Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Για τα επόμενα τεύχη του «Χάρτη», ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μίλτος Σαχτούρης (επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)
Γιώργος Χειμωνάς (επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης)
Σάμιουελ Μπέκετ (επιμ. Βασίλης Παπαγεωργίου)
Ένας Χάρτης της Κίνας (επιμ. Γιώργος Χουλιάρας)
Oδυσσέας Ελύτης (επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου)
Γλώσσα (επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης)
«1821» (επιμ. Νικήτας Σινιόσογλου)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (επιμ. Γιώργος Βέης)
Μάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Χρήστος Δανιήλ - Άντεια Φραντζή)
Νίκος Γκάτσος (επιμ. Αγαθή Δημητρούκα)
Ε Π Ι Σ Η Σ:
Σελίδες για τον Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ
(επιμ. Ναταλία Καραγιάννη, συνεργασία Ιφιγένεια Ντούμη, Νίκος Πρατσίνης)
Λόρενς Φερλινγκέτι
————————
(
Lawrence Ferlinghetti, 24 Μαρτίου 1919 – 22 Φεβρουαρίου 2021)
————————
«Τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα και όχι από πατέρα» ισχυρίζεται η λαϊκή σοφία. Το βιβλιοπωλείο "City Lights" του Σαν Φρανσίσκο φαίνεται να χάνει και τους δυο «γονείς» του: τον συν-ιδρυτή του και την σταθερή συμβολική αναφορά του. Ο Λόρενς Φερλινγκέτι, ύστερα από μια δύσκολη περίοδο με τη όρασή του, έκλεισε για πάντα τα μάτια του σε ηλικία 101 χρόνων, στις 22/2/2021.
Πριν λίγο καιρό, αφού έζησε τα δραματικά γεγονότα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής διετύπωσε την εντολή-προσδοκία: οι συμπολίτες του να ξαναφτιάξουν τη χώρα τους από την αρχή. Τι θα πράξουν τα ορφανά;
[Περί Φερλινγκέτι στον Χάρτη, εδώ]
[ Στο επόμενο τεύχος, θα δημοσιεύσουμε κείμενο σχετικά με την παρουσία του στην Ελλάδα, στον 1ο εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Ποίησης, στους Δελφούς. ]
Φερλινγκέτι & Μπόρχες
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διασχίζει τον ποταμό Προύθο στη Μολδαβία. Μία ημέρα αργότερα εκλείπει, 26 ετών, στη Ρώμη ο ποιητής της «Ελληνικής Υδρίας» Τζον Κητς. Στις 22 Φεβρουαρίου 2021, πριν συμπληρώσει τα 102 του χρόνια, αποχαιρετά τον Άγιο Φραγκίσκο ο Λόρενς Φερλινγκέτι. Είχε γεννηθεί στις 24 Μαρτίου 1919 λίγα χιλιόμετρα βορείως της Νέας Υόρκης, στην πόλη Γιόνκερς, όπου μεγάλωσε και η βασίλισσα της τζαζ Έλλα Φιτζέραλντ.
«και διαρκώς περιμένω / οι εραστές που διαφεύγουν στην Ελληνική Υδρία / επιτέλους να συναντηθούν / και να αγκαλιαστούν / και αναμένω / διαρκώς και πάντοτε / μια αναγέννηση του θαύματος», καταλήγει στο ποίημά του «Περιμένω».
Με τη σύζυγό του Selden Kirby-Smith (εγγονή στρατηγού των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο και μετέπειτα καθηγητή μαθηματικών και βοτανικής) γνωρίστηκαν στο πλοίο το 1946, πηγαίνοντας για μεταπτυχιακά στη Σορβόννη. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1951, εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όταν την πόλη αναζωογονούσε μια ποιητική «αναγέννηση», με κεντρική φυσιογνωμία τον ποιητή και φιλοσοφικά αναρχικό στοχαστή Κένεθ Ρέξροθ, πολλά χρόνια πριν φύγει για την Ιαπωνία.
«Δεκαετία του ‘60» έχει ονομαστεί η περίοδος αναβρασμού στην αμερικανική κοινωνία, με διεθνείς προεκτάσεις και αντιστοιχίες, που συνδυάζει «παιδιά των λουλουδιών» με φυσικές και μεταφυσικές αναζητήσεις και διαμαρτυρίες εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και των φυλετικών διακρίσεων και κινητοποιήσεις για πολιτικά και άλλα δικαιώματα με αιτήματα δημιουργικής απελευθέρωσης. Πολλά βεβαίως από όσα συνδέονται με την «αντι-κουλτούρα των σίξτις» εκτυλίσσονται την επόμενη δεκαετία, ενώ αναπτύσσονται από τη δεκαετία του 1950, που υποβιβάστηκε σε παρελθόν που έπρεπε να ξεπεραστεί.
