Μπροστά στο μικρό πλάτωμα του Αγίου Νικολάου, δώδεκα το μεσημέρι κάθεται στο παγκάκι ο Μάκης Τσολακίδης με το σκυλί του, τον Ορλάντο, ένα σπάνιελ μπρετόν κυνηγητικό,17 χρόνων που τρέμει ολόκληρο από τα γεράματα. Ο Μάκης έχει κατεβασμένη τη μάσκα του στο πηγούνι και τραβάει βαθιές ρουφηξιές στο τσιγάρο του, ενώ ο Ορλάντο, τον κοιτάζει με τη γνωστή λατρεία που δείχνουν αυτά τα κυνηγετικά σκυλιά στο αφεντικό τους.
Μόλις πάω κοντά τους, ο Ορλάντο κουνάει κάπως την ουρά του κι ο Μάκης, μου λέει «είδες που σε γνώρισε ο κωλόγερος… δεν βλέπει καλά, δεν ακούει, δεν μυρίζει πια, αλλά σε γνώρισε.»
Κάθομαι δίπλα του στο παγκάκι και βέβαια δεν ξέρουμε από πού να αρχίσουμε και τι να πούμε με τούτη τη κατάσταση, αν και ο Μάκης πάντα βρίσκει ένα θέμα είτε πολιτικό, είτε κοινωνικό, με την απόλυτη βεβαιότητα πως κατέχει την αλήθεια σε ποσοστό 70 τοις εκατό, αυτό γιατί –όπως μου έχει εξηγήσει– με αυτό το ποσοστό δεν γίνεται να πέσεις έξω…
Τον ρωτάω τι κάνουν διάφοροι γνωστοί, ο Βασίλης, ο Σωτήρης, ο Νίκος, που βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα στο «Delicious» –καφέ φτηνό για συνταξιούχους– κι ο Μάκης απαντάει μονολεκτικά, «χέστες».
Του απαντάω, πως μ’ αυτή την κατάσταση όλοι χέστες έχουμε γίνει, αφού περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί η ιστορία, αλλά ο Μάκης με αποστομώνει, γιατί αυτός πάντα ξέρει, όπως λέει, πως τέτοιες ιστορίες, ξαναγυρνούν πίσω σε άλλες ιστορίες και το μόνο που τον καίει αυτό το διάστημα, είναι ο Ορλάντο.
Ο Ορλάντο έχει γεράσει πολύ και κατουράει πάνω του, χέζει όπου βρει στα 28 τετραγωνικά της γκαρσονιέρας που ζει αυτός και ο Μάκης, που στενοχωριέται διαρκώς, διότι με τίποτα δεν θέλει να ακούει τη λέξη «ευθανασία».
Ανάβω κι εγώ ένα τσιγάρο και του λέω πως πρέπει να δώσει μια λύση με το σκυλί, γιατί έχει γεράσει τόσο που τρέμει ολάκερο κι υποφέρει από αρθριτικά, χώρια που του έχουν φύγει σχεδόν όλα τα δόντια…
Γυρνάει ο Μάκης και με κοιτάζει και ξέρω πως δεν θα με βρίσει γιατί κι εγώ είχα σκυλί που το αγαπούσα… Μου λέει: «Άκου, δεν υπάρχει περίπτωση να τον πάω για ευθανασία. Δεν με νοιάζει όσο πάει. Χθες τη νύχτα ήταν ξαπλωμένος στο χαλάκι μπρος από το κρεβάτι μου. Είχα κλείσει το φως κι έβλεπα τηλεόραση. Κάποια στιγμή –μπορεί να ήταν και τρεις η ώρα– έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο κι όταν έδειξε την μάπα του Χίτλερ, αγρίεψα μόνος μου και φώναξα, ρε άντε στο διάολο κοπρίτη που αιματοκύλησες τον κόσμο, φασίστα παλιοτόμαρο και σηκώνεται από το χαλάκι του ο Ορλάντο, να μα το Θεό και πατάει με το μπροστινό του πόδι το τηλεκοντρόλ… Κατάλαβες τώρα. Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα πεθάνουμε παρέα…»
Ο Ορλάντο κοιτάζει μέσα στα μάτια τον Μάκη. Τα μάτια του έχουν χρώμα μελί και πράγματι είναι σαν να κουβεντιάζουν στο αμίλητο βλέμμα τους.