Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/afierwma/ta-meizona-apo-ta-elassona-sthn-poihsh-toy-mimh-soyliwth
Το αλκοόλ και η καλλιτεχνική έμπνευση βρίσκονται σε στενή σχέση. Η μυθολογία αυτής της συνύπαρξης εδράζεται στην πεποίθηση ότι το οινόπνευμα διαστέλλει το παρόν, δεδομένου ότι «παρελθόν και μέλλον φιλοξενούνται πλουσιοπάροχα στο νυν» (Παπαγιώργης, 1990). Με το αλκοόλ ο χρόνος επιμηκύνεται, απλώνεται και λειτουργεί ανασχετικά στο επερχόμενο φάσμα του θανάτου και ας μην ξεχνάμε ότι ο χρόνος και ο θάνατος είναι καταλυτικοί και διαχρονικοί παράγοντας έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. «Πίνε, γιατ’ είν’ ο θάνατος θάλασσα δίχως φάρο», μας λέει ο Ομάρ Καγιάμ σε ένα από τα τετράστιχά του, τα περίφημα Ρουμπαγιάτ· πολύ αργότερα ο Μπωντλαίρ μάς προτρέπει «Μεθύστε για να μη νιώθετε το βαρύ φορτίο του χρόνου», προβάλλοντας την ανανεωτική και πρωτεϊκή δύναμη του οινοπνεύματος, την επιλήσμονα ισχύ του.
Το αψέντι, ποτό που απαγορεύτηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, στις αρχές του 20ού αιώνα, διότι κρίθηκε υπεύθυνο για την πρόκληση παραισθήσεων, ψυχώσεων και εν γένει αλλόκοτων συμπεριφορών, ήταν η αγαπημένη έξη πολλών καλλιτεχνών, «μια μούσα στο μπουκάλι». Η εγκεφαλική υπερδιέγερση που προκαλούσε η «πράσινη νεράιδα» (έτσι έλεγαν το αψέντι λόγω του χρώματός του) διοχετευόταν στο καλλιτεχνικό έργο, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση λογοτεχνικών και εικαστικών κινημάτων –συμβολισμός, ιμπρεσιονισμός, υπερρεαλισμός– και στη δημιουργία μεγάλων έργων. Ο Πόε, ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Εμίλ Ζολά υπήρξαν αυθεντικοί αψεντομανείς και απέδιδαν στο ποτό τις ιδιότητες της μαγικής έμπνευσης και της οργασμικής δημιουργικότητας.
Γενικότερα το αλκοόλ διαδραμάτισε βασικό ρόλο στη ζωή και το έργο πολλών καλλιτεχνών και ειδικά λογοτεχνών. Οι Μπουκόφσκι, Χέμινγουέη, Ντύλαν Τόμας, Στέφεν Κινγκ, Τρούμαν Καπότε, Κέρουακ, Φιτζέραλντ, Τσάντλερ, η Σέξτον αλλά και οι δικοί μας Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Καρούζος, Λάγιος, Παπαγιώργης και άλλοι πολλοί ενέδωσαν στην παραμυθία αλλά και την οίηση του μέγα πότη (Γιόζεφ Ροτ, Το ημερολόγιο ενός πότη). Δανείστηκαν από αυτό διαφυγές, μυθοπλαστικό και ποιητικό οίστρο, ενώ ταυτόχρονα κατασκεύασαν μια εικόνα, ίσως και «πόζα», απολύτως συμβατή με τα ρομαντικά στερεότυπα περί αποκλίνοντος και αυτοκαταστροφικού λογοτέχνη.
Είναι ακόμα και σήμερα διαδεδομένη άποψη ότι οι καλλιτέχνες, λόγω της υπερευαισθησίας και της αντισυμβατικότητάς τους, είναι περισσότερο επιρρεπείς σε ψυχότροπες ουσίες και, φυσικά, στο αλκοόλ. Για πολλούς, οι άνθρωποι των τεχνών αποτελούν ειδική κατηγορία ευφυών «ασθενών», σκοτεινών υποκειμένων που μετεωρίζονται ανάμεσα στη διαυγή σκέψη και τη νοσηρή ψυχοπαθολογία. Και πράγματι, η χρήση του αλκοόλ σχετίζεται συχνά με την εμφάνιση ψυχωσικών συμπτωμάτων και ίσως με την έμπνευση, δεδομένου ότι τα κυκλώματα του εγκεφάλου που υποστηρίζουν τη δημιουργικότητα ενίοτε ταυτίζονται με αυτά που επηρεάζουν τις ψυχικές ασθένειες. Από την άλλη πλευρά, η Βρετανίδα συγγραφέας και κριτικός Ολίβια Λενγκ στο βιβλίο της Trip to Echo Spring: Why writers drink, μελετώντας τη σχέση διάσημων συγγραφέων, όπως ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Τζον Μπέρυμαν, ο Ρέυμον Κάρβερ, και άλλων με το αλκοόλ, αποκαθηλώνει τον μύθο του συγγραφέα-πότη και αποσυνδέει τη δημιουργική έμπνευση από τις καταχρήσεις, θεωρώντας ότι το αλκοόλ για τον συγγραφέα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του περιβάλλοντος το οποίο βιώνει, της αδυναμίας του και ίσως μιας γενετικής προδιάθεσης – ό,τι δηλαδή μπορεί να ισχύει για τον οποιονδήποτε άνθρωπο.
Η σχέση του Μίμη Σουλιώτη με το αλκοόλ ελάχιστα αγγίζει την παραπάνω ρομαντική μυθολογία περί έμπνευσης και οινοπνεύματος. Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενες ενότητες ό,τι τροφοδοτεί τη γραφή του ποιητή είναι η καθημερινότητα, το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, οι ίδιες οι λέξεις, το κείμενοˑ αυτά είναι η «μούσα» του. Φυσικά ένα από τα «μικρά» πάθη του Μίμη Σουλιώτη είναι το αλκοόλ και ειδικά το τσίπουροˑ το τσίπουρο που δεν παράγεται μαζικά, δεν είναι βιομηχανοποιημένο αλλά είναι προϊόν οικιακής οικονομίας και φέρει μνήμες προκαπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής και παραδοσιακής «κοινότητας». Το ελληνικό αυτό απόσταγμα (σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής και της Μεσογείου είναι γνωστό ως ρακή, αράκ, γκράπα κ.τ.λ.) στην ποίηση του Μίμη Σουλιώτη βιώνεται σε πλήρη συστοιχία και συμφιλίωση με την καθημερινότηταˑ είναι ένας γήινος δεσμός με τη ζωή, ένας τρόπος αντίστασης στη μοναξιά του ορεινού τοπίου
Να βλέπεις τα βουνά και να σε βουβαίνουν
σαν να προκαλεί καθυστέρηση ο κάμπος.
Κάτω έχει τα χωριά
που συσπειρώνονται σε σπίτια με τσίπουρα
όψιμα ποικίλματα του Δεκεμβρίου
και τον Ιανουάριο στα Κορέστια (Υγρά, 32)ˑ
είναι μιαν ανάγκη της βιοτής μέσα στον άγριο χειμώνα της Δυτικής Μακεδονίας
…το χιόνι σκάρτευε στο δρομάκι.
Μπήκα στο σπίτι κι άνοιξα το τσίπουρο
για ένα φούντο στη χαρά, ολόκληρη σταδιοδρομία (Υγρά, 46)
ή
…βγάλαμε το μπουκάλι που είταν πάνω-πάνω
και προοριζόταν για το Πόπλι,
και με δυο γουλιές το κρύο έσπασε (Παλιές Ηλικίες, 12)
αλλά και συντροφική ευωχία, αλεγρία, εγκαρδιότητα και φιλική διάθεση
συνοδεύω τη ρητορική συζήτηση
με παυσίλυπο τσιπουράκι από τη Σφεταπέτκα (Περί Ποιητικής, μγ΄),
ή
ομήγυρη που τα πίνει σε πανήγυρη
θνητή κι ασήκωτη, χαρά και κρίμας (Περί Ποιητικής, ρνβ΄),
– κάτι σαν ομηρικό συμπόσιο.
Για τον Μίμη Σουλιώτη το αλκοόλ είναι ιαματικό
Το τσίπουρο σκοτώνει τις ξεφτίλες γρίππες
και πέφτει βάλσαμο στις λύπες
αργά μεσάνυχτα, που η ψυχή επιμένει
στη μέλλουσα ζωή που της μένει (Παλιές Ηλικίες, 19),
ή
Πίναμε τσίπουρο τη μισή νύχτα,
μας γιάτρευε, σαν άχνα που σηκώνεται απ’ τη θάλασσα
τα σιχαμένα συνάχια χάθηκαν (Υγρά, 33),
και παρηγορεί ακόμα και την εγγενή στην «Τέχνη της Ποιήσεως» μελαγχολία
«…Χώρια ότι αυτή η απλή τέχνη παθαίνει μελαγχολίες
και υστερεί σε γρηγοράδα από τις διαφημίσεις!»,
το αντιστάθμιζα με τσιπουράκι από την Πεσόσνιτσα,
εγκάρδιο, άμπελος ψυχής (Περί Ποιητικής, ρν΄).
Είναι ένας τρόπος αναβίωσης του παρελθόντος
Μετά το πέμπτο τσίπουρο προς έκτο
κάνεις ένα βούλιαγμα στον περασμένο καιρό (Υγρά, 35)
και μια νοσταλγική αναπόληση που αγγίζει τα όρια της ψευδαίσθησης
…Το γουλιάζω με τις ώρες και παθαίνω τη σύγχυση
ότι τάχα πίνουν μαζί μου και οι φίλοι
και χωριά και πόλεις μοιάζουν με χωριά. (Υγρά, 32).
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι ιδιότητες που προσδίδει στο αγαπημένο του ποτό ο Μίμης Σουλιώτης στο ωραίο ποίημα Τι είναι το τσίπουρο
Ακόμα και το τσίπουρο μοιάζει με Μπαχ:
διαυγές, κατανοητό, κοινό κι απλό,
με αποσταγμένη ουσία, φυσικά εύφλεκτο,
με τροπές της γεύσης…
πάντοτε φιλικό προς τον χρήστη (Παλιές Ηλικίες, 26),
ιδιότητες που παραπέμπουν στην ίδια την ποίησή του. Όπως το καλό τσίπουρο είναι δωρικό σαν τη μουσική του Μπαχ, διαυγές, περιεκτικό και γήινο, χωρίς προσθετικά που μειώνουν την ένταση και την καθαρότητά του, χωρίς «φτιασίδια» που το εμπορευματοποιούν και το καθιστούν τρόπον τινά «τουριστικό», έτσι και η ποίηση του Σουλιώτη είναι λιτή, γειωμένη, πυκνή, χωρίς λυρικές επιδαψιλεύσεις, ενίοτε εκρηκτική, επικοινωνιακή και αδιαμεσολάβητη. Το νόστιμο και ανόθευτο ποτό είναι ψυχότροπο και μερακλώνει όπως η καλή μουσική
…θα περιορίσουν τα ντουέτα, τη ρομάντζα και την άρια
και θα μερακλωθούν με φούγκες γενικά, με καθαρά και νόστιμα ποτά,
με Μπαχ, τζαζ και κεκραγάρια (Αθήνηθεν, 73),
μετουσιώνεται και μεταγγίζεται όπως η καλή ποίηση οποιασδήποτε γλώσσας
…ό,τι αξίζει τον κόπο είναι μεταφράσιμο
όπως ισχύει για το σταφύλι και τις αποστάξεις
τσίπουρου από τα στέμφυλα,
που είναι και μεταβράσιμο-
τα δήθεν αμετάφραστα παραμένουν δήθεν ανείπωτα
κι ανύπαρκτα και στο πρωτότυπο (Αθήνηθεν, 69).
Το αλκοόλ στην ποίηση του Σουλιώτη είναι υπαρξιακή έκφραση και επιλογή και συνυφαίνεται με τη γεωγραφία
Τόπος τερματικός. Παλιές σκιές
Υπό φως πλάγιο και πιωμένο (Παλιές Ηλικίες, 11),
την ιστορία
…Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση των αισθημάτων
από σκοτωμένους, πεθαμένους
κι από «μεμψιμοιρούντες» της Κατοχής.
Μετεμψυχώναμε τ’ αποθαμένα του τόπου,
ξεσκαρτάραν μέσα μας ψυχές, ακούγαμε
τις αφώναχτες φωνές,
θα πληρώναμε στο περίπου, είχαμε πιει,
είχαμε χάσει το μέτρημα, ίσως έβρεχε,
παραχωνόμαστε στο τοπίο. (Υγρά, 35)
και τον θάνατο
Ο πρώτος που πέθανε είταν ο φίλος
που δεν μιλούσαμε για ιδιωτικά
και το είχε κόψει από καιρό.
«Θα μας πουλούσε, το ήξερα!» έβρισε ο Σάκης
και οξυγονοκόλλησε έναν τρύπιο αποστακτήρα
που βγάζει μέχρι σαράντα κιλά, κυρίως
για να στηριχτεί ψυχικά. Μας εγκαταλείπαν κι άλλοι.
Από τότε ο θάνατος ίσχυε ισομοιρία
και οι εγχειρισμένοι κρύψαν τα μπουκάλια ακάτω απ’ τα
κρεβάτια,
παλιά παγωμένα δράμια ζεσταμένα από χέρια της ψυχής
που την εξύψωνε το ανόθευτο:
δεν βλάπτει τους στενοχωρημένους
και πίνεται σαν το γάλα της μάνας. (Παλιές Ηλικίες, 22)
ή, ακόμα
μεσήλικος προς τα τελειώματα
με φευγατίσματα προς την αιωνιότητα…
υποστηρίζει την κατάσταση με ποτό
πιπιλίζοντας τις γουλιές σαν να είχαν ψίχα. (Παλιές Ηλικίες, 48).
Κυρίως, όμως, το καλό, «έμμετρο» τσίπουρο στον Σουλιώτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την καθημερινότητα, είναι επίκληση στο θείο, κάτι σαν ξόρκι, ένα είδος σπονδής στη ζωή με τις χαρές και τις λύπες της,
Με το ανόθευτο τσίπουρο
χωρίς γαλαζόπετρα
η ζωή γίνεται αυθεντική (Παλιές Ηλικίες, 26)ˑ
διαστέλλει τη στιγμή και προκαλεί την ψευδαίσθηση μιας γλύκας
Με μερικούς που όταν πιουν δεν γίνονται χειρότεροι,
πίνουμε και μας πάει
στη γλυκειά σαν ζάχαρη ομίχλη
με τις χίλιες ψυχές, εκεί μας αφήνει
Με κοκκαλένιο ράμφος πελαργού σαν πορσελάνινο,
από ψηλά κάτω στα νούφαρα και στα κυκλάμινα
που σαλεύουν και φλουτάρουν γλυκά. (Υγρά, 34)ˑ
είναι φωτιά που καίει όπως και η ποίηση
… γιατί άμα δεν σε κάψει το τσίπουρο
πώς θα σου φτάσει ως την ψυχή (Υγρά, 42).
Το «καπνίζειν» και γενικότερα ο καπνός σκηνοθετούν τοπίαˑ τοπία ατμοσφαιρικά, «θυμίαμα η γαλάζια οσμή και ο καπνός ασημένιος» (Καρούζος), τοπία γεμάτα αχλή που τυλίγει τους καπνιστές, δημιουργώντας ποικίλες αισθητηριακές συνδηλώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καπνός και το κάπνισμα είναι ένα απόλυτο σχήμα συναισθησίας, με την έννοια ότι τόσο η όραση όσο και η όσφρηση, η ακοή, η αφή και η γεύση κινητοποιούνται. Βέβαια, ο καπνός και ο καπνιστής είναι κάτι εξόχως εικονοπλαστικό – γι’ αυτό, άλλωστε, αξιοποιήθηκε από τον κινηματογράφο κατά κόρονˑ η κίνηση του ανάμματος, η ανάληψη του καπνού, η μοναχική κάφτρα το βράδυ, η καύση, η στάχτη, όλα αυτά συνιστούν μιαν απολαυστική «υλικότητα» και ταυτοχρόνως μια μυστηριακή «αφαιρετικότητα» που αποτυπώνονται θαυμάσια στην οθόνη.
Εν γένει η τέχνη αγαπάει τον καπνό και τα παραγωγά του. Ειδικά στη λογοτεχνία είναι αιτία, η έστω η αφόρμηση, αναγωγών σε υπαρξιακό πεδίο. Έτσι, λοιπόν, το κάπνισμα είναι μοναξιά, προσωρινότητα και ανικανοποίητο, μιας και αναλώνεται «σβήνοντας», είναι χρόνος, είναι στιγμήˑ η στιγμή της ανάσας που οπτικοποιημένη ανυψούται, διαχέεται και χάνεται. Ταυτόχρονα, όμως, το «καπνίζειν» είναι συντροφικότητα
…Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα.
(Γ. Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι)
ερωτική απτικότητα σε καυτά χείλη, ανεξαρτησία και διαφυγή, πόνος, παράβαση και, ίσως, αυτάρεσκη αυτοκαταστροφή. Είναι ένας είδος ιερής παρέκκλισης από την πολιτική ορθότητα, γιατί για τους λάτρεις του καπνίσματος «η υγεία των μη καπνιζόντων δεν είναι παρά μια νέα ασθένεια, μιας και είναι αδύνατον η κοινοτοπία της καλής υγείας να ανταγωνιστεί ‘‘μια κομμένη ανάσα’’».
Ο καπνός είναι ο ισχυρός πόλος της διαλεκτικής της έμπνευσης –ο άλλος είναι το ποτό– που εδράζεται στη σιωπή. Όπως λέει η Σούζαν Σόνταγκ, οι συγγραφείς πίνουν γιατί η δουλειά τους απαιτεί μόνωση, κάτι που εκ φυσικού δεν είναι ανθρώπινη συνθήκη. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για το κάπνισμα. Πολλοί συγγραφείς ενέδωσαν στη δύναμη του καπνού, γιατί καπνίζοντας
…Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλομές.
Και ιστορίες.
Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο. (Παντελής Μπουκάλας, Καπνός αι ημέραι μου),
και, ίσως, πάλι γιατί
Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα, ρουφώντας σπίρτα αδιάκοπα,
σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, φωτιές
από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις,
ονειρεύεται μια ποίηση ηφαίστειο, ένα λόγο ρέοντα ως πυρα-
κτωμένη λάβα. Κάποτε, θα την πράξει αυτή την ποίηση, κά-
ποτε… Στο μεταξύ, οι καύτρες των τσιγάρων του καίνε τα
σεντόνια και τα δάχτυλα. (Αργύρης Χιόνης, Η φωνή της σιωπής).
Το σίγουρο είναι ότι το κάπνισμα και ο καπνός για τη λογοτεχνία και εν γένει την καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα, παρά την αναντίρρητη επικινδυνότητά τους αλλά και τον στιγματισμό που υφίστανται στις μέρες μας, είναι μια δραστηριότητα που, όπως ισχυρίζεται ο Ντεριντά, «σημασιοδοτεί τη σημασία».
Η κουβανέζικη παροιμία «τον καπνό δεν τον φυτεύεις, τον καπνό τον παντρεύεσαι» (Ινφάντε, 1995) ταιριάζει απόλυτα στον Μίμη Σουλιώτη, έναν μανιώδη καπνιστή, ασσορτί με την κάφτρα, προσηλωμένο στο πάθος του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ποιητής στο σκληρό κρύο της Φλώρινας όπου διαμένει
Χτικιάρης, του Φεβρουαρίου, σαν τα φωτάκια στάθμευσης.
Οι νιφάδες σ’ ελεύθερη πτώση, παχιούτσικη ομίχλη (Ήλιος στη Σκοτία, 16),
νιώθει να μεταλλάσσεται χωρίς τη συντροφιά του παρηγορητικού καπνού
αισθανόμουν αμίλητος σαν κουφός,
το αμάξι μου σαν να τα είχε στυλώσει,
το χειρόφρενο είχε κοκαλώσει
δεν οδηγούσα επακριβώς –
με καπνισμένα μου όλα τα τσιγάρα,
κακόμοιρος σα μουγκός, κουρασμένος βαθιά
στη θέση του οδηγού μνησικακούσα. (Ήλιος στη Σκοτία, 16).
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, στις οποίες διαβιώνει
Σαράντα χρόνια γρίππες, γκρίνιες, λύπες,
και καπνίζω πιο πολύ απ’ όσο πίνω (Περί Ποιητικής, ριγ΄)
συχνά αγρυπνώντας
στην ξενυχτισμένη μου κουζίνα,
όπου καπνίζω απέχοντας απ’ το πιοτό (Περί Ποιητικής, πβ΄)
αν κάτι θα θυσίαζε, σίγουρα αυτό δεν θα ήταν το τσιγάρο.
Για τον Μίμη Σουλιώτη το τσιγάρο είναι συνυφασμένο με τον έρωτα. Πότε ως τρόπος ερωτικής προσέγγισης και μέθοδος στρατηγικής
Δεν περισπάστηκα από τα γεγονότα,
παρά μεθόδευσα ένα άφιλτρο στην εντροπία της ταβέρνας (Βαθιά Επιφάνεια, 47),
και πότε ως αίσθηση πλήρωσης και ευτυχίας από την παρουσία του αγαπώμενου
Ο καθένας ορίζει τη γεωγραφία του,
τις θάλασσες που περνά με τις συντεταγμένες,
εγώ φέτος έχω εσένα…
Τσουλώντας πάνω στο πατηκωμένο χιόνι
πλέω σε νέφη νικοτίνης (Υγρά, 27).
Άλλοτε ως τρόπος διαχείρισης της απουσίας του ποθούμενου και ψευδαισθησιακής «ανάπλασής» του
Τώρα που λείπεις εκτός…
Γυροφέρνω την αχαλίνωτη σκιά μου
ώρες με τα τσιγάρα…
το βλέμμα μου ζωηρεύει για να σε βρει
και να εστιάσει στην ψευδαίσθηση,
μαλακιά με το ριχτό μαντώ (Υγρά, 39)
και άλλοτε ως προσπάθεια οντολογική, επιθυμία μνημονικού στίγματος, σε ένα επώδυνο ερωτικό κενό
Νύχτωσε και εξακολουθεί να χιονίζει
θα σε χάσω οι καφέδες φέρνουν θλίψη –
αφού χιονίζει τόσο πολύ
δεν μπορεί εγώ να μην γερνάω γρηγορότερα
από τον σκύλο της Σχολής
που έμεινε μόνος, μαύρος στο χιόνι.
Του πήγαμε αποφάγια τα Χριστούγεννα
Και τα έφαγε χωρίς δόντια, με πάθος.
Να επιζήσω μέσα της παντοτινά,
να της μείνει από μένα να καπνίζει άφιλτρα. (Υγρά, 18).
Με το κάπνισμα ο ο Σουλιώτης ενισχύει και «αιματώνει» την ποιητική πράξη
Είμαι εκείνος απ’ τους δυο στο σπίτι
που καταγίνεται με την στιχοποιία.
…την τονώνω με καφέ, την ντουμανιάζω με τσιγάρο,
τη στηρίζω σε απόψεις, την γυμνάζω με λέξεις (Περί Ποιητικής, νβ΄)
αλλά παράλληλα νιώθει, με μια θαυμάσια παρεκφορά, το αβάσταχτο σκοτάδι της
Απόψε που γράφω στο σκοτάδι
κάνω τα γράμματα μεγαλύτερα
σαν κόρες που διαστέλλονται
για να κοιτάξουν όσο μπορούν, νύχτωσε…
νικοτίνιασε, είναι βράδυ,
ο γρύλλος κάνει γρυ
κάτω από ένα πλεοναστικό φεγγάρι,
τα φώτα των γειτόνων δεν συμβάλλουν,
τέτοιαν ώρα
τίποτα δεν συμβάλλει σε τίποτα. (Περί Ποιητικής, ρξ΄).
Τέλος, με μια εικόνα απολαυστικής «σωματικότητας»
…ξέχειλος φραπές και βαθιοφύσηχτα τσιγάρα,
κυλινδρισμένα τυλιχτάρια του καπνού (Ήλιος στη Σκοτία, 21),
αφού κατακεραυνώνει την αντικαπνιστική ορθοέπεια
Μα το καπνιστήριο τέλος, το φράξαν οι αμερικανίλες
και οι παπαριές περί αρρώστιας
με νοβοπάν και με φαρδιές σανίδες σταυρωτές –
λες και περιμένει τον καπνό για να πλακώσει, η μαύρη
καλιακούδα – (Κύπρον, ιν ντηντ, 10),
υμνεί τις ιδιότητες του καπνού
…φουμάρω απανωτά τα στριφτά από το σακούλι
γιατί όπως τους Ινδιάνους, με κατευνάζει,
με κάνει να ρεμβάζω, να εικάζω, να στοχάζομαι (Κύπρον, ιν ντηντ, 10)
και τον ανάγει σε παλιά, δοκιμασμένη αξία ταυτισμένη με τη ζωή και τον χρόνο της
Παλιές αξίες
Τον Μάρτιο ξανακάπνισα
κι εκφώνησα μόνος:
«Έτσι ή αλλιώς δεν θα σου αναγνωριστεί
η σιωπή ως προϋπηρεσία ζωής·
κι αν δεν τα καπνίσεις εσύ
θα σ’ τα καπνίσει κα’νας άλλος,
Κάν’ το, προτού σου γίνουν ξεραμένα καλαμπόκια
που θα σε ζαλίζουν σαν την Πυθία
και θα δυσκολεύουν το βαθύ σου νικοτίνιασμα:
σαν άσπρο χαρτί που κιτρίνισε στον ήλιο,
σαν άσπρα δάχτυλα με κίτρινους λεκέδες
που σαλεύουν στον τοίχο και κουνάν σκιώδη αφτιά».