Ο πατέρας του Φερλινγκέτι είχε γεννηθεί στην ιταλική πόλη Μπρέσια, κείμενο για μια αεροπορική επίδειξη στην οποία ήταν από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Κάφκα. Πριν γεννηθεί ο Λάρρυ, όπως αργότερα προέτρεπε να τον αποκαλούν, ο πατέρας του πέθανε. Λίγο αργότερα, η μητέρα του έπρεπε να εγκλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο. Τον ανέλαβε θεία του, που έφυγε και τον εγκατέλειψε σε ηλικία επτά ετών στην ευκατάστατη οικογένεια όπου δούλευε νταντά.
Ο Λόρενς Φερλινγκέτι υπήρξε μια εξαιρετικά επιδραστική μορφή στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Αυτό ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της δράσης παρά του έργου του. Ποιήματα είχε αρχίσει να γράφει στη Γαλλία. Μιμήσεις του Έλιοτ αρχικά, όπως αναγνώριζε ο ίδιος. Ο Ρέξροθ καυτηρίασε τον ακαδημαϊσμό τους, όπως έκανε και για τα πρώτα ποιήματα που του έδειξε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, που είχε έρθει με συστάσεις από τον γείτονά του στο Νιού Τζέρσεϊ Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς.
«Go West»
Προς τη Δυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών συνέκλιναν εκείνοι που επρόκειτο να απαρτίσουν τη μυθική «γενιά των Μπιτ», που απελευθέρωσε από προηγούμενα δεσμά τη λογοτεχνία, πριν την ρίξει στα δίχτυα του εξομολογητισμού. Επρόκειτο για επανάσταση, παρά το κάποτε αμφίβολο λογοτεχνικό αποτύπωμά της. Διευκρινίζοντας ότι δεν συμμετείχε στον αρχικό πυρήνα του εν λόγω ρεύματος, ο Φερλινγκέτι συνέδεσε το όνομά του με τη γενιά αυτή, έχοντας εκδώσει κρίσιμα βιβλία ποιητών και πεζογράφων που τη συναποτελούσαν.
Ο Φερλινγκέτι ήταν ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, βιβλιοπώλης, εκδότης, ζωγράφος, ακτιβιστής και υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου. Για τον πασιφισμό του παρέπεμπε στην εμπειρία μιας επίσκεψης, ενώ υπηρετούσε στο αμερικανικό ναυτικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο Ναγκασάκι, έξι εβδομάδες μετά τη ρίψη της βόμβας πλουτωνίου.
Ο φίλος του νεαρός κοινωνιολόγος Πήτερ Ντιν Μάρτιν, που νωρίς μετά αποχώρησε, αναζητούσε στήριξη για μικρό εκδοτικό οίκο που είχε στήσει. Έβαλαν από 500 δολάρια το 1953 για να ξεκινήσουν ένα βιβλιοπωλείο, που στην αρχή διέθετε μόνο χαρτόδετα βιβλία, ενώ έμενε ανοιχτό έως αργά το βράδυ επτά ημέρες την εβδομάδα. Η πόλη στη σύγχρονη ποίηση ήταν το θέμα της διατριβής του Φερλινγκέτι. Το βιβλιοπωλείο έφερε το όνομα City Lights – από τον τίτλο «Φώτα της πόλης» της ταινίας του Τσάπλιν.
Επρόκειτο να εξελιχθεί σε ένα από τα εμβληματικά βιβλιοπωλεία διεθνώς, όπως το Strand’s στη Νέα Υόρκη ή το Shakespeare & Company από το 1919 στο Παρίσι, που εξέδωσε τον Οδυσσέα του Τζόυς, ενώ η ιδιοκτήτριά του Sylvia Beach αναγκάστηκε να το κλείσει τον Δεκέμβριο του 1941, όταν αρνήθηκε να πουλήσει το τελευταίο αντίτυπο της Αγρυπνίας Φίνεγκαν του Τζόυς σε αξιωματικό του γερμανικού στρατού κατοχής, σύμφωνα με μια απόκρυφη ιστορία.
Ουρλιάζοντας
Το 1955 ο Φερλινγκέτι άκουσε τον Γκίνσμπεργκ να διαβάζει πρώτη φορά το ποίημά του «Ουρλιαχτό» (Howl) σε μια γκαλερί στη Βόρεια Ακτή (North Beach), τη μποέμικη γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο, που φιλοξενούσε και το βιβλιοπωλείο. «Σε χαιρετω στην αρχη μεγαλης σταδιοδρομιας. Στοπ», του έστειλε τηλεγράφημα την άλλη ημέρα. «Ποτε παιρνω ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟΥ;»
Οι αρχές προχώρησαν σε κατάσχεση αντιτύπων της ποιητικής συλλογής του Γκίνσμπεργκ, που είχε τυπωθεί στη Μεγάλη Βρετανία, όταν έφτασαν σε αμερικανικό έδαφος. Βάσει νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων, το 1957 συνέλαβαν τον Φερλινγκέτι ως εκδότη και τον πωλητή βιβλίων και μετέπειτα διαχειριστή του βιβλιοπωλείου Shigeyoshi Murao, απόγονο σαμουράι, που έφηβος με την οικογένειά του είχε εκτοπιστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Ιαπωνο-Αμερικανών στις ΗΠΑ μετά το Περλ Χάρμπορ.
Έπειτα από πολύμηνη δικαστική διαμάχη, η απαλλαγή τους από τις κατηγορίες αποτέλεσε ορόσημο για την ελευθερία της έκφρασης και επέτρεψε την έκδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες βιβλίων του Χένρυ Μίλλερ, του Ντ. Χ. Λόρενς, του Ουίλιαμ Μπάροουζ και άλλων. «Δεν είναι ο ποιητής, αλλά αυτά που παρατηρεί, που αποκαλύπτονται ως χυδαία», είχε γράψει ο Φερλινγκέτι σε άρθρο του πριν συλληφθεί.
Από τα δεκάδες βιβλία του, η μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο Coney Island of the Mind (1958), υπολογίζεται να έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Το 1994 το όνομά του δόθηκε σε δρόμο στον Άγιο Φραγκίσκο, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος «δαφνοστεφής» ποιητής της πόλης, που τίμησε τα γενέθλιά του το 2019. Ήταν σχεδόν τυφλός, εκατό ετών, όταν εκδόθηκε το τελευταίο του βιβλίο: Μικρό αγόρι.
Όχι υπερήφανο, γιατί ακούγεται εγωιστικό, αλλά ευτυχισμένο, χαρακτήρισε τον εαυτό του ο
Φερλινγκέτι, που τα λόγια του και τα λόγια άλλων έφτασαν σε τόσα άτομα. Είχε γράψει και μανιφέστο για τον ποπουλισμό, τη μορφή εκείνη στρατευμένου εκδημοκρατισμού, που συχνά συγκεντρώνει την αποδοκιμασία διανοουμένων ή όσων θα ήθελαν να εκληφθούν ότι ανήκουν στις τάξεις τους.
Επειδή ούτε στον χώρο της τέχνης μπορεί να γίνουν αποδεκτές αιτιάσεις για εγχειρήματα εκδημοκρατισμού της παραγωγής και της κατανάλωσης, η κριτική του ποπουλισμού αναλαμβάνει αυτόν τον άχαρο ρόλο. Η αστοχία της όμως φαίνεται όταν αντιμετωπίζει περιπτώσεις «ποπουλιστών» που είναι κορυφαίοι ποιητές, όπως ο Ρίτσος και ο Μπρεχτ. Η κριτική τότε υγροποιείται σε δάκρυα της Εβίτας Περόν ή εκείνων για τους οποίους κλαίει η Αργεντινή.
Και ο Μπόρχες;
Καθώς πρόκειται για ιστορία που θα πούμε άλλη φορά, ας μην ειπωθεί τίποτε άλλο εδώ, παρά μόνον ότι με τον Φερλινγκέτι συνδέεται το πώς ανακαλύψαμε τον Μπόρχες. Ο Μπόρχες βεβαίως έχει δηλώσει ότι τίποτε δεν ήξερε – ούτε καν πότε επρόκειτο να πεθάνει.
*
Έλα, Έλλα. Όσο και αν περιμένω Φερλινγκέτι και Φιτζέραλντ να αγκαλιαστούν, πιθανότερος φαίνεται ένας εναγκαλισμός με τον Κητς στη Ρώμη, κάπου 558 χιλιόμετρα από τη γενέτειρα του πατέρα που δεν γνώρισε.
