Ο Αλέκος Ε. Φλωράκης είναι από τις πρώτες σημαντικές ποιητικές φωνές της Γενιάς του ’70, χαρακτηρισμός, που επικράτησε στην κριτική αποτίμηση της Γενιάς αυτής, που ως όρος, λειτουργεί παράλληλα με το «Τρίτη μεταπολεμική γενιά», «ως συνέχεια των προηγούμενων γενεαλογικών όρων (πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά».
Από το Καλοκαίρι του 1970, όπου μαζί με τον Κώστα Μαυρουδή και τον Αλέκο Φλωράκη περάσαμε μερικές μέρες στην Τήνο ως μια ποιητική συντροφιά όπως γράφει ο ίδιος ο Αλέκος: «Καλοκαίρι 1970. Ποιητική συντροφιά στην Τήνο: Κώστας Μαυρουδής, Πάνος Καπώνης κι ἐγώ. Κιθάρα, ποιήματα, περιπλάνηση. Ένα κορίτσι μάς εμπνέει και τούς τρεις» συναντηθήκαμε πολλές φορές μεν, αλλά η ουσιαστική μας συνάντηση έγινε μετά από σαράντα χρόνια στο ίδιο νησί.
Ένα άλλο καλοκαίρι λοιπόν, το 2010, τον ξανασυνάντησα στην Τήνο, όπου αυτός, ένας Αθηναίος, μένει μόνιμα. Από τις ημέρες του 1968-1971, που γνώρισα τον ομόλογο μου ποιητή και την ποιητική του, μέχρι και πρόσφατα το 2020, που εκδόθηκε η τελευταία του (συγκεντρωτική) συλλογή «Τα ορατά και τα αόρατα», ο λίγο γνωστός στην ευρύτερη κοινωνία, ως ποιητής εννοώ, Αλέκος Φλωράκης διαμόρφωσε ένα ήθος, αλλά και το δικό του ύφος, πιστό σε μια προσωπική ποιητική γραφή, βασισμένη όμως στις αρχικές καταβολές των ποιητών της δεκαετίας του 1970.
Αυτή η προσωπική γραφή του Φλωράκη, χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία ύφους και μορφολογίας των ποιημάτων του, όπως η εναλλαγή των λυρικών του εκφάνσεων με την αξιοποίηση αρχαιολογικών ή λαογραφικών, αλλά και ιστορικών προτύπων. Ένα άλλο ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της ποιητικής του είναι η εμπλοκή στα παραπάνω στοιχεία καθημερινών εκφράσεων, η ειρωνική προβολή των κοινωνικών δρώμενων, αλλά και η ευτράπελη διάθεση, συνδυασμένη πολλές φορές με ένα παιχνίδισμα σε αρκετά ποιήματά του. Αυτά μπορούμε να τα επισημάνουμε σε όλη την ποιητική δημιουργία του Αλέκου Φλωράκη, τόσο μεταξύ των συλλογών του αλλά και μεταξύ των επί μέρους ενοτήτων της κάθε συλλογής, πιστοποιώντας τη συνεχή ανανέωση των εκφραστικών του μέσων.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η μοναδική εικονιστική μεταγραφή των νοημάτων, με εικόνες που διαβαίνουν από το εξωτερικό στο εσωτερικό τοπίο. Το στοιχείο αυτό απαντάται και σε άλλους ποιητές της τρίτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, αλλά στον Φλωράκη έχουμε να κάνουμε με μια «μουσικότητα» στους στίχους του, με αποτέλεσμα ο εσωτερικός ρυθμός, ο οποίος υπογραμμίζεται και από τον τρόπο χωρισμού των στίχων, να αναδεικνύει μια αρμονική σύζευξη των ιδιαίτερων στοιχείων της ποίησης του με την φαινομενική πραγματικότητα.
