Η βραδινή προσευχή τέλειωσε. Το στοιβαγμένο χόρτο ήταν κρύο. Η νύχτα σκοτεινή και ασημένια. Ο καιρός βαρύς, τα σύννεφα κινούνταν στον ουρανό με τους κυματισμούς του ανέμου σαν τα μαλακά λευκά μαντήλια των ερωτευμένων. Παραδίπλα, το χωριό μας ζαρωμένο σαν σκαντζόχοιρος, με τα αγκάθια, τις λύπες, τα δέντρα και εμάς ανεβασμένους πάνω στο χόρτο να λέμε τα δικά μας· όχι σαν τους μεγάλους που αναμασούν συνέχεια τα προβλήματά τους. Μια σκοτεινή δύναμη κατέτρωγε τα κορμιά μας, φέρνοντας αλλαγές που γίνονταν κάθε μέρα πιο χειροπιαστές. Τις δεχόμαστε με ανάμιχτα συναισθήματα χαράς και ταραχής.
Αν και είχαμε πολλές δυσκολίες, δεν τις κουβεντιάζαμε ποτέ. Δουλεύαμε σκληρά, όπως οι άντρες, ίσως ακόμα σκληρότερα, γιατί εκείνοι το γύριζαν στην τεμπελιά, κάθονταν στη σκιά, ενώ άφηναν εμάς να ψηνόμαστε από τον ήλιο και τη σκληρή δουλειά στα χωράφια. Φορές μάς παρακαλούσαν, άλλες μάς διέταζαν, όμως σε κάθε περίπτωση ήμασταν χαρούμενοι. Να δουλεύεις σημαίνει πως έγινες άντρας, εξάλλου το λαχταρούσαμε. Αν είμαστε φτιαγμένοι για να δουλεύουμε, σήμαινε πως μεγαλώσαμε, γίναμε άξιοι εμπιστοσύνης και αρχίσαμε τη ζωή με υποσχέσεις για το μέλλον μας. Σύντομα θα παντρευόμασταν και θα οργανώνονταν παρελάσεις, γαμήλιες τελετές και πανηγυρισμοί για χάρη μας.
H κούραση ολόκληρης της μέρας μάς έφερνε μεγάλη όρεξη. Καταβροχθίζαμε ό,τι βλέπαμε, οι μανάδες μας χαίρονταν που μας έβλεπαν να μεγαλώνουμε. Μας τάιζαν στα κρυφά, όπως ακριβώς με το ζόρι τάιζαν τις πάπιες και τις χήνες, κρατώντας για μας τα εκλεκτότερα κρέατα, αυγά και τυριά. Μεγαλώναμε γρήγορα για να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο, αφήνοντας πίσω τη χλομάδα της παρατεταμένης παιδικής ηλικίας και την περίοδο των ισχνών αγελάδων. Τα πρόσωπά μας στρογγύλεψαν, παίρνοντας το χρώμα της πλούσιας λάσπης, τα πόδια σκλήρυναν και τα λαρύγγια χόντρυναν από την αγριάδα των φωνών μας.
Τις νύχτες καθόμασταν όλοι μαζί πάνω στο χόρτο με τα κορμιά σκυμμένα, σε στάση προσευχής, προς τη δύναμη που μας δυνάστευε, χωρίς να βρίσκουν διέξοδο τα όνειρά μας. Ανήμποροι πάλι να τα βάλουμε χαλινάρι. Η νύχτα ανατρίχιαζε από τις αγριοφωνάρες και την αρσενικάδα μας, καθώς, καθισμένοι σε εκείνο το απόμακρο μέρος δίνοντας διέξοδο στις ανομολόγητες σκέψεις, μονάχα εκεί μπορούσαμε να καταφύγουμε στην ψυχρή παρηγοριά της θημωνιάς.
Η κουβέντα ερχόταν από μόνη της. Κανένας δεν ήξερε πώς άρχιζε, αλλά όταν ξεκινούσε ξεχύνονταν ασταμάτητα. Η νύχτα ήταν μια φυγή. Τη λατρεύαμε σαν όμορφη γυναίκα που ξυπνούσε τα ναρκωμένα πάθη μας, λεία, τρυφερή και εβένινα μελαχρινή, τόσο πολύ, που μισούσαμε το σκληρό και απειλητικό φως της ημέρας.
