης, μετατρέποντας —επειδή δεν χάνεται ποτέ η μουσική αίσθηση που προανέφερα— τους στίχους σε μουσικά σύμβολα μιας προσωπικής ρυθμοποιΐας, που κάνει τις λέξεις του να εκβάλλουν ή να προβάλλουν προς και από την θάλασσα της σιωπής. Κατά τον τρόπο με τον οποίο στην ποιητική όραση του Παπαγεωργίου η απώλεια και ο θάνατος τον οδηγούν στην αρχέγονη υπαρκτική συνομιλία με τους νεκρούς, έτσι και οι μορφικές επιτεύξεις του παραπέμπουν στον απέραντο παφλασμό των υδάτων της σιωπής.
Μιας σιωπής αμφίπλευρης και αμφίσημης: είτε προς τα φυλλώματα του νοήματος, το οποίο η σιωπή φανερώνει ως έσχατο μυστήριο πληρότητας του μέλλοντος αιώνος, είτε προς την υδάτινη περιοχή της απώλειας του νοήματος και της απότοκης απελπισίας, που de facto αποτελεί ένα πυρίκαυστο υλικό στα χέρια του δημιουργού. Όπως κι αν διαβαστεί η ποίηση του Παπαγεωργίου, αλλόκοτη και παράξενη, αποζημιώνει γενναία τον σημερινό καθημαγμένο άνθρωπο, γιατί καθαίρει:

ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΕΡΟ

Κείμενο λέει νερό σ’ ένα ποτήρι εγώ με προσοχή πολλή επειδή φοβάμαι κι όλας μεταφέρω αλλά χωρίς να ξέρω πού ακριβώς κι εξάλλου αυτό όλο χύνεται σε κάθε βήμα ή κίνηση που κάνω ελάχιστη έστω, με φόβο μάλστα επειδή μου πέρασε έξαφνα η σκέψη απ’ το μυαλό ότι μπορεί και να είναι οι σταγόνες που όλο πέφτουνε στο πάτωμα με το παραμικρό γράμματα ή λέξεις του κειμένου οπότε αν χύνεται έτσι το νερό.

Κωστή, καλό ταξίδι. Η αγάπη που αφειδώλευτα μας χάριζες, ναι! Νικά τον θάνατο.