Κατά πάγια τακτική του, ο Φλωράκης, από την πρώτη κιόλας συλλογή του «Φεγγάρια και προσωπίδες», του 1968, «ταξινομεί» τα ποιήματά του σε επιμέρους ενότητες, τάση που ενισχύεται ίσως και από την παράλληλη επίδοσή του στην εθνολογία και τη λαογραφία. Έτσι το μέχρι τώρα ποιητικό του έργο, όπως εμφανίζεται στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 2020, περιλαμβάνει όλες τις συλλογές του, από το 1968 που εκδόθηκε η πρώτη μέχρι και την τελευταία του, το 2018. Αναλυτικά εμφανίζεται ως εξής :
«Φεγγάρια και Προσωπίδες», 1968 # «Προφητικός», 1969 # «Ο λύχνος του σώματος» (στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα», 1973) # «Η προϊστορία του νερού», 1990 # «Δέκα και μία νότες μουσικής δωματίου», 1996 # «Στους αντίποδες ή περί αντιστροφής», 2002 # «Ανατομία ενός τοίχου», 2009 # «Εγκύκλιες σπουδές», 2011 # «Τα δέντρα εισβάλλουν από το παράθυρο», 2017 # «Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι», 2018 # «Τα ορατά και τα αόρατα», συγκεντρωτική έκδοση 1968-2018, 2020. Το 2001 εκδόθηκε από το Δήμο Τήνου η πολυσέλιδη ανθολογία του «Τηνίων Πολιτεία, και το 2017 το πεζογράφημα «Σε παρελθόντα χρόνο, Αφηγήματα μη αναγνώσιμα». Δημοσίευσε επίσης δύο δοκιμιακά βιβλία: «Ανιχνεύοντας, Γράμματα σ’ έναν έφηβο» (1974, 1980) και «Ο κάκτος και η βροχή, Δοκίμια αυτογνωσίας» (2021).
Είναι γεγονός και έχει γραφτεί κατά κόρον ότι η εμφάνιση της ποιητικής γενιάς του ’70, στον κύκλο της οποίας εντάσσονται και οι «χαμένοι» ποιητές» ‒μια σειρά δηλαδή ανθρώπων της ποίησης που χάθηκαν στους δρόμους της αγοράς‒ γίνεται στο ξεκίνημα μιας μετατραυματικής κοινωνίας που αστικοποιείται με ταχείς ρυθμούς και στρέφει το πρόσωπό της σε εισαγόμενα νέα αισθητικά και πνευματικά κινήματα.
Ο Αλέκος Φλωράκης, ένας αστός φοιτητής εκείνη την εποχή, εντάσσεται στο κλίμα της αμφισβήτησης και της άρνησης απέναντι σε μια προϊούσα επίπλαστη ευημερία και εκδίδει μαζί με τον άλλο «χαμένο» ποιητή», τον Στέφανο Μπεκατώρο, την κλασική πια ανθολογία ποίησης «Η νέα γενιά, Ποιητική ανθολογία 65-70», μέσα στη δικτατορία, το Μάιο του 1971, που, στην πραγματικότητα, αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική συλλογή ποιημάτων της Γενιάς του ’70.
Για το «τότε», μετά από χρόνια, στις 22 Απριλίου 1999, σε μια διάλεξή του ο Φλωράκης, θα επιβεβαιώσει ότι: «Όσοι από τους ποιητές εκείνους δεν ενσωματώθηκαν στη νέα τάξη, εσιώπησαν ή περιθωριοποιήθηκαν, ενώ οι επιγενόμενοι, ευθύς από το δεύτερο μισό της δεκαετίας, πολύ χαλαρή σχέση διατήρησαν με το κλίμα εκείνο […]».
Ο ίδιος λοιπόν ο ποιητής, μαζί και με άλλους σημαντικούς της γενιάς του, αγνοήθηκε από τους πρώην φίλους του, που κατείχαν θώκους μεγάλων (τότε) εκδοτικών οίκων και βρέθηκε, όσον αφορά την ποιητική του δραστηριότητα, στο περιθώριο της εμφανούς λογοτεχνικής κίνησης. Παρ’ όλο που υπήρξε ένας από τους δύο πρώτους ανθολόγους της γενιάς του, δεν αξιώθηκε να συμπεριληφθεί στις διάφορες ανθολογίες της. Και στο σημείο αυτό, οφείλω να αναφέρω για την ιστορία, μια παλιά είδηση με τον τίτλο «Ένα νέο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα», που γράφτηκε στην εφημερίδα «Η Βραδυνή» : «Τρεις νέοι δόκιμοι ποιητές άνοιξαν βιβλιοπωλείο. Οι Γιάννης Κοντός, Θανάσης Νιάρχος και Αλέκος Φλωράκης. Όχι φυσικά, για να πωλούν μόνο τα βιβλία τους, αλλά και των άλλων συναδέλφων τους […] ζώντων και νεκρών, Ελλήνων και ξένων. Το όνομα του βιβλιοπωλείου τους Ηνίοχος […].
