Στην Άνοιξη του 2021
αντήχησε ξαφνικά στεντόρεια μια φωνή. Όλοι τινάχτηκαν· γύρισαν να κοιτάξουν προς το μέρος που ήταν στραμμένο το πρόσωπο αυτού που είχε αναφωνήσει.
– Το πρώτο σορτς της Άνοιξης, συνέχισε επεξηγηματικά, θριαμβευτικά και χαρμόσυνα. Παρακολουθούσε με το βλέμμα τα βήματα της νεαρής κοπέλας με το σορτς που προχωρούσε στο πεζοδρόμιο απέναντι από τα παγκάκια στο παρκάκι της τριγωνικής πλατειούλας της γειτονιάς.
Η κοπέλα με το καυτό σορτς άνοιξε βήμα. Συνέχισε ακάθεκτη το δρόμο της. (Λες και) δεν είχε ακούσει τίποτα.
Της γειτονιάς και εγώ, καθισμένος σε ένα παγκάκι. Μεσημεράκι. Για να φάω ένα σουβλάκι. Στον ανοιξιάτικο ήλιο. Τα παγκάκια στον ίσκιο τα είχαν καταλάβει τέσσερεις-πέντε ημιπαππούδες ή απλώς ηλικιωμένοι. Από ένας στο καθένα. Παρέα προφανώς, συγκυριακή ή σταθερή, του αναφωνήσαντος. Δυο εγγονάκια κυκλοφορούσαν αδέσποτα.
Η θυμηδία ήταν διακριτική και γενική. Μόνο ένας από τους παππούδες, πολύ σοβαρός, πήρε το λόγο:
— Πρόσεξε, γιατί μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος με αυτά που λες.
(Δεν ξέρω αν ο εν λόγω παππούς ήταν υπερβολικά φοβικός ή αν ήξερε καλά τον αναφωνήσαντα και τον είχε ικανό να υπερβεί τα εσκαμμένα).
Ένα εγγονάκι -τριών τεσσάρων ετών το έκοψα- έκοψε ένα λουλουδάκι.
— Για δες τον, ψάχνει για γκόμενα, είπε άλλος ημιπαππούς, στο ίδιο χαρμόσυνο κλίμα.
— Κάνει πολλή παρέα με ένα κοριτσάκι, είπε ο σοβαρός παππούς (του μπόμπιρα, προφανώς).
— Μη φοβάστε (πήρα κι εγώ τον λόγο, κάπως καθυστερημένα και εκτός φάσεως, για να διασκεδάσω τους φόβους του πολύ σοβαρού παππού) δεν είναι τέτοια αυτή η περίπτωση, τα me too της τηλεόρασης αφορούν άλλες φάσεις, πολύ πιο χοντρές!
Ο σοβαρός παππούς δεν κατάλαβε, δεν με άκουσε ή έκανε πως.
Ο μπόμπιρας με πλησίασε επικίνδυνα και μου έτεινε χαμογελώντας γλυκά το κομμένο λουλουδάκι.
— Βρες καμιά κοπέλα να της το δώσεις, του είπα με χάρη και ευγενικά, όπως δεν αρμόζει σε μικρά παιδιά. Σηκώθηκα απότομα κατσουφιασμένος. Φωτιά στα μπατζάκια μου σκέφτηκα. ( Έχω κάνει μόνο την πρώτη δόση του εμβολίου).
Ο μπόμπιρας απομακρύνθηκε απογοητευμένος
Ο σοβαρός παππούς με κοίταξε εμένα περίλυπος και τον μπόμπιρα φοβισμένος.
(Περίλυπος, γιατί ίσως, εκεί που σκεφτόταν πως θα έμπαινε μια άλλη νότα στην παρέα τους, εγώ την έκανα βιαστικά. Φοβισμένος όμως, γιατί;).