Σχετικά κείμενα
Το ποίημα «Περιμένω», σε απόδοση Γιώργου Χουλιάρα, στον ιστότοπο της Εταιρείας Συγγραφέων, με ευχές για τα 99 χρόνια του ποιητή:
Ο Ferlinghetti 99 ετών | Εταιρεία Συγγραφέων
Ρέξροθ: Από «Τα ερωτικά ποιήματα της Μαριτσίκο» / Κένεθ Ρέξροθ
Κάφκα: Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας
Μπόρχες: Το βιβλίο των κατά φαντασίαν συγγραφέων / Γιώργος Χουλιάρας
Χαîτιον, 1822
Ζαν Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος του Χαϊτίου,
προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.
Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας
Μπόγερ
Με χαιρετούσε
Στον Νίκο, στην Ευγενία, στο Slice
Πέρασα μπροστά από το γυμναστήριο, / κλειστό εδώ και κάποιους μήνες.
Είδα τον κυλιόμενο διάδρομο / που προτιμούσα (τότε).
Κάτι σαν κλανίτσα ήχησε στην τσέπη μου: / το κινητό μου θυμήθηκε και συνδέθηκε.
Αν και κλειστό το γυμναστήριό μου είχε ακόμη wi-fi.
————
Από τα Ποιήματα του καιρού
Σαν ψεύτικο, σαν αληθινό
Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, είπες στο τηλέφωνο. Καθένας από το δικό του παράθυρο της πανδημίας, κοιτούσαμε το χιόνι που πυκνό έπεφτε μετά από χρόνια. Σε εμάς είχε κοπεί το ρεύμα και, επομένως, κάθε υπόσχεση σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ούτε θέρμανση υπήρχε.
Ακόμη δεν είχε αποφορτιστεί το κινητό. Προλαβαίναμε να πούμε δυο λόγια, βλέποντας τούφες χιόνι να υποκύπτουν στη βαρύτητα και τα κελεύσματα του αέρα και τρυφερά να εγκαταλείπουν τα κλαδιά των δέντρων, όπως όταν ένα λευκό τούλι αποσπάται από το πρόσωπο της νύφης, που στρέφεται να φιλήσει τον κόσμο, αλλά την εμποδίζει το στόμα του γαμπρού.
Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, επανέλαβα. Ζούμε μέσα σε μία καρτποστάλ, θυμήθηκα έναν παλιό στίχο. Θα ζεσταθείς, με πείραξες, γιατί ο στίχος βυθιζόταν σε τοπίο καλοκαιρινό και όχι χειμωνιάτικο.
Όμως δεν μου κάνει κρύο ή ζέστη ο καιρός. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι το τι λέμε. Πώς είναι δυνατόν να φαίνεται τόσο αληθινό αυτό που συμβαίνει, ώστε μόνο με κάτι που δεν συμβαίνει, με κάτι ψεύτικο, να μπορεί να συγκριθεί;
Ισχύει και το αντίστροφο ακριβώς. Αυτό λέμε για έναν πίνακα, μία μυθοπλασία, κάτι που δεν προκύπτει χωρίς μεσολάβηση. Σαν αληθινό είναι το χιόνι, λέμε, για έναν πίνακα όπου συνεχώς πέφτει.
Ο πιο διακεκριμένος έπαινος και στις δύο περιπτώσεις είναι πως πρόκειται για κάτι άλλο. Είναι τόσο λαμπρή η αλήθεια που μοιάζει με ψέμα ή λάμπει το ψέμα, λες και είναι αληθινό;
Το χιόνι συνέχιζε. Πολλές νιφάδες, όλες μαζί. Συννυφάδες.
Η ταράτσα ή Χειραψία με την άνοιξη
Τόση βροχή θα μου σαπίσει τα λουλούδια, είπε και κοίταξε ανήσυχη απ’ το παράθυρο. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί, η πόλη πνιγόταν. Πριν λίγες μέρες είχε ανεβεί στην ταράτσα, οι βουκαμβίλιες κουκουλωμένες με το σελοφάν, η πολυανθούσα το ίδιο. Τις ελευθέρωσε. Χάιδεψε τα φύλλα τους κι ήταν σαν χειραψία με την άνοιξη.
Σκούπισε τα χώματα, καθάρισε τα λούκια κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό. Τα σύννεφα συνέχιζαν να ταξιδεύουν, εκεί δεν είχε αλλάξει ακόμη τίποτε. Πήρε βαθιές ανάσες, η μέρα θα ήταν καλή.
«Μωρό μου, θα σου φτιάξω την ταράτσα, θα την γεμίσω λουλούδια», της είχε υποσχεθεί όταν αρρώστησε.
