Η έκδοση της Αφηγήτριας ταινιών του χιλιανού συγγραφέα Hernán Rivera Letelier (εκδ. Αντίποδες, μτφ. Λένας Φραγκοπούλου) και η ιδιαίτερα επιτυχημένη μεταφορά του έργου στο θέατρο από τον Θανάση Χαλκιά με τίτλο H σινε-παρμένη (από τον Ιανουάριο στο Θέατρο Αργώ, μετά από τρεις παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών), αποτέλεσαν το κίνητρο για μια παραπάνω αναζήτηση στοιχείων σχετικά με τον συγγραφέα και τον χώρο όπου διαδραματίζεται το αφήγημα. Ο Rivera Letelier δεν μου ήταν άγνωστος, το μικρό ωστόσο αυτό έργο το βρήκα πιο συναρπαστικό και ανθρώπινο, και με μια οικονομία λόγου που δεν είχα διαπιστώσει σε άλλα έργα του. Ήταν μόνο αυτό; Ή και οι μνήμες που μου ανέσυρε από έναν λαό που γνώρισα από πολύ κοντά, χωρίς ωστόσο να έχω ποτέ επισκεφθεί τη χώρα του;
Χιλή 1973, Σαλβαδόρ Αλιέντε, Πάμπλο Νερούδα, Κάντο Χενεράλ, Anaconda Copper Co., Αουγούστο Πινοτσέτ, διώξεις, βασανιστήρια, εξαφανίσεις, εξορίες, Κιλαπαγιούν, Βίκτορ Χάρα, Βιολέτα Πάρρα, αρπιγιέρας και εμπαναδίγιας τσιλένας σε λαϊκές γιορτές στις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης, όπου είχαν καταφύγει στρατιές εξορίστων ήταν οι αναφορές που είχαμε γι’ αυτή τη χώρα. Tόσο λίγα ξέραμε, κι όμως ήταν αρκετά για να ταυτιστούμε με τον λαό της. El pueblo unido jamás será vencido (Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος), Fuera de Chile, fuera de Argentina, fuera los yanquis de América Latina (‘Εξω απ’ τη Χιλή, έξω απ΄την Αργεντινή, έξω οι γιάνκηδες απ’ τη Λατινική Αμερική). Πολιτική ταύτιση; Σίγουρα. Αλλά όχι μόνο. Πολιτισμική συγγένεια. Τότε όμως δεν ξέραμε το γιατί. Ούτε και ψάχναμε. Παρίσι, Γενεύη, μέσα της δεκαετίας του ‘70. Ξένοι όλοι, σε ξένες πόλεις, άλλοι νόμιζαν ότι χτίζαν το μέλλον τους κι άλλοι μαζεύαν τα ρημαγμένα κομμάτια απ’ το δικό τους. Άνισες σχέσεις, ασταθείς ισορροπίες. Αμηχανία μπροστά σ’ αυτόν που είχε καταστραφεί η ζωή του για ένα πιστεύω. Tι μπορείς να του πεις που να μην ηχεί ηλίθιο.
Το 1977, είδα στο Παρίσι τo ντοκιμαντέρ του Πατρίσιο Γουσμάν Η μάχη της Χιλής. Σκηνές τραγικά οικείες. Τη Λατινική Αμερική την κουβαλούσα μέσα μου ήδη από την Ελλάδα. Ένα συνονθύλευμα, μια εικόνα θολή μεταξύ Κούβας, Αργεντινής, Χιλής και Μεξικού. Ονειρευόμασταν να πάμε στην Κούβα να κόψουμε ζαχαροκάλαμο! Το 1994 που πήγα, κατάλαβα τι ακριβώς σήμαινε να κόβεις ζαχαροκάλαμο κάτω από τον τροπικό ήλιο και με σμήνη εντόμων να σε στραβώνουν! Διαβάζαμε για τη Λατινική Αμερική. Στην Ελλάδα ό,τι βρίσκαμε, στο Παρίσι ό,τι προλαβαίναμε: Celso Furtado, Günter Frank, Adolfo Gilly, Josué de Castro (Η γεωπολιτική της πείνας). Η εκπαίδευση στην Κούβα από τις εκδόσεις Maspero. Λογοτεχνία ελάχιστη, δεν ήταν επείγουσα. Τραγούδι μόνο πολιτικό. Τα μπολέρο και οι ραντσέρας που άκουσα από τους Μεξικάνους μου φάνηκαν τραγουδάκια απροβλημάτιστων μικροαστών. Μεγάλη κουβέντα μην πεις! Η ζωή σε πάει δεν την πας. Και η τέχνη σε εκδικείται!
