Ο ατέρμων Κοχλίας: «Οι κύκλοι του ζωδιακού» του Α. Εμπειρίκου

Ο ατέρμων Κοχλίας: «Οι κύκλοι του ζωδιακού» του Α. Εμπειρίκου

...à la veille de la mort et au-dessus des orages

...στις πα­ρα­μο­νές του θα­νά­του και επά­νω από τις κα­ται­γί­δες,[1] όταν σκο­τεί­νια­ζε ο κό­σμος και σή­μαι­ναν «με­σά­νυ­χτα στον αιώ­να», κα­τά τη ρή­ση του Victor Serge, μέ­σα στη νύ­χτα της επο­χής, πά­ντο­τε ανυ­πό­τα­κτη δεν έπα­ψε να εξα­κο­λου­θεί να ψάλ­λη, celle qui continue à prêcher, la voix surréaliste, η υπερ­ρε­α­λι­στι­κή φω­νή.

Empeirikos

Τα λό­για του Μπρε­τόν, από το πρώ­το Μα­νι­φέ­στο του υπερ­ρε­α­λι­σμού –...​la voix surréaliste celle qui continue à prêcher à la veille de la mort et au-dessus des orages–, θα τα υψώ­σει σαν ση­μαία ανα­τρο­πής στην Ελ­λά­δα, για πρώ­τη φο­ρά το 1935, ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος. Κα­ταρ­χήν τα το­νί­ζει στην πε­ρί­φη­μη διά­λε­ξη Πε­ρί Σου­ρε­α­λι­σμού, κι αμέ­σως με­τά τα προ­βάλ­λει, σαν βα­ρυ­σή­μα­ντη προ­με­τω­πί­δα, στην ποι­η­τι­κή Υψι­κά­μι­νο που όρ­θω­σε ο ποι­η­τής απέ­να­ντι και ενά­ντια στον υπαρ­κτό εω­σφο­ρι­κό Πύρ­γο της Βα­βέλ του ζο­φε­ρού με­σο­πο­λέ­μου. Τα ίδια λό­για θα ακου­στούν και στον βου­ε­ρό πο­τα­μό Αμούρ-Αμούρ, «αντί προ­λό­γου» στα Γρα­πτά.
Δεν πρό­κει­ται για τυ­χαία, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη, και κα­θό­λου για «δια­κο­σμη­τι­κή» επι­λο­γή κά­ποιου τσι­τά­του. Εί­ναι μα­κρό­πνοο σχέ­διο και πρό­γραμ­μα ζω­ής, μες την ζωή, απ’ την ζωή, με την ζωή, για την ζωή.[2] Για­τί ο υπερ­ρε­α­λι­σμός για τον Εμπει­ρί­κο, όπως θα δια­τρα­νώ­σει στη Διά­λε­ξη του 1935, δεν εί­ναι τε­χνο­τρο­πία και μορ­φή καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης, εί­ναι κα­θο­λι­κή, διαρ­κής επα­νά­στα­ση: «μια φρε­νια­σμέ­νη προ­σπά­θεια όχι μό­νο λυ­τρω­μού από ζυ­γούς και κα­νό­νες ακα­δη­μιών, μα και έν­θερ­μη εκ­δή­λω­ση πό­θου πλή­ρους ζω­ής και άρ­νη­ση υπο­τα­γής σε οιον­δή­πο­τε εί­δος θα­νά­του».[3]Κα­θώς η αν­θρω­πό­τη­τα κα­τρα­κυ­λά στον φα­σι­σμό και στη βαρ­βα­ρό­τη­τα του δεύ­τε­ρου πα­γκό­σμιου μα­κε­λειού, μέ­σα στο χά­σμα που άνοι­ξε ο σει­σμός, στη φο­βε­ρή εκεί­νη δε­κα­ε­τία 1936-1946, θα αν­θί­σουν, σαν αντί­πα­λον δέ­ος στη φρί­κη, και τα εμπει­ρί­κεια Γρα­πτά, με αρ­χι­κό τί­τλο Οι Κύ­κλοι του Ζω­δια­κού. Θα πα­ρα­μεί­νουν σχε­δόν κρυ­φά, εν σκιά θα­νά­του, για να μι­σο­προ­βάλ­λουν το 1960, μέ­χρι να ’ρ­θούν να λάμ­ψουν στο φως μιας Νέ­ας Ημέ­ρας, στις δι­κές μας κρί­σι­μες μέ­ρες.

Σώμα ακέραιο και ατέρμον

Empeirikos Zwdiakoi

Έχου­με πλέ­ον, το 2018, ακέ­ραιο το σώ­μα των Γρα­πτών.[4] Όταν μι­λά­με για «ακέ­ραιο σώ­μα», πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να απο­φύ­γου­με κά­ποιες πα­ρα­νο­ή­σεις.
Πρώ­τον, η έκ­δο­ση του 2018 δεν εί­ναι μια απλή, φι­λο­λο­γι­κή συ­μπλή­ρω­ση της έκ­δο­σης του 1960, με την εν­σω­μά­τω­ση των εν­νέα κει­μέ­νων των Γρα­πτών που μεί­να­νε για διά­φο­ρους ιστο­ρι­κο­πο­λι­τι­κούς, συ­γκυ­ρια­κούς και προ­σω­πι­κούς λό­γους αδη­μο­σί­ευ­τα.
Από μιαν άπο­ψη, κι από την ίδια τους τη σύ­στα­ση, τα Γρα­πτά του Εμπει­ρί­κου θυ­μί­ζουν τα γλυ­πτά του Alberto Giacometti, που το κα­θέ­να τους, όπως έλε­γε ο με­γά­λος γλύ­πτης, «δεν εκ­θρο­νί­ζει πο­τέ κα­νέ­να άλ­λο[...] δεν εί­ναι ένα αντι­κεί­με­νο αλ­λά μια διε­ρώ­τη­ση, ένα ερώ­τη­μα, μια απά­ντη­ση. Δεν μπο­ρεί να εί­ναι ού­τε τε­λειω­μέ­νο ού­τε τέ­λειο».[5] Τα Γρα­πτά, ακρι­βώς επει­δή μπο­ρού­με τώ­ρα να τα δια­βά­ζου­με με ακέ­ραιη τη συ­νά­φειά τους, αλ­λά και όλη η υπερ­ρε­α­λι­στι­κή γρα­φή του Εμπει­ρί­κου, από την Υψι­κά­μι­νο στον Με­γά­λο Ανα­το­λι­κό κι ως την Οκτά­να, ακο­λου­θούν μια πο­ρεία αντί­στοι­χη με την κα­τά Freud ψυ­χα­νά­λυ­ση: εί­ναι ατέρ­μων και τερ­μα­τι­ζο­μέ­νη.
Οι σπεί­ρες της ανε­λίσ­σο­νται, κα­θό­λου γραμ­μι­κά ή κυ­κλι­κά, όπως οι σπεί­ρες της Ιστο­ρί­ας, όπως και οι σπεί­ρες σε έναν ατέρ­μο­να κο­χλία, ει­κό­να επι­βλη­τι­κή στη δια­λε­κτι­κή του με­γά­λου Jakob Boehme, του Philosophus Teutonicus, αλ­λά και πα­ρά­στα­ση εμ­βλη­μα­τι­κή και φαλ­λι­κή στο καί­ριο Γρα­πτό Our Dominions Beyond the Seas ή η βί­ω­σις των στί­χων στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού.[6] Τα ίδια τα Γρα­πτά, στην πα­ρού­σα εμ­φά­νι­σή τους, εί­ναι ένας κο­χλί­ας με σώ­μα ακέ­ραιο αλ­λά και ατέρ­μων. Συ­να­ντά­με και ανα­γνω­ρί­ζου­με στις σπεί­ρες του μο­τί­βα, στί­χους, ποι­ή­μα­τα ολό­κλη­ρα, συλ­λή­ψεις μελ­λο­ντι­κών συλ­λο­γών, προ­πλά­σμα­τα και πλά­σμα­τα αφη­γή­σε­ων από όλη τη μα­κριά διάρ­κεια του έρ­γου του Εμπει­ρί­κου, από την Προϊ­στο­ρία ή Κα­τα­γω­γή του 1934,[7] στην Υψι­κά­μι­νο, την Εν­δο­χώ­ρα, τον Με­γά­λο Ανα­το­λι­κό,[8] την Αρ­γώ ή Πλους Αε­ρο­στά­του, τη συλ­λο­γή Αι Γε­νε­αί Πά­σαι ή Η Σή­με­ρον ως Αύ­ριον και ως Χθες[9] και μέ­χρι την ακρο­τε­λεύ­τια Οκτά­να.[10] Ακό­μα και τη Ζεμ­φύ­ρα μπο­ρεί να δια­κρί­νει κα­νείς να κά­νει μια αστρα­πιαία εμ­φά­νι­ση στο Ζώ­διο του Λέ­ο­ντα,[11] μ’ ένα χα­ρι­τω­μέ­νο άλ­μα: Voilà!
Δεν πρό­κει­ται για κα­τα­κερ­μα­τι­σμό αλ­λά για διαρ­κή κί­νη­ση. Εί­ναι η ίδια η Ζωή ως «σύν­δε­ση της σύν­δε­σης και της μη σύν­δε­σης», σύμ­φω­να με τον ορι­σμό που δί­νει σε νε­α­νι­κό του κεί­με­νο ο Hegel, κά­τω από την επί­δρα­ση του φί­λου του Hölderlin. Ο Εμπει­ρί­κος εί­ναι η ζώ­σα αντί­φα­ση εί­ναι εδώ και όχι εδώ στον ίδιο και τον κά­θε τό­πο, μέ­σα στην ίδια και την κά­θε χρο­νι­κή στιγ­μή.
Δεν έχου­με μπρο­στά μας το δια­με­λι­σμέ­νο σώ­μα του Ορ­φέα, αλ­λά μο­τί­βα επα­νερ­χό­με­να όπως στο βα­γκνε­ρι­κό Δα­κτυ­λί­δι των Νι­μπε­λού­γκεν, πα­ρα­δεί­σια νη­σιά ή και Ατλα­ντί­δες, και άγνω­στες ηπεί­ρους του ασυ­νει­δή­του που ανα­δύ­ο­νται και βυ­θί­ζο­νται για να επα­νεμ­φα­νι­στούν ξα­νά στον ίδιο και πο­τέ ίδιο Ωκε­α­νό: τον Ωκε­α­νό του πρώ­του Άσμα­τος του Μαλ­ντο­ρόρ του Lautréamont, τον αντί­θε­το στους «αγριό­χοι­ρους της αν­θρω­πό­τη­τας»,12 τον οποίο ο Εμπει­ρί­κος εν­σω­μα­τώ­νει στον χαι­ρε­τι­σμό του στον Ιβάν-Νί­κη Κα­λα­μά­ρη-Νι­κό­λαο Κά­λας στα Τε­κται­νό­με­να· τον Ωκε­α­νό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που στέ­κε­ται σαν φραγ­μός στα Άλο­γα του Giorgio De Chirico·τον Ωκε­α­νό της υπέρ­βα­σης του φραγ­μού, της διά­βα­σης, της με­τά­βα­σης του Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού προς έναν Νέο Κό­σμο.
Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι Οι Κύ­κλοι του Ζω­δια­κού του 2018 δεν επι­βάλ­λουν απλώς μια νέα, πλη­ρέ­στε­ρη ανά­γνω­ση των Γρα­πτών ή Προ­σω­πι­κή Μυ­θο­λο­γία του 1960, αλ­λά και μια εκ νέ­ου ανα­μέ­τρη­ση με το συ­νο­λι­κό έρ­γο του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, αυ­τόν τον ατέρ­μο­να κο­χλία.
Τα Γρα­πτά στο σύ­νο­λό τους και στη δυ­να­μι­κή τους κα­τέ­χουν τη στρα­τη­γι­κή εκεί­νη θέ­ση από την οποία μπο­ρού­με να δού­με πώς «δια­σταυ­ρού­νται και συ­μπλέ­κο­νται συ­νε­χώς τα χρώ­μα­τα του κα­λει­δο­σκο­πί­ου, όπως γυ­ρί­ζει ακα­τα­παύ­στως, ατε­λεύ­τη­τα, ένας κο­χλί­ας ατέρ­μων».[12] Ο Λε­ω­νί­δας Α. Εμπει­ρί­κος έχει απο­λύ­τως δί­κιο να το­νί­ζει την κε­ντρι­κό­τη­τα των Γρα­πτών στη συ­νο­λι­κή πα­ρου­σία του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελ­λά­δα.[13]Κε­ντρι­κό­τη­τα ανα­πό­σπα­στη από τη δια­λε­κτι­κή που τα κι­νεί, τη δια­δι­κα­σία γέ­νε­σης και διά­πλα­σης, τον τρό­πο ύπαρ­ξής τους ως αέ­να­ου έρ­γου εν προ­ό­δω, το ιστο­ρι­κό τους έδα­φος, τους ορί­ζο­ντες που χα­ράσ­σουν και προς τους οποί­ους, αμε­τά­κλη­τα και ασυμ­βί­βα­στα, βα­δί­ζουν.
Φαί­νο­νται πα­ρά­και­ρα με τους σκλη­ρούς και απο­τρό­παιους και­ρούς, στους οποί­ους γρά­φο­νται, αλ­λά όπως θα έλε­γε κι ο Nietzsche, ενερ­γούν «με τρό­πο πα­ρά­και­ρο, δη­λα­δή ενά­ντια στους και­ρούς κι έτσι επί των και­ρών, υπέρ (ελ­πί­ζω) ενός μελ­λο­ντι­κού και­ρού».[14]Το ακέ­ραιο σώ­μα των Γρα­πτών με τους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού απο­κα­λύ­πτει, πέ­ραν και ενά­ντια σε κά­θε αμ­φι­σβή­τη­ση και μο­νό­πλευ­ρη ανά­γνω­ση, ότι το έρ­γο του Εμπει­ρί­κου δεν εί­ναι ένας παιά­νας για τον Έρω­τα εκτός Ιστο­ρί­ας αλ­λά εντός Ιστο­ρί­ας και ενά­ντια στους εφιάλ­τες της, προς έναν Νέο Κό­σμο πα­νε­ρω­τι­κό και πα­νευ­φρό­συ­νο, άνευ ορί­ων, άνευ όρων, άνευ τά­ξε­ων, άνευ συ­νό­ρων...
Δεν απο­φεύ­γει, δεν υπεκ­φεύ­γει, δεν δρα­πε­τεύ­ει μα­κριά από τη γή­ι­νη, ιστο­ρι­κή, τρα­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αφε­τη­ρία του εί­ναι, κυ­ριο­λε­κτι­κά, τα ιστο­ρι­κά Τε­κται­νό­με­να, που το όνο­μά τους παίρ­νει και το εναρ­κτή­ριο κεί­με­νο, το πρώ­το εγερ­τή­ριο σάλ­πι­σμα των Κύ­κλων του Ζω­δια­κού.

Έξοδος Δρόμος Ορίζοντες

«Εί­με­θα ακό­μη επί της γης»,[15] το­νί­ζει και επα­να­λαμ­βά­νει ο Εμπει­ρί­κος. Ζη­τά­ει και κα­λεί σε μια Έξο­δο επί της γης, στο δεύ­τε­ρο Γρα­πτό των Κύ­κλων. Έξο­δο με τη βι­βλι­κή ση­μα­σία του όρου: Έξο­δο από το Μπετ Αβα­ντίμ, τον φα­ρα­ω­νι­κό Οί­κο της Δου­λεί­ας. Έξο­δο-χει­ρα­φέ­τη­ση από κά­θε δου­λεία και τυ­ραν­νία, με πρω­ταρ­χι­κή και κρι­τή­ριο κά­θε απε­λευ­θέ­ρω­σης την απε­λευ­θέ­ρω­ση της κε­ντρι­κής ενόρ­μη­σης της Ζω­ής, του Έρω­τα.
Επί της γης βα­δί­ζει και στον δρό­μο της Ιστο­ρί­ας πο­ρεύ­ε­ται: «Ο δρό­μος αυ­τός εκτεί­νε­ται τό­σο μα­κριά που απ’ εδώ δεν φαί­νε­ται που οδη­γεί και πού βγά­ζει. Σ’ αυ­τόν τον δρό­μο προ­χω­ρώ όπως πο­ρεύ­ε­ται με ού­ριον άνε­μο, ή, σε άλ­λες στιγ­μές, επά­νω στον και­ρό, κά­ποιος που οτέ μεν βιά­ζε­ται οτέ δε περ­πα­τά χω­ρίς να σπεύ­δη». [16] Λέ­ει ξα­νά και ξα­νά: «Ναι εί­με­θα ακό­μη επί της γης και πο­ρευό­με­θα πε­ζή, κα­βάλ­λα ή κα­θι­σμέ­νοι, μα πά­ντο­τε κι­νού­με­νοι προς τους ορί­ζο­ντες που μας κα­λούν και κά­πο­τε θα μας ανή­κουν».[17]
Εί­ναι ένας Δρό­μος «σκλη­ρός, σκλη­ρό­τα­τος», όπως θα πει αρ­γό­τε­ρα στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα του 1964, όπου ανα­στο­χά­ζε­ται το φο­βε­ρό Τραύ­μα της άδι­κης σύλ­λη­ψής του σαν προ­γραμ­μέ­νου από την στα­λι­νι­κή ΟΠΛΑ, το 1944, της ομη­ρί­ας στα Κρώ­ρα, της πο­ρεί­ας του με­τα­ξύ μελ­λο­θα­νά­των σε μία Via Dolorosa. Στον δι­κό του ει­κα­στι­κό στο­χα­σμό Ο «Δρό­μος» του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, ο ζω­γρά­φος Γιώρ­γος Χα­τζη­μι­χά­λης θα δεί­ξει τους δύο πο­τα­μούς που τον ορί­ζουν, τον Αμούρ και τον Αχέ­ρο­ντα, με χρώ­μα­τα πα­ρό­μοια, μαύ­ρο και βα­θυ­κύ­α­νο, αλ­λά με τον πρώ­το, τον πο­τα­μό του Έρω­τα σαν στρό­βι­λο ζω­ής και τον δεύ­τε­ρο σαν πα­γε­ρή κι ακί­νη­τη σφή­να του θα­νά­του.
Στο Γρα­πτό του 1940 Η Έξο­δος, ο δρό­μος ακό­μα επι­φυ­λάσ­σει λα­μπρές εκ­πλή­ξεις, ορά­μα­τα και πα­νο­ρά­μα­τα σε κά­θε στρο­φή, σαν αυ­τά που εί­δε κι απει­κό­νι­σε «ο απί­στευ­τος Μυ­τι­λη­ναί­ος», ο ζω­γρά­φος του λα­ού Θε­ό­φι­λος Κε­φά­λας ο Χα­τζη­μι­χα­ήλ.[18] Υπάρ­χει Ελ­πί­δα: «Δεν υπο­τάσ­σουν πά­ντο­τε οι νό­μοι».[19] Ή, αλ­λιώς, όπως λέ­ει και ο τί­τλος, υπάρ­χει η Έξο­δος.
Μό­νο που η Έξο­δος, μέ­σα από τη δια­λε­κτι­κή ανά­πτυ­ξη των αντι­φά­σε­ων της Ιστο­ρί­ας, τα εξαί­σια πα­νο­ρά­μα­τα στις στρο­φές του δρό­μου, τα ευ­φρό­συ­να και ερω­τι­κά ορά­μα­τα της κα­θο­λι­κής αν­θρώ­πι­νης χει­ρα­φέ­τη­σης μέ­νουν αό­ρα­τα στους αν­θρώ­πους μέ­σα στον οι­κου­με­νι­κό Οί­κο της Δου­λεί­ας, κά­τω από τον ζυ­γό των νό­μων των Κυ­ριάρ­χων. Κι όμως, ο ποι­η­τής δια­τρα­νώ­νει: «Δεν υπο­τάσ­σουν πά­ντο­τε οι νό­μοι. Τα πά­ντα έχουν τον λό­γο τους, την ση­μα­σία τους και την συ­νάρ­τη­σί τους. Μό­νο που δεν τα βλέ­πουν πά­ντο­τε οι άν­θρω­ποι, και μά­λι­στα πο­λύ συ­χνά, δεν θέ­λουν ή φο­βού­νται να τα δουν. Ωστό­σο υπάρ­χει ορα­τό­της...»[20]Ορα­τό­της που επι­τρέ­πει στον ποι­η­τή, με ανοι­χτά ή και κλει­στά μά­τια, να δει τους ανέ­σπε­ρους πό­θους και τις πά­μπολ­λες όψεις που έχει ο αστρα­φτε­ρός ερω­τι­κός αδά­μας Κο-ι-Νορ, που όπως προ­φη­τεύ­ει ο Εμπει­ρί­κος στα Τε­κται­νό­με­να, μια μέ­ρα «θα κο­σμή απί­στρο­φα κι αμε­τα­κλή­τως το διά­στι­κτον από χί­λια-δυο πε­τρά­δια διά­δη­μα της ενιαί­ας αν­θρω­πό­τη­τος, όταν την αν­θρω­πό­τη­τα αυ­τή θα την διέ­πει η Ελευ­θέ­ρα Λι­βι­δώ...»[21]Η ίδια «λευ­κή ορα­τό­της», όμως, δεν τυ­φλώ­νει κα­θό­λου τον ποι­η­τή, που με πά­ντα ανοι­χτά και άγρυ­πνα τα μά­τια της ψυ­χής του βλέ­πει τα δει­νά της χει­μα­ζο­μέ­νης αν­θρω­πό­τη­τας και τις αθλιό­τη­τες των πο­λι­τι­κών ηγε­σιών, φα­σι­στι­κών, φι­λε­λευ­θέ­ρων και στα­λι­νι­κών.
Έτσι, με­τά από έναν κα­ταρ­ρά­κτη ερω­τι­κών σκη­νών, στην προ­τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φο της Εξό­δου, αιφ­νι­δια­στι­κά, ξε­σπά σαν θύ­ελ­λα η ορ­γή του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου ενά­ντια στην πρό­σφα­τη τό­τε Συμ­φω­νία Μο­λό­τωφ-Ρί­μπε­ντροπ για την Φιν­λαν­δία: «Ακό­μη τα τη­λε­γρα­φή­μα­τα σχο­λιά­ζουν την συν­θή­κη. Ακό­μη κου­νά­νε τα κε­φά­λια τους οι μεν και οι άλ­λοι ση­κώ­νου­νε τους ώμους. Άλ­λοι λο­γά­δες κρί­νουν ή επι­κρί­νουν. Μα στην συ­νεί­δη­σι του κό­σμου θα μεί­νουν για πά­ντα νι­κη­τές οι Φιν­λαν­δοί. Σκα­τά στον Στά­λιν και δό­ξα απέ­θα­ντη στην Φιν­λαν­δία, στο βό­ρειο σέ­λας που δεν σβή­νει μα λά­μπει ανάλ­λα­χτο στον ου­ρα­νό της σαν το δια­μά­ντι που φο­ρεί στο στή­θος της η Ελευ­θε­ρία».[22]
Οι αθλιό­τη­τες, όμως, της κυ­ρί­αρ­χης πο­λι­τι­κής, ιδιαί­τε­ρα η βά­ναυ­ση διά­ψευ­ση των λαϊ­κών ελ­πί­δων από τους υπο­τι­θέ­με­νους εκ­πρό­σω­πους του σο­σια­λι­σμού, δεν ακυ­ρώ­νουν για τον ποι­η­τή μας την προ­ο­πτι­κή της Εξό­δου. Οι νό­μοι δεν υπο­τάσ­σουν πά­ντο­τε. Στον δρό­μο της ζω­ής επί της γης και με ορί­ζο­ντα την πα­ναν­θρώ­πι­νη Ελευ­θε­ρία προ­χω­ρεί ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, κό­ντρα, «επά­νω στον και­ρό».
Από την αρ­χή πα­ρα­κο­λου­θεί προ­σε­κτι­κά, άγρυ­πνα, κρι­τι­κά, θα ’λε­γες πο­λύ ρε­α­λι­στι­κά, αν και υπερ­ρε­α­λι­στής, την πο­ρεία του πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου. Χαι­ρε­τί­ζει τις «[μ]εγά­λες επι­τυ­χί­ες του Ερυ­θρού Στρα­τού στην Ρωσ­σία» και τις «ση­μα­ντι­κές επι­τυ­χί­ες των Άγ­γλων, πέ­ρ’ από την Βεγ­γά­ζη, στην Μέ­ση Ανα­το­λή»,[23] χω­ρίς να έχει αυ­τα­πά­τες ότι ο πό­λε­μος θα τε­λειώ­σει σύ­ντο­μα.
Εκεί­νο που ελ­πί­ζει και το­νί­ζει στα Τε­κται­νό­με­να εί­ναι η Έξο­δος στο τέ­λος του πο­λέ­μου: «...δεν εί­ναι δυ­να­τόν ο πό­λε­μος του 1939 να μην ξυ­πνή­ση τους αν­θρώ­πους όπως ξυ­πνά η μά­στι­γα το αί­μα, για­τί δεν εί­ναι δυ­να­τόν ο πό­λε­μος αυ­τός να μην ανοί­ξει νέ­ους δρό­μους, δρό­μους που να οδη­γούν σε ρι­ζι­κή, σε ου­σια­στι­κή ανα­θε­ώ­ρη­σι όλων των πραγ­μά­των. Και κα­νείς δεν θέ­λει σή­με­ρα να εί­ναι η ανα­θε­ώ­ρη­σις αυ­τή απλή αλ­λα­γή ιδιο­κτή­του, μα νέ­ος κό­σμος, με νέ­αν αντί­λη­ψι και νέα προ­σαρ­μο­γή - με μια λέ­ξι μια νέα πραγ­μα­τι­κό­της, όχι μο­νά­χα υλι­κή μα και ηθι­κή».[24] Ο Εμπει­ρί­κος προ­σμέ­νει να ανοί­ξει δρό­μος προς την «νέα υλι­κή-ηθι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», με τη νι­κη­φό­ρα αντι­φα­σι­στι­κή έξο­δο από τον πό­λε­μο, για να συ­ντε­λε­στεί, χω­ρίς άλ­λη βία, η «ρι­ζι­κή ου­σια­στι­κή ανα­θε­ώ­ρη­σι όλων των πραγ­μά­των», η με­του­σί­ω­ση όλων των αξιών, για την οποία μι­λού­σε κι ο Νί­τσε. Με τον δι­κό του τρό­πο, πα­ρό­μοια προσ­δο­κία εκ­φρά­ζει κι ο Τζα­κο­μέτ­τι δη­μιουρ­γώ­ντας, στο τέ­λος του πο­λέ­μου, το 1946, τον συ­γκλο­νι­στι­κό εκεί­νο γλυ­πτό, με­γά­λου με­γέ­θους , LHomme qui marche, Ο άν­θρω­πος που πο­ρεύ­ε­ται.
Μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει κα­νείς πό­σο αβυσ­σα­λέο και δύ­σκο­λα επου­λώ­σι­μο γί­νε­ται το Τραύ­μα της Ιστο­ρί­ας που δέ­χε­ται ο ποι­η­τής το 1944, όταν η έξο­δος από τον πό­λε­μο ση­μα­δεύ­ε­ται από τον εφιάλ­τη της ομη­ρεί­ας στα Κρώ­ρα, τον εντα­φια­σμό της μαρ­ξι­στι­κής προσ­δο­κί­ας που φλό­γι­σε τη νε­ό­τη­τά του αλ­λά και τη διά­ψευ­ση των ελ­πί­δων για το με­τα­πο­λε­μι­κό άνοιγ­μα «νέ­ων δρό­μων», όχι προς τον θά­να­το «στου Δή­λε­σι τα μέ­ρη», αλ­λά σε μια νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ναν­θρώ­πι­νης Ελευ­θε­ρί­ας...
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, ο Εμπει­ρί­κος θα επι­μεί­νει, μέ­σα από τη δι­κή του ερ­γα­σία του πέν­θους. Βρί­σκε­ται κα­θα­ρά στους αντί­πο­δες του αγα­πη­μέ­νου του και σε­βα­στού δα­σκά­λου, του Σί­γκ­μουντ Φρό­υντ. Εί­ναι αντί­θε­τος όχι μό­νο με τη γνω­στή αρ­νη­τι­κή απά­ντη­ση του ιδρυ­τή της ψυ­χα­νά­λυ­σης στο αντι­πο­λε­μι­κό γράμ­μα-έκ­κλη­ση του Αϊν­στάιν αλ­λά συ­νο­λι­κά με τον συ­ντη­ρη­τι­σμό του ιστο­ρι­κού πε­σι­μι­σμού του Φρό­υντ. Ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής και πρώ­τος ψυ­χα­να­λυ­τής στην χώ­ρα αρ­νεί­ται ότι η Δυ­σφο­ρία μέ­σα στον Πο­λι­τι­σμό θα εί­ναι αιώ­νια, μιας και υπο­τί­θε­ται ότι η Λι­βι­δώ δεν μπο­ρεί να εί­ναι ελεύ­θε­ρη αλ­λά απω­θη­μέ­νη ή με­του­σιω­μέ­νη, υπο­ταγ­μέ­νη σε νό­μους και ηθι­κά θέ­σφα­τα. Ο Εμπει­ρί­κος αρ­νεί­ται κά­ποια τα­λα­ντευό­με­νη αλ­λά, τε­λι­κά, ακα­τά­λυ­τη ισορ­ρο­πία με­τα­ξύ Έρω­τα και Θα­νά­του. Ενα­ντιώ­νε­ται στην ενόρ­μη­ση του θα­νά­του στη δεύ­τε­ρη Το­πι­κή και επι­μέ­νει ασυμ­βί­βα­στα στην υπερ­ρε­α­λι­στι­κή αρ­χή της «άρ­νη­σης υπο­τα­γής σε οιον­δή­πο­τε εί­δος θα­νά­του», με προ­ο­πτι­κή τον θρί­αμ­βο του Έρω­τα και έτσι της Ζω­ής.
Η πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη και ενο­χλη­τι­κή για τους ευ φρο­νού­ντας ερω­τι­κή κυ­ριο­λε­ξία και λε­πτο­με­ρής άμε­ση πε­ρι­γρα­φή λα­γνουρ­γιών που ξε­κι­νά από τα Γρα­πτά των Κύ­κλων του Ζω­δια­κού για να εκ­βάλ­λει στο ωκε­α­νο­γρά­φη­μα του Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού, πρέ­πει να ιδω­θεί σαν αυ­τό που ακρι­βώς εί­ναι: βα­σι­κό στοι­χείο μιας χει­ρα­φε­τη­τι­κής στρα­τη­γι­κής απο­ε­νο­χο­ποί­η­σης της λι­βι­δι­νι­κής ενέρ­γειας και έκ­φρα­σης, για την ανα­τρο­πή όλων εκεί­νων των όρων και ορί­ων που γεν­νούν τη Δυ­σφο­ρία μέ­σα στον Πο­λι­τι­σμό, την αρ­ρώ­στια του Πο­λι­τι­σμού και μιαν αν­θρω­πό­τη­τα άρ­ρω­στη, βου­λιαγ­μέ­νη στη σε­ξουα­λι­κή εξα­θλί­ω­ση και δέ­σμια στην υπάρ­χου­σα τά­ξη πραγ­μά­των.
Η στρα­τη­γι­κή απο­ε­νο­χο­ποί­η­σης του έρω­τα και της ερω­τι­κής κυ­ριο­λε­ξί­ας φαί­νε­ται σα­φώς στην εύ­στο­χη, καί­ρια, βα­θύ­τα­τη, ψυ­χο­λο­γι­κής και όχι ηθι­κο­λο­γι­κής τά­ξε­ως διά­κρι­ση που κά­νει ο Εμπει­ρί­κος στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού ανά­με­σα στη γε­μά­τη αθω­ό­τη­τα και χω­ρίς άγ­χος στά­ση του με­γά­λου ποι­η­τή Walt Whitman απέ­να­ντι στον έρω­τα και εκεί­νη την γε­μά­τη φό­βο και κρυμ­μέ­να συ­ναι­σθή­μα­τα ενο­χής, πα­ρά την ελευ­θε­ρο­στο­μία της, του άλ­λου με­γά­λου Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα, ποι­η­τή του έρω­τα κα­τά τον Εμπει­ρί­κο, του Henry Miller.[25]Το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι η ελευ­θε­ρο­στο­μία από μό­νη της, κά­τι που στις μέ­ρες μας γί­νε­ται συ­χνά απο­δε­κτό, εν­σω­μα­τώ­σι­μο στην πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα της «ντε­κα­ντέν­τσας» των μπλα­ζέ. Το ζη­τού­με­νο εί­ναι η απε­λευ­θέ­ρω­ση από την ενο­χή, το άγ­χος, τη δυ­σφο­ρία μέ­σα στον Πο­λι­τι­σμό, κι έτσι από την σε­ξουα­λι­κή εξα­θλί­ω­ση που επι­βά­λει η βιο­ε­ξου­σία.
Ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής και ψυ­χα­να­λυ­τής ανα­ζη­τά μια Θε­ρα­πευ­τι­κή του Πο­λι­τι­σμού και την απε­λευ­θέ­ρω­ση της ερω­τι­κή­ςευ­φρο­σύ­νης, ἄρι­στος εὐφρο­σύ­να πό­νων κε­κρι­μέ­νων ἰατρόςθα ψάλ­λει κι ο Πίν­δα­ρος στον 4ο Νε­με­ό­νι­κο.[26]Ο Εμπει­ρί­κος και σαν ποι­η­τής και σαν ψυ­χα­να­λυ­τής δεν μπο­ρεί πα­ρά να συμ­φω­νεί και με τη συ­νέ­χεια της πιν­δα­ρι­κής Ωδής:

ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, 
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ 
γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας[27]

και σε πρόχειρη απόδοση:

κι ο λόγος από τα έργα περισσότερο χρόνο ζει
καθώς με την τύχη των Χαρίτων
η γλώσσα τον ανασύρει από της ψυχής τα βάθη.

Τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρεί να κα­τορ­θώ­σει συν Χα­ρί­των τύ­χα η υπερ­ρε­α­λι­στι­κή γρα­φή, αυ­τό­μα­τη και όχι, ή μια ψυ­χα­νά­λυ­ση ατέρ­μων και τερ­μα­τι­ζό­με­νη;

Ο Α. Εμπειρίκος στο Ρέθυμνο, 1955
Ο Α. Εμπειρίκος στο Ρέθυμνο, 1955

Φαινομενολογία του Έρωτος ή το cogito της σάρκας

Οι ορί­ζο­ντες της χει­ρα­φέ­τη­σης, κα­τά τον Εμπει­ρί­κο, δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι κα­θο­λι­κοί, οι­κου­με­νι­κοί, κι ο δρό­μος προ­σέγ­γι­σής τους δια­λε­κτι­κός. Γι’ αυ­τό και το Γρα­πτό Ορί­ζο­ντες στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού συ­νο­δεύ­ε­ται άλ­λο­τε με το ή Απα­ντα­χού της Γης κι άλ­λο­τε, εναλ­λα­κτι­κά, με το επι­κρα­τέ­στε­ρο ή Η Φαι­νο­με­νο­λο­γία του Έρω­τος.
Το δεύ­τε­ρο πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στον Hegel και τη χε­γκε­λια­νή Φαι­νο­με­νο­λο­γία του Πνεύ­μα­τος του 1807 και προ­ϋ­πο­θέ­τει την γνώ­ση της. Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός και ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος δεν εί­ναι μό­νο μέ­γι­στοι ποι­η­τές αλ­λά και οι δύο κα­τε­ξο­χήν βα­θείς γνώ­στες και συ­νο­μι­λη­τές του Χέ­γκελ στον νε­ο­ελ­λη­νι­κό πνευ­μα­τι­κό χώ­ρο.
Στην πε­ρί­πτω­ση του Εμπει­ρί­κου εκεί­νο που τον ελ­κύ­ει στα­θε­ρά στον Χέ­γκελ και τη δια­λε­κτι­κή του εί­ναι η ανά­γκη της υπέρ­βα­σης του κα­ντια­νού δυι­σμού και κά­θε δυι­σμού που ανοί­γει ανυ­πέρ­βλη­το χά­σμα ανά­με­σα σε υπο­κεί­με­νο και αντι­κεί­με­νο, την ψυ­χή και το σώ­μα, ανά­με­σα στη Ζωή σε όλες τις εκ­φάν­σεις της, και προ­πα­ντός την υπέρ­τα­τή της εκ­δή­λω­ση τον Έρω­τα, και στο Πνεύ­μα. Χά­σμα αλ­λη­λέν­δε­το με τη Δυ­σφο­ρία μέ­σα στον Πο­λι­τι­σμό και ιδιαί­τε­ρα με την οδύ­νη της τρα­γι­κής επο­χής μας, που ο Antonin Artaud συ­μπύ­κνω­σε ανυ­πέρ­βλη­τα στη φρά­ση Je souffre que l’ Esprit ne soit pas dans la Vie, υπο­φέ­ρω που το Πνεύ­μα δεν εί­ναι μέ­σα στη Ζωή.
Ο ιδε­α­λι­στής Χέ­γκελ υπερ­βαί­νει το χά­σμα υπο­κει­μέ­νου/αντι­κει­μέ­νου, αλ­λά μό­νο στην πνευ­μα­τι­κή σφαί­ρα. Η Φαι­νο­με­νο­λο­γία του Πνεύ­μα­τος, η ανα­γκαία, συ­χνά συ­γκλο­νι­στι­κή, με το βά­θος και τον πλού­το της, Εί­σο­δος στην Επι­στή­μη της Λο­γι­κής, οδη­γεί μέ­σα από μια δια­λε­κτι­κή δια­δι­κα­σία μορ­φών συ­νει­δη­σια­κών εμπει­ριών, από την αι­σθη­τη­ρια­κή βε­βαιό­τη­τα και την αντί­λη­ψη της Συ­νεί­δη­σης στην Αυ­το­συ­νεί­δη­ση, τον Λό­γο και, τέ­λος, στην Από­λυ­τη Γνώ­ση.
Η εμπει­ρί­κεια Φαι­νο­με­νο­λο­γία του Έρω­τος επι­χει­ρεί να ανα­τρέ­ψει/ανα­στρέ­ψει τη χε­γκε­λια­νή πνευ­μα­το­κρα­τία, με τα μέ­σα του υπερ­ρε­α­λι­σμού, της ποί­η­σης και της ψυ­χα­νά­λυ­σης (και άδη­λα, με την κλη­ρο­νο­μιά της μα­θη­τεί­ας στον δια­λε­κτι­κό υλι­σμό, πα­ρά τη ρη­τή ρή­ξη με τον μαρ­ξι­σμό από το 1938 (ρή­ξη, βα­σι­κά, με την επι­κρα­τού­σα οι­κο­νο­μι­στι­κή-μη­χα­νι­στι­κή, στρε­βλή, εκ­δο­χή του και τη στα­λι­νι­κή κα­ρι­κα­τού­ρα του.)
Αφε­τη­ρία της Φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας του Έρω­τος δεν εί­ναι η συ­νεί­δη­ση αλ­λά η υλι­κή Ζωή με όλες τις ανά­γκες και επι­θυ­μί­ες της, πρώ­τα-πρώ­τα τις ερω­τι­κές. Η δια­δι­κα­σία που ανα­πτύσ­σε­ται δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει δια­δο­χι­κές φαι­νο­με­νι­κές μορ­φές συ­νει­δη­σια­κών εμπει­ριών, αλ­λά μια αλ­λη­λου­χία μορ­φών δια­φο­ρε­τι­κών ερω­τι­κών εμπει­ριών της σάρ­κας ως υπο­δο­χέα-φο­ρέα της Ζω­ής. Υπο­κεί­με­νο της δια­λε­κτι­κής δια­δι­κα­σί­ας δεν εί­ναι το ατο­μι­κό υπο­κεί­με­νο της σκέ­ψης του καρ­τε­σια­νού cogito, ού­τε το χε­γκε­λια­νό, άσαρ­κο υπο­κεί­με­νο της συ­νεί­δη­σης, αλ­λά ένα δια-ατο­μι­κό (transindividuel), έν­σαρ­κο υπο­κεί­με­νο σε διαρ­κή ηδο­νι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με το αντι­κεί­με­νο του πό­θου.
Τη θέ­ση του καρ­τε­σια­νού cogito παίρ­νει ένα cogito της σάρ­κας, για να δα­νει­στού­με τον εύ­στο­χο όρο που πλά­θει ο Γάλ­λος φαι­νο­με­νο­λό­γος Michel Henry,[28] ανα­τρέ­πο­ντας τις καρ­τε­σια­νές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας του Husserl, στη­ριγ­μέ­νος στην εκ­πλη­κτι­κή εκεί­νη θε­ο­λο­γία της σάρ­κας, που ανα­πτύσ­σει ενά­ντια στον Μαρ­κί­ω­να και τον δυι­σμό δια­φό­ρων Γνω­στι­κών, ο άγιος Ει­ρη­ναί­ος του Λου­γδού­νου στο πε­ρί­φη­μο έρ­γο Έλεγ­χος και Ανα­τρο­πή της Ψευ­δω­νύ­μου Γνώ­σε­ως, γνω­στό­τε­ρου με τον λα­τι­νι­κό τί­τλο Adversus Hereses.
Μέ­σα από το cogito της σάρ­κας αυ­το­α­πο­κα­λύ­πτε­ται η ίδια η Ζωή και η όλη δια­δι­κα­σία της φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας της σάρ­κας και του Έρω­τα, που οδη­γεί στη μέ­θε­ξη με τη Ζωή. Τη Ζωή όχι μό­νο ως Υπό­στα­ση αλ­λά και ως Υπο­κεί­με­νο, για να πα­ρα­φρά­σου­με τον Χέ­γκελ, ως άρ­ση του χά­σμα­τος υπο­κει­μέ­νου/αντι­κει­μέ­νου, Πνεύ­μα­τος και Ζω­ής.
Στο χε­γκε­λια­νό Σύ­στη­μα, το Πνεύ­μα, στη Φαι­νο­με­νο­λο­γία, γνω­ρί­ζει τον εαυ­τό του πρώ­τα σαν Από­λυ­τη Γνώ­ση πριν το γνω­ρί­σει, στην Επι­στή­μη της Λο­γι­κής, ως Από­λυ­τη Ιδέα και επι­στρέ­ψει ξα­νά στον εαυ­τό του, στη Φι­λο­σο­φία του Πνεύ­μα­τος ως Από­λυ­το Πνεύ­μα.
Η Ζωή, όμως, δεν εί­ναι μορ­φή ύπαρ­ξης του Πνεύ­μα­τος, όπως πι­στεύ­ει ο Χέ­γκελ, το Πνεύ­μα εί­ναι μορ­φή ύπαρ­ξης της Ζω­ής και κα­θο­ρί­ζε­ται από τη Ζωή, κα­θώς σω­στά έγρα­φε ο Χαίλ­ντερ­λιν και θε­με­λιώ­νει ο Μαρξ.
Στον Εμπει­ρί­κο, η Φαι­νο­με­νο­λο­γία του Έρω­τος μπο­ρεί να οδη­γή­σει ατο­μι­κά και πα­ναν­θρώ­πι­να όχι σε μια Αφη­ρη­μέ­νη Γνώ­ση αλ­λά στην αυ­το-γνω­σία της Ζω­ής, με κέ­ντρο της τον Έρω­τα, την αυ­το-απο­κά­λυ­ψη και τον ανα­στο­χα­σμό της μέ­σα από την αλ­λη­λου­χία των εμπει­ριών της σάρ­κας.
Η υπέρ­βα­ση του χά­σμα­τος που η Ιστο­ρία ανοί­γει ανά­με­σα σε Ζωή και Πνεύ­μα δεν ση­μαί­νει συγ­χώ­νευ­ση, διά­λυ­ση του ενός στο άλ­λο, αλ­λά την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους, μια νέα εντε­λώς δια­λε­κτι­κή σχέ­ση, έναν νέο εντε­λώς Κό­σμο μιας ενιαί­ας αν­θρω­πό­τη­τας, με ελεύ­θε­ρη και την Λι­βι­δώ, σε ενό­τη­τα με όλα τα κο­σμι­κά στοι­χεία της Φύ­σης.
Στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού, στο Γρα­πτό Our Dominions Beyond the Seas ή Η Βί­ω­σις των στί­χων, όπου πράγ­μα­τι οι στί­χοι γί­νο­νται βί­ω­σι και υπερ­βαί­νε­ται όχι μό­νο το όριο ανά­με­σα στα διά­φο­ρα εί­δη λό­γου, ποί­η­ση, πε­ζό, θε­ω­ρη­τι­κή ανά­λυ­ση και σύν­θε­ση, δο­κί­μιο, ημε­ρο­λο­για­κή κα­τα­γρα­φή κ.λπ., αλ­λά και το χά­σμα ανά­με­σα σε ποί­η­ση και ζωή, συ­να­ντά­με μια θαυ­μά­σια απει­κό­νι­ση της άρ­σης δι­χα­σμού υπο­κει­μέ­νου/αντι­κει­μέ­νου, μέ­θε­ξης με τη Ζωή και συ­νέ­νω­σης με το Σύ­μπαν, δια­μέ­σου της ερω­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης.
Πρό­κει­ται για την πε­ρι­γρα­φή της συ­νά­ντη­σης του ποι­η­τή, κα­θώς κα­τε­βαί­νει με το αυ­το­κί­νη­το από την Κη­φι­σιά προς την Αθή­να, με ένα νέο κο­ρί­τσι ίσα­με 18 χρο­νών που κρα­τού­σε κλα­ριά αν­θι­σμέ­νης μη­λιάς και την ερω­τι­κή σύ­μπρα­ξή τους λί­γο πα­ρα­κά­τω, στην το­πο­θε­σία που και σή­με­ρα ονο­μά­ζε­ται Πα­ρά­δει­σος. Ιδού η λυ­ρι­κό­τα­τη πε­ρι­γρα­φή ενός coitus a tergo, τη λε­γό­με­νη και «στά­ση του Αδάμ»:   «...Δεν ήμουν πλέ­ον ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος μα ένα πράγ­μα με την κό­ρη που γα­μού­σα, ένα πράγ­μα με τα δέν­δρα, τα φύλ­λα και τα χόρ­τα, ένα πράγ­μα με τις πέ­τρες, τα που­λιά, τα ζώα, ένα πράγ­μα με την γην που επά­νω της πα­τού­σα, ένα πράγ­μα με τον ένα­στρο ου­ρα­νό, με τον αέ­ρα που εδρό­σι­ζε την ώρα, όχι πια άτο­μον αυ­το­τε­λές μα, υπο­κεί­με­νο και αντι­κεί­με­νο συγ­χρό­νως, νέο στοι­χεί­ον ενιαί­ον, εγώ και το κο­ρί­τσι, ενέρ­γεια κι ευαι­σθη­σία κο­σμι­κή, ένω­σις πλή­ρης, ώσις αδέ­σμευ­τη, Έρως...»[29]Ο Έρως ως κο­σμι­κή δύ­να­μη συ­νε­κτι­κή των πά­ντων παύ­ει να εί­ναι απλώς η σχέ­ση με­τα­ξύ ατό­μων. Ο Εμπει­ρί­κος δεν κη­ρύσ­σει τον έρω­τα σαν φε­νά­κη ατο­μι­κής δια­φυ­γής από τα δει­νά της αν­θρω­πό­τη­τας. αλ­λά σαν αφε­τη­ρία και δύ­να­μη ατο­μι­κής και κα­θο­λι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Με έναν ανά­λο­γο τρό­πο, εξάλ­λου, βλέ­πει και ασκεί την ψυ­χα­νά­λυ­ση όχι μό­νο σαν θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δο αντι­με­τώ­πι­σης ατο­μι­κών πε­ρι­πτώ­σε­ων αλ­λά και σαν την επι­στή­μη εκεί­νη, από την οποία, όπως γρά­φει, πε­ρι­μέ­νει «με βε­βαιό­τη­τα ακλό­νη­τη την ενη­λι­κί­ω­ση του αν­θρώ­που».[30] Επί του Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού, ο μα­θη­τής του Χέ­γκελ, Ελ­βε­τός ια­τρο­φι­λό­σο­φος Χανς Έντελ­μαν κα­θι­στά κρυ­στάλ­λι­να κα­θα­ρή την εμπει­ρί­κεια θε­ώ­ρη­ση του κό­σμου και της ρι­ζι­κής με­τα­μόρ­φω­σής του: «...πο­τέ δεν εί­πα ότι η από­λυ­τος ελευ­θε­ρία πρέ­πει να χο­ρη­γη­θή μό­νον εις τον έρω­τα. Πρε­σβεύω και ισχυ­ρί­ζο­μαι, αγα­πη­τοί μου φί­λοι, ότι η ελευ­θε­ρία πρέ­πει να εί­ναι κα­θο­λι­κή αλ­λά συγ­χρό­νως πρε­σβεύω και πι­στεύω ότι πρέ­πει να έχη την αρ­χήν και την πλη­ρό­τη­τά της εις τον έρω­τα, διό­τι εκτός που αυ­τός εί­ναι η υπέρ­τα­τη εκ­δή­λω­σις της Ζω­ής, εί­ναι συγ­χρό­νως και ο κα­λύ­τε­ρος εγ­γυ­η­τής εις την λυ­σι­τε­λή επι­δί­ω­ξιν πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως όλων των άλ­λων αλ­λα­γών ή με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων των οποί­ων βε­βαί­ως έχει ανά­γκην από­λυ­τον η βλα­κω­δώς όσον και κα­τά ανί­ε­ρον τρό­πον χει­μα­ζο­μέ­νη αν­θρω­πό­της [...] εγώ ονει­ρεύ­ο­μαι, και μπο­ρώ να πω ότι ερ­γά­ζο­μαι για έναν τε­λεί­ως νέ­ον πο­λι­τι­σμόν, για έναν και­νούρ­γιο κό­σμο».[31] Ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος προ­τάσ­σει τον αντί­στρο­φο δρό­μο από εκεί­νον που ακο­λου­θού­σε ο Βλα­ντι­μίρ Μα­για­κόφ­σκυ, πα­ρό­λο που θα το­πο­θε­τή­σει και τον Ρώ­σο κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή ανά­με­σα στου Μπε­ά­τους στην Οκτά­να. Ο Μα­για­κόφ­σκυ γρά­φει:

από τους ουρανούς της ποίησης
εφορμώ
προς τον κομμουνισμό
γιατί χωρίς αυτόν
για μένα δεν υπάρχει έρωτας[32]

Για τον Εμπει­ρί­κο, αντί­στρο­φα, χω­ρίς τον έρω­τα και την από­λυ­τη ελευ­θε­ρία του δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει η «άνευ τά­ξε­ων, άνευ συ­νό­ρων» Πα­γκό­σμια Συ­μπο­λι­τεία του ελευ­θε­ρια­κού κομ­μου­νι­σμού που ορα­μα­τί­ζε­ται ο Ιού­λιος Βερν επί του Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού.

Ο Ιούλιος Βερν την εποχή που ταξίδεψε με τον «Μεγάλο Ανατολικό»
Ο Ιούλιος Βερν την εποχή που ταξίδεψε με τον «Μεγάλο Ανατολικό»

Με τον Μαρξ, χωρίς τον Μαρξ κι ενάντιά του, ως την επιστροφή του Μαρξ

Οι Κύ­κλοι του Ζω­δια­κού πε­ριέ­χουν τα Γρα­πτά του Εμπει­ρί­κου μιας δε­κα­ε­τί­ας, στην οποία συ­ντε­λεί­ται η βαθ­μιαία απο­μά­κρυν­σή του από τον μαρ­ξι­σμό, η ρή­ξη μα­ζί του το 1938, που φαί­νε­ται να εί­ναι χω­ρίς επι­στρο­φή με­τά το Τραύ­μα στα Κρώ­ρα. Αξί­ζει να ξα­να­δού­με, κι από την σκο­πιά τώ­ρα της έκ­δο­σης του 2018, την όλη τρι­κυ­μιώ­δη πο­ρεία.
Ο Εμπει­ρί­κος εί­χε προ­σχω­ρή­σει με εν­θου­σια­σμό, από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, στο κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα, και μά­λι­στα στον τρο­τσκι­σμό, λί­γο πριν την έντα­ξή του στον υπερ­ρε­α­λι­σμό, με­τά την ψυ­χα­νά­λυ­σή του στον René Laforgue το 1927-1931, προ­χω­ρώ­ντας σε ρή­ξη με τη με­γα­λο­α­στι­κή τα­ξι­κή του κα­τα­γω­γή, απο­χω­ρώ­ντας από όλες τις οι­κο­γε­νεια­κές επι­χει­ρή­σεις και δια­κη­ρύσ­σο­ντας ανοι­χτά την πρα­κτι­κή του συ­μπα­ρά­τα­ξη με τη μα­χό­με­νη ερ­γα­τι­κή τά­ξη. 
Η πε­ρί­φη­μη Διά­λε­ξη του 1935, τις πα­ρα­μο­νές της έκ­δο­σης της Υψι­κα­μί­νου, γε­νέ­θλιας πρά­ξης του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελ­λά­δα, κα­τέ­λη­γε με την από­δο­ση φό­ρου τι­μής, θαυ­μα­σμού κι ευ­γνω­μο­σύ­νης «στον Αντρέα Μπρε­τόν και στους άλ­λους Σουρ­ρε­α­λι­στές που με­τά τον δια­λε­χτι­κό υλι­σμό και τον Siegmund Freud, έχυ­σαν το πε­ρισ­σό­τε­ρο και το πιο άπλε­το φως μέ­σα στα πυ­κνά σκο­τά­δια που μας πε­ρι­βάλ­λουν»[33] Η ίδια φρά­ση, σχε­δόν απα­ράλ­λα­κτη, με μία ση­μαί­νου­σα απου­σία, επα­να­λαμ­βά­νε­ται και στο Αμούρ-Αμούρ που γρά­φε­ται το 1939 και θα τε­θεί «Αντί Προ­λό­γου» πριν τα Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή Μυ­θο­λο­γία.[34] Η ση­μαί­νου­σα απου­σία αφο­ρά τον δια­λε­κτι­κό υλι­σμό, η ανα­φο­ρά στον οποί­ον έχει απα­λει­φθεί.
Έχει προη­γη­θεί η ρή­ξη με τον μαρ­ξι­σμό και τον μπολ­σε­βι­κι­σμό, με­τά από τις τρα­γι­κές εξε­λί­ξεις στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση, τον στα­λι­νι­σμό, τις Δί­κες της Μό­σχας, τις μα­ζι­κές εκ­κα­θα­ρί­σεις, την Γιε­ζό­φτσι­να του 1937, την προ­δο­σία της Ισπα­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Τη ρή­ξη την ανα­κοι­νώ­νει ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, «όχι χω­ρίς συ­γκί­νη­ση», όπως γρά­φει, με γράμ­μα του το 1938, στον στε­νό του φί­λο Νί­κη Κα­λα­μά­ρη, τον Νι­κό­λαο Κά­λας.[35]Στις διά­φο­ρες γρα­φές και επα­νεγ­γρα­φές των Γρα­πτών μπο­ρού­με να βρού­με κι άλ­λες ση­μαί­νου­σες απου­σί­ες σαν την προ­α­να­φε­ρό­με­νη. Αντί­στρο­φή της και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή άρ­νη­ση της προη­γού­με­νης άρ­νη­σης εί­ναι αυ­τή που συ­να­ντά­με στη δεύ­τε­ρη επε­ξερ­γα­σία των Τε­κται­νο­μέ­νων στην δε­κα­ε­τία του 1970,[36] όπου, ενώ υπάρ­χει ανα­φο­ρά στη Μό­σχα σαν ένα από τα κέ­ντρα των «κρα­ταιών και ορ­γα­νω­μέ­νων», μα­ζί με το Βε­ρο­λί­νο, το Λον­δί­νο, την Ουά­σιγ­κτον ή το Πα­ρί­σι, απα­λεί­φε­ται πλέ­ον η ταύ­τι­ση Χί­τλερ και Τρί­της Διε­θνούς και του να­ζι­σμού με τον μπολ­σε­βι­κι­σμό που υπάρ­χει στη γρα­φή του 1940.[37]Βέ­βαια, έχει προη­γη­θεί η με­τά το 1958 ποι­η­τι­κή-πο­λι­τι­κή στρο­φή και η ανα­γέν­νη­ση της ελ­πί­δας στη δε­κα­ε­τία αρι­στε­ρής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης του 1960, η επί­σκε­ψη το 1962 στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση που κα­τα­γρά­φε­ται ημε­ρο­λο­για­κά[38] μα και εμ­βλη­μα­τι­κά στο με­γά­λο ποί­η­μα ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσ­σία.[39] Προ­πα­ντός, έχει γρα­φτεί, στις 17 Αυ­γού­στου 1963, «την πιο ζε­στή μέ­ρα του κα­λο­και­ριού», όπως ση­μειώ­νει ο ποι­η­τής, το ποί­η­μα Μπε­ά­τοι ή Της Μη Συμ­μορ­φώ­σε­ως οι Άγιοι, όπου ξα­νά, σί­γου­ρα «όχι χω­ρίς συ­γκί­νη­ση», κά­νουν ξα­νά την πα­ρου­σία τους ο Μαρξ κι ο μπολ­σε­βί­κος Λέ­νιν, έχο­ντας πλάι τους κο­ρυ­φαί­ους της αναρ­χί­ας Μπα­κού­νιν και Κρο­πότ­κιν.[40] Η σπεί­ρα του ατέρ­μο­να κο­χλία έκα­νε πλή­ρη στρο­φή! Εί­ναι τυ­χαίο, μή­πως, ή ένα υπερ­ρε­α­λι­στι­κό hasard objéctif, ότι αμέ­σως με­τά τα ονό­μα­τα των Μαρξ, Λέ­νιν, Μπα­κού­νιν, Κρο­πότ­κιν, το πρώ­το όνο­μα που ακο­λου­θεί εί­ναι εκεί­νο του Böhme, ορα­μα­τι­στή του ατέρ­μο­να κο­χλία;
Πρό­κει­ται, λοι­πόν, για επα­να­σύν­δε­ση; Ας θυ­μη­θού­με τον πρώ­το εκεί­νο προσ­διο­ρι­σμό της ζω­ής από τον Χέ­γκελ και τον Χαίλ­ντερ­λιν: σύν­δε­ση της σύν­δε­σης με τη μη σύν­δε­ση. Ας μην ξε­χνά­με ότι ο Εμπει­ρί­κος εί­ναι ζώ­σα αντί­φα­ση. Την ίδια στιγ­μή, στον ίδιο τό­πο, εί­ναι και δεν εί­ναι. Κι ο χω­ρο­χρό­νος εί­ναι ανο­μοιο­γε­νής και πο­λυρ­ρυθ­μι­κός. Όπως γρά­φει κι ο ίδιος για τη στιγ­μή του ορ­γα­σμού, στο υπέ­ρο­χο ποί­η­μα Deauville, εί­ναιχί­λια τα χρό­νια της στιγ­μής, χί­λια τα έπη της κραυ­γής[41]Δεν υπάρ­χει γραμ­μι­κή εξέ­λι­ξη στη Φύ­ση και την Ιστο­ρία, ού­τε και στην ποί­η­ση και τον βίο του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου. Συ­ντε­λού­νται το­μές στη συ­νέ­χεια, στρο­φές, κί­νη­ση σε πολ­λα­πλά επί­πε­δα, πο­λυρ­ρυθ­μία. Συ­νά­μα μέ­σα στη ασυ­νέ­χεια υπάρ­χει συ­νέ­χεια.
Εκ­δή­λω­ση και πα­ρά­δειγ­μα της ζώ­σας αντί­φα­σης εί­ναι και το πε­ρί­φη­μο από­σπα­σμα από το Ημε­ρο­λό­γιο 1943 που βρί­σκου­με στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού,[42] όπου πε­ρι­γρά­φει πώς, ίσως χά­ρη στην «ψυ­χο­α­νά­λυ­σή» του, «βαθ­μη­δόν, κα­τά στά­δια», «μέ­σα από αλ­λη­λου­χία συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­ων και οντο­ποι­ή­σε­ων» βγή­κε «σι­γά σι­γά έξω από το αντι­βιο­λο­γι­κό και ερ­γα­στη­ρια­κό μπου­ντρού­μι του ιστο­ρι­κο­ϋ­λι­σμού».
Κι όμως, ακρι­βώς με­τά την απε­ρί­φρα­στη και ανα­ντίρ­ρη­τη πα­ρα­δο­χή μιας οιο­νεί «λυ­τρω­τι­κής» ρή­ξης με τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό, στην επό­με­νη πα­ρά­γρα­φο, στην ίδια σε­λί­δα, ο Εμπει­ρί­κος γρά­φει στο Αυ­τό­μα­το ποί­η­μα, όπως το ονο­μά­ζει, δη­λα­δή χω­ρίς την πα­ρέμ­βα­ση οποιου­δή­πο­τε συ­νει­δη­τού, αι­σθη­τι­κού ή ηθι­κού ελέγ­χου, κα­τά τις προ­δια­γρα­φές του πρώ­του υπερ­ρε­α­λι­στι­κού Μα­νι­φέ­στου, τα εξής:

«Ω θα­λε­ρή βοή! Τα χλι­μι­ντρί­σμα­τα που αντη­χούν σαν σε κυ­ψέ­λες, από τα κύτ­τα­ρα ώς τις κορ­φές των Άν­δε­ων, τα δό­κα­να, όπου συ­στρέ­φο­νται οι πει­να­σμέ­νοι, οι προ­κομ­μέ­νοι γυ­πα­ε­τοί της Ρού­με­λης, τώ­ρα που ο κλή­ρος έπε­σε στα κα­ρυο­φύλ­λια κι οι μα­χη­τές, τα κορ­φο­βού­νια, όλα ολό­τε­λα πι­στεύ­ουν όπως πι­στεύ­ει μια νε­ά­νις στους μα­στούς της στη λύ­ση του προ­βλή­μα­τος της ει­μαρ­μέ­νης...»

Οι γραμ­μές αυ­τές γρά­φο­νται τον Απρί­λιο του 1943, όταν η φα­σι­στι­κή Κα­το­χή έχει στή­σει «τα δό­κα­να όπου συ­στρέ­φο­νται οι πει­να­σμέ­νοι» και σαν μό­νη λύ­ση «τώ­ρα... ο κλή­ρος έπε­σε στα κα­ρυο­φύλ­λια» της αντι­φα­σι­στι­κής Αντί­στα­σης «κι οι μα­χη­τές, τα κορ­φο­βού­νια, όλα ολό­τε­λα πι­στεύ­ουν» σε μια νί­κη που θα φέ­ρει μα­ζί με το τέ­λος του Να­ζι­σμού και του πο­λέ­μου, τη «λύ­ση του προ­βλή­μα­τος της ει­μαρ­μέ­νης», την αλ­λη­λέν­δε­τη με τον Έρω­τα, την ερω­τι­κή προ­σμο­νή και πί­στη που έχει μια «νε­ά­νις στους μα­στούς της». Ποιος, πά­λι, μπο­ρεί να ξε­χνά ότι όταν γρά­φο­νται αυ­τές οι γραμ­μές του «αυ­το­μά­του ποι­ή­μα­τος» οι μα­χη­τές στα κορ­φο­βού­νια, «οι προ­κομ­μέ­νοι γυ­πα­ε­τοί της Ρού­με­λης» δεν ήταν άλ­λοι από τους αντάρ­τες του ΕΛΑΣ και τους μαυ­ρο­σκού­φη­δες του Άρη Βε­λου­χιώ­τη.
Ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος εί­ναι η ζώ­σα αντί­φα­ση. Η ρή­ξη με τον μαρ­ξι­σμό συ­ντε­λέ­στη­κε. Πο­τέ, όμως, ο ποι­η­τής δεν πέ­ρα­σε από την άλ­λη με­ριά του οδο­φράγ­μα­τος, στη με­ριά της αστι­κής αντί­δρα­σης και του συ­ντη­ρη­τι­σμού. Σαν τα Άλο­γα του Τζιόρ­τζιο ντε Κί­ρι­κο, στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού, που τα βλέ­που­με ξα­νά, κι αυ­τά, στην Οκτά­να, ο ποι­η­τής «και τώ­ρα, ό,τι κι αν γί­νη, δεν θα γυ­ρί[σει] πια πο­τέ στα κτί­σμα­τα του λό­φου. Θα μεί[νει] εδώ, στην έρη­μη ακρο­για­λιά, αφού δεν εί­ναι δυ­να­τόν να πα[ει] πί­σω να ζή[σει] με κα­κούς, κου­τούς κι αναί­σθη­τους αν­θρώ­πους». Θα μεί­νει στην ερη­μιά, μπρο­στά στην απέ­ρα­ντη θά­λασ­σα, όπως τα αδά­μα­στα εκεί­να Άλο­γα, «με ανεί­πω­τη νο­σταλ­γία, την νο­σταλ­γία του άπω πα­ρελ­θό­ντος ή του απω­τά­του μέλ­λο­ντος που ένα πα­ρόν σφι­χτά πο­λιορ­κη­μέ­νο δη­μιουρ­γεί».[43] Ο Εμπει­ρί­κος δεν θα επι­στρέ­ψει πο­τέ στον αστι­κό κό­σμο της «ντε­κα­ντέν­τσας». Θα στρα­φεί σε ένα ιδιόρ­ρυθ­μο κρά­μα τολ­στοϊ­σμού, αναρ­χι­σμού και φου­ριε­ρι­κού ου­το­πι­κού κομ­μου­νι­σμού, με έντο­νη τη μεσ­σια­νι­κή προσ­δο­κία ενός Ολάμ Αμπά, ενός Κό­σμου-που Έρ­χε­ται. Ακό­μα και στο οξύ­τε­ρο ση­μείο της ρή­ξης με ό,τι ονο­μά­ζει το 1943 «μπου­ντρού­μι του ιστο­ρι­κο­ϋ­λι­σμού», υπάρ­χει μια αδιάρ­ρη­κτη «σύν­δε­ση ανά­με­σα στην μη σύν­δε­ση και την σύν­δε­ση»: το όρα­μα ενός νέ­ου κό­σμου άνευ τά­ξε­ων, άνευ συ­νό­ρων, πα­νε­ρω­τι­κού, χω­ρίς Οι­δί­πο­δες και Ναρ­κίσ­σους, χω­ρίς πο­λέ­μους των κρα­ταιών και χω­ρίς δε­σπο­τεί­ες Να­βου­χο­δο­νο­σό­ρων.
Ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος έμει­νε ακλό­νη­τος εν τη κα­μί­νω, πά­ντα πι­στός σ’ αυ­τό το όρα­μα, σαν τον Σι­δράχ, Μι­σάχ και Αβδε­να­γώ, τον Ανα­νία, Αζα­ρία και Μι­σα­ήλ. Δεν έγι­νε πο­τέ ένας renégat, ένας απο­στά­της.

Η Ώρα της Καταστροφής και η Ώρα του Θεού

Ο δεύ­τε­ρος πα­γκό­σμιος πό­λε­μος ήταν η Ώρα της Με­γά­λης Κα­τα­στρο­φής. Τί­πο­τα δεν θα μπο­ρού­σε, με­τά απ’ αυ­τήν, να εί­ναι ίδιο. Στο Άου­σβιτς και­γό­ταν μα­ζί με τους Εβραί­ους το αν­θρώ­πι­νο μέ­σα στον άν­θρω­πο.
Οι δια­σκορ­πι­σμέ­νες, απα­ντα­χού της γης, επα­να­στα­τι­κές πο­λι­τι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές πρω­το­πο­ρί­ες, απο­μο­νω­μέ­νες στις δι­κές τους ερη­μιές μπρο­στά στη φουρ­του­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα, «σε ένα πα­ρόν σφι­χτά πο­λιορ­κη­μέ­νο», ανα­ρω­τιό­ντου­σαν για το επό­με­νο βή­μα, το δι­κό τους και της αν­θρω­πό­τη­τας.
Στον χώ­ρο της Τέ­χνης, και ει­δι­κό­τε­ρα του υπερ­ρε­α­λι­σμού, ο κυ­ρί­αρ­χος πε­σι­μι­σμός θε­ω­ρού­σε ότι ο υπερ­ρε­α­λι­σμός ανή­κε πλέ­ον στο προ­πο­λε­μι­κό πα­ρελ­θόν. Μια εντε­λώς μειο­ψη­φι­κή φω­νή, αυ­τή του πα­λιού φί­λου του Εμπει­ρί­κου Νί­κη Κα­λα­μά­ρη και τώ­ρα εξό­ρι­στου στη Νέα Υόρ­κη Nicolas Calas, επέ­με­νε ότι ο υπερ­ρε­α­λι­σμός δεν πέ­θα­νε, αλ­λά σαν κί­νη­μα έπρε­πε να αλ­λά­ξει σύμ­φω­να με τις τρο­με­ρές αλ­λα­γές και νέ­ες απαι­τή­σεις της Ιστο­ρί­ας. Περ­νού­σε από το πρώ­το λυ­ρι­κό στά­διο στο τρα­γι­κό του στά­διο.
Μα­κριά πια από τον πα­λιό του φί­λο, χω­ρίς επα­φή με­τα­ξύ τους, ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, κα­θώς σή­μαι­νε η Ώρα της Με­γά­λης Κα­τα­στρο­φής, «στις πα­ρα­μο­νές του θα­νά­του και πά­νω από τις κα­ται­γί­δες», δη­μιουρ­γού­σε τα Γρα­πτά. Ό,τι κι αν λέ­νε διά­φο­ροι, εί­ναι κο­ρυ­φαίο έρ­γο του ζω­ντα­νού και πά­ντα μα­χό­με­νου υπερ­ρε­α­λι­σμού.
Αν ο Κά­λας έβλε­πε ανα­γκαία μια με­τά­βα­ση του υπερ­ρε­α­λι­σμού από το Λυ­ρι­κό στο Τρα­γι­κό στοι­χείο, τα 33 Γρα­πτά του Εμπει­ρί­κου, από το πρώ­το ως το τε­λευ­ταίο και ως σύ­νο­λο, εμπε­ριέ­χουν το Τρα­γι­κό μέ­σα στο Λυ­ρι­κό και το Λυ­ρι­κό μέ­σα στο Τρα­γι­κό.
Εί­ναι κι αυ­τός ένας δρό­μος, ένας τρό­πος, μια στά­ση μη συμ­μορ­φώ­σε­ως σε μια επο­χή ανεί­πω­της τρα­γω­δί­ας, όπου το Τρα­γι­κό υπο­χρε­ώ­νε­ται να μεί­νει ανεί­πω­το, στη σιω­πή της Ιου­δήθ των Τε­κται­νο­μέ­νων, σε έναν κό­σμο χω­ρίς καρ­διά, όπου το Λυ­ρι­κό εκ­πί­πτει σε θέ­α­μα ή μέ­νει ακί­νη­το σαν την κα­τα­το­νι­κή Άρ­τε­μη στο μα­νι­κό­μιο/φρε­νο­κο­μείο της μου­σο­λι­νι­κής Ιτα­λί­ας, στο Γρα­πτό Τζιά­κο­μο Κα­ζα­νό­βα, ο Ιπ­πό­της του Έρω­τος και του Seingalt.
Εμ­φα­νέ­στα­τα, η πα­ρου­σία του Τρα­γι­κού μέ­σα στο Λυ­ρι­κό και η ανά­δυ­ση του Λυ­ρι­κού μέ­σα από το Τρα­γι­κό οντο­ποιεί­ται στις τρεις φι­γού­ρες που πα­ρου­σιά­ζο­νται στους Κύ­κλους του Ζω­δια­κού, σε τρία «υπο­κεί­με­να αντι­κει­μέ­νου» και συ­νά­μα «αντι­κεί­με­να υπο­κει­μέ­νου», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τις εκ­φρά­σεις του Εμπει­ρί­κου: τον Ιτα­λό ιπ­πό­τη Τζιά­κο­μο Κα­ζα­νό­βα, τον Να­ζί αξιω­μα­τι­κό Sonderführer Nikolaus Schultz και τον φτω­χό Έλ­λη­να βο­σκό Μή­τρο Τρα­γα­νά.
Για τον πρώ­το, ας μας επι­τρα­πεί να πα­ρα­πέμ­ψου­με στην ομι­λία μας The Agony of Joy.[44]Για τον δεύ­τε­ρο θα χρεια­στεί να μι­λή­σου­με ξα­νά. Εδώ πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε σε λί­γα βα­σι­κά.
Με ποι­η­τι­κά μέ­σα, ο ψυ­χα­να­λυ­τής Εμπει­ρί­κος ερευ­νά την ει­σβο­λή του φα­σι­σμού στο ασυ­νεί­δη­το των μα­ζών, ακό­μα και των θυ­μά­των του, πράγ­μα για το οποίο έχουν γρά­ψει κι ο Wilhelm Reich, αλ­λά, όπως υπεν­θυ­μί­ζει ο Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης στο Επί­με­τρο, και η Charlotte Beradt στο βι­βλίο Τα όνει­ρα στο Τρί­το Ράιχ.[45] Μια ζο­φε­ρή, ανη­συ­χη­τι­κή δια­δι­κα­σία, πά­ντα επί­και­ρη, όταν μά­λι­στα επα­νεμ­φα­νί­ζο­νται σή­με­ρα τα τέ­ρα­τα με το πρό­σω­πο του Όρ­μπαν, του Σαλ­βί­νι, της Λε­πέν ή του Τραμπ.
Θα ήταν γό­νι­μη μια ανά­γνω­ση του Γρα­πτού για τον Σουλτς μέ­σα από το φρο­ϋ­δι­κό Massenpsychologie und Ich-Analyse, Ομα­δι­κή Ψυ­χο­λο­γία και Ανά­λυ­ση του Εγώ (1921). Μέ­σα από τη δια­δρο­μή της ανό­δου και της πτώ­σης του Τρί­του Ράιχ και τη δια­δι­κα­σία εκ­φα­σι­σμού και με­τα­τρο­πής σε μα­ζι­κό δο­λο­φό­νο του άλ­λο­τε εκλε­πτυ­σμέ­νου Πρώ­σου αρι­στο­κρά­τη, πα­ρε­λαύ­νουν όλοι οι «μα­ζι­κοί σχη­μα­τι­σμοί» (Massenbildungen), που ανα­λύ­ει ο Φρό­υντ: «οι μά­ζες των πολ­λών» (Masse zu vielen), μα­ζί με την αρ­χι­κή αστρα­πιαία εξά­πλω­ση του να­ζι­σμού στην Ευ­ρώ­πη και τους θριάμ­βους της Βέρ­μα­χτ·«οι μά­ζες ανά δύο» ( Masse zu zweit), με την λι­βι­δι­νι­κή-υπνω­τι­κή κα­θή­λω­ση του Σουλτς στον αντι-Μεσ­σία Χί­τλερ· «οι μά­ζες κα­τά μό­νας» (Masse zu eins), με τον αρ­χη­γό της φρου­ράς του Χί­τλερ, Σουλτς, να στέ­κε­ται, με το πο­λυ­βό­λο, μό­νος υπε­ρα­σπι­στής στην φλε­γό­με­νη Κα­γκε­λα­ρία. Κι ακό­μα: η ανα­τρι­χια­στι­κή ταύ­τι­ση με τον μι­ση­τό επι­τι­θέ­με­νο, όπως στα όνει­ρα στο Τρί­το Ράιχ, έτσι και στην τε­λι­κή αφύ­πνι­ση από το όνει­ρο του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου.
Αξί­ζει, πά­ντως να προ­σε­χτεί ότι στο όλο πα­ρα­λή­ρη­μα του Sonderführer Nikolaus Schultz, ενώ γί­νε­ται λό­γος για φυ­λή και Αρί­ους απου­σιά­ζει, εντε­λώς και πα­ρα­δό­ξως, ο κε­ντρι­κός, μυ­θι­κός, αρ­χε­τυ­πι­κός Εχθρός του Να­ζι­σμού: ο «υπάν­θρω­πος» Εβραί­ος, ο το­κο­γλύ­φος κι «Εβραιο­κομ­μου­νι­στής». Η μό­νη ρα­τσι­στι­κή αι­σχρο­λο­γία που ακού­γε­ται στο Γρα­πτό εί­ναι κα­τά των «αρ­κου­δαν­θρώ­πων» Ρώ­σων, των τό­σο αγα­πη­μέ­νων στον Εμπει­ρί­κο, τον ρω­σι­κής κα­τα­γω­γής εκ μη­τρός. Για­τί μια τέ­τοια ση­μαί­νου­σα απου­σία των Εβραί­ων από το πα­ρα­λή­ρη­μα του Σουλτς ή και στο ασυ­νεί­δη­το του ποι­η­τή που το κα­τα­γρά­φει; Μή­πως για τον ίδιο λό­γο που ο Να­ζί απω­θεί το ερώ­τη­μα για τον Νί­τσε, ξε­χνά τον στί­χο του Χαίλ­ντερ­λιν ή και την αγα­πη­μέ­νη του χα­μέ­νη αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά Φρει­δε­ρί­κη, που το όνο­μά της εκ­στο­μεί ξα­νά μό­νο την ώρα του θα­νά­του; Ή μή­πως για τον ίδιο λό­γο στο ασυ­νεί­δη­το τώ­ρα του Εμπει­ρί­κου, που τον κά­νει να εμ­φα­νί­ζει τον εαυ­τό του, στον Κα­ζα­νό­βα, να επι­σκέ­πτε­ται τη Βοη­μία με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε Πο­λω­νο­ε­βραίο –άκου­σον, άκου­σον– δη­λα­δή στον μυ­θι­κό, αρ­χε­τυ­πι­κό Εχθρό των Να­ζί, και μά­λι­στα λί­γο πριν τον πό­λε­μο, σε έναν τό­πο και ιστο­ρι­κό χρό­νο όπου έβρα­ζε ο να­ζι­σμός κι ο αντι­ση­μι­τι­σμός; Η ταύ­τι­ση με τον επι­τι­θέ­με­νο φαί­νε­ται να με­τα­τρέ­πε­ται στο αντί­θε­το, σε με­ταμ­φί­ε­ση (με­τα­μόρ­φω­ση ή με­τεμ­ψύ­χω­ση, με την ορο­λο­γία των Κύ­κλων του Ζω­δια­κού) στο κα­τε­ξο­χήν θύ­μα της επί­θε­σης.
Ο Εμπει­ρί­κος εί­ναι ευαί­σθη­τος στις αντι­φά­σεις των Μο­ντέρ­νων Και­ρών που εκρή­γνυ­νται την Ώρα της Κα­τα­στρο­φής, στον φα­σι­σμό και τον πό­λε­μο. Η αντί­φα­ση της Φύ­σης και του Νό­μου, θε­με­λια­κή στην αστι­κή νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα και κε­ντρι­κή στις δια­μά­χες στη νε­ω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φία, βρί­σκε­ται και στο κέ­ντρο των Κύ­κλων του Ζω­δια­κού. Ο ποι­η­τής τάσ­σε­ται ανα­φαν­δόν υπέρ της προ­τε­ραιό­τη­τας της Φύ­σης και των νό­μων της, σω­στό­τε­ρα «των ρυθ­μών» της, όπως τους απο­κα­λεί, απέ­να­ντι στους νό­μους των αν­θρώ­πων και τα θέ­σφα­τα της επι­κρα­τού­σας κά­θε φο­ρά κοι­νω­νι­κής-ηθι­κής έν­νο­μης τά­ξης.
Η ΄Εξο­δος και οι Ορί­ζο­ντες, με τους οποί­ους ανοί­γο­νται οι εμπει­ρί­κειοι Κύ­κλοι, έχουν επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο, βα­σι­κό μο­τί­βο το «Δεν υπο­τάσ­σουν πά­ντο­τε οι νό­μοι». Το βλέ­που­με ξα­νά σαν θαύ­μα απί­στευ­το και στο Γρα­πτό Μή­τρος Τρα­γα­νάς.
Το όνο­μα του τα­πει­νού μα πε­ρή­φα­νου φτω­χού βο­σκού πα­ρα­πέ­μπει στο τρά­γο του, στην τρα­γω­δία, στον βι­βλι­κό απο­διο­πο­μπαίο τρά­γο και, προ­πα­ντός, για τον Εμπει­ρί­κο, στον τρα­γο­πό­δα­ρο Πά­να. Στο απρό­σμε­νο τέ­λος της διά­σω­σης «...[ο] Μή­τρος εί­χε νι­κή­σει τους νό­μους των αν­θρώ­πων».[46] Κι όπως ο ίδιος ο άδι­κα κα­τη­γο­ρού­με­νος για βια­σμό και φό­νο, αυ­τός ο ερω­τύ­λος νε­α­ρός, ο φτω­χός βο­σκός που κα­νέ­νας πλού­σιος δεν τον θέ­λει για γα­μπρό, ο βλά­σφη­μος μπρος στους πα­πά­δες και τους σταυ­ρούς τους, κι ο αγέ­ρω­χος μπρος στο θά­να­το, θα πει για το απρό­σμε­νο τέ­λος: «...ήρ­θε η ώρα του Θε­ού»,[47] ενά­ντια στη δι­κα­στι­κή εξου­σία και τους νό­μους των αν­θρώ­πων και πριν από οποια­δή­πο­τε δια­τα­γή του κά­θε Βα­σι­λιά.
Αυ­τήν την Ώρα απε­λευ­θέ­ρω­σης από την «υπο­τα­γή σε οιον­δή­πο­τε εί­δος θα­νά­του», τη μεσ­σια­νι­κή Στιγ­μή της Οκτά­νας, μιας νέ­ας Γης κι ενός νέ­ου Ου­ρα­νού, αυ­τήν τη Στιγ­μή προ­σμέ­νει κι εξαγ­γέλ­λει ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος εν τη κα­μί­νω, ψάλ­λο­ντας

χί­λια τα χρό­νια της στιγ­μής, χί­λια τα έπη της κραυ­γής.

Ομι­λία στην πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου Οι Κύ­κλοι του Ζω­δια­κού (Άγρα 2018), Polis Art Cafe, 24 Σε­πτεμ­βρί­ου 2018

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Οι κύ­κλοι του ζω­δια­κού
του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: