Ποιός φοβάται την Κλιματική Αλλαγή;

Φωτ. από το «Harvard Business Review»
Φωτ. από το «Harvard Business Review»

Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται συχνά, ώστε να έχουμε μια πρόγευση της επερχόμενης Κλιματικής Αλλαγής, είναι το φαινόμενο «Ελ Νίνιο» το οποίο την περίοδο 2015-2016 συνδέθηκε με την εμφάνιση καιρικών συνθηκών οι οποίες με τη σειρά τους θεωρήθηκαν υπεύθυνες για νέες εστίες ασθενειών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Ελ Νίνιο χαρακτηρίζεται από θερμότερες από τις συνήθεις ωκεάνιες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα στον ισημερινό Ειρηνικό Ωκεανό και είναι μια από τις μεγαλύτερες κλιματικές «διαταραχές» στον πλανήτη, ευτυχώς με παροδικό συνήθως χαρακτήρα.
Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατη μελέτη της NASA, κατά τη διάρκεια του συμβάντος αυτού τις παραπάνω χρονιές, οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις, οι αυξημένες θερμοκρασίες της επιφάνειας της Γης και η βλάστηση, οδήγησαν σε υπερανάπτυξη του πληθυσμού τών τρωκτικών και των κουνουπιών. τα οποία προκάλεσαν και διευκόλυναν τις συνθήκες μετάδοσης ασθενειών, με αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων της πανώλης και του χαντα-ϊού στο Κολοράντο και το Νέο Μεξικό, της χολέρας στην Τανζανία και του δάγκειου πυρετού στη Βραζιλία και τη νοτιοανατολική Ασία. Επιπλέον, οι αυξημένες βροχοπτώσεις στην ανατολική Αφρική κατά τη διάρκεια του Ελ Νίνιο επέτρεψαν στα λύματα να μολύνουν τις τοπικές πηγές νερού καθώς και τις συγκεντρώσεις του πόσιμου νερού που δεν υφίστανται επεξεργασία.
Αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η διαταραχή της κλιματικής ισορροπίας, αλλά και της αλληλεξέρτησης των φυσικοχημικών παραγόντων με τη ζωή πάνω στη Γη. Βέβαια το κλίμα αλλάζει στη μακρά διάρκεια. Το ερώτημα είναι ποιά είναι η κλίμακα των αλλαγών, αν τα οικοσυστήματα μπορούν να προσαρμοστούν κι αν στις μη αναστρέψιμες μεταβολές την κύρια ευθύνη την έχει η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Αλλά τι προκαλεί αυτή την αλλαγή; Και πώς η αυξανόμενη θερμοκρασία επηρεάζει το περιβάλλον και τη ζωή μας; Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η αλλαγή του κλίματος αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών πολιτικών αντιπαραθέσεων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Παρά τις διαφορές, τα στοιχεία των αυξανόμενων θερμοκρασιών είναι αδιαμφισβήτητα πλέον στην συντριπτική πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας και άκρως εντυπωσιακά: Τα αρχεία θερμόμετρων που υπάρχουν ήδη από τον περασμένο αιώνα δείχνουν ότι η μέση θερμοκρασία της Γης έχει αυξηθεί περισσότερο από ένα βαθμό Φαρενάιτ (0,9 βαθμούς Κελσίου) και περίπου δύο βαθμούς σε περιοχές τής Αρκτικής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θερμοκρασίες δεν θα έπρεπε να έχουν μια φυσιολογική διακύμανση μεταξύ των διαφόρων περιοχών του πλανήτη ή μεταξύ των εποχών ή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το θέμα είναι ότι η ανάλυση των μέσων θερμοκρασιών σε όλο τον κόσμο δείχνει μια αδιαμφισβήτητα ανοδική τάση η οποία δεν υποχωρεί όταν αποσυρθούν τα γενεσιουργά της αίτια. Αυτή η τάση είναι μέρος της Κλιματικής Αλλαγής, την οποία πολλοί θεωρούν συνώνυμη με την Υπερθέρμανση του Πλανήτη. Άλλοι πάλι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Αλλαγή του Κλίματος» ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυξανόμενες τιμές της μέσης θερμοκρασίας, αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα – τυφώνες, τσουνάμι, πλημμύρες, πυρκαγιές, καύσωνες και ξηρασίες που αναγκάζουν ολόκληρους πληθυσμούς ανθρώπων και ζώων σε μετανάστευση, σήμερα ίσως παροδική, αύριο μόνιμη και με διαστάσεις μεγαλύτερες απ᾽ αυτές των τοπικών πολέμων.

Πώς μετριέται η αλλαγή του κλίματος;