Από τους Χιλιανούς ακούγαμε τις λέξεις cobre chileno, guano, salitre. Τι ήταν το γουάνο; Tι ήταν το σαλίτρε; Nitrato de Chile είδα πολύ αργότερα σε κάτι ωραίες παλιές διαφημίσεις λιπασμάτων στα χωριά της Ισπανίας. Αυτό, λέω, θα είναι που στα χιλιανά το λένε salitre και δεν με ξανααπασχόλησε το θέμα. Όταν διάβασα το La Contadora de peliculas (H αφηγήτρια ταινιών) του Hernán Rivera Letelier, τo σαλίτρε επανήλθε και μαζί η πάμπα σαλιτρέρα, αλλά και πάλι δεν το έψαξα. Το βιβλίο είχε πολλά άλλα που μ’ απασχολούσαν. Το κοινωνικό κομμάτι, η κλειστή κοινωνία των νιτροχωριών της πάμπας που βρίσκονται στο μέσο του πουθενά. Χωρίς ωστόσο να έχω ακόμα καταλάβει το μέγεθος αυτού του πουθενά. Η ζωή της μικρής αφηγήτριας και των δικών της, που η πάμπα θα τους καταβροχθίσει έναν-έναν, όπως ο Κρόνος τα παιδιά του, αφού πρώτα τους χαρίσει μια πρόσκαιρη εικονική ευτυχία. Ένα ταπεινό δικαίωμα στο όνειρο μέσα από το σινεμά. Και ούτε καν από το ίδιο το σινεμά –ακριβή διασκέδαση έξω από τις δυνατότητές τους– αλλά μέσα από την αφήγηση της μικρής Μαρίας Μαργαρίτας που με το ταλέντο της κατορθώνει να συγκινήνει περισσότερο απ’ ό,τι οι ίδιες οι ταινίες. Κι αυτό το ταπεινό δικαίωμα θα αρχίσουν να το απολαμβάνουν και οι άλλοι κάτοικοι του χωριού και η Μαρία Μαργαρίτα να εξαντλεί τη φαντασία της διανθίζοντας την αφήγηση με τα φτηνά στολίδια που της επιτρέπουν τα πενιχρά μέσα που διαθέτει μετατρέποντάς την έτσι σε θεατρική παράσταση. Το όνειρο που δημιουργούσε για τους άλλους θα τη ρουφήξει μέσα του. Κάποια στιγμή όμως, ο κόσμος γύρω της –φανταστικός και πραγματικός– θα αρχίσει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Η εταιρεία θα κλείσει, το νιτροχώρι θα αδειάσει κι αυτή μόνη πια θα περιφέρεται σ’ ένα χωριό-φάντασμα προσπαθώντας με πείσμα να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του ονείρου και αφηγούμενη στους περιστασιακούς επισκέπτες ένα όνειρο ακόμα πιο ζωντανό, διεκδικώντας έτσι την «αλήθεια του ψέματος»!
Οι απορίες της μεταφράστριας με ώθησαν να ψάξω τι ήταν η πάμπα σαλιτρέρα. Νόμιζα ότι θα αρκεστεί στις πληροφορίες για τις μεξικάνικες ταινίες που διηγείται η ηρωίδα και τα μπολέρο και τις ραντσέρας που τραγουδάει. Αυτά τα μελοδράματα και τα τραγουδάκια απροβλημάτιστων μικροαστών που είχα υποτιμήσει κάποτε και που σαράντα χρόνια μετά είχαν γίνει κομμάτι του εαυτού μου. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε γι΄ αργότερα.
Αρχίζω λοιπόν να ψάχνω για την πάμπα σαλιτρέρα που ο Νερούδα τής έχει αφιερώσει ένα κεφάλαιο στο Confieso que he vivido, την εξομολόγηση της ζωής του. Άλατα, έρημος, άμμος, ξερή λάβα, ανύπαρκτη βλάστηση, τοπίο σεληνιακό. Ατακάμα, Βόρεια Χιλή, εκατό φορές πιο ξηρή από την Κοιλάδα του Θανάτου. Ταραπακά, Αντοφαγάστα, αυτή την έχω ξανακούσει χρόνια πριν, τότε που οι πληροφορίες ήταν λίγες και που θυμόσουν ακόμα κι από ποιον τις άκουσες. Salitre, Νίτρο της Χιλής. Βρίσκω διαφημίσεις λιπασμάτων με ευτυχισμένους γεωργούς σ’ όλο τον κόσμο. Oro blanco (Λευκός χρυσός). Πόλεμος του Ειρηνικού (1879-1883) μεταξύ Χιλής από τη μια και Βολιβίας και Περού από την άλλη. Η Βολιβία χάνει τη διέξοδο στη θάλασσα και οι επαρχίες Ταραπακά και Αντοφαγάστα προσαρτώνται στη Χιλή που κατέχει πλέον τα σημαντικότερα ορυχεία νιτρικού νατρίου και νιτρικού καλίου του Πλανήτη. Κατέχει αλλά δεν νέμεται. Αγγλικές εταιρείες διεκδικούν τα δικαιώματα που ήδη είχαν στο Περού και τη Βολιβία. O John Thomas North ένας φτωχός άγγλος μηχανικός θα κερδοσκοπήσει με ασύγκριτη δεξιοτεχνία και θα χρειαστεί ελάχιστο χρόνο για να αποκτήσει τον τίτλο του «Bασιλιά του νίτρου». Oι ΗΠΑ δεν θα αργήσουν να μπουν κι αυτές στο παιχνίδι κατηγορώντας τη Μεγάλη Βρετανία ότι είχε βοηθήσει τη Χιλή στον Πόλεμο του Ειρηνικού. Οι εταιρείες εξόρυξης θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται μέσα στην έρημο σαν μανιτάρια. Επίσημες πηγές αναφέρουν ότι το 1910 την εποχή της ακμής είχαν φθάσει τις 118 με περίπου 50.000 εργαζόμενους. Ο πυρετός του νίτρου θα προσελκύσει έναν τεράστιο αγροτικό πληθυσμό, όχι μόνο από τη Χιλή, αλλά και από τη Βολιβία και το Περού, που θα διαπιστώσει επί τόπου ότι το Ελ Δοράδο που του είχαν υποσχεθεί δεν ήταν και τόσο δοράδο. Τα νιτροχώρια, μικρές απομονωμένες κοινωνίες ερημίας, δεν θα αργήσουν να εξεγερθούν: oι συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης είναι παραπάνω από άθλιες. Οι εταιρείες λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Η εξόντωση απεργών στo σχολείο Santa María de Iquique, το 1907, θα είναι η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία του νίτρου, τη στιγμή ακριβώς που η παραγωγή βρίσκεται στα ύψη.
Εκεί στην έρημο θα ξεκινήσουν τα μεγάλα εργατικά κινήματα. Οι συνθήκες, που δεν ήταν βέβαια ίδιες σε όλες τις εταιρείες θα βελτιωθούν σχετικά, αλλά η παραγωγή θα αρχίσει σιγά-σιγά να μειώνεται με την εφεύρεση το 1917 χημικών υποκατάστατων. Οι εξαγωγές από το 1930 και μετά θα πάρουν την κάτω βόλτα. Τα εργοτάξια θα αρχίσουν να κλείνουν και τα χωριά να ερημώνουν. Τη δεκαετία του ’60 δεν θα έχουν μείνει παρά ελάχιστα. Ο κόσμος της πάμπας θα ψάξει αλλού την άτυχη τύχη του κουβαλώντας μνήμες που ο χρόνος θα εξιδανικεύσει. Τα χωριά-φαντάσματα θα πνιγούν στη σκόνη του άνυδρου τόπου. Κάποιοι τουρίστες θα περιφέρονται αναζητώντας πρωτόγνωρες εμπειρίες. Η κόλαση είναι πιο ενδιαφέρουσα από τον παράδεισο, ιδίως όταν δεν ζεις μέσα σ΄αυτή. Η Oυνέσκο θα ανακηρύξει τα συγκροτήματα Santa Laura και Santiago Humberstone άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας. Η πάμπα σαλιτρέρα
θα μπει σε μουσείο.
Πίσω όμως από την επίσημη ιστορία υπάρχει η ιστορία των άσημων κι ασήμαντων. Yπάρχουν οι «αόρατοι αγώνες», «οι αόρατες μάχες» που η επίσημη ιστορία αγνοεί και παραβλέπει. Αυτή την ανεπίσημη ιστορία του κόσμου της πάμπας, την ιστορία της ζωής σ’ αυτόν τον ανελέητα σκληρό τόπο, ο Rivera Letelier μάς τη δίνει, με έναν τρόπο λιτό και άμεσο, χωρίς δράματα κι εξιδανικεύσεις, με χιούμορ καταλυτικό, μαύρο πολλές φορές, στην ανεπιτήδευτη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Αυτοί είναι άλλωστε και οι ήρωές του. Ένας κόσμος που προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια και τη φτώχεια, σ’ ένα περιβάλλον όπου η αξία του ατόμου διακυβεύεται ανά πάσα στιγμή, που ο καθένας κρίνεται γι΄αυτό που είναι κι όχι γι΄αυτό που έχει. Άλλωστε κανείς δεν έχει τίποτα. Κι εκεί φαίνονται κατά τον Letelier οι πραγματικές ανθρώπινες αξίες. Παιδί ο ίδιος της πάμπας, ξέρει καλά για τι μιλάει. Θα ζήσει μόνος του από τα 11, μετά τον θάνατο της μητέρας του και τη διάλυση της οικογένειάς του, δουλεύοντας ως εφημεριδοπώλης στην Αντοφαγάστα -«ό,τι έβγαζα μου έφτανε για να τρώω και να πηγαίνω σινεμά». Γραμματοκομιστής στα 14 και ηλεκτροτεχνίτης στα 18 στις εγκαταστάσεις María Elena της εταιρείας Anglo Lautaro (σήμερα Soquimich). Στα 19 του, με σακίδιο στην πλάτη θα ταξιδέψει σε Χιλή, Περού, Βολιβία, Ισημερινό, Αργεντινή. «Το ταλέντο μου στην ποίηση το ανακάλυψα από την πείνα», λέει. Επιστρέφοντας στη Χιλή το 1973, αρχίζει να δουλεύει στο ορυχείο Mantos Blancos και κατόπιν στο Pedro de Valdivia, ενώ παράλληλα φοιτά σε νυχτερινό για να τελειώσει τη βασική εκπαίδευση. Τριάντα χρόνια θα ζήσει συνολικά στην πάμπα. Γράφει ποίηση, αποσπά βραβεία, το μυθιστόρημα όμως που θα τον τινάξει στα ύψη του λογοτεχνικού στερεώματος θα είναι το La Reina Isabel cantaba rancheras (Η βασίλισσα Ισαμπέλ τραγουδούσε ραντσέρας). Εκεί πρωτομιλάει για τη ζωή στην πάμπα, μέσω της ιστορίας μιας «μυθικής» πόρνης , της οποίας ο θάνατος θα προκαλέσει ομαδικό θρήνο στο νιτροχώρι. Συγκρατώ τα παρακάτω από μια συνέντευξή του: « H σχέση της πόρνης με τον εργάτη του νίτρου ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια καθαρά ερωτική εμπορική συναλλαγή. Τους συνέδεε φιλία, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη. Τον δεχόταν ακόμα κι όταν δεν είχε να πληρώσει. Περίμενε μέχρι να τον πληρώσουν.»
Το βιβλίο εξακολουθεί να εκδίδεται μέχρι σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια μετά. Θα ακολουθήσουν άλλα δεκαοκτώ μυθιστορήματα, μέσα στην επιθυμία του συγγραφέα να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη ενός κόσμου που έσβησε και που είχε αρχίσει να ξεχνιέται. Ο Rivera Letelier θα αποκομίσει βραβεία, θα μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, θα τύχει διεθνούς αναγνώρισης. Οι κριτικοί της χώρας του ωστόσο θα είναι επιφυλακτικοί απέναντί του. Δεν έχει πανεπιστημιακές σπουδές, δεν έχει πτυχία, λες και το ταλέντο χρειάζεται διαπιστευτήρια. «Δεν γράφω ούτε για τους συγγραφείς ούτε για τους κριτικούς, γράφω για τον απλό κόσμο, γράφω π.χ. για τις μαμάδες των κριτικών» θα πει ο συγγραφέας που ξέρει πολύ καλά να ξορκίζει με χιούμορ την πίκρα. Άλλωστε το ίδιο δεν κάνει και στο έργο του; Το κοινό ωστόσο δεν συμφωνεί με τους κριτικούς και τον ακολουθεί πιστά εδώ και χρόνια. Πολλά απ’ τα βιβλία του κινούνται μεταξύ best-seller και long-seller. Και δεν πρόκειται βέβαια για «ροζ» λογοτεχνία. «Δεν μπορείς να γράψεις «ροζ» λογοτεχνία για την πάμπα», λέει ο ίδιος.
Υπάρχουν συγγραφείς των οποίων το έργο έχει ιδιαίτερα επηρεαστεί από τον κινηματογράφο. Από τους Λατινοαμερικάνους αναφέρω την πιο ακραία περίπτωση, τον Manuel Puig. Θα είχε ενδεχομένως συμβεί το ίδιο και με τον Rivera Letelier, αν το νίτρο δεν είχε σκεπάσει τα πάντα. Mανιώδης θεατής από παιδί, ίσως να αναζητούσε στον κινηματογράφο το όνειρο που δεν του παρείχε η πραγματική του ζωή. Αυτόν τον ρόλο δεν έπαιξε άλλωστε ο κινηματογράφος, ως μέσο μαζικής διασκέδασης, παρέχοντας στα λαϊκά στρώματα μια πρόσβαση πολύ πιο άμεση απ΄ ό,τι το βιβλίο; Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού, ιδίως στις χώρες της περιφέρειας. Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην «Αφηγήτρια ταινιών» αυτό είναι προφανές, από το είδος των ταινιών που αναφέρονται. Καουμπόικες, τρόμου, πολεμικές, ερωτικές, επιστημονικής φαντασίας. Tζον Γουέιν, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Τζέρι Λιούις, Μέριλιν Μονρόε, Τσάρλον ΄Ιστον, Γκάρι Κούπερ είναι οι ηθοποιοί που η ίδια καλείτο να μιμηθεί όταν η ταινία ήταν «με γράμματα» και πολλοί ενήλικες αναλφάβητοι προτιμούσαν να ακούσουν εκείνη, «παρά να πάνε στο σινεμά και να μην καταλάβουν γρυ». Ίσως για τον λόγο αυτό, οι ταινίες με τη μεγαλύτερη επιτυχία θα είναι οι ισπανόφωνες. Η «Βιολετέρα» με τη Σαρίτα Μοντιέλ, οι ταινίες με τη Μαρισόλ «το κορίτσι-θαύμα από την Ισπανία» και φυσικά οι μεξικάνικες «εκείνες οι δακρύβρεχτες με τα ωραία τραγούδια» που ο πατέρας της προτιμούσε ανεπιφύλακτα και τις οποίες η ίδια διηγείτο και αναπαρίστανε με τη μεγαλύτερη επιτυχία μια και τραγουδούσε και τα τραγούδια που τόσες φορές είχε ακούσει από τα μεγάφωνα στις καντίνες του χωριού. Ο Μιγέλ Ασέβες Μεχία, η Λόλα Μπελτράν, ο Χοσέ Αλφρέδο Χιμένες, ο Χόρχε Νεγρέτε με τα μπολέρο και τις ραντσέρας μονοπωλούσαν τότε, αλλά και για δεκαετίες αργότερα, τα ραδιόφωνα όλης της ισπανόφωνης Αμερικής. Tα μεξικάνικα μελοδράματα μονοπωλούσαν με τη σειρά τους τις κινηματογραφικές αίθουσες της ηπείρου προσφέροντας στο λαϊκό κοινό -και όχι μόνο- έναν ψυχοθεραπευτικό χείμαρρο από ανεκπλήρωτους έρωτες, ένοχες μοιχείες, ανικανοποίητα πάθη, αυτοκτονίες, απίθανες συμπτώσεις, ανέλπιστες κληρονομιές, αφοσιώσεις μέχρι θανάτου, εγκλήματα καθοσιώσεως.
Και η μικρή αφηγήτρια έχοντας ενστερνιστεί όλη αυτή την κουλτούρα και αντιλαμβανόμενη τον καθοριστικό ρόλο που είχε να διαδραματίσει στη μικρή κοινότητα του χωριού της συνοψίζει με δυο λόγια την ανεκτίμητη κοινωνική της προσφορά: «Εκείνη την εποχή ανακάλυψα ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων. Τους αρέσει μέχρι και ψέματα να τους λένε, αν αυτά τα ψέματα είναι καλοειπωμένα. Γι’ αυτό και γνωρίζουν επιτυχία οι απατεώνες, γιατί έχουν ευχέρεια στα λόγια. Χωρίς καν να το επιδιώξω, είχα κατορθώσει να γίνω ο θαυματοποιός τους. Κάτι σαν νεράιδα, όπως έλεγε και η γειτόνισσα. Οι αφηγήσεις μου τους έβγαζαν από εκείνο το πικρό τίποτα που ήταν η έρημος και, έστω και για λίγο, εγώ τους ταξίδευα σε κόσμους θαυμαστούς, γεμάτους έρωτες, όνειρα και περιπέτεια. Χάρη στις αφηγήσεις μου μπορούσε ο καθένας, αντί να βλέπει εκείνους τους κόσμους στην κινηματογραφική οθόνη, να τους φαντασιώνεται κατά τα κέφια του.»
Η ελληνική έκδοση της Αφηγήτριας περιλαμβάνει σε επίμετρο το κεφάλαιο «Η πάμπα του νίτρου» από το Confieso que he vivido του Νερούδα που ανέφερα παραπάνω. Ξαναδιαβάζοντάς το, μου έρχεται στον νου ένα άλλο μικρό κείμενο του ισπανού συγγραφέα Αrturo Barea γραμμένο μετά τον ισπανικό εμφύλιο που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί απ’ οποιονδήποτε εργάτη της πάμπας.
«Eίμαι σοσιαλιστής. Ναι κύριε, σοσιαλιστής. Και δεν έχω διαβάσει ούτε τον Μαρξ ούτε και τον Μπακούνιν. Κι ούτε και μ’ ενδιαφέρουν. Είμαι σοσιαλιστής για τον ίδιο λόγο που εσύ είσαι αναρχικός και ο Μανόλο είναι κομουνιστής: γιατί έχουμε μπουχτίσει αυτή την άθλια ζωή. Μια ωραία πρωία σε γεννάει η μάνα σου, χωρίς καν να καταλάβεις τι σου συμβαίνει. Και μόλις αρχίσεις να νιώθεις τι σου γίνεται, το πρώτο που βλέπεις είναι ότι ο πατέρας σου είναι άνεργος, ότι η μάνα σου σου ετοιμάζει αδερφάκι κι ότι το τσουκάλι είναι άδειο. Σε στέλνουν στο σχολειό για να σου δώσουν οι παπάδες φαΐ, από ελεημοσύνη. Και μόλις μεγαλώσεις λιγάκι, πριν ακόμα μάθεις καλά-καλά να διαβάζεις, σου λένε: είσαι άντρας πια και σε στρώνουν στη δουλειά... Κι όταν γίνεις άντρας πια αρχίζεις να κερδίζεις τρεις κι εξήντα... Γι΄αυτά και για πολλά άλλα είμαι σοσιαλιστής (...) και πάψτε πια με τους Μπακούνιν και τους Μαρξ και δεν ξέρω με ποιον άλλο ακόμα.» (Αrturo Barea: La forja de un rebelde: La llama 1941-1944).
Η ανθρώπινη μοίρα δεν γνωρίζει σύνορα…