Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με την Γεωργία Γαλανοπούλου

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.

Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με την Γεωργία Γαλανοπούλου
Galan3


Γεν­νη­μέ­νη στην Κα­λα­μά­τα, η Γε­ωρ­γία Γα­λα­νο­πού­λου σπού­δα­σε συ­γκρι­τι­κή λο­γο­τε­χνία στο Scripps College, το Columbia University και το University of Southern California. Ερ­γά­στη­κε στο Μορ­φω­τι­κό Τμή­μα της Αμε­ρι­κα­νι­κής Πρε­σβεί­ας στην Αθή­να για ει­κο­σι­πέ­ντε πε­ρί­που χρό­νια. Στο με­τα­ξύ, ασχο­λή­θη­κε με τη με­τά­φρα­ση, τη βι­βλιο­κρι­τι­κή και τη συγ­γρα­φή. Έχει εκ­δώ­σει επτά βι­βλία με απο­δέ­κτες τα παι­διά κυ­ρί­ως. Το 2017 τι­μή­θη­κε με το Με­γά­λο Βρα­βείο «Πη­νε­λό­πη Δέλ­τα» από το Ελ­λη­νι­κό Τμή­μα της ΙΒ­ΒΥ (Κύ­κλος Παι­δι­κού και Εφη­βι­κού Βι­βλί­ου). Πρό­σφα­τα έρ­γα της Ο Βό­ρα­κας, ο Κό­ρα­κας και η Σο­νά­τα της Φα­νής (Πα­τά­κης 2015, βρα­βείο του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού Ανα­γνώ­στης, βρα­χεία λί­στα Κρα­τι­κών Βρα­βεί­ων), Οι Ψη­λο­κά­ρα­βοι (Πα­τά­κης 2018).

Συνέντευξη


1. Στα βι­βλία σας πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­χνά ο έμ­με­τρος λό­γος, η αφή­γη­ση δί­νε­ται ρυθ­μι­κά, το θέ­μα πα­ρα­πέ­μπει σε πα­λαιό­τε­ρα αφη­γη­μα­τι­κά σχή­μα­τα και θέ­μα­τα που όμως ενώ­νο­νται με σύγ­χρο­νες και ίσως πα­ναν­θρώ­πι­νες ανη­συ­χί­ες. Πώς γί­νε­ται αυ­τή η επα­φή;

    Ει­λι­κρι­νά, δεν ξέ­ρω πώς. Δεν ακο­λου­θώ κά­ποιο πρό­τυ­πο, μή­τε αφη­γη­μα­τι­κούς κα­νό­νες. Η επα­φή, στην οποία ανα­φέ­ρε­στε, ίσως επι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σω της πο­λυ­ε­τούς ενα­σχό­λη­σής μου με το δη­μιουρ­γι­κό διά­βα­σμα. Και όταν λέω διά­βα­σμα δεν πε­ριο­ρί­ζο­μαι στη λο­γο­τε­χνία, την ιστο­ρία ή τη φι­λο­σο­φία. Με εν­δια­φέ­ρει η επι­και­ρό­τη­τα, οι σύγ­χρο­νοι προ­βλη­μα­τι­σμοί, που συ­χνά πα­ρα­πέ­μπουν σε πα­νάρ­χαια και πα­ναν­θρώ­πι­να θέ­μα­τα της ύπαρ­ξής μας. Από την επι­και­ρό­τη­τα αντλώ το θέ­μα και το επό­με­νο βή­μα εί­ναι η ανα­ζή­τη­ση ενός ιδα­νι­κού τρό­που ανά­δει­ξής του. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο θέ­λει το χρό­νο του για να ωρι­μά­σει ως ιδέα. Έπει­τα, όπως άλ­λω­στε και στην πε­ρί­πτω­ση του Για­πω­νέ­ζι­κου κή­που, η δια­δι­κα­σία της δη­μιουρ­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­τει σχε­δια­σμό, ο οποί­ος μπο­ρεί και να αλ­λά­ξει στην πο­ρεία, ανά­λο­γα με τα δια­θέ­σι­μα στοι­χεία, τα οποία –σχε­δόν πά­ντα– επι­λέ­γο­νται για το συμ­βο­λι­σμό τους. Το νε­ρό, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι πη­γή και σύμ­βο­λο ζω­ής, χω­ρίς αυ­τό ζωή δεν υπάρ­χει. Και τα κα­ρά­βια, ήδη από την αρ­χαιό­τη­τα, εκτός από ερ­γα­λεία εξε­ρεύ­νη­σης, οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης, φυ­γής και ελ­πί­δας για μια νέα ζωή απαλ­λαγ­μέ­νη από διώ­ξεις, απο­τε­λούν τη με­γα­λύ­τε­ρη δε­ξα­με­νή φα­ντα­σί­ας. Ο Μι­σέλ Φου­κώ χα­ρα­κτη­ρί­ζει το κα­ρά­βι ως την κα­τ’ εξο­χήν ετε­ρο­το­πία, ένα κομ­μά­τι χώ­ρου που επι­πλέ­ει, έναν τό­πο άτο­πο που ζει από μό­νος του, ελεύ­θε­ρος και συ­νά­μα πα­ρα­δο­μέ­νος στο άπει­ρο της θά­λασ­σας. Στο πε­ρί­φη­μο πό­νη­μά του πε­ρί ετε­ρο­το­πιών μάς λέ­ει ότι στους πο­λι­τι­σμούς όπου τα κα­ρά­βια απου­σιά­ζουν τα όνει­ρα στε­ρεύ­ουν, η κα­τα­σκο­πία αντι­κα­θι­στά την πε­ρι­πέ­τεια και η αστυ­νο­μία τους πει­ρα­τές.

