Όταν ήταν μωρά τα δίδυμα, δεν είχε ζοριστεί τόσο. Ακόμα και τότε που έκλαιγαν μαζί, πεινούσαν και ζητούσαν άλλαγμα μαζί, έβρισκε τρόπο. Τώρα είχαν φτάσει αισίως στα δεκατέσσερα. Καμιά φορά ένιωθε σαν τον ακροβάτη στο σκοινί. Μόλις έφτιαχνε το ένα, χαλούσε το άλλο. Μισός αιώνας ζωή, κάτι ήξερε από δυσκολίες, πόσο αργά κυλάει ο χρόνος στο θάλαμο ενός νοσοκομείου και πώς στραβώνει η ζωή στο δευτερόλεπτο. Κλεισμένη σπίτι σκεφτόταν τα χειρότερα και χαιρόταν που δεν τους είχαν βρει.
Ανήμερα Χριστούγεννα κουδούνιζαν τα μέιλ στα κινητά των κοριτσιών. Οι καθηγητές έστελναν εργασίες. Τα κορίτσια γκρίνιαξαν στην αρχή, μετά έχασαν τον λογαριασμό, βαρέθηκαν να γκρινιάζουν, παραιτήθηκαν. «Τι ασχολείσαι», έλεγε ο άντρας της, «δική τους δουλειά είναι». «Μάνα είμαι, δεν γίνεται να τις αφήσω». Είδε κι απόειδε, κάθισε δίπλα τους να βοηθήσει στη Γεωγραφία. Κρατήθηκε πολύ για να μην πει τίποτα, όταν είδε τις ερωτήσεις. Η καθηγήτρια ρωτούσε για την ευρωπαϊκή ένωση. Πώς αντέδρασε το κάθε κράτος χωριστά (δείτε τα λινκ), πώς εξελίσσονταν σε κάθε χώρα τα πράγματα (προσέξτε τα διαγράμματα), τι έχουν να προτείνουν οι μαθητές για καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας (ελεύθερη ανάπτυξη των σκέψεών σας).
Μέχρι τις έντεκα έγραφε τις εργασίες. Εδώ η Ευρώπη δεν απάντησε στο ερώτημα, θα απαντούσαν τα δεκατετράχρονα. «Πού είναι το τηλεκοντρόλ»; ρώτησε τον άντρα της. «Καμιά βλακεία δεν παίζει; Κάτι χαζό, μια κωμωδία, κάτι. Και βάλε μου ένα ουίσκι να πιω».