Το μινωικό ειδώλιο της πήλινης χορεύτριας που κοσμεί το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής της Τασούλας Καραγεωργίου στροβιλίζεται σε έναν ακίνητο χορό εδώ και τριάμισυ χιλιάδες χρόνια. Εικονίζει τον χορό τον ίδιο, καθώς και το σώμα που χορεύει και, χορεύοντας, μεταμορφώνει τον χώρο, αλλά και τον χρόνο, αφού τον διασχίζει απτόητο καλώντας μας μέσα από τους αιώνες να συμμεριστούμε τη δική του αίσθηση της γης και του αέρα. Ή και να ενώσουμε την κίνησή μας με τη δική του συμμετέχοντας στην ευτυχία του ανάερου και ανάλαφρου, σε μια πολυσήμαντη τελετουργία, σε μια αγκαλιά. Η ποίηση είναι χορός, λέει ο Πωλ Βαλερύ, αντιδιαστέλλοντάς τη με την πρόζα, την οποία παρομοιάζει με το βάδισμα. Η πρόζα οδηγεί κάπου, υποστηρίζει, η ποίηση όχι: είναι κίνηση που πραγματοποιείται για τη χαρά της κίνησης. Μην ξεχνάμε όμως τους τελετουργικούς χορούς: αυτούς που καλούν τη βροχή, ενώνουν κοινότητες ανθρώπων ή αφηγούνται κάποιο επεισόδιο διατηρώντας το, συμβολοποιημένο και μορφοποιημένο, στη μνήμη χορευτών και θεατών. Σε μια τέτοια τελετουργία μοιάζει να προσκαλεί τους αναγνώστες της η Τασούλα Καραγεωργίου με τη δική της Πήλινη χορεύτρια.
Από το πρώτο ήδη ποίημα θέτει το ζήτημα της χρησιμότητας ή αχρηστίας και ματαιότητας της ποιητικής γραφής. Εάν μάταιη πείτε τη γραφή, ξεκινά, για να μιλήσει στη συνέχεια για το παλιότερο δείγμα της / στο δικό μας τ’ αλφάβητο: έναν στίχο χαραγμένο σε μια μικρή οινοχόη, ο οποίος αναφέρεται στην τέχνη του χορού. Η οινοχόη θα δοθεί ως έπαθλο στον καλύτερο χορευτή. Και το ποίημα καταλήγει με μια παρένθεση: (Κάτι άχρηστο ίσως / όπως μοιάζει εν γένει η ποίηση / –σαν χορού το κυμάτισμα / σαν σημάδι βαθύ / στης ψυχής χαραγμένο τη μνήμη). Ο χορευτικός ρυθμός των παρένθετων στίχων, με τη δραστική παρουσία ιάμβων και αναπαίστων υπογραμμίζει διακριτικά τη σχέση της ποίησης με την τέχνη του χορού. Άχρηστο ίσως χαρακτηρίζεται το αντικείμενο που δίδεται ως έπαθλο – η μικρή οινοχόη (διακοσμητική πιθανόν), αλλά και η ίδια η πράξη της ποιητικής γραφής. Η ένσταση της ποιήτριας σε μια τέτοια αντίληψη υποδηλώνεται με το ρήμα μοιάζει, καθώς και με τους στίχους που ακολουθούν. Το κυμάτισμα του χορού ταυτίζεται με το βαθύ σημάδι που χαράσσεται στη μνήμη (όπως και στον πηλό)· στη μνήμη όχι τη συνειδητή, αλλά την υπόγεια, και, γι’ αυτό, μας διαμορφώνει. Ανεξίτηλο χάραγμα, επομένως, η ποίηση. Τι είναι όμως αυτό που χαράσσεται και με ποιον τρόπο χαράσσεται επάνω σε κάτι άυλο;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, έτσι όπως μπορούμε να τη συνθέσουμε εξετάζοντας τα ποίηματα της συλλογής, είναι διττή. Αυτό που επιδιώκει η ποίηση να χαράξει στις ψυχές των ανθρώπων είναι η αλληλεγγύη και η αγάπη – η ανοιχτή αγκαλιά της μικρής πήλινης χορεύτριας· τα χέρια τα απλωμένα όχι μόνο για το δικό της στροβίλισμα, αλλά και για να ενωθούν με άλλα σε έναν ατέρμονο κύκλιο χορό. Ένα δόσιμο χωμάτινης αγάπης βλέπει η ποιήτρια στα ανοικτά [...] χέρια της χορεύτριας. Αγάπη η οποία συναρτάται άμεσα στη συλλογή με τις σημερινές κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Ν’ αγκαλιάσει γλυκά τους πτωχούς και τους ξένους ζητά από την Αθήνα η Τασούλα Καραγεωργίου σε άλλο ποίημα. Και αλλού μιλά για τα αδικημένα παιδιά, για τους πρόσφυγες-ναυαγούς τσακισμένους στα βράχια, για τα κοριτσάκια που αγκαλιά έχουν μάθει / τον θάνατο, για τον πόνο των ξένων γυναικών που κουβαλούν το πένθος και τον φόβο αλλά δεν παύουν αν επιδίδονται σε πράξεις αγάπης, έστω και αν αυτές δεν αρκούν ποτέ. Μια ποίηση στρατευμένη, λοιπόν, με την ευρεία έννοια του όρου. Παράλληλα –και αυτή είναι η δεύτερη πτυχή του ανεξίτηλου χαράγματος– η ποίηση αποβλέπει να μας χαρίσει μια νέα θέαση των πραγμάτων. Να μας αποσπάσει από τον μεμψίμοιρο θρήνο για μια άχαρη ρουτίνα και να μας κάνει να δούμε τις ομορφιές που περιμένουν το βλέμμα μας πέρα από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους με τα αυτοκίνητα και τα απρόσωπα πλήθη. Ένα τέτοιο βλέμμα θα λειτουργήσει ως ενισχυτικό της αγάπης, καθώς ο θεατής θα ανακαλύψει στην καθημερινότητά του δυνατότητες να αρπαχτεί από κάπου, να υποστασιοποιηθεί και, επομένως, να αντικρίσει τον Άλλον και να συναντηθεί μαζί του.
Με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια υποστασιοποίηση και συνάντηση; Με ποιον τρόπο, δηλαδή, επιτυγχάνεται το ανεξίτηλο χάραγμα; Αυτό το ερώτημα μοιάζει να απασχολεί την ποιήτρια στη συγκεκριμένη συλλογή, καθώς τα περισσότερα ποιήματα προσανατολίζονται στην υπόδειξη μιας απάντησης. Στο κέντρο του υπαρξιακού χορού η Τασούλα Καραγεωργίου τοποθετεί τις λέξεις. Μια λέξη δωρίζει στον Ανδρέα Κάλβο στο τρίτο ποίημα της συλλογής, σαν απόκριση στο ερώτημά του: Υπάρχει ελπίς πατρίδος; «Ελπίς πατρίδος» τιτλοφορείται το πρώτο ίσως ελληνικό ποίημα του Κάλβου, χαμένο για σχεδόν έναν αιώνα και δημοσιευμένο μόλις στα 2006 από τον Λεύκιο Ζαφειρίου. Δεν είναι μάλλον σύμπτωση ότι στο ποίημα υπάρχει αναφορά στην τέχνη του χορού: χορώ συμπεπλεγμένας βλέπει ο ζακύνθιος ποιητής Ελευθερίαν και Μούσας. Αντίστοιχα, η φράση λέσβιον μέλος, που αναφέρεται στο ποίημα της Τασούλας Καραγεωργίου, συνυπάρχει, σε άλλη ωδή, του Κάλβου με τη λέξη χοροβατούντες. Δωρίζεται μια λέξη που αφορά τον έρωτα, αυτόν που φέρνει πόνους: αλγεσίδωρος. Λέξη σαπφική (γι’ αυτό και το λέσβιον μέλος) η οποία στο ποίημα παρουσιάζεται όχι μόνο να γεννά τον ενθουσιασμό του Κάλβου και τον έρωτά του για την ποιήτρια που του τη χάρισε (Κάπως έτσι συνέβη κι ο Κάλβος αγάπησ’ εμένα / και ποτέ δεν παντρεύτηκε / την Αγγλίδα εκείνη Αουγούστα Ουάνταμς), κλείνει με ανάλαφρη ειρωνεία η αφηγήτρια), αλλά και να απαντά στην ερώτηση που έθεσε εκείνος. Η ελπίδα για την ανάσταση της πατρίδας (ή την ύπαρξή της) συναρτάται άμεσα με την αγάπη για τις λέξεις και με τη δική τους ανάσταση και ύπαρξη. Ταυτοχρόνως, με το δώρο της παλιάς-νέας λέξης, ο Κάλβος μοιάζει να εμπνέεται για μια καινούρια ωδή. Δεν ευθύνεται, βέβαια, η Καρλότα Αουγκούστα Ουάνταμς για την ποιητική σιωπή του συζύγου της: ο ποιητής είχε ήδη σωπάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες πριν από τον γάμο του. Ωστόσο, στο ποίημα της Τασούλας Καραγεωργίου, έρωτας και ποίηση συνυφαίνονται. Και ο ποιητής σώζεται από το στέρεμα της έμπνευσης χάρη σε μια νέα-παλιά λέξη. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του Κάλβου ως δέκτη του δώρου. Πρόκειται για έναν ποιητή ο οποίος έλκεται από τον κόσμο της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και από αρχαίες ή αρχαΐζουσες λέξεις, που συμπλέκονται εσκεμμένα στους στίχους του με φράσεις της δημοτικής. Μια αντίστοιχη έλξη βιώνει και η Τασούλα Καραγεωργίου, χάρη και στις άλλες της ιδιότητες – της φιλολόγου και της μεταφράστριας. Οι λέξεις που σηκώνουν ένα ιδιαίτερο βάρος στα ποιήματά της προέρχονται συχνά από την αρχαιοελληνική ποίηση. Μαζί τους κουβαλούν έναν ολόκληρο κόσμο, χορευτικό, γεμάτο κινούμενα αγάλματα και φευγαλέα ελάφια.
Στον Κάλβο αναφέρεται και ένα άλλο ποίημα της συλλογής: «Κυκλοδίωκτος ήλιος», όπου παρατίθενται ως επιγραφή οι στίχοι: Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, / μ’ εδίπλωνεν / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως. Το ποίημα της Τασούλας Καραγεωργίου, συνοδευμένο από μια διαφωτιστική σημείωση, συζητά τη μαγική μετουσίωση της λέξης κυκλοδίωκτος από τον ποιητή: από προσδιορισμός ενός βραδύποδα όνου, καταδικασμένου να γυρνά γύρω-γύρω στο πηγάδι, το επίθετο μετατρέπεται σε προσδιορισμό του ήλιου και συμμετέχει στη δημιουργία μιας από τις εναργέστερες εικόνες της ελληνικής ποίησης (μας την έχει ξεχωρίσει μες στις υπέροχες «Απορίες [του] διαβάζοντας τον Κάλβο» ο Σεφέρης). Τι νομίζετε, αλήθεια; / Μ’ ένα στίχο κερδίζονται / και το φως και ο θάνατος, καταλήγει η Τασούλα Καραγεωργίου. Αν με την ανάσυρση και το δώρο του επιθέτου αλγεσίδωρος κερδήθηκε ένας έρωτας και μια ολόκληρη ζωή μέσα στην ποίηση, με την ανασημασιοδότηση τού κυκλοδίωκτος έχει συντελεστεί μία ακόμη υπαρξιακή νίκη. Κερδίζονται το φως και ο θάνατος σημαίνει τα οικειωνόμαστε· αποκτούμε πρόσβαση στο μυστήριό τους.
Ανδρέας Κάλβος, Διονύσιος Σολωμός, Κ. Π. Καβάφης, Μίλτος Σαχτούρης (στην κατακλείδα ενός ποιήματος: διψάμε για ουρανό), Γιώργος Γεωργούσης, Κική Δημουλά, Τίτος Πατρίκιος (σε αφιερώσεις, αλλά και συμμετέχοντας σε έναν ποιητικό διάλογο), Κώστας Στεργιόπουλος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι μερικές από τις μορφές που κατοικούν ανάμεσα στα εξώφυλλα της συλλογής, σε άνετη συνύπαρξη με τη Σαπφώ, τον Μελέαγρο, τον Σοφοκλή, μεταξύ άλλων. Συνύπαρξη ή μάλλον σύμπραξη, με στόχο την εκδίωξη του κακού, της φρίκης που κυβερνά, σαν απειλή αόρατη, τον άμοιρό μας κόσμο. Ο στίχος ανήκει στο ποίημα «Το μπλοκάκι του ποιητή», αφιερωμένο στον Τίτο Πατρίκιο, με τον οποίο και διαλέγεται, και συγκεκριμένα με το ποίημα εκείνου «Η πύλη των λεόντων», όπου τα λιοντάρια παρουσιάζονται χαμένα από χρόνια· το μοναδικό που είχε μείνει το σκότωσε ο Ηρακλής.