Δυο χρόνια πριν, τη μέρα που ο γιατρός τους ενημέρωσε. Δεν της κρατούσε το χέρι, δε ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες. Είχε κοκκινίσει ολόκληρος, έλεγες θα του έρθει αποπληξία. Εκείνη ήθελε να ουρλιάξει και να κλάψει, όμως δεν το έβρισκε πρακτικό. Συνέχισε να σημειώνει στο μπλοκάκι της αυτά που έλεγε ο γιατρός. Τα φάρμακα και τις παρενέργειες, το ποσοστό θανάτου, τη διαδικασία. Επέστρεψαν στο σπίτι από την παραλία, η θάλασσα είναι γιατρικό, σκέφτηκε, της έφτανε να την κοιτά.
Τώρα είχαν περάσει αυτά κι είχαν έρθει άλλα. Της έμεινε όμως η ταράτσα και οι γλάστρες της. Η βρομοβροχή έκανε ζημιά. Φόρεσε ρόμπα και από πάνω το αδιάβροχο. Σήκωσε τα μπατζάκια της πιτζάμας.
«Έρχομαι», φώναξε στα λουλούδια από τη σκάλα.
Και όρμησε στη βροχή κρατώντας στα χέρια την τρόμπα για το νερό, έτοιμη για μάχη.
Η άρνηση της Ανοίξεως
Άρνηση της Ανοίξεως ονομάστηκε η τιμωρία εξοστρακισμού από το πρώτο αναζωογονητικό ουράνιο φως των μεγάλων ημερών της άνοιξης, σε ότι μολύνει την ανθοφορία της γης. Καταγράφηκε για πρώτη φορά από τους αρχιερείς των Σουμερίων, όταν, μετά τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των πόλεων της Σουμερίας, ακολούθησαν καταστροφικές , με χιλιάδες θύματα, πλημμύρες.
Την άρνηση της Ανοίξεως, σύμφωνα με τις παραδόσεις των χριστιανών, υπέστησαν οι κέδροι και τα πεύκα, εκτός των τειχών της Ιερουσαλήμ, όταν από το ξύλο τους, οι Ιουδαίοι έφτιαξαν τον σταυρό του Χριστού. Ξεράθηκαν όλα από τη μέση του κορμού τους μέχρι την κορυφή. Αλλά και τα ζώα που λάμβαναν μέρος σε πολέμους, ελέφαντες, σκύλοι, άλογα, έστω και αν αυτό έγινε πάρα τη θέλησή τους, μαράζωσαν και πέθαναν. Τρανταχτό παράδειγμα, αυτό του Βουκεφάλα, που λύγισε και πέθανε μετά την περίοπτη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη μάχη του Υδάσπη. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί αιμοσταγείς βασιλείς, αλλά και παντός είδους καθάρματα που μολύνθηκαν από την άρνηση της Ανοίξεως και υπό το βάρος ισχυρών τύψεων και ενοχών, κλονίστηκε η σχέση ψυχής και σώματος, μαράζωσαν και πέθαναν.
Στην άρνηση της Ανοίξεως, χωρίς να αναφέρεται σαφώς ο όρος αυτός, εστίασαν Ζωροάστρες, φιλόσοφοι και βιολόγοι, με πρώτον από όλους τον Δαρβίνο, ο οποίος την έλαβε σοβαρά υπόψη του, όσο και τις απόψεις του Αριστοτέλη και ανέπτυξε τη θεωρία περί της φυσικής επιλογής των ειδών. Για τους περισσότερους επιστήμονες και ερευνητές, η άρνηση της Ανοίξεως, θεωρήθηκε ως μια μάλλον μεταφυσική προσέγγιση των γεγονότων, παρά ως μια πραγματική απειλή. Εντούτοις, τα γεγονότα τους διέψευσαν. Είναι η πρώτη φορά που σε όλον τον πλανήτη ο άνθρωπος φαίνεται να πληρώνει ακριβά τις επιλογές του και να υφίσταται τις σοβαρές επιπτώσεις της άρνησης της Ανοίξεως, τον εξοστρακισμό του από το πρώτο αναζωογονητικό ουράνιο φως των μεγάλων ημερών της άνοιξης, ανεξαρτήτως αξιώματος, κοινωνικής θέσης και συμπεριφοράς.
Ο μοναχός Λίο Λίο, οπαδός της Σακιάπα και βαθύς γνώστης του βουδισμού, με ιδιαίτερη έφεση στη φιλοσοφία και τις ξένες γλώσσες, όταν τον ρώτησαν, αν ο άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα κινδυνεύει πράγματι από την άρνηση της Ανοίξεως, απάντησε «sero ignoscentiam petis», όπερ σημαίνει ότι είναι αργά για συγγνώμες, σε ελεύθερη μετάφραση...