Όμως ο Αλέκος Φλωράκης, παρ’ όλες τις διδακτορικές του δάφνες και το σημαντικό επιστημονικό, λαογραφικό και εθνολογικό του συγγραφικό έργο, άφηνε πάντα ανοιχτούς τους φεγγίτες της μνήμης των πρώτων χρόνων της ποιητικής Γενιάς του ’70, που χαρακτηριστικά σημάδεψαν την ελληνική λογοτεχνία, επισημαίνοντας μετά από σαράντα χρόνια κάποιες διαπιστώσεις σε σχέση με τον ανατρεπτικό τότε ποιητικό λόγο, ως καθολικό φαινόμενο αυτής της γενιάς. Σε ένα του άρθρο έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι ο χαρακτηρισμός για την ποίησή της ως «ποίηση με σημαία την καθολική άρνηση […] μπορεί να προσδιορίσει άμεσα μόνο μια ορισμένη κατηγορία». Πράγματι, η διαπίστωση αυτή ισχύει σε μεγάλο βαθμό για ποιητές οι οποίοι ακολούθησαν αταλάντευτα και με συνέπεια τις μπητ ή υπερρεαλιστικές τότε τάσεις και όχι για μια κατηγορία ποιητών, όπου ανήκει και ο ίδιος, αφού η ποίησή του έχει αρκετές συγγένειες μ’ εκείνη της ίδιας εποχής, του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Δημήτρη Ποταμίτη και άλλων, που «λοξοδρόμησαν» προς μια, κατά κάποιο τρόπο, ηθογραφική με ρομαντικά σπέρματα ενίοτε ποιητική κατεύθυνση.
Ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το λαογραφικό του έργο (με τα τριάντα λαογραφικά/εθνογραφικά βιβλία του και τις πάνω από εκατό μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και συλλογικούς τόμους), αποφασίζει να προσθέσει έναν ακόμη συγγραφέα στους κατοίκους της Τήνου και εγκαθίσταται στο νησί των συγγραφέων. Έτσι, παράλληλα με τη διαδρομή της λαογραφικής του δημιουργίας πενήντα και πλέον χρόνων, ο Αλέκος Φλωράκης, μαζί με άλλους τηνιακούς γηγενείς ή εξ αγχιστείας ποιητές και συγγραφείς, συμπληρώνει το χαμένο έργο του Αριστοτέλη «Τηνίων Πολιτεία», εκδίδοντας δέκα βιβλία ποίησης και όχι μόνο. Σ’ εκείνην τη συνάντησή μας στη Τήνο, μου διηγήθηκε πώς διάλεξε την Τήνο για μόνιμη κατοικία του και κατά πόσο τον επηρέασε ο τόπος στην ποίησή του. Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που συναντηθήκαμε στην Τήνο, θυμάμαι είχε πει ένα στίχο του: «Εδώ τελειώνει η προϊστορία του νερού. Εδώ αρχίζει η ιστορία του ήλιου». Έτσι, άρχισε εκεί πλέον την ιστορία του ήλιου, αφού ο λαογράφος-εθνολόγος και εξ επιλογής Τήνιος χάρισε στη χώρα ένα πολύτιμο επιστημονικό έργο, αλλά, παράλληλα με όλα τα παραπάνω, συνέχισε την ιστορία του νερού, τη δική του ποίηση, από το 1968 που δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, διακονών πιστά τον ποιητικό λόγο μέχρι σήμερα, μέχρι δηλαδή και την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 2020.
