Μου έφερε και σήμερα τόγεμα να φάω τομί και ζάζα. «Εγώ θέλω να γίνω ιππέας» είπα όταν μου έδωσε το πιάτο. Μου απάντησε μόνο: «παρακαλώ!». Τι παρακαλεί;
Εγώ παρακαλώ να γίνω ιππέας, να ανεβαίνω στόλογο, να τρέχω σαν τον άνεμο.
Τομί και λολό μου έφερνε και η ράχη, εκεί που ζούσα στα σκοτεινά, και μετά μια μέρα με έβγαλε έξω, με έβαλε πάνω στόλογο, αυτή μπροστά και γω από πίσω και με έφερε εδώ. Εδώ δεν είναι εκεί. Εκεί ήταν σκοτεινά και σκληρά γύρω. Μόνο το ντίκι έμενε μαζί μου και το τάιζα από το δικό μου το τομί. Αλλά το ντίκι έμεινε εκεί.
Τώρα είμαι εδώ που με έφερε η ράχη. Εδώ είναι φωτεινά, μαλακά, εδώ ανάβουν τια να ζεσταθώ και να φωτίσουν τη νύχτα. Με πήραν και με έβαλαν σε ενα κουτί και ρίχναν ζεστό νερό, να με πλύνουν είπανε. Ωραία ήταν, μύριζε όμορφα εκείνο το άσπρο πράγμα που το λένε πούνι. Εγώ όμως θέλω να γίνω ιππέας. Τους το είπα ξανά. Μου είπε εκείνο που δεν ήταν η ράχη, «σε λένε Κάσπαρ, εμένα με λεν Γκέοργκ». Και γω του είπα, «σε λένε Κάσπαρ, εμένα με λεν Γκέοργκ, θέλω να γίνω ιππέας». Άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν πήγε να με δαγκάσει, μόνο έβγαλε μια φωνή, γέλιο την λένε, και είπε «όχι, εσένα σε λένε Κάσπαρ». Τότε και γω του είπα: «όχι, εσένα σε λένε Κάσπαρ, εγώ θέλω να γίνω ιππέας.» Αυτό συνεχίστηκε αρκετά, μέχρι που πήρε δυο ρτιά από το φείο του, και στο ένα έφτιαξε πάνω μια ίσια γραμμή με δυο μπράτσα ανοιχτά πάνω της, και στο άλλο έφτιαξε μισή πόρτα. Μου έδωσε το ρτί με τα μπράτσα και είπε: «με λένε Κάσπαρ». Αυτός κράτησε το ρτί με την μισή πόρτα και είπε: «με λένε Γκέοργκ».
Μετά πήρε το ρτί μου, το κράτησε με το χέρι του και δείχνοντας το ειπε: «Κάσπαρ» και μου το έδωσε. Πήρε το ρτί με την μισή πόρτα και είπε δείχνοντας το: «Γκέοργκ». Το έκανε αρκετές φορές, μέχρι που κατάλαβα πως τα ανοιχτά μπράτσα, μάλλον είμαι εγω, ενώ αυτός είναι η μισή πόρτα. Μετά μου έφερε ένα κίτρινο πράγμα, σαν τα τσίσια που κάνω και ένα άλλο πράγμα μακρύ, ροζ και μαλακό, σαν το μέρος του σώματος μου από κει που βγαίνουν τα τσίσια. Έφερε τσίσια και πιπί και για τον ίδιο. Σήκωσε το τήρι να πιει τα τσίσια και έκανε νόημα να κάνω και γω το ίδιο. Το έβαλα στο στόμα μου και το έφτυσα αμέσως. Ζήτησα λολό. Όσο για το πιπί δεν το έβαλα καν στο στόμα μου. Δεν μου άρεσε η μυρωδιά του. Δεν μύριζε τσίσια, μύριζε ζώο. Το έσπρωξα με το χέρι μου και ζήτησα τομί.
Πέρασε καιρός από εκείνες τις πρώτες μέρες στο σπίτι του Γκέοργκ. Τώρα έμαθα πως εγώ είμαι ο Κάσπαρ, εκείνος ο Γκέοργκ, η Γκρέτα με το άσπρο πανί στο κεφάλι και τα ρούχα που είναι αλλιώτικα από τα δικά μου και του Γκέοργκ είναι φράου και εμείς, μαν. Τώρα ξέρω πως κάθε φράου και κάθε μαν έχουμε ένα όνομα για να μας φωνάζουν και εμείς να απαντάμε. Δουλειά της Γκρέτας είναι να φτιάχνει το τομί, τις πατάτες, το πιπί που λέγεται λουκάνικο. Ολα τα πράγματα έχουν το όνομα τους, αλλά μόνο οι φράου, οι μάν, τα σκυλιά και οι γάτες απαντούν στα ονόματα τους. Όταν έμαθα τη λέξη καρέκλα, άρχισα να την φωνάζω, περιμένοντας να έρθει κοντά μου. Αλλά δεν ήρθε, γιατί ο Γκέοργκ μου είπε πως δεν έχει ψυχή. Και ό,τι δεν έχει ψυχή, δεν απαντάει όταν το φωνάζεις. Τις προάλλες έσφιξα δυνατά την γάτα μας και μετά αυτή έπαψε να κινείται όταν την φώναξα ψιψιψι. Ηταν ξαπλωμένη στον κήπο δίπλα μου χωρίς να κάνει τίποτα. Την φώναξα ξανά και ξανά αλλά εκείνη, τίποτα. Έτρεξα στον Γκέοργκ και του είπα πως η γάτα έγινε σαν την καρέκλα. Χωρίς ψυχή. Τότε εκείνος μου είπε για τον θάνατο, που παίρνει τις ψυχές των ζώων και των ανθρώπων. Δηλαδή όλοι μια μέρα θα γίνουμε καρέκλες.
Εγώ θέλω να γίνω ιππέας. Όμως αντί να ανεβαίνω στάλογα, που έχουν κι αυτά ψυχή, ανεβαίνω στο σκαμνί του πιάνου και ο Γκέοργκ μου μαθαίνει να παίζω. Αυτό το παιχνίδι όμως είναι αλλιώτικο από εκείνο που έκανα με τον ντικό μου, τότε που εμένα στα σκοτεινά.
Το πιάνο είναι σαν την καρέκλα. Όταν το φωνάζεις δεν έρχεται. Αλλά όταν χτυπάς τα άσπρα και τα μαύρα δόντια του, μιλάει, σα να έχει ψυχή. Και όταν παίζω και κουράζομαι ο Γκέοργκ με διορθώνει λέγοντας μου: «να παίζεις με ψυχή, Κάσπαρ! Έτσι μπράβο, με ψυχή».
Όμως εγώ θέλω να γίνω ιππέας. Κάθε φορά που σταματάει το παιχνίδι με το πιάνο που δεν έχει, αλλά έχει ψυχή, η Γκρέτα μου φέρνει ένα κομμάτι τομί με ζάζα. Και όταν το βάζω στο στόμα μου είναι σαν να τρώω τις σκοτεινές μέρες της ζωής μου, τότε που έτρωγα μόνο τομί και έπινα λολό, μαζί με την γλυκιά ζωή μου τώρα που ζω στο φωτεινό σπίτι του Γκέοργκ με τα μαλακά έπιπλα που έχουν ονόματα, αλλά δεν έχουν ψυχή.