Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα
γράφει ο Ελύτης στο «Παράπονο». Υπάρχει μια σπαρακτική αλήθεια σ’ αυτούς τους στίχους που τους καθιστά οικουμενικούς. Αναδίδει μια πανανθρώπινη πικρία το «Παράπονο» που αφορά περίπου τους πάντες. «Στ’ αληθινά στα ψεύτικα/ το λέω και τ’ ομολογώ/ σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ/ μες στη ζωή πορεύτηκα»…Γιατί όσο προσεκτικά κι αν έχει σχεδιάσει τη ζωή του κανείς, πάντα έρχεται εκείνη η στιγμή που του φαίνεται ότι δεν βρίσκει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτήν. Σαν κάποιος άλλος να τη ζει στη θέση του κι ο ίδιος να μένει αποκλεισμένος, εξόριστος απ’ την επικράτειά της. «Εγώ είναι ένας άλλος» θα πει ο Ρεμπώ διαισθανόμενος αυτό το υπαρξιακό παράδοξο. Αργά ή γρήγορα, έρχεται η ώρα που νοσταλγούμε την «άλλη» ζωή, την αληθινή, εκείνη που πάλλεται από σημασία και που, σαν από κάποια μυστήρια παρεξήγηση, αφήσαμε να μας γλιστρήσει μέσα από τα χέρια.
Ο Άρθουρ Χάμιλτον είναι ένας άνθρωπος με τακτοποιημένο βίο: ευκατάστατος, με σημαντική κοινωνική θέση, ωραίο σπίτι στα προάστια, σύζυγο και κόρη. Αλλά φτάνοντας «στου δρόμου τα μισά», αρχίζει να υποπτεύεται ότι κάτι έκανε λάθος. Αυτή η τακτοποιημένη, ευπαρουσίαστη ζωή δεν τον ικανοποιεί, του φαίνεται ξένη, τον απογοητεύει. Πνίγεται μέσα της, δεν μπορεί να ανασάνει. Μαθαίνει, λοιπόν, από έναν παλιό του φίλο, ότι μπορεί να της ξεφύγει. Υπάρχει μια εταιρία που αναλαμβάνει, έναντι ενός ικανού ποσού, να σκηνοθετήσει τον θάνατό του και να του χαρίσει νέα ταυτότητα και νέα όψη. Να τον κάνει «άλλο». Ο «ξαναγεννημένος» αυτός άνθρωπος, θα ζήσει επιτέλους όπως πραγματικά είχε ονειρευτεί: ελεύθερος από οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις, με νέα ιδιότητα, αυτήν του φτασμένου ζωγράφου. Ήταν ένας μεσόκοπος τραπεζίτης με ήπια κατάθλιψη, που δεν είχε τίποτα να πει στη γυναίκα του, θα γίνει ένας γοητευτικός εργένης, ένας μποέμ καλλιτέχνης με τον απαραίτητο κύκλο θαυμαστών που θα τροφοδοτούν ακατάπαυστα τη ματαιοδοξία του. Όλα τα αναλαμβάνει η εταιρία. Η δεύτερη ευκαιρία γίνεται πραγματικότητα. Ο βαρετός Άρθρουρ Χάμιλτον θα «πεθάνει» για να πάρει τη θέση του ο συναρπαστικός Τόνι Γουίλσον.
Επειδή, όμως, τίποτα δεν είναι απλό όταν πρόκειται για την ανθρώπινη κατάσταση, επειδή δεν μπορείς να «επιδιορθώσεις» την ψυχή όπως επιδιορθώνεις ένα χαλασμένο αντικείμενο, ο αρτιγέννητος Τόνι Γουίλσον εξακολουθεί να υποφέρει μέσα σ’ αυτό το όμορφο ψέμα όπως ακριβώς υπέφερε και στην άσχημη αλήθεια της προηγούμενης ζωής του. Η εταιρία, όπως τον ενημερώνει ο διευθυντής, του προσέφερε το «όνειρο κάθε Αμερικανού άνδρα στη μέση ηλικία», όχι όμως το ΔΙΚΟ ΤΟΥ όνειρο, κι εκεί είναι που παίζεται όλο το παιχνίδι. Ο Άρθουρ συνειδητοποιεί ότι γι’ άλλη μια φορά βρέθηκε παγιδευμένος μέσα στο σχέδιο των άλλων. Η «πρώτη» ζωή του τον κατέθλιβε γιατί δεν την είχε επιλέξει, γιατί ήταν μια ζωή που του είπαν οι άλλοι πως πρέπει να ζήσει, γιατί είχε σχεδιαστεί πριν από αυτόν γι’ αυτόν και του δόθηκε να τη φορέσει σαν ένα δανεικό ρούχο. Το ίδιο συμβαίνει, όμως, και με τη «δεύτερη». Την «πρώτη» την καθόρισαν οι κοινωνικές προσδοκίες, τα ιδανικά της πλειοψηφίας, η κυρίαρχη ιδεολογία, η νόρμα, ίσως η κληρονομικότητα και τα γονίδια. Τη «δεύτερη» ένας συνδυασμός από αντιθέσεις και προεκτάσεις των προηγούμενων παραγόντων διαμόρφωσης της υποκειμενικότητας.
Τόσο στη μία όσο και στην άλλη, αυτό που λείπει είναι το στοιχείο της ελεύθερης επιλογής, το νόημα που δίνουμε οι ίδιοι στα πράγματα, ό,τι εννοούσε ο Σαρτρ με τη λέξη, «ύπαρξη». Αυτή την ύπαρξη θα ζητήσει ο Χάμιλτον/Γουίλσον, κι από αυτήν θα καταλάβει ότι βρίσκεται μια για πάντα αποκλεισμένος. Τόσο πριν όσο και μετά, ζητούσε νόημα και αυτό που του έδιναν στη θέση του ήταν πράγματα, όλο και περισσότερα πράγματα (η κριτική στο αμερικανικό όνειρο και το καπιταλιστικό ιδεώδες είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη). Θέλησε την αλήθεια κι αυτό που του προμήθευαν αντ’ αυτής ήταν πλαστές εικόνες, σχήματα, σημεία κοινωνικής υπεροχής (τόσο ο τύπος του πλούσιου τραπεζίτη όσο κι εκείνος του επιτυχημένου καλλιτέχνη, καίτοι αντιπαρατιθέμενοι σε ό,τι αφορά τη στάση ζωής ή τα στερεότυπα που υπερασπίζονται, είναι ισάξια επιβλητικοί πίνακες στο μουσείο της αστικής μεταφυσικής). Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι επιθυμίες του, ακόμα κι οι πιο αγνές, είναι ετεροκαθορισμένες. Γι’ αυτό η εκπλήρωσή τους, αντί να τον κάνει ευτυχισμένο, μεγαλώνει το κενό μέσα του. Όπως έλεγε ο Λακάν, η Επιθυμία είναι πάντα επιθυμία του Άλλου. Το ελεύθερο, αυτόνομο άτομο είναι μια χίμαιρα, να τι υπονοεί το δυσοίωνο αριστούργημα του Φρανκενχάιμερ: ο κόσμος μάς «φτιάχνει» όπως θέλει κι αδιαφορεί αν μας αρέσει αυτό. «Δεύτερη ζωή δεν έχει» αποφαίνεται μελαγχολικά ο Ελύτης. Και να είχε, λέει το «Seconds», τίποτα δεν θα άλλαζε. Θα παραμέναμε ανικανοποίητοι, θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι πορευτήκαμε σαν να ήμασταν άλλοι. Για να μην συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε ένα νόημα που να μη μας έρχεται έτοιμο απ’ έξω, που να έχει τη σφραγίδα μας, να είναι δικό μας δημιούργημα, αλλά αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Χρειάζεται μόχθος, αγώνας, προσπάθεια εξαντλητική για να καταφέρει ένας άνθρωπος να δώσει νόημα στη ζωή του και στα πράγματα, έτσι ώστε να μην αισθάνεται κάθε στιγμή ότι κάποιος άλλος παίρνει τις αποφάσεις, κινεί τα νήματα και κλέβει την ταυτότητά του.
Την αποτυχία αυτής της προσπάθειας, στη μεταπολεμική Δύση του ατομικισμού και της υλιστικής επέλασης, μετατρέπει σε ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ ο Φρανκενχάιμερ, επιδεικνύοντας μια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που 54 χρόνια μετά εξακολουθεί να λειτουργεί ως σεμινάριο μοντέρνου κινηματογράφου. Οι ασταμάτητα αγχωτικές γωνίες λήψεις, η αδιανόητη χρήση των φακών, οι χίλιοι δυο τρόποι με τους οποίους στήνει την κάμερα ώστε να πετύχει μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το υπερρεαλιστικό (όλο αυτό που παρακολουθούμε θα μπορούσε να είναι απλώς ένας εφιάλτης), η πληροφοριακή πυκνότητα του κάδρου, το υπέροχα μελαγχολικό score, τα πάντα εδώ φανερώνουν έναν ξεχωριστό δημιουργό σε στιγμή τρομερής έμπνευσης, ικανό να μεταμφιέσει ένα –αποκαρδιωτικά απαισιόδοξο– φιλοσοφικό δράμα με μπεργκμανική ψυχή (φανερή ειδικά στον καταπληκτικό διάλογο ανάμεσα στον, μεταμορφωμένο σε Γουίλσον πια, Χάμιλτον και τη γυναίκα του, προς το τέλος της ταινίας, που θα μπορούσε άνετα να έχει ξεπηδήσει από την πένα του μεγάλου Σουηδού), σε αγωνιώδες νουάρ τρόμου με στοιχεία sci-fi.
Το «Seconds» αξιοποιεί τέλεια τη γλώσσα του σινεμά των ειδών προκειμένου να μιλήσει για πράγματα δύσκολα, σύνθετα και επώδυνα. Με την καφκική συμβολική, τις πολιτικές αιχμές και τις ψυχαναλυτικές του προεκτάσεις, αυτό εδώ είναι ένα θεσπέσιο φιλμ πάνω στην αδυναμία να βγάλουμε άκρη με τον κόσμο και τον εαυτό μας, να πλάσουμε από το χάος της ζωής μας μια ακέραιη, χωρίς εσωτερικές ρωγμές, ενότητα ύφους και νοήματος –όπως είναι ένα έργο τέχνης– όπου μέσα της να μπορέσουμε επιτέλους να νιώσουμε ότι έχουμε βρει τη θέση μας. Αλλά «όσο κι αν κανείς προσέχει/ όσο κι αν το κυνηγά/ πάντα πάντα θα ‘ναι αργά»… Ίσως γιατί στο ραντεβού με το αληθινό Εγώ μας, πηγαίνουμε πάντα αργοπορημένοι. Όταν φτάνουμε, έχει ήδη φύγει. Και το χειρότερο είναι πως δεν το προλαβαίνουμε για λίγα «δευτερόλεπτα».