Τα κυνήγια θα κρατούσαν ολόκληρο το μήνα. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ είχε εγκατασταθεί στη Λάρισα για να παρακολουθεί καλύτερα την εκστρατεία της Κρήτης. Το μάτι του έβλεπε από εκεί πως ο Χάνδακας θα έπεφτε, η σπουδαιότερη άλωση μετά το πάρσιμο της Πόλης, είκοσι ένα χρόνια είχαν αντισταθεί οι Βενετσιάνοι, δεν άντεχαν άλλο. Και, στη μεγαλοσύνη του, ο Πατισάχ θα άφηνε τους τελευταίους υπερασπιστές της πόλης, τρεις χιλιάδες εξακόσιοι όλοι κι όλοι, τόσοι είχαν απομείνει από τα φουσάτα των απίστων, να εγκαταλείψουν τον τόπο χωρίς να τους πειράξει κανείς, ας πάρουν και τα υπάρχοντά τους στις πλάτες τους, τι να είναι εκείνα τα υπάρχοντα μέσα σε τόσα ερείπια.
«Σοφολογιώτατε ιεροδίκα του Χάνδακα, συ, ο δικαιότερος των μουσουλμάνων κριτών, ο εκλεκτότερος των διοικητών των μονοθεϊστών, μεταλλείον σοφίας και ορθολογισμού, ο υψών τας σημαίας του ιερού δικαίου και της πίστεως, ο κληρονόμος της γνώσεως των προφητών, ο εις όν ιδιάζει η μεγάλη χάρις του αρωγού βασιλέως, αυξηθήτωσαν αι αρεταί σου. Μόλις φθάση το παρόν αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, έστω γνωστόν ότι οι άπιστοι υπερασπισταί του Χάνδακος, προσκυνούντες πλέον το κατώφλιον της ευδαιμονίας Μου, δικαιούνται ευσπλαχνίας, όπως ορίζει η βασιλεία μου ώστε ουδείς των απίστων να υποφέρη. Να μην επιτρέψης λοιπόν αντίθετον ενέργειαν και να συμμορφώσαι πάντοτε με το περιεχόμενον της επιθυμίας Μου. Ταύτα γνωρίζων να σέβησαι το παρόν ιερόν σύμβολόν Μου».
Το μάτι του έβλεπε τον θρίαμβο της βασιλείας του, Γαζή –πάει να πει Νικητή– τον προσκυνούσαν, προτιμούσε τον τίτλο του Αβτζή – του Κυνηγού, πάει να πει. Μπροστά στα μάτια του, από το άνοιγμα της σκηνής του, μετρούσε διακόσιους άντρες που οδηγούσαν καθένας από δύο πανέμορφα λαγωνικά, τόσο ρωμαλέα που ένας άντρας ξυπόλητος μετά βίας μπορούσε να συγκρατήσει, ας είχαν αλυσίδες περασμένες στο χαλκά του λαιμού τους. Πίσω από αυτό το κοπάδι περνούσε το κοπάδι τεσσάρων χιλιάδων χωρικών ανά τετράδες, ενώ ηχούσαν ζουρνάδες και τουμπελέκια. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα μεγάλο κοντάρι. Και άλλοι είχαν στο ζωνάρι της κακομοιριασμένης βράκας τους ένα μικρό τσεκούρι. Εκείνο το πλήθος δεν ήταν αρκετό για τον Αβτζή. Ο κάμπος της Θεσσαλίας και τα χωριά του είχαν την υποχρέωση να διαθέτουν είκοσι χιλιάδες άντρες για το κυνήγι του. Μυρμήγκιαζε λοιπόν η σύναξη εκεί όπου άρχιζε η παγάνα. Και ρυάκια ανθρώπων περικύκλωναν τα δάση όπου λημέριαζαν τα αγρίμια, αφήνοντας μια σούδα ανοιχτή ώστε από εκεί να ξεχυθούν αναγκαστικά στο πλάτωμα του κάμπου. Ο Πατισάχ, ανεβασμένος σε μια εξέδρα, παρακολουθεί με τη συντροφιά του να κουτρουβαλούν μπροστά του κυνηγημένα τα θηράματα. Χαίρεται να στενεύει ο κλοιός καθώς οι άντρες της παγάνας προχωρούν, σαν κυνηγημένοι και εκείνοι. Απολαμβάνει τη μάχη των λαγωνικών με τα αγρίμια, που σε κατάσταση απελπισίας ορμούν στις κακομοιριασμένες βράκες σκοτώνοντας και μακελεύοντας πλήθος. Τότε χάνουν τη ζωή τους πετρακόσιοι ως πεντακόσιοι Θεσσαλοί.
Ετούτη τη χρονιά, ο καϊμακάμης του Γαζή πρόσταξε να σκορπίσουν τα πτώματα στο πλάι του δρόμου από όπου θα περνούσε ο Αβτζής για να δει και –να δώσει ο Αλλάχ– να προσέξει τα φονικά αποτελέσματα του κυνηγιού, μήπως στο τέλος δεν βρισκόταν ζωντανή κακομοιριασμένη βράκα για την παγάνα και η ευδαιμονία Του λάβαινε τέλος. Εκείνος κοντοστάθηκε και ρώτησε αν υπήρχαν και άλλοι τόσο σκοτωμένοι και στραπατσαρισμένοι. «Υπάρχουν και εκείνοι που κομματιάστηκαν και δεν είναι να τους δουν τα μάτια της ευδαιμονίας Σου, δεν λογαριάζουμε και όσους ποδοπατήθηκαν. Εδώ είναι μόνο όσοι φαγώθηκαν από τα σκυλιά και τα αγρίμια». «Δεν πειράζει», αποκρίθηκε ο Αβτζής, «θα πέθαιναν που θα πέθαιναν. Τι εδώ, τι άλλου. Τι τώρα, τι αύριο. Bu dünya çarkifelek tir, aşk olsun çevirene». Πάει να πει αυτός ο κόσμος είναι τροχός της τύχης, καλότυχος όποιος ξέρει να τον γυρίζει.
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Πηγές στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι 1 και 2, Θεσσαλονίκη 1965, 1977. Voyage en Turquie et en Grèce du R.P. Robert de Dreux, aumônier de l’ ambassadeur de France (1665-1669). Publié et annoté par Hubert Pernot, Professeur à la Faculté des Lettres de l’ Université de Paris. (Collection de l’ Institut Néo-Hellénique) 1925.