Συνηθίζαμε να μετριόμαστε κάθε φορά που συναντιόμασταν, θέλοντας ο καθένας να αποδείξει ότι αυτός ήταν ο ψηλότερος. Στοιχηματίζαμε, και ο χαμένος έκανε ότι πονούσε και πρήστηκε το μπούτι του, δείχνοντάς το στους άλλους, οι οποίοι καθησύχαζαν τις ανησυχίες του· το πρήξιμο ήταν απόδειξη ότι μεγάλωνε. Και ύστερα συνεχίζαμε με τις διηγήσεις των ονείρων, που είχαμε δει, ή συγκρίναμε τις φωνές μας, νιώθοντας ο ένας το λαρύγγι του άλλου. Σταθερά, καταλήγαμε μιλώντας για γυναίκες. Οι γυναίκες του χωριού μας έμοιαζαν με τα περισσότερα σπίτια, σκοτεινά και επίπεδα δίχως καμπύλες. Ορισμένα, όμως, ήταν ασπρισμένα και μας άρεσε να φανταζόμαστε ότι εκεί μέσα ζούνε ωραίες γυναίκες. Άλλωστε γι’ αυτές μιλούσαμε συχνότερα. Οι ωραίες γυναίκες πρέπει να είναι εύκολες, ήμασταν βέβαιοι, ειδάλλως δεν υπάρχει λόγος να είναι ωραίες.
Κάποτε οι φαντασίες μας οργίαζαν, οδηγώντας μας σε τρελές στιγμές έξαψης, ώσπου πετούσαμε σανό ο ένας στον άλλον και στριφογυρίζαμε και κραυγάζαμε και ουρλιάζαμε σαν λύκοι. Γρήγορα, όμως, αναγκαζόμασταν να ηρεμήσουμε, πριν μας ανακαλύψει κανένας νυχτοφύλακας και μας ξαποστείλει πίσω στα σπίτια μας, όπου δεν είχαμε τίποτε άλλο να κάνουμε, παρά να σωριαστούμε στις ψάθες μας πάνω στην κορυφή του φούρνου, να καταπολεμήσουμε τη μοναξιά, τη βαριεστιμάρα και τους εσωτερικούς πειρασμούς που δε μας άφηναν να κοιμηθούμε. Μονάχα συντροφιά όλοι μαζί, εκεί πάνω στη θημωνιά, οι πειρασμοί ησύχαζαν και βρίσκαμε ανακούφιση στις κουβέντες μας.
Ο Μωχάμεντ ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο όλοι εμείς περιστρεφόμασταν. Αν και μεγαλύτερος, δεν ήταν λιγότερο συγχυσμένος από εμάς, παρόλη τη μεγαλύτερη πείρα που είχε. Είχε εγκαταλείψει το χωριό πολύ μικρός για να δουλέψει στην πόλη. Βρισκόταν πάντα μέσα στα πράγματα και είχε πάντοτε κάτι να πει. Κανένας μας δεν μπορούσε να καυχηθεί ότι γνώριζε καλύτερα από αυτόν τις γυναίκες. Κανένας μας δεν είχε αποκτήσει κάποια πραγματική εμπειρία με γυναίκες. Συνήθως τις γλυκοκοιτάζαμε από μακριά, με φόβο και πόθο συνάμα, αλλά δειλιάζαμε στη σκέψη για κάποια στενότερη επαφή. Έτσι, μας άρεσε να ακούμε τον Μωχάμεντ και αχόρταγα χάφταμε τις ιστορίες με τα κατορθώματά του που συνήθιζε να μας λέει. Τον γουστάραμε πολύ με το αφημένο μουστάκι και τα μαλλιά που του επέτρεπαν να τα αφήσει όσο μακριά ήθελε, τη στιγμή που οι πατεράδες μας μάς ανάγκαζαν να τα κουρεύουμε γουλί. Είχε ένα ξανθό τσουλούφι που τρελαινόταν να το αλείφει με βαζελίνη, την οποία δανειζόταν από το σταθμάρχη, ή, όταν υπήρχε έλλειψη, με βούτυρο. Το μάλλινο σκουφί του το είχε πάντα τραβηγμένο πίσω στο κεφάλι, για να δείχνει το λαμπερό τσουλούφι του. Όμως είχε ένα λαγώχειλο που τον έκανε να φαίνεται άγριος, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ίσχυε. Ήταν κεφάτος, καλοφτιαγμένος, διασκεδαστικός, και το δέρμα του μελαψό από τον καυτό ήλιο της υπαίθρου. Συνήθως καλλιεργούσε τη γη, μέχρι που πήγε στην πόλη για κάποιον λόγο, και, έχοντας πάρει μια γεύση, ορκίστηκε να μην ξαναπατήσει στα χωράφια. Μερικές φορές που καθόμασταν μαζί του νιώθαμε ότι δεν ήταν σαν κι εμάς, αλλά ότι ήταν κάποιος ξένος. Ένας από εκείνα τα σβέλτα και έξυπνα αγόρια της πόλης που τα φοβόμασταν πολύ. Στο τέλος τέλος δεν ρέπαμε προς το κακό, και μας φόβιζε η παρανομία, αλλά παίρναμε θάρρος από το παράδειγμά του. Αυτός μάς έδειξε πώς να γεμίζουμε τις τσέπες με χαλίκι όταν μπαίναμε στα σπίτια μας και να το αντικαθιστούμε με καλαμπόκι ή κριθάρι ή βαμβάκι για να βγαίνουμε αθόρυβα. Αυτός ήταν που αναλάμβανε να πουλήσει τα λάφυρα, κρατώντας ένα μερίδιο από τα κέρδη για τον εαυτό του και με ό,τι άφηνε μπορούσαμε να αγοράζουμε για τους εαυτούς μας χαλβά, μανταρίνια και καλάμια από μπαμπού, τα οποία μάς άρεσε να περιφέρουμε κορδωμένοι τις ημέρες που είχε παζάρι.
Εκείνη τη βραδιά μαζευτήκαμε καμιά δωδεκαριά χωριατόπαιδα με λασπωμένα και όλο σκασίματα πόδια, με κουρελιασμένα ρούχα και με αδιόρατες τις μελανιές στα πρόσωπα που είχαν γίνει από χτυπήματα. Αράξαμε στον ανοιχτό καλοκαιριάτικο αέρα αναδίδοντας μυρωδιές από το βραδινό φαγητό: κρεμμύδια, τυρί, πιπεριές τουρσί, σαρδέλες και πράσα. Τα στάχυα απλώνονταν ολόγυρά μας, κάποια λικνίζονταν στα χωράφια και άλλα ήταν ήδη στοιβαγμένα σε θημωνιές, οι οποίες, μικροί σωροί, παρατάσσονταν σε σειρά σαν τους σκυμμένους σε ώρα προσευχής πιστούς.
Παραδίπλα, η θεριστική μηχανή ζάρωνε σαν τη γονατισμένη καμήλα, και η οσμή από τη φρεσκοκομμένη σοδειά πλημμύριζε τον αέρα ανακατεμένη με το άρωμα της γης, υγρής από τη δροσιά, και την μπόχα του ιδρώτα μας που, όπως κι εμείς, άλλαζε αποκτώντας μια βαριά αρσενική μυρωδιά.
Υπήρξαν νύχτες σαν κι αυτή, που τα λόγια του Μωχάμεντ έδιναν ένα ξεχωριστό μεγαλείο. Η φωνή του, έχοντας αποκτήσει από καιρό ανδρική χροιά, αντίθετα από τις δικές μας, ήταν σταθερή και μας μάγευε με τον τρόπο που ξετύλιγε μια ιστορία. Μας μιλούσε για πολλούς κοντινούς ή μακρινούς τόπους, κάποιους γνώριμους και άλλους πάλι άγνωστους σ’ εμάς, όχι όμως και σ’ εκείνον. Παράξενα, εξωτικά μέρη που έφερναν στο μυαλό μας εικόνες από καλοντυμένους ανθρώπους, σταθμούς τραίνων και ψηλά κτίρια. Συνήθως τον κρατούσαμε για το τέλος, αφού πρώτα εξαντλούσαμε όλα τα κουτσομπολιά για το χωριό μας και τις γυναίκες του, πώς τις γλυκοκοιτάζαμε και πώς εκείνες μας γλυκοκοίταζαν. Ύστερα από όλα αυτά δίναμε τον λόγο στον Μωχάμεντ.
Εκείνη τη νύχτα θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε, από τον τρόπο που άρχισε, ότι ήθελε να μας μιλήσει για τη Βεδουίνα που είχε συναντήσει στο παζάρι του χωριού. Τον κόψαμε, όμως, όταν είδαμε ότι μας εξαπατούσε λέγοντας χιλιοειπωμένα πράγματα. Ζητήσαμε κάτι καινούριο, γιατί τον ξέραμε καλά. Άρχιζε αριστοτεχνικά με ένα μακρύ πρόλογο, σταματούσε ξαφνικά στη μέση, εξαναγκάζοντάς μας να τον καλοπιάσουμε με γλυκόλογα για να συνεχίσει και να του υποσχεθούμε ψωμί, μεζέδες και αυγά άμα τελειώσει. Άλλες φορές πάλι σφάλιζε το στόμα του απροειδοποίητα, χωρίς λόγο, και με τίποτα δεν μπορούσαμε να του αλλάξουμε τα κέφια.
«Ακούστε», άρχισε εκείνο το βράδυ. «Θα σας πω κάτι που μου έτυχε, με τον όρο ότι δεν πρόκειται να βγάλετε τσιμουδιά σε κανένα».
«Υποσχόμαστε».
«Ορκίζεστε στο Ιερό Κοράνι;»
«Ορκιζόμαστε».
«Και όποιος μαρτυρήσει…»
«Είναι ένας άθλιος χαφιές».
«Και σκύλας γιος».
«Σκύλας γιος».
«Εντάξει», κι άρχισε: «Κάποια μέρα πήγα στη Μανσούρα για δουλειά…»
«Ψεύτη, ποτέ δεν πήγες στη Μανσούρα».
«Πήγα, ορκίζομαι στο Ιερό Βιβλίο».
Τον πιστέψαμε, ασθμαίνοντας από υπερδιέγερση. Αδυνατούσαμε να τον βοηθήσουμε. Ξεκίνησε να μας μιλάει για τη Μανσούρα, την οποία κανένας μας δεν είχε δει ποτέ. Είχαμε, όμως, ακουστά πολλά, κάθε είδους φανταστικά πράγματα. Τη φανταστήκαμε σαν απέραντο κήπο της Εδέμ, γεμάτη Ευρωπαίους, λευκά σαν το γάλα κορίτσια και γυναίκες στολισμένες με φανταχτερές μελάγιες που έλαμπαν με το περπάτημα. Ονειρευτήκαμε τα τροφαντά σώματά τους, την απαλή και μαλακιά σάρκα τους σαν τούρκικο σιροπιαστό. Φανταστήκαμε τους άνδρες τους ξενέρωτους, αταίριαστους για τις γυναίκες τους, οι οποίες ποθούσαν αληθινούς άνδρες. Άνδρες σαν εμάς, άξεστους χωριάτες με βουβαλίσια δύναμη.
«Συνέχισε», προστάξαμε το Μωχάμεντ.
Μόλις κατέβηκε από το τρένο, είπε, τακτοποίησε τη δουλειά που τον οδήγησε εκεί και βλέποντας ότι του ’μενε λίγος καιρός ακόμα, προτού πάρει το τρένο για την επιστροφή, ψώνισε μερικές πίτες ψωμιού και τις μασουλούσε, ενώ έκοβε βόλτες στο δρόμο όπου βρισκόταν ο σταθμός. Τα σπίτια ήταν ψηλά με φαρδιές βεράντες. Ήταν προχωρημένο απόγευμα και πολλές γυναίκες κάθονταν έξω για να πάρουν αέρα. Ήταν μια αρμαθιά. Αν είχαν μοιραστεί στους άνδρες του χωριού μας, ο καθένας θα έβγαινε έξω με ένα μπουκέτο λουλούδια.
Λοιπόν, καθώς προχωρούσε, η ματιά του έπεσε σε μια βεράντα, όπου μια γυναίκα καθόταν ακουμπισμένη στα κάγκελα φορώντας ένα κόκκινο πενιουάρ.
«Τι είναι το πενιουάρ;»
«Να, κάτι σαν ρόμπα».
Ήμασταν πάντοτε καχύποπτοι για όσα μας έλεγε. Τον παρακολουθούσαμε σαν δικαστές που ταλαντεύονται μεταξύ αληθινού και απίστευτου. Είχαμε πάντα την υποψία ότι μας τραβούσε από τα πόδια.
Ο Μωχάμεντ συνέχισε την ιστορία του. Περπατούσε κάτω από το μπαλκόνι, όταν η γυναίκα τού χάρισε ένα χαμόγελο. Νόμισε ότι χαμογελούσε σε κάποιον άλλο, αλλά δεν υπήρχε στο δρόμο κανένας άλλος εκτός από αυτόν και, όταν την ξανακοίταξε τον ξαναχαμογέλασε. Αρπάξαμε τον Μωχάμεντ από την κελεμπία του.
«Πρόσεξε καλά μην ξεχάσεις κάτι», είπαμε με κομμένη την ανάσα.
«Μην ανησυχείτε. Θα σας τα πω όλα».
Δε μας ένοιαζε αν η ιστορία του ήταν αληθινή ή ψεύτικη, αρκεί να τραβούσε σε μάκρος.
«Λοιπόν», συνέχισε, «έσκασε ξανά ένα χαμόγελο, παιδιά, η καρδιά μου πήγε να σπάσει και είπα στον εαυτό μου αυτή είναι η τυχερή σου μέρα, αγόρι μου. Προσποιήθηκα ότι δεν αντιλήφθηκα τίποτα, της έριξα μια ματιά και της χαμογέλασα. Μπορώ να τα καταφέρω με ένα ποτήρι ζιμπίμπ, σκέφτηκα».
«Τι είναι το ζιμπίμπ;»
«Ένα είδος μπράντι, ρε παιδιά».
«Και τι είναι το μπράντι;»
«Ένα ποτό, λικέρ».
Τότε φοβηθήκαμε. Ο Μωχάμεντ πίνει λικέρ; Του επιτρέπαμε να πάει με γυναίκες, αλλά όχι να πίνει και λικέρ. Τέλος πάντων, για χάρη του κάναμε τα στραβά μάτια.
«Και ύστερα;»
«Βρήκα μια ταβέρνα ανοιχτή, κάποιου Ευρωπαίου. Έτσι μπήκα μέσα. «Χαίρετε, κύριε», είπα. «Γεια σου», απάντησε. «Δώστε μου ένα ζιμπίμπ. Θέλω καλό πράμα και αγγουράκια για σνακ».
«Σνακ; Τι είναι αυτό πάλι;»
«Αγγουράκια».
Δεν τολμήσαμε να επαναλάβουμε την ερώτηση, γιατί ήμασταν πολύ περίεργοι να ακούσουμε τη συνέχεια.
«Το ήπια μονορούφι και τι νομίζετε ότι έγινε; Με άναψε. Το αίμα μου πήρε φωτιά. Για να σιγουρευτώ καλύτερα, παράγγειλα άλλο ένα προτού ξαναγυρίσω στον δρόμο της».
«Και ξαναγύρισες πίσω στο σπίτι της;»
«Βέβαια».
«Και σου χαμογέλασε;»
«Ένα χαμόγελο που έδωσε φτερά στην ψυχή μου, αγόρια. Μια κόλαση μιας πανέμορφης γυναίκας, και φορούσε…»
«Τι;»
«Φορούσε κεντημένα πασουμάκια, μπορούσα να διακρίνω τις καμπύλες του κορμιού της κάτω από το πενιουάρ και χαμογελούσε. Την κοίταξα χαμογελώντας. Εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο».
«Πώς κι έτσι;»
«Καλά, φορούσα τα καλύτερα ρούχα μου. Το σκούφο μου από καμηλότριχα, τα λουστρινένια παπούτσια μου και το μεταξωτό κασκόλ ριγμένο πάνω στους ώμους μου. Άλλωστε, είμαι μούρλια, μην το ξεχνάτε, νέος και όλα αυτά. Λοιπόν, της ανοιγόκλεισα το μάτι, εκείνη μπήκε μέσα και ξαναβγήκε φορώντας καινούριο πενιουάρ από πράσινο μετάξι. Ύστερα μου ’κανε νόημα να ανέβω επάνω».
«Επάνω;»
«Έτσι ακριβώς. Πρέπει να ομολογήσω, βέβαια, ότι έτρεμα λιγάκι. Στο κάτω κάτω ήμουνα ένας ξένος που έμπαινε σε ξένο σπίτι να συναντήσει μια άγνωστη γυναίκα. Ας πούμε ότι μ’ έπιαναν, τι θα γινόμουν; Ή ας υποθέσουμε ότι υπήρχαν συγγενείς. Τέλος πάντων, ανέβηκα. Ήταν τα δυο ποτήρια ζιμπίμπ που έκαναν τη δουλειά».
«Και μπήκες μέσα στο σπίτι της;»
«Δε μπορείτε να είστε λίγο υπομονετικοί; Χτύπησα το κουδούνι…»
«Τι κουδούνι;»
«Το κουδούνι της πόρτας με τον διακόπτη…»
«Κουδούνι με διακόπτη;»
«Άσχετοι, ηλίθιοι χωριάτες. Ποτέ δε θα μάθετε. Φυσικά, ανόητοι, τα κουδούνια έχουν διακόπτες. Καλά, λοιπόν, άνοιξε την πόρτα και με προσκάλεσε να μπω μέσα… μια φωνή ζάχαρη άχνη…»
«Και εσύ μπήκες μέσα;»
«Πάψτε να με διακόπτετε, ειδάλλως σταματάω».
«Εντάξει, συνέχισε».
«Στάθηκα στην πόρτα, κάπως αβέβαιος. “Έλα μέσα”, μου είπε, “μη φοβάσαι, ο άνδρας μου λείπει”. Τότε, είπα στον εαυτό μου, εμπρός αγόρι μου, σύνελθε, μια φορά κανείς πεθαίνει».
«Έτσι μπράβο, Μωχάμεντ, ανάθεμά σε. Μπες κατευθείαν μέσα».
«Λοιπόν μπήκα μέσα και κάθισα στο καθιστικό. Επιχρυσωμένες πολυθρόνες, παιδιά, αντάξιες για βασιλιά, καθρέφτες στους τοίχους και χρωματιστά μπιχλιμπίδια και μικροαντικείμενα. Ύστερα από λίγο την είδα να έρχεται με ένα μπλε φόρεμα, κάτι εξωπραγματικό. Είχε μαζί της ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια. Ρώτησε, “πώς σε λένε, νεαρέ;”. “Δούλος σας, Μωχάμεντ, απάντησα”. ‘‘Εσύ είσαι ο αφέντης μου”, είπε. “Στην υγειά σου. Θέλεις να καθίσεις στην πολυθρόνα, ή όπου αλλού σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα…».
«Στην πολυθρόνα, φυσικά, μην είσαι βλάκας».
«Όχι. Δε συνηθίζω να κάθομαι σε πολυθρόνες. Φοβήθηκα μήπως ζαλιστώ. Καλά, ύστερα τη ρώτησα πως τη λένε. “Φιφή”, απάντησε, και αμέσως με ρώτησε αν ήθελα ένα ποτό. Αποκρίθηκα θετικά και καθίσαμε πίνοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο, ώσπου το δωμάτιο άρχισε να στριφογυρίζει. “Τι συμβαίνει;” ρώτησε. “Μέθυσες;” “Οοο… όχι”, απάντησα. “Θέλεις κάτι να σε συνεφέρει;” ρώτησε. Δεν τόλμησα να απαντήσω ναι».
«Ανόητε. Σου έφερε τίποτε;»
«Να είστε βέβαιοι. Την είδα να πλησιάζει φέρνοντας έναν τεράστιο δίσκο φορτωμένο με φαγιά».
«Τι είχε;»
«Γαλοπούλα ψητή, περιστέρι γεμιστό, βραστές πατάτες και αρνίσιο κρέας»
«Τυχεράκια! Τα έφαγες όλα αυτά;»
«Δεν καταλάβαινα τι έκανα. Εκείνη φρόντιζε να με ταΐζει…»
«Δε ντρέπεσαι καθόλου;»
«Να τη βράσω την ντροπή. Ήμουνα αναμμένος, άπλωσα το χέρι μου και την έπιασα».
«Χωρίς να πλύνεις τα χέρια σου;»
«Τα έπλυνα, ανάθεμά σας. Κοιτάξτε, ποιος λέει την ιστορία; Άρχισα να κουράζομαι μαζί σας».
Τον παρακαλέσαμε να συνεχίσει, αν και δεν ήθελε παρακάλια. Ήταν τόσο απορροφημένος από τη διήγησή του, που τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει.
«Την άγγιξα, αγόρια μου, και η σάρκα της ήταν σα μέλι».
«Το δέρμα της ήταν μαλακό;»
«Πιο απαλό κι από επεξεργασμένο βαμβάκι».
«Και τα μαλλιά της ήταν μαύρα;»
«Μαύρα σαν πίσσα, μακριά ίσαμε τα γόνατα».
«Προχώρα, μίλα αγόρι μου, τι άλλο; Κοίταξε μόνο μην παραλείψεις τίποτα».
«Και το δέρμα της, φίλοι μου! Ήταν λείο και απαλό σαν μετάξι. Είπα, “σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο”. Εκείνη είπε, “εντάξει, εμπρός έλα”. Με τράβηξε στο κρεβάτι και κατέβασε την κουνουπιέρα. Ήταν ροζ, το ορκίζομαι, και ύστερα έσβησε το φως».
«Ηρέμησε τώρα, βάλ’ το στο μυαλό σου να προχωράς σιγά σιγά».
«Λοιπόν, κοίταξα και είδα την κουνουπιέρα να τρεμοφέγγει. Πρέπει να ήρθε η Ημέρα της Κρίσης, αναλογίστηκα. Ξέρετε τι ήταν; Είχε ανάψει άλλο φως μέσα στην κουνουπιέρα. Ήταν μικρά πολύχρωμα λαμπιόνια στην κορυφή, κόκκινα, πράσινα, μπλε, κίτρινα… γύρισα και την είδα μπροστά μου, πανέμορφη, μαγευτική. Ήταν πολύχρωμη σα νεράιδα…»
«Τι έγινε τότε;»
«Τίποτα. Τι νύχτα, αγόρι μου! Καλύτερη απ’ όλες τις Αραβικές Νύχτες».
«Τι έγινε; Προχώρα, πρέπει να μιλήσεις. Τι έγινε μετά;»
«Τίποτα. Αυτό ήταν όλο».
«Έλα τώρα, τι έγινε ύστερα; Μη τσιγκουνεύεσαι φίλε.»
Καταδέχτηκε να προσθέσει ένα δυο πράγματα που δεν ικανοποίησαν με τίποτα την περιέργειά μας.
«Αφήστε τον μόνο, είναι ψευταράς», παρατήρησε κάποιο αγόρι.
«Ορκίσου ότι όλα είναι αληθινά», είπε κάποιο άλλο.
Ο Μωχάμεντ ορκίστηκε και ενθουσιαστήκαμε ακόμα περισσότερο. Δεν τον πιστέψαμε. Ορκίστηκε στον τάφο της μάνας του ότι όλα ήταν αληθινά, ακόμα και το παραμικρό.
«Σας έχω πει ποτέ ψέματα;» ρώτησε.
«Τώρα δα μας λες».
«Ωραία, αποδείξτε το».
«Αν υποτεθεί ότι πάμε στη Μανσούρα, θα μας οδηγήσεις στο μέρος;»
«Σίγουρα».
«Εντάξει, πάμε τώρα αμέσως».
Ήταν μια σπουδαία ιδέα. Βγάλαμε ένα μουγκρητό, ζητωκραυγάσαμε, σκούξαμε και ουρλιάξαμε πιέζοντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Σηκώσαμε τον Μωχάμεντ από τους ώμους και τα πόδια και τον κουνούσαμε πάνω κάτω, ώσπου τον πετάξαμε πάνω στη θημωνιά! Ύστερα κάναμε μια γυροβολιά γύρω από τη θεριστική μηχανή. Ήμασταν αγριεμένοι για τα καλά. Λίγα σύννεφα από άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα, κατακάθισαν στα μάτια μας και μας κάλυψαν με σκόνη.
«Εμπρός αγόρια, κατευθείαν για τη Μανσούρα».
«Φύγαμε για τη Μανσούρα!» κραύγαζαν όλοι.
«Είναι πολύ σκοτάδι, αγόρια».
«Και έχουμε πολύ σκάψιμο για αύριο…»