Παρόλο που δεν μπορούμε να συμβουλευτούμε θερμόμετρα που πηγαίνουν χιλιάδες χρόνια πίσω, σήμερα διαθέτουμε και άλλα αρχεία που μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιες είναι οι θερμοκρασίες στο μακρινό παρελθόν. Για παράδειγμα, τα δέντρα αποθηκεύουν πληροφορίες σχετικά με το κλίμα εκεί που έχουν τις ρίζες τους. Κάθε χρόνο τα δέντρα γίνονται παχύτερα και σχηματίζουν νέους δακτυλίους. Σε θερμότερα και πιο υγρά χρονικά διαστήματα, οι δακτύλιοι είναι παχύτεροι. Τα παλιά δέντρα και τα ξύλα μπορούν να μας πληροφορήσουν για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν. Άλλα «παράθυρα στο παρελθόν» είναι θαμμένα σε λίμνες και ωκεανούς. Η γύρη, τα μικροσωματίδια και η νεκρή ζωϊκή ύλη πέφτουν όλο το χρόνο στα βάθη των ωκεανών και των λιμνών, σχηματίζοντας ιζήματα. Τα ιζήματα περιέχουν πληθώρα πληροφοριών για το τι συνθήκες υπήρχαν στην ατμόσφαιρα και στο νερό λίγο πριν φτάσουν στον πυθμένα. Η δειγματολήψία γίνεται εισάγοντας κυλινδρικούς σωλήνες μέσα στη λάσπη συλλέγοντας ιζήματα από διάφορα βάθη, άρα από διάφορες εποχές.
Μια πιο άμεση γνώση για την ατμόσφαιρα του παρελθόντος, μας δίνουν πυρήνες των στρωμάτων πάγου σε ακραίες (πολικές) περιοχές της Γης. Οι μικροσκοπικές φυσαλίδες που παγιδεύονται στον πάγο είναι στην πραγματικότητα δείγματα από την ατμόσφαιρα του παρελθόντος, κλιματικά απολιθώματα. Έτσι, γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου στην περίοδο της «Βιομηχανικής Επανάστασης» η οποία συνεχίζεται και τώρα, είναι υψηλότερες από ό, τι εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Από την άλλη μεριά, τα υπολογιστικά μοντέλα μας βοηθούν στην κατανόηση των μακροσκοπικών καταστάσεων και στις προβλέψεις για το μελλοντικό κλίμα, μέσω προσομοιώσεων του τρόπου με τον οποίο η ατμόσφαιρα και οι ωκεανοί απορροφούν την ενέργεια από τον ήλιο και κατόπιν την διοχετεύουν στα δυναμικά φαινόμενα. 
Αρκετοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το ποσοστό της ενέργειας του ήλιου που φτάνει στην επιφάνεια της Γης και το πόση πόση ενέργεια τελικά απορροφάται. Πρωταρχικό ρόλο σε αυτόν τον μηχανισμό παίζουν τα «αέρια του θερμοκηπίου», τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα (για παράδειγμα από τις ηφαιστειακές εκρήξεις) και οι αλλαγές στις εκπομπές της ενέργειας που προέρχονται κατευθείαν από τον ήλιο. Τα κλιματικά μοντέλα σχεδιάζονται έτσι ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους όλους αυτούς τους παράγοντες. Έτσι, έχει διαπιστωθεί ότι οι αλλαγές στην ηλιακή ακτινοβολία και τα ηφαιστειακά αερολύματα συνέβαλαν μόνο στο 2% του πρόσφατου αποτελέσματος της αύξησης της θερμοκρασίας σε ένα διάστημα 250 ετών. Το υπόλοιπο προέρχεται από αέρια που προκαλούν το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου καθώς και από παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με τον άνθρωπο, όπως είναι οι χρήσεις γης (φυτοκάλυψη, δάση, αστικά συστήματα, εδαφοκάλυψη). Η ταχύτητα και η διάρκεια αυτής της πρόσφατης αύξησης της θερμοκρασίας είναι επίσης αξιοσημείωτες. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις, για παράδειγμα, εκπέμπουν σωματίδια που προσωρινά προκαλούν ψύξη στην επιφάνεια της Γης. Δεν έχουν όμως διαρκή αποτελέσματα πέρα από μερικά χρόνια. Φαινόμενα μεγαλύτερης έκτασης όπως το Ελ Νίνο που προαναφέρθηκε, χαρακτηρίζονται για σχετικά μικρούς και προβλέψιμους κύκλους. Από την άλλη πλευρά, οι τύποι των παγκόσμιων διακυμάνσεων της θερμοκρασίας που συνέβαλαν στην εμφάνιση των «περιόδων του πάγου» εμφανίζονται σε κύκλους εκατοντάδων χιλιάδων ετών.
Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση «είναι η πραγματική παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη;» είναι αναμφίβολα ναι: Τίποτα άλλο πέρα από την ταχεία αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη δραματική, και σχετικά πρόσφατη, άνοδο των μέσων παγκόσμιων θερμοκρασιών.

Διεθνείς συνθήκες, μάχες, επιτεύγματα και συμβιβασμοί

«Υποτιμήσαμε τους κινδύνους... υποτιμήσαμε τη φθορά που συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας... και υποτιμήσαμε τις πιθανότητες αύξησης της θερμοκρασίας». Αυτά είπε τον Απρίλιο του 2008 ο σερ Νίκολας Στερν, αναφερόμενος στην πολύκροτη έκθεσή του του 2006 για την οικονομία των κλιματικών αλλαγών. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2006 η έκθεση[1] αυτή τής βρετανικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Στερν, προέβλεψε ότι η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να κληθεί να πληρώσει λογαριασμό ύψους 4 τρις λιρών Αγγλίας για τις κλιματικές αλλαγές εάν οι εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν μειωθούν δραστικά μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Η έκθεση που χαιρετίστηκε ως «η πιο περιεκτική επισκόπηση που έγινε ποτέ πάνω στην οικονομία των κλιματικών αλλαγών», πήρε τεράστια δημοσιότητα. Ενδεχόμενες επιπτώσεις που προβλέφθηκαν από τον Στερν περιλάμβαναν την μετατροπή 200 εκατ. ανθρώπων σε πρόσφυγες καθώς ο τόπος τους θα καταστραφεί από πλημμύρες, λιμούς ή ξηρασία.
Ο Στερν άσκησε πιέσεις προκειμένου να υπογραφεί μέσα στο 2007 η συμφωνία που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κυότο, τρία χρόνια νωρίτερα από το 2010, όπως προβλεπόταν. Πίστευε ότι τουλάχιστον το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα έπρεπε να δαπανηθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προκειμένου να αποφευχθούν απώλειες που θα είναι μέχρι και 20 φορές ψηλότερες στην περίπτωση που θα συνεχιστεί το business as usual σενάριο. Στην έκθεση υποστήριζε άλλωστε ότι «εάν δεν ληφθούν μέτρα, θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση τέτοιου μεγέθους που έχουμε να δούμε από τη Μεγάλη Ύφεση και τους δύο παγκόσμιους πολέμους». Ο Στερν επεσήμαινε επίσης τις ευκαιρίες για την πράσινη οικονομία που προσφέρονται από τις απαιτούμενες αλλαγές. Συμποσούνται, σύμφωνα με μια μέτρηση, στο ποσόν των 1,5 τρις €. Η εκτίμηση αυτή τον Απρίλιο του 2008 περικλείεται και στη ρήση στην αρχή του κεφαλαίου. Σήμερα πιστεύει πως η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ ότι κι ο ίδιος φανταζόταν. Το ίδιο πιστεύει και η μεγάλη ομάδα των ειδικών του συνεργατών.

[ Φωτ. από το Energia.gr ]

Όλα όμως αυτά και πολλά άλλα που δεν θα παραθέσουμε σ’ αυτό τουλάχιστον άρθρο, ήταν μια «άβολη αλήθεια» όπως είπε αργότερα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Κλίντον, ο Αλ Γκορ. Μια αλήθεια που επί δεκαετίες ένα πολιτικό, επιστημονικό και βιομηχανικό κατεστημένο είχε κάθε λόγο να πολεμήσει ή να καθυστερήσει την ανάδειξή του σε πλειοψηφικό ρεύμα. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Έτσι, αμέσως μετά τη διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον (1992) 2.700 «αντιφρονούντες» επιστήμονες και διανοούμενοι της άλλης πλευράς πέρασαν στην αντεπίθεση. Η έκκλησή τους, γνωστή ως Διακήρυξη της Χαϊδελβέργης, ήταν ένα μνημείο συντηρητικής προπαγάνδας :

  • Ανησυχούμε γιατί στην αυγή του 20οὐ αιώνα αναδύεται μια ανορθολογική ιδεολογία που αντιτίθεται στην επιστημονική και βιομηχανική πρόοδο και υπονομεύει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Φοβόμαστε ότι ο Φυσικός Κόσμος, που εξιδανικεύεται από τα κινήματα που έχουν την τάση να βλέπουν στο παρελθόν, δεν υπάρχει και πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ από τη στιγμή που ο άνθρωπος έκανε την εμφάνισή του στη βιόσφαιρα και από τότε ως ανθρωπότητα προοδεύσαμε αυξάνοντας διαρκώς την άντληση πόρων από τη Φύση και όχι το αντίθετο. Συνυπογράφουμε τις επιδιώξεις της οικολογίας για την εξοικονόμηση, τον έλεγχο και τη διατήρηση των φυσικών πόρων υπό την προϋπόθεση ότι οι αιτιάσεις της βασίζονται σε επιστημονικά κριτήρια και όχι σε ανορθολογικές προκαταλήψεις. Επιδιώκουμε να κατευθύνουμε την επιστημονική υπευθυνότητα και το χρέος μας προς το σύνολο της κοινωνίας. Καλούμε τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη μοίρα του πλανήτη να μην οδηγηθούν σε αποφάσεις που υποστηρίζονται από ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα και παραποιημένα ή ανερμάτιστα στοιχεία. Θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή όλων στην αναγκαιότητα να βοηθηθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να φτάσουν σε ένα επίπεδο βιώσιμης ανάπτυξης…χωρίς να τις στραγγαλίζουμε με μια θηλιά υποχρεώσεων που θα θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Ο πραγματικός διάβολος που απειλεί τη Γη είναι η άγνοια και η καταπίεση και όχι η Επιστήμη, η Τεχνολογία και η Βιομηχανία, που ως εργαλεία μπορούν, με κατάλληλη μεταχείριση, να σμιλεύσουν το μέλλον της ανθρωπότητας και να ξεπεράσουν τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, της πείνας και των ασθενειών.

    Δυστυχώς, υπάρχουν αρκετοί, ακόμα και σήμερα, που θα συνυπέγραφαν το κείμενο. Το χειρότερο όμως είναι ότι και αρκετοί πολιτικοί πιστεύουν κατά βάθος ότι η οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή είναι δυο φαινόμενα ασύνδετα και ότι στην εποχή της ύφεσης μπορούμε να ξεχάσουμε το περιβάλλον. Μπορεί να μην το υποστηρίζουν πλέον δημόσια, αλλά οι ενδόμυχες επιφυλάξεις τους είναι ικανές να καθυστερήσουν τη λήψη αποφάσεων, τόσο όσο χρειάζεται για να βρεθούμε στο χειρότερο σενάριο του Nicolas Stern.
    Από την άλλη μεριά, η Ευρωπαϊκή συστράτευση και η αλλαγή του «κλίματος» στις ΗΠΑ μετά την εκλογή του Ομπάμα, έκαναν τα πράγματα καλύτερα. Η γενική αυτή αισιοδοξία που αποτυπώθηκε και στη διάσκεψη του Παρισιού το 2015 όπου ο αμερικανός πρόεδρος διεκύρηττε ότι «Χωρίς καμία αμφιβολία, η Συμφωνία (του Παρισιού) βάζει τις βάσεις και το πλαίσιο, ώστε να λυθεί η περιβαλλοντική κρίση. Αυτή η Συμφωνία, αντιπροσωπεύει την καλύτερη ευκαιρία που μας δόθηκε ποτέ για να σώσουμε τον ένα και μοναδικό μας πλανήτη». Άλλοι, όπως ο εκπρόσωπος της Κίνας Χι Ζενχούα και ο Ινδός υπουργός περιβάλλοντος Πράκας Τζαβαντέκαρ ήταν πιο μετριοπαθείς και μίλησαν για ιστορικό βήμα αλλά και για ανεπάρκειες που θα έπρεπε να διορθωθούν. Ένα μεγάλο αγκάθι ήταν και πάλι η κατανομή του κόστους της «κλιματικής προσαρμογής» το οποίο δεν προσκρούει τόσο στην ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σ’αυτό, όσο στον φόβο πως τα οικονομικά μέτρα όσο παραμένουν εθελοντικά μπορεί να πλήξουν άνισα τον ανταγωνισμό. Είναι όπως και στη φορολογία: οι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους πολίτες ανησυχούν ότι κάποιοι άλλοι (οι φοροφυγάδες) θα επωφεληθούν εις βάρος τους.

    Στη συνέχεια βέβαια είχαμε δυο μείζονα γεγονότα που φαίνεται να δυναμιτίζουν το τοπίο. Το πρώτο είναι η έλευση του Τραμπ στην εξουσία ο οποίος «δικαιολόγησε» την απόσυρση των ΗΠΑ από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, ως προϊόν της «επιστημονικής αβεβαιότητας». Στην πραγματικότητα όμως ήταν μέρος της σωβινιστικής του πολιτικής, ιδίως απέναντι στην Ευρώπη, καθώς και της επιστροφής στον στενό εθνικισμό. Το δεύτερο ήταν η βίαιη αντίδραση μιας κατηγορίας πολιτών στη Γαλλία με την ανακοίνωση του Μακρόν για αναφορολόγηση των πετρελαϊκών καυσίμων στα αυτοκίνητα. Τα «κίτρινα γιλέκα» ήταν η συντηρητική απάντηση της μεσαίας τάξης στις (βιαστικές) περιβαλλοντικές και δημιοσιοοικονομικές μεταρρυθμίσεις του νέου προέδρου.

