Σε πολυθρόνα ψάθινη κούρνιασαν το κοριτσάκι και το γατί, πριν καλά-καλά ο ήλιος ανατείλει, αναμένοντας, χωρίς να το γνωρίζουν, το φως της καλοκαιρινής αυγής, φως που μοιράστηκαν όχι απλώς αναλογικά, αλλά σε ίσα ακριβώς μερίδια, με την ίδια διάθεση και την ίδια χαρά. Ήταν δε, τόσο μεγάλη η ικανοποίηση από το γεγονός αυτό, που με ευχαρίστηση μοναδική και γαλήνη ζηλευτή απλωνόταν η μια πάνω στη άλλη, απολαμβάνοντας αυτή την υπέροχη αίσθηση που προσφέρει η παρουσία σώματος αγαπημένου, αίσθηση που προκαλούσε τη σκέψη και των δυο, με εικόνες αιωνιότητας και αταλάντευτης σχέσης, αγνοώντας, το μεν κοριτσάκι, ότι το γατί, όπως είναι φυσικό, πολύ πιο σύντομα από την ίδια θα πέθαινε, το δε γατί, ότι το κοριτσάκι μετά το τέλος των διακοπών θα έφευγε για πάντα.
Αγνοώντας αυτά τα δεδομένα οι δυο τους, το κοριτσάκι και το γατί, απολάμβαναν το φως της αυγής να τους τυλίγει και ο χρόνος να μην είχε καμιά σημασία, ενώ η ικανοποίηση, από την θερμή επαφή και τα νωχελικά χάδια, στο πρωινό φως διαπερνούσε τη σάρκα με τρόπο παρόμοιο των εραστών, που πλέουν ως είθισται, στην αιωνιότητα της παρουσίας του άλλου και αγκυροβολούν στην ακυρότητα του χρόνου. Όταν ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά, βρήκε το κοριτσάκι και το γατί να κοιμούνται αγκαλιά, ακίνητες σαν αγάλματα και προπάντων ευτυχισμένες, με το ίδιο ανερμήνευτο, ίσως κι ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο, που, θάλεγε κανείς, ότι περισσότερο ταίριαζε σε νεκρό που ολοκλήρωσε πανευτυχής τον κύκλο της ζωής του.