Ο Αλέκος Φλωράκης, με μια αγνότητα στην ποίησή του και τη ζωή του, πορεύεται ασυμβίβαστα όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας ως πίστη του ότι στην παραπάνω ποιητική γενιά υπήρχαν (και υπάρχουν, θα έλεγα) ποιητές που «εξέφραζαν την προσδοκία του αναγεννημένου ανθρώπου, μέσα σ’ έναν κόσμο κατάφασης και ελευθερίας». Και οι παραπάνω θέσεις του ποιητή όχι μόνον περνούν μέσα απ’ τις ποιητικές του δημιουργίες αλλά αντιπροσωπεύουν και αρκετούς ομολόγους του ποιητές, που και σήμερα βιώνουν τον ποιητικό λόγο, ίσως αγνοημένοι από τους κυριάρχους κριτικούς της Γενιάς τους, και που εν τέλει το αίτημά τους είναι η «ελευθερία», όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην ευρύτερη διάστασή της: στην απελευθέρωση από τη συμβατικότητα και την αναζήτηση των «αδιάγνωστων οραμάτων».
Η πρώτη συλλογή του Αλέκου Φλωράκη «Φεγγάρια και προσωπίδες» (1968), σηματοδότησε μία από τις πρώτες ποιητικές παρουσίες στο ξεκίνημα τότε της Γενιάς του ’70 και έγινε δεκτή με εξαιρετικά σχόλια από τις παλαιότερες λογοτεχνικές γενιές. Τα περισσότερα από τα ποιήματα έχουν έντονο κοινωνικό και αντιπολεμικό χαρακτήρα, ακολουθώντας την γενικότερη στάση διαμαρτυρίας των νέων τότε ποιητών, αφήνουν όμως παράθυρα αισιοδοξίας προς έναν κόσμο που ο ποιητής αναμένει να έρθει και αγωνίζεται για να οικοδομηθεί.
Ο «Προφητικός είναι ένα συνθετικό ποίημα, γραμμένο στην Τήνο το Πάσχα του 1969. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους από την Ε.Π.Ε.ΑΝ, που είχε συστήσει ο ποιητής ως φοιτητής, μαζί με τον Στ. Μπεκατώρο, τον Γ. Μαρκόπουλο, τον Γ. Θεοχάρη και άλλους, και κυκλοφόρησε συγκαλυμμένα λόγω της δικτατορίας από χέρι σε χέρι. Ο Προφητικός με αναπλασμένα στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι σε συνδυασμό με τον ελεύθερο νεωτερικό στίχο, προαναγγέλλει με αισιοδοξία και λυρισμό έναν κόσμο «λευτεριάς κι αγάπης» που έρχεται λουσμένος στο φως. Το μικρό αυτό βιβλίο μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον Βέλγο ελληνιστή Gaston Henry Aufrère.
«Ο λύχνος του σώματος» κυκλοφόρησε το 1973. Αναλύοντας αυτή την συλλογή επισημαίνουμε την παραπομπή στη δομή της αρχαίας τραγωδίας, με την εναλλαγή επεισοδίων και χορικών.
Τα χρόνια πέρασαν, ο ποιητής μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και το Παρίσι εξακολούθησε να μην ξεχνάει την πρώτη αγαπημένη, την ποίηση.
Το 1990 επανέρχεται στο ποιητικό προσκήνιο, με τη συλλογή «Η προϊστορία του νερού», που κατά την άποψή μου αποτελεί την μέχρι τότε κορύφωση της ποιητικής του δημιουργίας, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο. Ποιήματα αυτής της συλλογής μεταφράστηκαν στα Ιταλικά από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Ανατολικών Σπουδών της Νάπολης Κωνσταντίνο Νίκα. Στην Προϊστορία του νερού ο ποιητής μεταμορφώνεται σ’ ένα πνεύμα των Κυκλάδων, γράφοντας τη δική του υδάτινη προϊστορία, γυρνώντας στα θαλασσινά τοπία της Μήλου, της Σαντορίνης, της Πάρου, της Μυκόνου, της Σίφνου, της Νάξου, μα πάνω απ’ όλα των ιερών νησιών τότε και τώρα, της Δήλου και της Τήνου. Έτσι, εξακολουθεί να ισχύει και για τον Αλέκο Φλωράκη αυτό που έγραφε στον Πρόλογο της γνωστής μας ανθολογίας «Η νέα γενιά», ότι η ελληνική ποίηση στάθηκε πάντα συνειδητή φωνή ελεύθερων πνευμάτων, πέρα απ’ τα ερεθίσματα της τότε ταραγμένης πολιτικής ζωής, της δικτατορίας, και της υποχώρησης των αξιών, υποχώρηση που για τον ποιητή σημάδεψε και σημαδεύει και τις μέρες μας. Σε όλες τις συλλογές του Αλέκου Φλωράκη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός και η διαμαρτυρία ενυπάρχουν ως βάση στην ποιητική του. Όμως τις δημιουργίες του τις εμπλουτίζει και με την ελπίδα, την προσδοκία για κάτι καλύτερο, αλλά και την κοινωνική κριτική. Με αυτή του τη γραφή διαφοροποιείται κατά κάποιο τρόπο από τους λοιπούς συγχρόνους του, όπως και με τις ποιητικές του προσεγγίσεις στη φύση και τις απορρέουσες από αυτή παραμέτρους.
Η μικρή συλλογή «Δέκα και μία νότες μουσικής δωματίου» (1996) αποτελεί μια αισθητική, λυρική, μουσική, ρομαντική παρένθεση στο όλο του έργο, ένα «εγκόλπιο για τον καιρό της τύρβης». Ποιήματα σαν ζωγραφιές γράφτηκαν στην Αθήνα, την Τήνο και το Παρίσι.
Τo 2002 κυκλοφορεί η έκτη συλλογή του «Στους αντίποδες ή περί αντιστροφής». Η συλλογή αποτελεί ένα ποιητικό ταξίδι στον κόσμο μέσα από τα παιδικά και εφηβικά αναγνώσματα του Αλέκου Φλωράκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής, είναι «ποιήματα βασισμένα σε μυθιστορήματα των νεανικών μας χρόνων, ο μύθος των οποίων αντιστρέφεται και συσχετίζεται με το παρόν». Η λεπτή ειρωνεία, το χιούμορ και το απρόοπτο είναι τα στοιχεία που τα διακρίνουν. Ενδεικτική του χαρακτήρα τους η προμετωπίδα «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούν όρθια» του Γιάννη Σκαρίμπα.
Το 2010 στην Τήνο έγινα κοινωνός της νέας ποιητικής παραγωγής του Φλωράκη «Ανατομία ενός τοίχου» (2009), όπου πλέον η ωριμότητά του αποτυπώνεται εντυπωσιακά. Ενδοσκόπηση σε προσωπικές ώρες και σε προβληματισμούς που γίνονται όμως συνολικοί και γενικότεροι, χαρακτηρίζονται αυτά τα ποιήματα. Στην «Ανατομία ενός τοίχου», η οπτική των τωρινών μας ημερών και έργων, ίδια εν πολλοίς με εκείνη των δεκαετιών του ’70 και μετά, αναγκάζει τον ποιητή να επαναφέρει την τότε κριτική ματιά του στο τώρα και τρία χρόνια αργότερα, το 2011, ο Αλέκος Φλωράκης δημοσιεύει τη συλλογή «Εγκύκλιες σπουδές» με μότο «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» του Διονυσίου Σολωμού. την συλλογή αυτή, καταγράφεται μια ποίηση-«έκθεση ιδεών» εάν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, στην οποία ο ποιητής, με χιουμοριστικό αλλά οξύ τρόπο «εκθέτει» την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα, μέσα από την αντιπαράθεση της μορφωτικής εμπειρίας παλιότερων χρόνων με το κατρακύλισμα της πρόσφατης «πολυπολιτισμικής» ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με την σάτιρα, στην υπόψη συλλογή εγκλείεται μια μελαγχολική χροιά, ενυπάρχει και η ειρωνεία, χαρακτηριστική σε πολλά ποιήματα του Φλωράκη, που τη χρησιμοποιεί ως μέσον για να υπογραμμίσει τα κακώς κείμενα που συχνά παρατηρεί στην κοινωνία.
Ακολουθεί το 2017 η εκτεταμένη συλλογή, με επτά ενότητες, «Τα δέντρα εισβάλλουν από το παράθυρο», που πήρε τον πρωτότυπο αυτόν τίτλο από το ομώνυμο πρώτο ποίημα. Τα δέντρα και το φως του φεγγαριού στον τίτλο της συλλογής και στο παραπάνω ομότιτλο εισαγωγικό ποίημα υποδηλώνουν τη μαγεία της νυχτερινής φύσης, την ποιητική αίσθηση των πραγμάτων, αλλά και τους φόβους της ανθρώπινης νύχτας, τους προσωπικούς πόνους και τις αμφιβολίες, τις κοινωνικές πληγές. Σε μια αμφίσημη διαδικασία φωτός και σκιάς, εισβάλλουν από όποιο παράθυρο του εαυτού μας έχουμε αφήσει ανοιχτό και καταλαμβάνουν κάθε εσωτερικό χώρο, του δίνουν φως και μαζί τον σκιάζουν. Αυτή είναι η αμφισημία της ζωής, όπως άλλωστε και της ποίησης. Στη συγκεκριμένη αυτή συλλογή, τα ποιήματα των πέντε πρώτων ενοτήτων είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, ομαδοποιούνται ωστόσο μέσω μιας νοηματικής ή μορφολογικής συγγένειας. Ακόμη εμφανέστερα, στις δύο τελευταίες ενότητες («Πέλαγος μέσον τέμνειν» και «Κυριακοδρόμιο των εσχάτων ημερών») τα ποιήματα παρουσιάζουν στενότερη σχέση συνοχής μεταξύ τους. Αν και καθένα παραμένει αυθύπαρκτο και αυτοτελές, όλα μαζί συνθέτουν μια εξελισσόμενη διαδρομή προς ένα κοινό σημαινόμενο, μία ροή μηνυμάτων έως τον τελικό στόχο. Τα ποιήματα διακατέχονται από ειρωνική ή παιγνιώδη διάθεση, άλλα επιχειρούν μικρές τομές στη ζωή και άλλα ψηλαφούν τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας. Στα «Αιρετικά ποιήματα», όπου το «αιρετικά» νοείται εντός εισαγωγικών και όχι κυριολεκτικά, τα θέματα που θίγονται είναι η διαφορετική θεώρηση του έρωτα κατά εποχή και κατά ηλικία (αντικομφορμισμός ή έκπτωση;), η πάντοτε ενυπάρχουσα ανθρώπινη φιλοδοξία και αυταρέσκεια («Τω αγνώστω αγίω»), η αντιστροφή του φανατισμού στη δογματικά «αμφίρρυθμη» Τήνο, η εμπορευματοποίηση του προσκυνήματος της Παναγίας. Προς το τέλος, απαντάμε την χαρακτηριστική ενότητα δώδεκα ποιημάτων, «Πέλαγος μέσον τέμνειν» η οποία, με άμεσες αναφορές στην προϊστορική αρχαιολογία, τον Όμηρο, τον Ησίοδο και την αρχαία ελληνική μυθολογία, παρακολουθεί μέσα στους αιώνες το θαλασσινό έπος του αιγαιοπελαγίτικου λαού, δίδοντάς μας θαυμάσιους στίχους που ψαλμωδούν «άγγελοι αλιείς ποιητών και ποιητές αγγέλλων θάμβος», με μια λαμπρότητα αντάξια του αιγαιοπελαγίτικου φωτός, αλλά και των αναμνήσεων μιας ξεχασμένης – ίσως – βυζαντινής ιερουργίας στην ποίηση μας. Όλα με την ιδιαιτερότητα της πολυτονικής ελληνικής γραφής που άλλωστε ακολουθεί γενικά στην ποίησή του ο Φλωράκης.
Λίγο πριν την έκδοση της συγκεντρωτικής του συλλογής παρουσιάστηκε, το 2018, η τελευταία ποιητική δραστηριότητα του Αλέκου Φλωράκη με την συλλογή «Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι» που είναι αποτέλεσμα της παράλληλης θητείας του στην ποιητική γραφή και στην λαογραφική έρευνα. Πρόκειται για μία μόνο ενότητα από έξι ποιήματα, που συνδέονται μεταξύ τους αλλά που διατηρούν και την αυτοτέλεια τους. Με έμπνευση από νεοελληνικές παραδόσεις για υπερφυσικά όντα και μάγισσες, λαϊκές δοξασίες, προλήψεις και μοτίβα παραμυθιών, δομούνται τα ποιήματα της συλλογής αυτής και τα μηνύματά τους, έτσι που να επιδέχονται και μια δεύτερη, συμβολική, ανάγνωση.
Και φτάνουμε στην συγκεντρωτική του συλλογή του 2020 «Τα ορατά και τα αόρατα» (εκδ. Γαβριηλίδης), έναν τόμο που εντυπωσιάζει με την καλαισθησία του και την τυπογραφική του αρτιότητα, αποπνέοντας μια συμπαγή αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Παράλληλα δε, περιέχει και έναν άδολο λυρισμό μέσα από το άπλετο φως που εκπέμπει και που δίνει, αυτός ο συγκεντρωτικός τόμος, στους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν και ν’ αποτιμήσουν σφαιρικά αυτήν την ποίηση, δηλαδή όλες τις μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές του Φλωράκη. Η συγκεντρωτική αυτή έκδοση αποτελείται από 260 σελίδες, συμπεριλαμβάνοντας στο τέλος και επεξηγηματικά σχόλια του ποιητή. Ταξιδεύοντας συνεχώς στις συνθέσεις των ποιητικών του συλλογών, διαπιστώνει κανείς την πυκνότητα και το φορτίο που μεταφέρει η ποίησή του, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως η σάτιρα, το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός, στοιχεία που εμφανίζονται σε πολλά επί μέρους ποιήματα. Η καυστικότητα και η οξύτητα πολλές φορές ορισμένων του στίχων, κληρονομιά από τα χαρακτηριστικά των απαρχών της ποιητικής Γενιάς του ’70, εμφανίζονται στον Φλωράκη περίπου στην ίδια συχνότητα όπως και στις πρώτες του συλλογές της δεκαετίας 60-70. Είναι σημαντικό το ότι ο ποιητής, μέσα στο σύνολο της ποίησής του αξιοποιεί ποιητικά τα μοναδικά στοιχεία του Αιγαίου, τον ήλιο και το φως, πότε λυρικά και πότε χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του από την ελληνική παράδοση και την αρχαιότητα, αλλά, και με μία σεμνότητα, που απορρέει από τις χριστιανικές τελετουργικές παραδόσεις και την χριστιανική ηθική. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας την ποίηση του Αλέκου Φλωράκη αισθάνεται μια αιγαιοπελαγίτικη εικόνα με τον σταυρό στην άκρη του γαλάζιου ουρανού. Αυτή η καθαρότητα του ελληνικού φωτός, που καταυγάζει το Αιγαίο, αλλά που πολλές φορές συμβολικά καταυγάζει και τα ποιήματά του, καθιστά τον Φλωράκη υμνητή του ελληνικού κάλλους και της αρμονίας, μιας λέξης που τα τελευταία χρόνια έχει ξεχαστεί σ’ αυτή την χώρα.
Ως επίλογο, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του ποιητή: «Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία των ανθρώπων, όμως το άνυδρο του πνευματικού μας τοπίου προϋπήρχε και στην εποχή της ευμάρειας. Άλλωστε η κρίση είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Παρόλα αυτά, δεν πιστεύω ότι η ποίηση στην Ελλάδα κινδυνεύει, όσο κι αν έχει συρρικνωθεί ως προς την ανταπόκριση του κοινού (με ευθύνη και των ποιητών). Ο ελληνικός λαός υπήρξε ανέκαθεν ποιητικός και κατά τη βιοθεωρία και κατά την έκφραση. Αυτό δεν μπορεί να χαθεί».