    2. Πώς έρ­χε­ται η πρώ­τη πρό­τα­ση / πα­ρά­γρα­φος / στί­χος της ιστο­ρί­ας; Στη συ­νέ­χεια;

    Σχε­δόν πά­ντα, προη­γεί­ται η ανα­μέ­τρη­ση με το λευ­κό χαρ­τί, την κε­νή οθό­νη, ακό­μη και όταν η μορ­φή μιας ιστο­ρί­ας έχει πε­ρί­που σχε­δια­στεί νο­ε­ρά. Η αρ­χή εί­ναι πά­ντα δύ­σκο­λη και μπο­ρεί να αλ­λά­ξει πολ­λές φο­ρές μέ­χρι να βρει τη φω­νή της και το ρυθ­μό της. Άπαξ και βρε­θούν αυ­τά τα δυο, με λί­γη επι­μο­νή, υπο­μο­νή και πολ­λή πει­θαρ­χία, τα υπό­λοι­πα στοι­χεία της ιστο­ρί­ας σι­γά-σι­γά υπα­κούν σ’ αυ­τήν και μπαί­νουν ένα-ένα σε τά­ξη.

    3. Στο βι­βλίο Το αγό­ρι που ζω­γρά­φι­ζε που­λιά συ­να­ντού­με πολ­λά θέ­μα­τα. Σε κά­ποια στιγ­μή ο μι­κρός ζω­γρά­φος πρέ­πει να φτιά­ξει το πορ­τρέ­το του αυ­το­κρά­το­ρα. Προ­χω­ρά ρε­α­λι­στι­κά, αλ­λά ξάφ­νου τον επι­σκέ­πτε­ται ένας αϊ­τός. Μή­πως εδώ, και γε­νι­κό­τε­ρα στο βι­βλίο, συ­να­ντά­με μια αλ­λη­γο­ρία για τη συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία, μια με­τα­φο­ρά για την έμπνευ­ση ή και για τη δη­μιουρ­γία;

    Δεν εί­ναι τυ­χαία η επι­λο­γή του πα­ρα­μυ­θιού ως ερ­γα­λεί­ου ανά­δει­ξης του δια­χρο­νι­κού, το οποίο όμως αντα­να­κλά­ται στο σή­με­ρα. Το πα­ρα­μύ­θι, ενώ εί­ναι απο­κύ­η­μα της φα­ντα­σί­ας, ξε­σκε­πά­ζει αλή­θειες. Μπο­ρεί να μην υπάρ­χουν αυ­το­κρά­το­ρες σή­με­ρα, αλ­λά υπάρ­χουν και θα εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν ηγέ­τες που δια­φε­ντεύ­ουν πα­ντο­δύ­να­μες χώ­ρες. Τον και­ρό που γρά­φτη­κε το βι­βλίο αυ­τό προ­σπα­θού­σα να κα­τα­νο­ή­σω και να ερ­μη­νεύ­σω τις απο­φά­σεις και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά ενός τέ­τοιου ηγέ­τη. Σκο­πός του πα­ρα­μυ­θιού εί­ναι να δώ­σει την ευ­και­ρία στον κά­θε ανα­γνώ­στη να κά­νει τους δι­κούς του συ­νειρ­μούς ερευ­νώ­ντας τους χα­ρα­κτή­ρες και τους ανα­με­τα­ξύ τους δια­λό­γους. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρία εί­ναι γε­μά­τη συμ­βο­λι­σμούς και πι­στεύω πως αν την ψά­ξει κα­νείς θα απο­κα­λύ­ψει τα κρυ­φά της ση­μεία. Αλ­λά για ν’ απα­ντή­σω στην ερώ­τη­σή σας, ναι, Το αγό­ρι που ζω­γρά­φι­ζε που­λιά εμπε­ριέ­χει συν τοις άλ­λοις και την αλ­λη­γο­ρία της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, η οποία, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, απαι­τεί γνώ­ση, ωρί­μαν­ση και θυ­σί­ες για να φτά­σει στην ολο­κλή­ρω­ση.

    4. Πώς ο τρό­μος λει­τουρ­γεί ως τε­χνι­κή κοι­νω­νι­κού ελέγ­χου σε ένα βι­βλίο όπως Οι Ψη­λο­κά­ρα­βοι και πώς ως αφη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή που σπρώ­χνει την ιστο­ρία μπρο­στά;

      Από την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι σή­με­ρα, ο κα­τα­σκευα­σμέ­νος φό­βος εί­ναι για τους κυ­βερ­νώ­ντες ερ­γα­λείο χει­ρα­γώ­γη­σης των λα­ών. Έτσι και για την άρ­χου­σα τά­ξη στους Ψη­λο­κά­ρα­βους. Το πώς και σε ποιο βαθ­μό λει­τουρ­γεί εδώ ως τε­χνι­κή ελέγ­χου θα το δουν εκεί­νοι που θα δια­βά­σουν το βι­βλίο και ανά­λο­γα με την ηλι­κία τους θα το ερ­μη­νεύ­σουν. Πρω­τί­στως, όμως, ο φό­βος λει­τουρ­γεί θαυ­μά­σια ως αφη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο και, ναι, όπως λέ­τε, σπρώ­χνει την ιστο­ρία μπρο­στά. Ανοί­γει δρό­μο στην πε­ρι­πέ­τεια, προ­ε­τοι­μά­ζει το έδα­φος για την ανα­γνώ­ρι­ση και όταν επέρ­χε­ται η κά­θαρ­ση σι­γά κι αθό­ρυ­βα αυ­τός υπο­χω­ρεί, απο­μα­κρύ­νε­ται και δια­λύ­ε­ται στα εξ ων συ­νε­τέ­θη.

      Αρ­χή φόρ­μας

      Τέ­λος φόρ­μας

      5. Η ίδια η πρά­ξη της αφή­γη­σης πρω­τα­γω­νι­στεί στα βι­βλία σας. Στο βι­βλίο Οι Ψη­λο­κά­ρα­βοι και συ­γκε­κρι­μέ­να στο πρε­λού­διο η συγ­γρα­φι­κή φω­νή ανα­φέ­ρει ότι η ιστο­ρία που θα ακο­λου­θή­σει ανή­κει στη για­γιά και στη μά­να, αλ­λά και στη θά­λασ­σα και στους αέ­ρη­δες. Με­τά ο Μπά­της ο ίδιος ανα­λαμ­βά­νει να αφη­γη­θεί την ιστο­ρία που κι αυ­τού τού την έχουν αφη­γη­θεί τα αδέλ­φια του. Το μο­τί­βο συ­νε­χί­ζε­ται και σε αυ­τό το βι­βλίο και στο βι­βλίο σας Ο Βό­ρα­κας, ο Κό­ρα­κας και η Σο­νά­τα της Φα­νής, όπου ένα παι­δί ρι­σκά­ρει τη ζωή του για να ακού­σει μια αφή­γη­ση-εξή­γη­ση. Για­τί σας γοη­τεύ­ει η αφή­γη­ση και η τέ­χνη της; Πώς ει­σχω­ρεί αυ­τό το εν­δια­φέ­ρον στις δι­κές σας αφη­γή­σεις;

        Θε­ω­ρώ αυ­το­νό­η­το ότι η τέ­χνη της αφή­γη­σης γοη­τεύ­ει. Όχι μό­νο τους συγ­γρα­φείς, αλ­λά πρω­τί­στως τους ανα­γνώ­στες. Τον ανα­γνώ­στη μου έχω κα­τά νου όταν γρά­φω, σ’ αυ­τόν απευ­θύ­νο­μαι και μπαί­νω στη δι­κή του θέ­ση. Όλα αυ­τά που εσείς πα­ρα­τη­ρεί­τε στα βι­βλία μου δεν τα εί­χα σκε­φτεί. Μιας και θέ­τε­τε όμως τα ερω­τή­μα­τα θα προ­σπα­θή­σω να απα­ντή­σω. Στα ολί­γα που γρά­φω τα τε­λευ­ταία χρό­νια, προ­σπα­θώ να κα­τα­σκευά­σω μια σχέ­ση ανά­με­σα σε εκεί­νον που αφη­γεί­ται και σε εκεί­νον που πα­ρα­κο­λου­θεί την αφή­γη­ση. Στους Ψη­λο­κά­ρα­βους για πα­ρά­δειγ­μα, η πρό­σλη­ψη του αέ­ρα ως αφη­γη­τή μού ήταν χρή­σι­μη προ­κει­μέ­νου να δη­μιουρ­γη­θεί μια σχέ­ση οι­κειό­τη­τας μέ­σα από την οποία η μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο συγ­χω­νεύ­ο­νται υπο­συ­νεί­δη­τα, εμπλέ­κο­ντας εμέ­να την ίδια να συμ­με­τέ­χω ως ακρο­ά­τρια στο ίδιο μου το γρα­πτό.

        6. Πώς επι­τυγ­χά­νε­τε την πα­ρα­μυ­θια­κή αφή­γη­ση, τη ρυθ­μι­κό­τη­τα του λό­γου, τη μυ­θι­κή πε­ρι­γρα­φή, την ορ­γά­νω­ση του χρό­νου;

          Αλη­θι­νά, δεν ξέ­ρω. Εκεί­νο όμως που ξέ­ρω εί­ναι πως μό­νο γρά­φο­ντας προ­κύ­πτει το γρά­ψι­μο και μό­νο σβή­νο­ντας και ξα­να­γρά­φο­ντας απο­κτά­ται η ρυθ­μι­κό­τα­τα, το πο­θη­τό αφη­γη­μα­τι­κό ύφος. Η ορ­γά­νω­ση του χρό­νου εί­ναι ένα σο­βα­ρό ζή­τη­μα. Ο χρό­νος τρέ­χει μπρο­στά από εμάς και δεν τι­θασ­σεύ­ε­ται πά­ντα.

          7. Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;

          Δεν εί­χα, δεν έχω και πο­λύ πι­θα­νόν να μην απο­κτή­σω ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα συγ­γρα­φι­κής ενα­σχό­λη­σης, ού­τε ακο­λου­θώ συ­γκε­κρι­μέ­νες τε­χνι­κές. Γρά­φω και σβή­νω σε ώρες πα­ρά­ξε­νες, εί­μαι ευ­τυ­χής αν κα­τα­φέ­ρω σ’ ένα πρωί, να γε­μί­σω με κά­τι ου­σια­στι­κό μία κε­νή σε­λί­δα. Υπάρ­χουν όμως κά­ποιες δη­μιουρ­γι­κές στιγ­μές, μα­γι­κές θα έλε­γα, που κα­τα­φέρ­νω πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Υπάρ­χουν δύο γρα­φεία στο σπί­τι και γρά­φω πό­τε στο ένα και πό­τε στο άλ­λο, ανά­λο­γα με την ώρα. Τα πρω­ι­νά προ­τι­μώ εκεί­νο που βρί­σκε­ται απέ­να­ντι από την κου­ζί­να για­τί εί­ναι φω­τει­νό­τε­ρο και μου δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα να προ­σέ­χω συγ­χρό­νως και το φα­γη­τό.

          ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
          Οι Ψη­λο­κά­ρα­βοι της Γε­ωρ­γί­ας Γα­λα­νο­πού­λου

          ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
           

          αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: