Από απόσταση, ή μάλλον βλέποντας από πολύ μακριά, μπορεί κανείς να καταλάβει καλύτερα ένα έργο του γλύπτη Γιάννη Κουτσουράδη. Όμως θα μπορούσε να το δει κι από πολύ κοντά, ας πούμε να το πιάσει στο χέρι, όπως ένα νόμισμα ή ένα μετάλλιο. Αλλά κι έτσι, πάλι θα ένοιωθε την ένταση της χειρονομίας που έδωσε στο έργο μορφή. Θα μπορούσε ακόμη να το δει και χωρίς το χρώμα, απλά με την ύλη του και μόνο. Όμως τότε διαπιστώνει πως το χρώμα αποτελεί μέρος του έργου, δίνει στο γλυπτό περίγραμμα, τονίζει τη δύναμη της ορμής του. Γιατί πράγματι ο τρόπος που επενδύεται το χρώμα η γλυπτική του Κουτσουράδη έχει σφρίγος και αυτοπεποίθηση καθόλου συνηθισμένη.
Κάποια έργα του είναι τοποθετημένα στο ανώτερο κατάστρωμα χώρων αναψυχής υπερπόντιων πλοίων. Όταν τα πλοία αυτά ταξιδεύουν τα έργα του προβάλλονται στο φόντο του ουρανού, μεταμορφώνονται, γίνονται διαφορετικά με τρόπο μοναδικό: όταν το πλοίο μακραίνει, ο όγκος με τα επιλεγμένα σχήματα σβήνει στον ορίζοντα. Όταν το πλοίο πλησιάζει τότε το χρώμα στα έργα, ή μάλλον το φάσμα των χρωμάτων τους, προκαλεί έναν διάλογο, ένα σφοδρό σήμα, γίνονται μια χειρονομία τού ή όλα ή τίποτε.
Τα έργα του Κουτσουράδη δεν στερούνται δραματικού στοιχείου. Όσο αφηρημένο κι αν γίνει το επιλεγμένο σχήμα, το πάθος που έχει και η ιστορία του πλούσιου ελληνικού παρελθόντος σπάνια απουσιάζουν. Αυτό μοιάζει να το νοιώθει κι ο ίδιος, αλλά είναι κάτι που δεν τον καταπιέζει.
Αλλά έτσι ακριβώς εντυπωσιάζουν και τα έργα του, ακόμη κι αν η αιτία που προήλθαν διαφέρει: είτε έγιναν με συγκεκριμένη παραγγελία, είτε δημιουργήθηκαν αυθόρμητα. Βέβαια τέτοιου είδους διαχωρισμοί είναι και λίγο αυθαίρετοι, αλλά όχι και σπάνιοι αν λάβουμε υπόψη τι γίνεται σήμερα στην Τέχνη. Κάτι που για τον Κουτσουράδη δεν φαίνεται να ‘χει ιδιαίτερη σημασία. Εν πάση περιπτώσει ο ίδιος αναθέτει συχνά στον εαυτό του παραγγελίες, όπως ας πούμε το να βρει στο έργο το σχήμα που θεωρεί πιο κατάλληλο στο φυσικό τοπίο της Ολλανδίας – της χώρας που μοιράζεται με την Ελλάδα για αρκετά χρόνια τώρα, της χώρας με τις χαμηλές συννεφιές, περίφημες ήδη κι από τη ζωγραφική της. Αλλά και στο τοπίο της ολλανδικής πόλης, με τις γνώστες προσόψεις κτηρίων που καθρεφτίζονται συχνά στις φυσικές ή τεχνητές υδάτινες επιφάνειες.
Όμως, τότε ακριβώς είναι που το χρώμα αποκτά σημασία: σαν σε καλειδοσκόπιο, τα χρώματα ταιριάζουν απόλυτα στο δεδομένο τοπίο, είτε το έργο βρίσκεται στη στεριά είτε πάνω στο νερό. Ή, να το πούμε διαφορετικά, ο Κουτσουράδης δεν αφήνει μια τέτοια ευκαιρία και πρόκληση να πάνε χαμένες.
Μπορεί κανείς να πει πως η επιλογή του να ζήσει σ' αυτή τη χώρα δεν είναι και η πιο εύκολη. Και τούτο γιατί το σχηματικό λεξιλόγιο, καθώς επίσης και η εφαρμογή του υαλώδους σμάλτου σαν υλικό στη γλυπτική, δεν ήταν κάτι δεδομένο εδώ. Σαν γλύπτης, στην Ολλανδία των χαμηλών ουρανών και των υδάτινων οριζόντων ο Γιάννης Κουτσουράδης μοιάζει κάπως σαν έξω απ' τα νερά του. Είναι πάντως καλλιτέχνης με αέρα κοσμοπολίτη και με αξιόλογη διεθνή αναγνώριση, όπως άλλωστε φαίνεται κι από τις αναθέσεις έργων του στο εξωτερικό. Παρ' όλα αυτά δεν κόβει ποτέ τον ομφάλιο λώρο με την Ελλάδα. Στο νησί του τη Χίο, το μνημείο που φιλοτέχνησε για την Εθνική Αντίσταση προβάλλει θεαματικό κι εντυπωσιακό σε υπερυψωμένη πλατφόρμα στην είσοδο του λιμανιού. Τα σχήματα τού μνημείου βρίσκουν εκεί τη δική τους φυσική λογική, ενώ τα χρώματα, στο εναλλασσόμενο φόντο του ουρανού γίνονται φαντασμαγορκά.
Ο διάλογος, ή αν θέλατε το παιγνίδισμα με το σχήμα και το χρώμα, δεν είναι φαινόμενο άγνωστο στις μέρες μας. Τα πιο φορμαλιστικά και μη-ιλουζιονιστικά έργα των μινιμαλιστών ακολούθησαν το μεταμοντέρνο κίνημα με μια πιο εκλεκτική και ιλουζιονιστική προσέγγιση. Ούτως ή άλλως το χρώμα έχει και πάλι βρει θέση στη σύγχρονη γλυπτική, και η προσέγγιση σχήματος και χρώματος γίνεται συχνά με κέφι και φαντασία. Ο Κουτσουράδης πάντως δεν νοείται ξέχωρα από μια κλασική και κλασικιστική αντίληψη.
Τα σχέδιά του όμως, κι αυτό είναι αξιοσημείωτο, φανερώνουν πλήρη γνώση, χωρίς να γίνονται ακαδημαϊκά. Κάθε άλλο μάλιστα. Σ' αυτά και το χρωματικό τους στοιχείο φαίνεται να αποτελεί μέρος αυτής της συγκεκριμένης «γραφής Κουτσουράδη» που υπάρχει ακόμη και στα μεγάλα γλυπτά του. Σπάνια θα είναι το χρώμα ενιαίο. Μοιρασμένο πότε ελεύθερα και πότε γεωμετρικά, προσδιορίζει τις διαφορετικές επιφάνειες.
Έτσι με μια τέτοια επένδυση το χρώμα ξεδιπλώνεται στο χώρο συχνά με ύφος μεσογειακό. Ενώ στη χώρα τούτη των πόλντερ, τα γλυπτά του τραβούν το βλέμμα και εκεί, στους υδάτινους ορίζοντες, ή και πιο πάνω από τα σύννεφα, σχήμα και χρώμα διαγράφονται μνημειακά.
Τι έχουν λοιπόν αυτά τα έργα που τα κάνει εντυπωσιακά και ιδιόμορφα; Είναι απλά ο τρόπος χρήσης του υαλώδους σμάλτου; Και ναι και όχι θα ήταν η απάντηση. Η επινόησή του να προσαρμόσει την τεχνολογία του υαλώδους σμάλτου και του χάλυβα στην τέχνη της γλυπτικής είναι ζωτικής σημασίας. Και βέβαια μπορεί εδώ να θυμηθεί κανείς την άνθηση του σμάλτου στο Βυζάντιο. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι η εφαρμογή της τεχνικής αυτής, η προσέγγιση του σχήματος και του χρώματος αποτελεί μια απολύτως προσωπική ερμηνεία.