    Κλιματική Αλλαγή: Το δικαίωμα στην ανησυχία και το δικαίωμα στη ρύπανση

    Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι δειγματοληψίες στους πάγους της Ανταρκτικής επιβεβαίωσαν τις υποθέσεις για την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη της οφειλόμενης σε μεγάλο βαθμό στις ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: βιομηχανικές εκπομπές, οικιακή κατανάλωση στις ανεπτυγμένες χώρες, αποδάσωση στις πιο φτωχές χώρες ενθαρρυνόμενη από τις πλούσιες … Η αβεβαιότητα ήταν ακόμη πολύ μεγάλη, γιατί τα μοντέλα προέβλεπαν το 1998 αύξηση της θερμοκρασίας από 0,4ο έως 5,5ο ως τα τέλη του 21ου ενώ η σήμερα αποδεκτή απόκλιση είναι 2ο έως 5,5ο.[2]
    Η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο ανησυχητική: σε πλανητική κλίμακα, η μέση θερμοκρασία κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο, πριν από 18 000 χρόνια ήταν μόνο 4° ως 5° κατώτερη από την σημερινή. Αν οι απαισιόδοξες προβλέψεις επαληθευθούν, οι κλιματικές διαταραχές κατά τον επόμενο αιώνα είναι πιθανόν να έχουν την σφοδρότητα που είχε η τότε επέκταση των πάγων (μόνο που τώρα οι αλλαγές θα είναι αντίστροφες). Οι αναμενόμενες επιπτώσεις δεν θα είναι απλώς η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας κατά μερικούς βαθμούς, στο σύνολο του πλανήτη. Οι έντονες τοπικές διακυμάνσεις ενδέχεται να φθάσουν ως την διακοπή του ωκεάνιου ρεύματος Gulf Stream. Το αποτέλεσμα θα είναι να αποκτήσουν η Ευρώπη και η Βόρειος Αμερική πολικό κλίμα και να πολλαπλασιαστούν οι κλιματικές «ανωμαλίες» ή φαινόμενα όπως το Ελ Νίνο που μπορεί να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά
    Επιπλέον, η τήξη των πάγων στην Αρκτική και την Ανταρκτική αναμένεται να προκαλέσουν άνοδο της στάθμης της θάλασσας έως και κατά ένα μέτρο. Μεγάλα τμήματα της παράκτιας ζώνης, των δέλτα των ποταμών και των πεδιάδων, κινδυνεύουν να κατακλυσθούν από τα νερά. Εκεί όμως συγκεντρώνονται τα περισσότερα εύφορα εδάφη και εκεί ζει το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού.
    Η πρώτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (του IPCC), που δημοσιεύθηκε το 1990, επιβεβαίωσε την άνοδο της θερμοκρασίας, χωρίς ωστόσο να καθορίσει επακριβώς το μέγεθός της. Η ανησυχία που προκάλεσε ήταν ωστόσο αρκετή, ώστε να συναφθεί στην Νέα Υόρκη, τον Μάιο του 1992, η Διεθνής Σύμβαση για τις Κλιματικές Αλλαγές, η οποία υπεγράφη από 145 χώρες από όλο τον κόσμο κατά την Συνδιάσκεψη Κορυφής για το Περιβάλλον, που διοργανώθηκε στο Ρίο από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών έναν μήνα μετά. Η Σύμβαση αυτή παρότρυνε συγκεκριμένα τις χώρες που την υπέγραψαν να εργασθούν για την «σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, σε επίπεδο που θα απέτρεπε κάθε επικίνδυνη ανθρωπογενή διαταραχή του κλιματικού συστήματος».[3]
    Τον Απρίλιο του 1996, μια δεύτερη έκθεση της IPCC, την οποία συνέταξαν δύο χιλιάδες πεντακόσιοι διεθνείς εμπειρογνώμονες, συνέχισε να τροφοδοτεί τις ανησυχίες, μολονότι οι συντάκτες απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν ακραία ορολογία. Διαπίστωναν όμως ότι «ένα σύνολο δεδομένων στηρίζει την υπόθεση ότι ο άνθρωπος έχει επίδραση στο κλίμα». Γιατί μια τόσο προσεκτική διατύπωση, την στιγμή που οι αποδείξεις συσσωρεύονται; Διότι απλούστατα, ήταν ακόμα νωρίς να ειπωθεί όλη η αλήθεια. Ας μην ξεχνάμε ακόμα ότι πολλοί από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες ήταν εξαρτημένοι από χρηματοδοτήσεις (πετρελαϊκών κατά κανόνα) εταιρειών που για καιρό αγωνίστηκαν να συντηρήσουν μια πολυέξοδη αντι-προπαγάνδα.[4]

    Το παιχνίδι παίχτηκε οριστικά έναν χρόνο μετά, στο Κυότο, τον Δεκέμβριο του 1997. Οι Ηνωμένες Πολιτείες (με 4 % του πληθυσμού και 22 % των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) δήλωσαν ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα ήσαν πρόθυμες να σταθεροποιήσουν τις εκπομπές τους ως το 2012 στο επίπεδο του 1990. Εξάρτησαν όμως αυτήν τους την πρόταση, από την δημιουργία μια αγοράς, όπου οι χώρες, που δεν θα κατόρθωναν να επιτύχουν τους στόχους τους, θα είχαν την δυνατότητα να αγοράζουν «δικαιώματα εκπομπών» από χώρες με καλύτερες επιδόσεις ή από χώρες πιο φτωχές και με περιορισμένους πόρους για τεχνολογικές αλλαγές. Πιο φιλόδοξοι οι Ευρωπαίοι υποστήριξαν ότι οι βιομηχανικές χώρες όφειλαν να μειώσουν συνολικά τις εκπομπές τους κατά 15 % με βάση το επίπεδο το 1990, αλλά δεν ήθελαν, τα μέτρα αυτά να εμποδίσουν τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες χώρες».
    Όπως σε πολλές μεγάλες διεθνείς συνδιασκέψεις, το αποτέλεσμα ήταν άνισο. Η μείωση που προτάθηκε και που αφορούσε μόνο τις βιομηχανικές χώρες ήταν 5,2%, με έτος αναφοράς το 1990 και προθεσμία έως το 2012. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ιαπωνία αυτό μεταφραζόταν σε υποχρέωση να μειώσουν τις σημερινές τους εκπομπές κατά 18 % και 16 % αντιστοίχως. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η οικονομία βρισκόταν σε στασιμότητα, ο στόχος ήταν πολύ πιο εύκολο να επιτευχθεί, γιατί η συνολική μείωση δεν θα ήταν παρά 5%, ενώ σε μια χώρα, όπως η Γαλλία, όπου η χρήση της πυρηνικής ενέργειας είναι εκτεταμένη, δεν θα ξεπερνούσε το 1%. Εκτός αυτού, το κείμενο δεν έθιγε το πρόβλημα των αναπτυσσομένων χωρών, οι οποίες, στο πλαίσιο της λογικής «βιομηχανική ανάπτυξη για όλους» ή «δικαίωμα στη ρύπανση» δεν ήθελαν να επιβάλουν περιορισμούς, τουλάχιστον χωρίς γενναίο οικονομικό αντάλλαγμα. Αλλά και οι αναπτυσσόμενες είναι λάθος να κατατάσσονται σε μια ομάδα. Τι κοινό έχουν, για παράδειγμα, η Μπουργκίνα Φάσο, η Υεμένη και τα νησιά Τουβαλού στον Ειρηνικό, με τον αφυπνιζόμενο Ασιατικό γίγαντα στο τρίγωνο Νότιος Κορέα, Κίνα και Ινδία;.

    Ο στόχος που τέθηκε με το Πρωτόκολλο του Κυότο θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και αστείος με τα σημερινά δεδομένα. Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων ειδικών, οι τότε προτάσεις αντιστοιχούσαν σε μείωση της θερμοκρασίας κατά 0,06ο, όταν η αναμενόμενη πλέον αύξηση με ορίζοντα το 2050 είναι 2ο. Η μείωση αυτή (του Κυότο) αντιστοιχούσε στο 3 % της προσπάθειας που πρέπει πράγματι να καταβληθεί, ώστε να αναχαιτισθεί αποτελεσματικά η αύξηση ης θερμοκρασίας. Αυτοί όμως που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, προβάλλουν το αντεπιχείρημα, ότι το Πρωτόκολλο είναι ένα «πρώτο βήμα προς στην ορθή κατεύθυνση». Η αλήθεια βρίσκεται στη μέση: η ελάχιστη συμφωνία είναι καλύτερη από το τίποτα και δημιουργεί δυναμική. Απόδειξη η ΕΕ που εκτός απ τους κοινούς στόχους έθεσε τα θεμέλια για μια πολιτική διαχείρισης της ενέργειας στο τοπικό επίπεδο. Το λεγόμενο Σύμφωνο των Δημάρχων, με το οποίο πόλεις και νησιά της Ευρώπης δεσμεύονται για μείωση των εκπομπών τουλάχιστον κατά 20% μέχρι το 2020, έχει ήδη 2.500 μέλη!

    Σε μια τρίτη γενική έκθεση για το κλίμα, που δημοσιεύτηκε το 2001, οι διεθνείς εμπειρογνώμονες της IPCC απεκάλυψαν ότι, «κατά πάσα πιθανότητα», οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ουδέποτε ήσαν τόσο υψηλές στο διάστημα των τελευταίων είκοσι εκατομμυρίων ετών, και ότι πολλά άλλα από τα αέρια του θερμοκηπίου, όπως το μεθάνιο, το διοξείδιο του θείου και τα οξείδια του αζώτου, έφθασαν σε επίσης πρωτοφανή επίπεδα. Η επιτάχυνση των «εκπομπών άνθρακα» που διαπιστώθηκε μετά το 1990 ήταν πολύ μεγάλη, και η δεκαετία 2000-2010 ήταν η θερμότερη της τελευταίας χιλιετίας. Παρατηρήθηκε επίσης άνοδος της θάλασσας κατά 10 έως 20 εκατοστά και διαπιστώθηκαν ή προβλέφθηκαν τοπικές αλλαγές, όπως η επιδείνωση του φαινομένου Ελ Νίνο, η εξασθένιση της παγοκάλυψης της Αρκτικής κατά 40% και η διαταραχή των μουσώνων στην Ασία. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιο έντονες διαταραχές θα παρατηρηθούν «αναμφίβολα» στις τροπικές χώρες.

    Τον Ιούλιο του 2001, οι διοργανωτές μιας νέας συνδιάσκεψης για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε στην Βόννη, αναγκάσθηκαν να κάνουν πρόσθετους συμβιβασμούς όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπών και τις «καταβόθρες» διοξειδίου του άνθρακα, ιδίως για την Ιαπωνία, τον Καναδά και την Ρωσία. Για να διασώσουν το Πρωτόκολλο του Κυότο, περιόρισαν τις υποχρεώσεις των βιομηχανικών χωρών στην απλή σταθεροποίηση των εκπομπών στο επίπεδο του 1990, εγκαταλείποντας την μείωση κατά 5,2% που είχε προταθεί το 1997. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει την στάση του Μπους, που προτίμησε να ποντάρει στο 10% της πιθανότητας να αποφύγει ο πλανήτης την καταστροφή. Λίγους μήνες αργότερα, στις 10 Νοεμβρίου του 2001, ύστερα από μια διαπραγματευτική διελκυστίνδα χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της οικολογίας, η Ευρώπη κατόρθωσε να πείσει 167 χώρες να υπογράψουν την Συμφωνία του Μαρακές, με την οποία θεσπίσθηκαν οι αναγκαίες νομοθετικές διατάξεις για την επικύρωση και την θέση σε ισχύ του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Τη στιγμή όμως που, κατά την διάρκεια του 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 3,1 % (πρόκειται για την μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1990), δύο νέες μελέτες του ΟΗΕ, που δημοσιεύτηκαν το 2002, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αλλαγή του κλίματος έχει κατά πάσα πιθανότητα υπο-εκτιμηθεί ότι ενδέχεται να φθάσει σε 5,8° έως 6,9° το 2100.
    Ο προ-τελευταίος σταθμός στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, η Διάσκεψη της Κοπεγχάγης του 2009, δεν τελείωσε με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: τη γενική συμφωνία πάνω σ΄ έναν ποσοτικό στόχο, π.χ. μείωση της τάξεως του 40% των εκπομπών σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Κάτι που και να συνέβαινε, δεν θα έλυνε προφανώς όλα τα προβλήματα, ούτε θα ήταν αρκετό για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Θα έδινε όμως το σήμα πως η διεθνής κοινότητα είναι σε θέση να διαχειριστεί έναν κοινό κίνδυνο κάνοντας μια υπέρβαση επί των αναμφισβήτητων πολιτικών διαφορών. Αυτό δεν επετεύχθη. Παρά την αποφασιστικότητα της ΕΕ και την εντυπωσιακή στροφή της αμερικανικής αντιπροσωπείας, η οποία για πρώτη φορά αναγνωρίζει την κρισιμότητα της κατάστασης, δημοσιοποιεί τις προθέσεις της πριν από τη διάσκεψη (μείωση 17% με βάση το 2005) και ανακοινώνει σειρά οικονομικών μέτρων στήριξης των αδυνάτων, αρχής γενομένης από το πακέτο των 30 δισ. δολλαρίων μέχρι το 2020. Όχι όμως χωρίς όρους.
    Ο Ομπάμα το είχε δηλώσει τότε χωρίς περιστροφές. Θα απαιτηθεί έλεγχος και προσανατολισμός των πόρων σε έργα αντιμετώπισης (mitigation) και προσαρμογής. Κάτι που δεν αρέσει στους αναπτυσσόμενους. Πετούν την μπάλα έξω από το γήπεδο και μιλούν με όρους ηθικούς: να πληρώσουν αυτοί που ρυπαίνουν περισσότερο. Να πληρώσουν, σύμφωνοι. Αλλά γιατί; Για να τιμωρηθούν για τις αμαρτίες του παρελθόντος ή για να βοηθήσουν τους κακοπροαίρετους εταίρους τους να αντιμετωπίσουν από κοινού έναν παγκόσμιο «εχθρό»; Είναι προφανές ότι διαλέγουν το πρώτο. Γιατί αυτό αρέσει στο διεθνές «αριστερό» ακροατήριο. Το οποίο είναι πρόθυμο να συγχωρήσει τις εγχώριες πολιτικές ελίτ για τις ανικανότητές τους, αρκεί να κατευθύνουν τα πυρά τους ομαδόν στην πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη.

    Αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα εκμεταλλεύτηκε και η Κίνα, η οποία, ενώ πριν από τη διάσκεψη άφηνε να εννοηθεί ότι είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε διακανονισμό με την άλλη υπερδύναμη (καθ΄ ότι και οι δύο μαζί κατέχουν το μερίδιο του λέοντος των εκπομπών), κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στην Κοπεγχάγη άλλαξε τακτική και προτίμησε να παίξει το χαρτί των «αδικημένων από τη διαδικασία της ανάπτυξης». Με άλλα λόγια επέλεξε να ηγηθεί του γνωστού μπλοκ των διαμαρτυρομένων, που ενώ δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να αλλάξουν πολιτική, διεκδικούν εν τούτοις χρήματα σε κάθε τέτοια ευκαιρία. Έτσι η Κίνα- ανέξοδα- κερδίζει πόντους σε μια παρτίδα όπου η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται με τρόπο προσχηματικό για την απλή μεταφορά πόρων και από την άλλη αποφεύγει την οποιαδήποτε δέσμευση για το δικό της σύστημα εκπομπών. Αυτό ήταν άλλωστε και το σημείο τριβής, που επεσήμαναν όλοι οι αντικειμενικοί αναλυτές: η Κίνα διέγραψε από το σχέδιο συμφωνίας κάθε αναφορά σε ποσοτικά στοιχεία, αρνούμενη ταυτοχρόνως να επιτρέψει στους μηχανισμούς που προβλέπει το Κιότο τη διεξαγωγή ελέγχων των εκπομπών στο έδαφός της.

    Πέρα από τα γεωπολιτικά παιγνίδια, είναι φανερό ότι στις διαπραγματεύσεις υπεισέρχονται παράγοντες όπως η βιομηχανία, το πυρηνικό lobby, οι δασικές φυτείες (κατακράτηση CO2), οι θέσεις των κρατών στη διεθνή αγορά ενέργειας (πετρελαιοπαραγωγοί) και φυσικά το σχετικό κόστος. Η Ελλάδα που γενικά αντιστέκεται στις αλλαγές, ήθελε να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για τον «εθνικό πόρο» τον λιγνίτη. Το αν αυτό θα στοιχίσει πολύ ακριβότερα αύριο, δεν αφορά συνήθως τους πολιτικούς που ηγούνται των κυβερνήσεων του σήμερα αλλά τους μελλοντικούς.

    Η υπόθεση της αποανάπτυξης

    Καθώς ο κόσμος γέμισε από μας και τα πράγματά μας, άδειασε απ αυτά που ήταν εδώ πριν από μας. Για να χειριστούμε αυτό το νέο είδος ελλείμματος, χρειάζεται οι επιστήμονες να αναπτύξουν ένα «γεμάτο κόσμο» και οι οικονομολόγοι να αντικαταστήσουν την οικονομία του «άδειου κόσμου». Herman DALY

      Ανάπτυξη : μια λέξη-κλειδί για κυβερνήσεις της αριστεράς και τη δεξιάς και θέμα αφισοκολλήσεων για την πλειονότητα των κινημάτων που υποστηρίζουν μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση. Ιδεολόγημα ή μια καλοστημένη παγίδα; 
      Θεμελιωμένη πάνω στη συσσώρευση του πλούτου, είναι καταστροφική για τη φύση και γεννήτορας κοινωνικών ανισοτήτων. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να δουλέψουμε πάνω στην απο-ανάπτυξη: σε μια κοινωνία θεμελιωμένη περισσότερο στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, στη συνεργασία και όχι στον ανταγωνισμό, σε μια ανθρωπότητα απελευθερωμένη από τον οικονομισμό και προσβλέπουσα στην κοινωνική δικαιοσύνη;
      Βέβαια, μετά από μερικές δεκαετίες φρενήρους σπατάλης, φαίνεται ότι μπήκαμε εκόντες άκοντες στη ζώνη των καταιγίδων κυριολεκτικά και μεταφορικά... H κλιματική απορρύθμιση συνοδεύεται από πολέμους για το πετρέλαιο, τους οποίους θα διαδεχθούν πόλεμοι για το νερό, αλλά και πιθανές πανδημίες, εξαφανίσεις ειδών και μεταναστεύσεις εξαιτίας της αλλαγής των βιο-περιβαλλοντικών συνθηκών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία της ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι με μικρές διορθωτικές αλλαγές ούτε αειφόρος ούτε επιθυμητή.
      Η κοινωνία της ανάπτυξης (μεγέθυνσης) μπορεί να ορισθεί επακριβώς ως μια κοινωνία που κυριαρχείται από μια οικονομία ανάπτυξης η οποία τείνει να απορροφηθεί από τον ίδιο της τον εαυτό. Η ανάπτυξη για την ανάπτυξη γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο κύριος σκοπός, αν όχι ο μοναδικός, της ζωής. Μια τέτοια οικονομία όμως δεν είναι βιώσιμη, γιατί παραβιάζει τα όρια του γνωστού μας κόσμου, με δεδομένη την εκθετική μέχρι τώρα αύξηση του πληθυσμού. Οι μειώσεις του οικολογικού αντίκτυπου της ανάπτυξης (ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος), δεν είναι εφικτές χωρίς μια μείωση του συνολικού όγκου της αγοράς. Διαφορετικά, τα κέρδη ουσιαστικά εκμηδενίζονται από τον πολλαπλασιασμό των πωλούμενων αγαθών (κατάσταση στην οποία έχει ήδη δοθεί το όνομα «φαινόμενο αναπήδησης»). Η «νέα οικονομία» είναι βέβαια σχετικά άυλη ή τουλάχιστον λιγότερο υλική, αλλά αντικαθιστά σε μικρότερο βαθμό απ’ όσο πιστεύαμε την παλαιά, με αποτέλεσμα οι «κακοί δείκτες» να συνεχίζουν να αυξάνουν. Ακόμη και η ακλόνητη πίστη των ορθόδοξων οικονομολόγων σ’αυτήν την αέναη και πολλές φορές άσκοπη προς τα εμπρός κίνηση, καθώς και η πεποίθηση ότι η επιστήμη του μέλλοντος θα επιλύσει όλα τα προβλήματα, φαίνεται να βρίσκονται στο τέλος της δικής τους ιστορίας.
      Η κοινωνία της ανάπτυξης δεν είναι η λύση στα προβλήματά μας για τουλάχιστον τρεις λόγους: γεννά ανισότητες και αδικίες, δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας επίπλαστης ευμάρειας και δεν αποτελεί ούτε για τους ίδιους τους «προνομιούχους» μια βιώσιμη πρόταση. Η άνοδος του επιπέδου ζωής, απ την οποία σκέφτεται να επωφεληθεί η πλειονότητα των κατοίκων του Βορρά, γίνεται όλο και περισσότερο μια φενάκη. Ξοδεύουν βεβαίως περισσότερο με όρους αγοράς αγαθών και εμπορικών υπηρεσιών, αλλά ξεχνούν να μειώσουν την αύξηση του αφανούς κόστους. Αυτό (το κόστος) προσλαμβάνει διάφορες μορφές, εμπορικές και μη, όπως υποβάθμιση της ποιότητας ζωής (αέρας, νερό, διατροφή), έξοδα «αποζημίωσης» και αποκατάστασης (φάρμακα, νοσηλεία, μεταφορές, ανάγκη απόδρασης από τα αστικά κέντρα), επέκταση του καθεστώτος των τυποποιημένων τροφίμων (παιδικές τροφές, εμφιαλωμένο νερό, junk foods) κ.ά.

      Ο Χέρμαν Ντέιλυ όρισε ένα σύνθετο δείκτη, τον Δείκτη Αυθεντικής Προόδου, ο οποίος ελέγχει με αυτόν τον τρόπο το εγχώριο ακαθάριστο προϊόν ως προς τις απώλειες που οφείλονται στη ρύπανση και στη γήρανση του περιβάλλοντος. Από τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ, όπου τα σχετικά μεγέθη καταγράφονται, ο δείκτης κόλλησε και στη συνέχεια πήρε τον κατήφορο, παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ δεν σταμάτησε να αυξάνεται. Είναι λυπηρό που κανείς στην Ελλάδα δεν έχει επιφορτιστεί ακόμη με τη διενέργεια αυτών των υπολογισμών. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το αποτέλεσμα θα είναι ανάλογο. Ενόψει αυτών των συνθηκών, περιττεύει να πούμε ότι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη είναι ένα τρύπιο πιθάρι, τόσο στο πλαίσιο της φαντασιακής οικονομίας της ευημερίας όσο και σ’ αυτό της κοινωνίας της κατανάλωσης! Γιατί αυτό που αναπτύσσεται από τη μια πλευρά ταυτόχρονα διαβρώνεται από την άλλη.
      Όλα αυτά δεν αρκούν δυστυχώς για να μας κάνουν να αλλάξουμε πορεία ώστε να αποφύγουμε τη σύγκρουση.Αν σκεφτούμε σοβαρά, η απo-ανάπτυξη είναι μια αναγκαιότητα. Αρχικά δεν αποτελούσε ιδανικό ούτε και το μοναδικό σκοπό μιας μετα-αναπτυξιακής κοινωνίας ή κάποιου άλλου κόσμου. Τώρα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε, τουλάχιστον στις κοινωνίες του Βορρά, ότι η επιλεκτική απο-ανάπτυξη είναι ένας στόχος από τον οποίο μπορούμε να ελπίζουμε οφέλη. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η απo-ανάπτυξη δεν είναι μια αρνητική ανάπτυξη, έκφραση αντινομική και αφηρημένη, η οποία κατά λέξη θα σήμαινε: «Προχωρήστε οπισθοχωρώντας». Η δυσκολία στην οποία βρίσκεται κανείς για να μεταφράσει στα αγγλικά τη λέξη «décroissance»[5] είναι ενδεικτική αυτής της νοητικής κυριαρχίας του οικονομισμού και ανάλογη κατά κάποιο τρόπο της αδυναμίας να μεταφέρει κανείς τη λέξη ανάπτυξη (καθώς επίσης φυσικά και τη λέξη απο-ανάπτυξη) στις αφρικανικές γλώσσες.
      Γνωρίζουμε ότι και απλή επιβράδυνση της ανάπτυξης βυθίζει τις κοινωνίες μας στην απόγνωση εξαιτίας του φόβου για αύξηση της ανεργίας, εγκατάλειψη των κοινωνικών προγραμμάτων και μείωση της πολιτιστικής ύλης, στοιχεία που διασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας ζωής. Μπορούμε να φανταστούμε πόσο καταστροφικός θα ήταν ένας αρνητικός δείκτης ανάπτυξης! Όπως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία εργασίας χωρίς εργασία, έτσι δεν υπάρχει χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη. Είναι αυτό για το οποίο κατηγορεί η παραδοσιακή αριστερά τον φιλελεύθερο σοσιαλισμό, ελλείψει τόλμης από μέρους της να εγκαταλείψει το φαντασιακό της κόσμο. Η απο-ανάπτυξη λοιπόν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο σε μια κοινωνία απο-ανάπτυξης, της οποίας το πλαίσιο πρέπει να καθορίσουμε.
      Ένας τέτοιος προσανατολισμός θα μπορούσε να συνίσταται αρχικά στη μείωση έως και κατάργηση κλάδων της βιομηχανίας που βασίζονται στην κατανάλωση μη αναγενόμενων πόρων. Την επανεξέταση του σημαντικού όγκου των μετακινήσεων ανθρώπων και εμπορευμάτων στον πλανήτη με βάση τον αρνητικό αντίκτυπο που αυτές προκαλούν. Την συρρίκνωση του χώρου της επιζήμιας και συχνά απατηλής διαφήμισης και της βιομηχανίας δημιουργίας νέων επίπλαστων αναγκών. Την κατάργηση του καθεστώτος της αυξανόμενης απαξίωσης των προϊόντων που αποσύρονται χωρίς άλλη δικαιολογία παρά μόνο για να κάνουν να γυρίζει πιο γρήγορα η γιγάντια μηχανή παραγωγής αγαθών και σκουπιδιών μαζί (η ανακύκλωση είναι το έσχατο στάδιο, προηγείται η αποφυγή).
      Υπό αυτή τη έννοια, η απο-ανάπτυξη δεν σημαίνει αναγκαστικά μια υποχώρηση της ευημερίας. Το 1848, για τον Καρλ Μαρξ είχε έρθει η ώρα για την κοινωνική επανάσταση, και το σύστημα ήταν ώριμο για το πέρασμα στην κομουνιστική κοινωνία της αφθονίας. Η απίστευτη υπερπαραγωγή βαμβακερών υφασμάτων και των άλλων χειροποίητων ειδών, τού φαινόταν περισσότερο από επαρκής - υπό τον όρο της κατάργησης του κρατικού μονοπωλίου - για να θρέψει, να στεγάσει και να ντύσει ολόκληρο τον πληθυσμό (τουλάχιστον τον δυτικό). Τότε βέβαια, ο υλικός «πλούτος» ήταν πολύ μικρότερος απ’ ό,τι σήμερα: δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα, ούτε αεροπλάνα, ούτε πλαστικά, ούτε πλυντήρια, ούτε ψυγεία, ούτε ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ούτε βιοτεχνολογίες, ούτε παρασιτοκτόνα, ούτε χημικά λιπάσματα, ούτε πυρηνική ενέργεια! Παρά τις ανήκουστες κοσμογονικές αλλαγές που είχε επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση, οι ανάγκες παρέμεναν ακόμη περιορισμένες και η ικανοποίησή τους έμοιαζε να είναι εφικτή. Η ευτυχία, όσον αφορά την υλική της υπόσταση, έμοιαζε να είναι στα χέρια της ανθρωπότητας. Η αποτυχία του κομμουνιστικού πειράματος, παρά τα μικρά διαλείμματα αισιοδοξίας, απομάκρυνε για ενάμισυ περίπου αιώνα την ουτοπία της κοινωνίας της ελεγχόμενης αυτάρκειας.
      Ίσως όμως, για να αντιληφθούμε την κοινωνία μιας ήπιας και επιλεκτικής απο-ανάπτυξης –και να φτάσουμε σε αυτήν– θα πρέπει να βγούμε προς στιγμήν από την σφαίρα της οικονομίας. Αυτό σημαίνει να αναθεωρήσουμε την κυριαρχία της οικονομίας στην υπόλοιπη ζωής μας, θεωρητικά και πρακτικά, αλλά κυρίως μέσα στο μυαλό μας. Μπορούμε, εμπνεόμενοι από τη χάρτα «Κατανάλωση και Τρόποι Ζωής», που προτάθηκε στο φόρουμ των μη κυβερνητικών οργανώσεων ήδη από το 1992 στο Ρίο, να συμπυκνώσουμε όλο αυτό το πρόγραμμα σε μια διακήρυξη έξι αρχών: επανεκτίμηση, αναδιάρθρωση, αναδιανομή, μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανάκτηση. Οι έξι αλληλοεξαρτώμενοι στόχοι ενεργοποιούν έναν κύκλο αναίμακτης αναπροσαρμογής, αειφόρου και βιώσιμης. Θα μπορούσαμε επίσης να επιμηκύνουμε τη λίστα των αρχών με τις εξής: επανεκπαίδευση, μεταποίηση, επαναπροσδιορισμός, επανασχεδίαση, αναθεώρηση κτλ., και βεβαίως επανατοποθέτηση, αλλά όλες αυτές οι αρχές έως ένα βαθμό περιλαμβάνονται στις έξι πρώτες.
      Θα μπορούσαμε να απαριθμίσουμε και άλλες αξίες που θα πρέπει να πάρουν το προβάδισμα και να αναδειχθούν από την αφάνεια στην οποία τις καταδίκασε μια χρησιμοθηρική ηθική. Έτσι, ο αλτρουισμός θα έπρεπε να πάρει το προβάδισμα από τον εγωισμό, η συνεργασία από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό, η χαρά της διασκέδασης από τον εθισμό στην εργασία, η σπουδαιότητα της κοινωνικής ζωής από τη χωρίς όρια κατανάλωση, η απόλαυση της τέχνης από τον παραγωγισμό, η λογική από το παράλογο κτλ.

      Το πρόβλημα είναι ότι οι σημερινές αξίες είναι συστημικές. Υποθάλπονται και διεγείρονται από το σύστημα και σε ανταπόδοση συμμετέχουν στην επαναφόρτιση και την αναπαραγωγή του. Βέβαια, η επιλογή μιας διαφορετικής προσωπικής ηθικής, όπως της εκούσιας απλότητας, της επιλεγμένης λιτότητας κτλ. μπορεί να επιταχύνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να υποσκάψει τα φαντασιακά θεμέλια του συστήματος, αλλά, χωρίς μια ριζική μετακίνηση του ίδιου του συστήματος των αξιών, η αλλαγή κινδυνεύει να είναι περιορισμένη.

      ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ηλία Ευθυμιόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

      ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: