Απ’ τη ζωή βγαλ­μέ­νο

Ορι­σμέ­νοι το­νί­ζουν ότι τα βι­βλία τους εί­ναι «φέ­τες ζω­ής». Ότι ο συγ­γρα­φέ­ας πρώ­τα ζει τα πράγ­μα­τα κι ύστε­ρα τα γρά­φει. Η Τό­νι Μό­ρι­σον, πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νη αφρο­α­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας, δεν θε­ω­ρεί αυ­το­νό­η­τη τη σύν­δε­ση βί­ου και συγ­γρα­φής.
«Ρίξ­τε μια μα­τιά σε αν­θρώ­πους που δεν με­τα­κι­νή­θη­καν από την κα­ρέ­κλα τους και επι­νό­η­σαν τα πά­ντα. Ο Τό­μας Μαν, για πα­ρά­δειγ­μα. Νο­μί­ζω ότι έκα­νε ελά­χι­στα τα­ξί­δια. Ορι­σμέ­νες φο­ρές χρειά­ζε­σαι το ερέ­θι­σμα. Όμως εγώ δεν πη­γαί­νω που­θε­νά για να αντλή­σω ερε­θί­σμα­τα. Δε θέ­λω να πάω που­θε­νά. Θα μπο­ρού­σα να μεί­νω καρ­φω­μέ­νη σε ένα ση­μείο και να εί­μαι ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Δεν εμπι­στεύ­ο­μαι τους αν­θρώ­πους που λέ­νε ότι πρέ­πει να πά­νε κά­που για να συγ­γρά­ψουν. Δεν γρά­φω αυ­το­βιο­γρα­φία. Πρώ­τα απ’ όλα, δεν εν­δια­φέ­ρο­μαι για τους πραγ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους ως αφορ­μές για συγ­γρα­φή, και σ’ αυ­τό πε­ρι­λαμ­βά­νω κι εμέ­να την ίδια. Αν γρά­ψω για κά­ποιον που εί­ναι ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο, για πα­ρά­δειγ­μα για τη Margaret Garner, δεν μου χρειά­ζε­ται να ξέ­ρω τί­πο­τα γι’ αυ­τήν. Δια­βά­ζω μο­νά­χα δύο συ­νε­ντεύ­ξεις της. Εκεί έχου­με μια γυ­ναί­κα που απο­δρά από τη φρί­κη της σκλα­βιάς και τα έχει τε­τρα­κό­σια. Πα­ρό­λο που δο­λο­φό­νη­σε το παι­δί της, δε βγά­ζει αφρούς από το στό­μα. Εί­ναι εντε­λώς ήρε­μη και δη­λώ­νει “θα το έκα­να πά­λι”. Αυ­τό εί­ναι πα­ρα­πά­νω από αρ­κε­τό για να πυ­ρο­δο­τή­σει τη φα­ντα­σία μου» (The Paris Review Interviews, Women Writers at work, επ. G. Plimpton).
Άλ­λω­στε, πέ­ρα από τα συμ­βά­ντα, υπάρ­χει η εσω­τε­ρι­κή ζωή. Βέ­βαια, η εσω­τε­ρι­κή ζωή δεν αφή­νει ορα­τά ίχνη, όπως ένα αε­ρο­πο­ρι­κό ει­σι­τή­ριο ή μια πε­τα­μέ­νη βέ­ρα. Αλ­λά μπο­ρεί να μας τα­ξι­δεύ­ει ή να μας τσού­ζει το ίδιο.