Μηδενική εστίαση

Επέστρεφα από το προαστιακό βιβλιοπωλείο. Η βραδιά υπήρξε εξόχως ποιητική. Φίλοι προσκεκλημένοι απήγγειλαν ποίηση εκλεκτή συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων. Ο φωτισμός ήταν υποβλητικός και οι φιλόμουσοι που είχαν συρρεύσει –αναπάντεχα πολλοί για ένα προαστιακό βιβλιοπωλείο– είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν τον ποιητικό λόγο με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι – προσφορά μικρού οινοπαραγωγού των Μεσογείων.
Οι αισθήσεις σε ένταση. Η ακοή βεβαίως πρωταγωνίστρια. Λόγος και μουσική. Μετά η γεύση με την οινική επικουρία. Και η όραση. Το σκηνικό, τα μπορντό βελούδα, τα βιβλία ως ντεκόρ, το κουαρτέτο, το ποικίλο και πολύχρωμο κοινό, το σκηνοθετικά επιμελημένο φως, όλα συγκροτούσαν μιαν αισθαντική οπτική σύνθεση, βγαλμένη λες από ταινία του εστέτ Γκριναγουέι. Αισθητική απόλαυση.
Μέχρι που άρχισαν οι ερωτήσεις προς τους προσκεκλημένους. Τι λογοτεχνικές θεωρίες ξεδιπλώθηκαν από τους πιο ψαγμένους ερωτητές, τι σημειωτικές, τι Λακάν και Μπαχτίν ακούστηκαν, ου μην αλλά και Κρίστεβα –αχ αυτή η Τζούλια!–, τι κειμενολογίες και Γιάκομπσον… Και μετά τα ερμηνευτικά σχόλια και η αποκωδικοποίηση του μηνύματος του ποιητή από τους παντογνώστες ακροατές… Φευ! Πόσο εύκολο είναι να διαλυθεί η αισθητική απόλαυση εις τα εξ ων συνετέθη!
Πήρα κάποια στιγμή τον λόγο θέλοντας να αναχαιτίσω τη διαδικασία μετατροπής της βραδιάς σε ποιητικό νεκροτομείο, όπου ασκούμενοι ιατροί θα εφάρμοζαν τις άρτι αποκτηθείσες ανατομικές γνώσεις τους επί ποιητικών πτωμάτων επικυρώνοντας έτσι τον θάνατό τους. Ζήτησα να επικρατήσει σιωπή. Άφησα αρκετά δευτερόλεπτα να περάσουν χωρίς να ακούγεται τίποτα. Ήταν εμφανής η αμηχανία που προκάλεσε η απόλυτη σιγή. Το κοινό μπορεί να γνώριζε τον Ουμπέρτο Έκο και τη Σχολή της Πράγας, αλλά αγνοούσε την τέχνη της χαλάρωσης. Και της σιωπής. Όταν είδα ότι η παρατεταμένη σιγή άρχισε να οδηγεί κάποιους να γυρίζουν τα κεφάλια και να κοιτούν ο ένας τον άλλον με απορία –βλέπετε οι λογοτεχνικές θεωρίες δεν ερμηνεύουν τις σιωπές του ακροατή, παρά μόνο τις ποιητικές–, τους ζήτησα να κλείσουν τα μάτια και να μην τα ανοίξουν αν δεν τους πω. Τους κράτησα κάμποσα δευτερόλεπτα έτσι. Κατόπιν άρχισα αργά και όσο πιο εκφραστικά μπορούσα να απαγγέλλω τους στίχους κάποιου ποιήματος – δεν θα πω ποιου. Όταν τελείωσα, έμεινα κι εγώ σιωπηλός κάποια δευτερόλεπτα ακόμη και μετά τους ζήτησα να ανοίξουν τα μάτια. Τους μίλησα ήρεμα, με τον ρυθμό μιας απαλής ανακίνησης του κρασιού στο ποτήρι, εξηγώντας ότι η δική μου απάντηση στους ερμηνευτικούς προβληματισμούς τους ήταν ακριβώς αυτό που προηγήθηκε. Έπρεπε να αφήσουν μέσα τους χώρο και χρόνο στον ποιητικό λόγο να τους μιλήσει. Να του ανοίξουν την πόρτα τους και να τον δεξιωθούν. Τότε με τρόπο άρρητο θα ξαναγεννηθεί μέσα τους και θα καταλάβουν. Για την ακρίβεια θα νιώσουν.

Επέστρεφα, λοιπόν, όταν με πήρε τηλέφωνο η αδελφή μου. Μου ζήτησε να πεταχτώ λίγο από το σπίτι της, αν μπορούσα, γιατί ήθελε να βοηθήσω λίγο τον ανιψιό μου, λυκειόπαιδο δυο μέτρα, με κάποιες ασκήσεις λογοτεχνίας – ακαταλαβίστικες τις χαρακτήρισε. Παρόλο που η βραδιά δεν με προδιέθετε για κάτι τέτοιο, ήταν ήδη περασμένες δέκα και προτιμούσα να συνεχίσω κάπου αλλού, είπα να ενδώσω και να κάνω την καλή πράξη της ημέρας.
Ο μικρός καθόταν χυμένος στον καναπέ με τα ακουστικά στα αυτιά. Μπροστά του είχε ανοιγμένο ένα σχολικό βιβλίο και σκόρπια χαρτιά με σημειώσεις, «φυλλάδιο» το αποκάλεσε. Μου είπε με προφανή δυσφορία και βαρεμάρα ότι δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα ζητούσε η καθηγήτριά του στο σχολείο. Μετά από πολλές ερωτήσεις μπόρεσα να καταλάβω ότι έπρεπε να μελετήσει διάφορες σημειώσεις θεωρίας και μετά να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικές με ένα ποίημα. Ο μικρός, αφού πέρασε γενεές δεκατέσσερις τον ποιητή και τους φιλολόγους γενικώς, απεφάνθη ότι η ποίηση είναι μια μπούρδα, εντελώς άχρηστη και κακώς τους υποχρεώνουν να χάνουν χρόνο με τέτοια πράγματα. Ζήτησα να δω αυτό το «φυλλάδιο». Άρχισα να διαβάζω έκπληκτος ένα κατεβατό από όρους και εκφράσεις που αναπόφευκτα με έφεραν πίσω στο βιβλιοπωλείο, στις ερωτήσεις του κοινού. Διάβαζα για αφηγηματικές τεχνικές, για ομοδιηγητικούς και ετεροδιηγητικούς αφηγητές, για «μηδενική» –λέει– εστίαση, για εγκιβωτισμούς, για εσωκειμενικό και εξωκειμενικό χρόνο, για αναχρονίες, για επιβράδυνση της αφήγησης, για μεταδιήγηση και άλλα τέτοια θαυμαστά! Γύρισα και κοίταξα με οίκτο τον ανιψιό μου. Ο μικρός λυκειόπαις, με ελάχιστα λογοτεχνικά διαβάσματα, κι αυτά στο πλαίσιο των σχολικών εγχειριδίων, έπρεπε να μεταμορφωθεί εν μια νυκτί σε φοιτητή της φιλολογίας! Έκανα νεύμα στην αδελφή μου να απομακρυνθεί από τον χώρο και να μας αφήσει μόνους. Ο ανιψιός μού είπε ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα και ότι ούτε το ποίημα που είχαν του έλεγε κάτι. Τον έβαλα να μου το διαβάσει. Κανένας ρυθμός, λόγος σπασμένος, δυσκολία στη σωστή ανάγνωση κάποιων λέξεων, ασυνήθιστων ίσως σήμερα.

«Άκου τι θα κάνουμε» του είπα. «Θα συνδέσουμε το καλώδιο των ακουστικών σου στο κινητό μου, θα κλείσεις τα μάτια, θα χαλαρώσεις και θα ακούσεις αυτό που θα βάλω να παίξει. Νιώσε τις λέξεις, τίποτε άλλο.» Το βρήκε μάλλον διασκεδαστικό, πέταξε ένα «ΟΚ», και κάθισε ξανά χαλαρά στον καναπέ και περίμενε. Συνδέθηκα στο διαδίκτυο και, αφού βρήκα αυτό που ήθελα, πάτησα το play και τον άφησα να ακούει. 

Η απαγγελία ήταν της Έλλης Λαμπέτη. Βαθιά αισθαντική. Όσο έπρεπε ερωτική.

Μόλις τέλειωσε η απαγγελία, τον άφησα λίγο ακόμη με κλειστά μάτια και μετά του ζήτησα να βγάλει τα ακουστικά. «Πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησα. «Σαπφείρινο μαβί!» μουρμούρισε. «Cool! Τι ήταν αυτό που άκουσα;» «Πραγματική ποίηση» απάντησα. Του πρότεινα να αφήσει στην άκρη το «φυλλάδιο» και να συνεχίσει να ακούει κι άλλες απαγγελίες από τον ιστότοπο που του υπέδειξα. Χαμογέλασε, μου έκλεισε με νόημα το μάτι και ξαναφόρεσε τα ακουστικά του.

Έφυγα χωρίς να ενημερώσω την αδελφή μου.
Εξάλλου είναι βέβαιο ότι μετά από ό,τι προηγήθηκε δεν θα μου ξαναζητήσει να βοηθήσω τον μικρό στη λογοτεχνία…

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Τράπαλη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: