Η Κάλλας δεν άκουγε τι της έλεγε ο υποβολέας της.
Το παράδειγμα αυτό είναι μία ιδανική εικονική μετάφραση του ζητήματος του στιγμιαίου που θέτει ο υποβολέας. Η λησμονιά είναι παντού, και στην αρχή, και στο τέλος αλλά και στο ενδιάμεσο του βίου, του «έργου» ή του δράματος μας. Αυτό που μας κάνει έξω φρενών είναι όταν παύουμε ν’ αφουγκραζόμαστε τον υποβολέα μας. Έμπλεοι απελπισίας μέσα στο έκκεντρο παρόν, αναζητούμε το γνήσιο κι ανόθευτο παρηγορικὸν φάρμακον μας.
Ο υποβολέας τελεί χρέη μοιρολογίστρας, ακολουθώντας πιστά την μελλοντική νεκρική πομπή του νου μας, την ίδια την ανοίκεια ονειροπόληση μας. Ξενυχτά σιμά του νεκρού λόγω υποχρέωσης προς τα ήθη. Μας φέρνει ενώπιος ενωπίω με μία συγκλίνουσα παράνοια και μας προετοιμάζει για το μοιραίο. Ποιος είναι όμως εκείνος ο υποβολέας που τόσο μας ταλαιπωρεί και την ίδια στιγμή μας συνδράμει στο ανεκπλήρωτο κι ατελεύτητο πένθος μας; Είναι άραγε πάντα άδοξος διότι δεν φαίνεται ή μήπως θα έπρεπε να τον συγχαρούμε για την ακραιφνή διακριτικότητα του;
Το πένθος είναι από μόνο του απερίγραπτα υπόγειο και δύστοκο αλλά ακόμη πιο έντονη πρόκειται να γίνει η διαταγή μας για τη λήθη των πραγμάτων και των προσώπων κατά την έκταση των ημερών μας. Απ’ τη μία αυτό που επιθυμεί ο αυτόκλητος σκηνοθέτης εαυτός - κι έτσι απαιτεί απ’ τον υποβολέα του νου του να μιλάει ακόμη πιο δυνατά για να διαπεράσει τον μανδύα της αναισθησίας του - είναι να λησμονήσει, μέσω του «έργου» του, ότι μέχρι σήμερα γνώρισε. Απ’ την άλλη ο εαυτός, όταν δεν ακούει τον υποβολέα του, συγχίζεται, διότι τον φέρνει φανερά αντιμέτωπο με το ανήλεο παρόν. Ξεμασκαρεμένος πλέον, δεν διαθέτει αρκετά ψεύδη για να εξακοντίσει στο αόρατο κοινό του που τον περικυκλώνει απειλητικά με πρησμένους σιελογόνους.
Αυτή η αρνητική ή πένθιμη ονειροπόληση έχει ιδιότητες γενοκτονίας. Είναι βαλμένη στο θώκο της για ν’ αφανίσει ότι γνωρίσαμε, να μας κάνει ν’ αφαιρέσουμε τα οικεία μας και τ’ αναγκαστικά μας. Υποβολέας κι άκρατο πένθος αποτελούν ένα πλάσμα. Το ένα ζει μέσα στο άλλο και τελικά συγκροτούν μία ουσία. Είναι αυτό που λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, έν αὐτῶ ὄν.
Αρνητική ονειροπόληση και βίος, ένα και το αυτό παρομοίως: πάρε για παράδειγμα τον «σκηνοθέτη» υποχονδριακό πατέρα όταν προειδοποιεί τον «μαθητευόμενο σκηνοθέτη» άβγαλτο κι αμούστακο υιό πως όταν πίνει δημόσια τον καφέ του στο καφενείο ή όταν παίρνει το δείπνο του στο εστιατόριο θα πρέπει πάντα να προοικονομεί και ν’ ακουμπάει τα χείλη του απέναντι απ’ το χερούλι του σκεύους (διότι πουθενά δεν πλένουν καλά τα ποτήρια
και η απέναντι άκρη του ποτηριού είναι εκεί απ’ όπου κανείς δεν συνηθίζει να πίνει) ή να σκουπίζει διακριτικά το πιρούνι με μία χαρτοπετσέτα κάτω απ’ το τραπέζι λόγω σιχαμάρας.
Η πένθιμη ονειροπόληση διανυκτερεύει πολύ κοντά στο σώμα της παράνοιας. Πάντα όμως προσπαθεί να την αποφεύγει. Δεν παραδέχεται επ’ ουδενί πως είναι φίλες καρδιακές κι εραστές παράνομοι.
Η πράξη της εκσκαφής ενός μελλοντικού δράματος γίνεται για χάριν της εξαφάνισης και μόνο: συγγενείς, φίλοι, παιδιά, κατοικίδια, εραστές, πράγματα, ιδέες και πιστεύω, πίστη, καλοσύνη, ασχήμια κι ομορφιά, εμπειρίες, αναμνήσεις και πρωτότυπες αφετηρίες, αίσια προσκυνήματα κι αδιάβατες υποσχέσεις. Όλα περνάνε μέσα από το στόμα του υποβολέα που μας αναγιγνώσκει τον τελειωμό των πάντων ενώ εμείς απαιτούμε απ’ αυτόν να μας μιλάει λίγο πιο δυνατά έτσι ώστε να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα στρεβλά στόματα του βαμπιρικού όχλου.
Αυτό που πιο πολύ αποζητά ο κουρασμένος γελωτοποιός και τυμβωρύχος μέσα στο βίο είναι ο αφανισμός του. Σ’ αυτήν την αυτοχειρία ο υποβολέας είναι μανούλα μέγιστη, συμβουλάτωρ άρτιος, ο πιο κατάλληλος εκτελεστής της διαθήκης των απανταχού εξαντλημένων.
Σχεδόν κουφοί, μόνο σ’ εξαιρετικά σιωπηλές συνθήκες τον ακούμε, ιδιωτικές στιγμές που είμαστε διπλωμένοι μέσα μας ωσάν όχεντρες, θηλάζοντας γαληνεμένοι το μονάκριβο οπιούχο του υποβολικού μαστού.
Ο υποβολέας είναι ο νοσηλευτής μας μπροστά στο ιερό ατύχημα της ζωής. Είναι η καλοκάγαθη μαμή που ποτέ οι τυφλοί μας οφθαλμοί δεν αντίκρυσαν.
Ο μόνιμα αρνητικά χειμαρρώδης λόγος του Thomas Pynchon μας εμπλέκει ακόμη βαθύτερα στο λεγόμενο αρνητικό daydreaming και μας δείχνει μέχρι που μπορεί να φτάσει μία πένθιμη ονειροπόληση περασμένη βουλιμικά στο κείμενο. Ο Σλόθροπ βιώνει μία αχαλίνωτη και μακροχρόνια πένθιμη σχάση που τον φέρνει αντιμέτωπο διαρκώς με τα όρια της ύπαρξης του. Ολόκληρο το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας στην ουσία του είναι μία μασίφ αρνητική ονειροπόληση, εμβολιασμένη με τα ετερόκλητα συμπτώματα του λαβδάνου. Είναι αμφίβολο αν ο Σλόθροπ υπήρξε ποτέ πραγματικά μέσα στα κατακλυσμικά και λαβυρινθικά «γεγονότα» του μυθιστορήματος, κάτι τ’ οποίο φυσικά ο Pynchon σίγουρα είχε υποψιαστεί μέσα σε κάποιο ισχνό μεξικάνικο ξενοδοχείο πριν από μισό αιώνα. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πάρα πολύ καλό και δεξιοτέχνη υποβολέα: