Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/afierwma/o-m-soyliwths-kai-h-genia-toy-70-sygkliseis-kai-apokliseis
Ο Μίμης Σουλιώτης (1949-2012) ανήκει στην ποιητική γενιά του ’70, μια γενιά που άρχισε να ανθολογείται –άρα και να διεκδικεί τη θέση της στην Ιστορία της Λογοτεχνίας– προτού καλά καλά εμφανιστεί. Οι πρώτες ανθολογίες για τη γενιά του ’70, η ποιητική αφετηρία της οποίας τοποθετείται στο τέλος της δεκαετίας του ’60, κυκλοφορούν το 1968 (Ποιητική Ανθολογία Νέων της Ε. Στριγγάρη και του Τ. Σπηλιάκου) και το 1969 (Ποιητική και Καλλιτεχνική Ανθολογία Νέων
του Γ. Γιόση). Ακολουθούν η Ανθολογία Νέων Λογοτεχνών του Μάκη Αποστολάτου το 1970, η Ποιητική Αντι-Ανθολογία του Δ. Ιατρόπουλου το 1971 και Η Νέα Γενιά των Στ. Μπεκατώρου-Αλ. Φλωράκη την ίδια χρονιά. Όλοι ανεξαιρέτως οι συγγραφείς των παραπάνω ανθολογιών είναι ποιητές της γενιάς που αποπειρώνται να ανθολογήσουν. Αλλά και οι συγγραφείς των μεταγενέστερων ανθολογιών που κυκλοφόρησαν για τη γενιά του ’70 –Γ. Δ. Παναγιώτου και Α. Ζήρας το 1979, Κ. Παπαγεωργίου το 1989 και Δ. Αλεξίου το 2001– ανήκουν στην ανθολογούμενη γενιά, γεγονός που ενισχύει την άποψη που διατύπωσε ο Δ. Μαρωνίτης (Μαρωνίτης, 1987) ότι η γενιά του ’70 έχει αναλάβει την προώθηση και την αυτοσύστασή της.
Ο Μ. Σουλιώτης εκδίδει το 1972 την πρώτη του ποιητική συλλογή Σβούρα. Ακολουθεί η συλλογή Εν Παρόδω, το 1974. Έκτοτε για είκοσι περίπου χρόνια σιωπά εκδοτικά. Επανεμφανίζεται το 1992 με τη συλλογή Βαθιά Επιφάνεια. Η ιδιάζουσα εκδοτική του πορεία, η εικοσαετής εκδοτική του σιωπή –τη στιγμή που η ποιητική παραγωγή των συναδέλφων του ποιητών της γενιάς του ’70 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πληθωρική– σε συνδυασμό με την επιλογή του να διαμείνει σε μια από τις ακρότατες περιφέρειες της Ελλάδας (Φλώρινα), ίσως εξηγούν την αιτία για την οποία στις διάφορες γραμματολογικές αποτυπώσεις (αφιερώματα λογοτεχνικά, βιβλιοκρισίες, δοκίμια, περιοδικά, συνεντεύξεις κτλ.) η παρουσία του –τουλάχιστον μέχρι τώρα– είναι ισχνή.
Παρά την περιορισμένη παρουσία του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και «δούναι και λαβείν» των τελευταίων δεκαετιών, ο Μ. Σουλιώτης εντάσσεται οργανικά στη γενιά του ’70, άλλοτε συγκλίνοντας στον «σκληρό» μορφολογικό, αισθητικό και ιδεολογικό πυρήνα της και άλλοτε αποκλίνοντας από αυτόν∙ σε κάθε περίπτωση, όμως, παραμένει φυγόκεντρα στην τροχιά του.
O ελεύθερος στίχος κυριαρχεί στην ποίηση της γενιάς του ’70. Είναι η βασική μορφολογική της επιλογή. Η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών της, ειδικά τις δύο πρώτες δεκαετίες της, γράφει ελευθερόστιχη ποίηση, συχνά πεζολογική και με δεσπόζουσα μιαν αντιποιητική τονικότητα, «από την οποία δεν απουσιάζει και ένα στοιχείο παραληρηματικής αφήγησης» (Χατζηβασιλείου, 2017). Τούτο αφενός προκύπτει ως διαμορφωμένη τάση από την πρώτη μεταπολεμική γενιά, αφετέρου συνάδει με την αμφισβητησιακή ιδιοσυγκρασία και τον καταγγελτικό λόγο των εκπροσώπων της τής πρώτης περιόδου. Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη (Γαραντούδης, 2017) ότι οι περισσότεροι ποιητές τής εν λόγω γενιάς δεν γνώριζαν τους έμμετρους και μορφολογικούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, γεγονός που οφειλόταν στην κυριαρχία του «εκμοντερνισμού» της ποίησης, ο οποίος προωθούσε, πέραν των άλλων, και μια υβριδική σύγκλιση μορφών. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η «ρυθμική μονοτονία» της γενιάς (Μαρωνίτης, 1987) έχει εμπλουτιστεί από μέτρα και παραδοσιακές μορφές (Βαγενάς, 2001), και υπάρχουν ποιητικές φωνές στις οποίες οι μετρικοί απόηχοι –κυρίως ιαμβικοί– είναι ευδιάκριτοι. Ποιητές, όπως ο Μ. Γκανάς, ο Χ. Μπράβος, η Τ. Μαστοράκη, η Α. Φραντζή, φυσικά ο Ν. Βαγενάς αλλά και άλλοι πολλοί, κινούνται με εξαιρετική ευκολία και στον έμμετρο στιχουργημένο στίχο. Ειδικά από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν παρατηρείται μια εντεινόμενη τάση αναβίωσης έμμετρων στιχουργικών μορφών (Δ. Καψάλης, Η. Λάγιος, Γ. Κοροπούλης) ως προσπάθεια «επαναμάγευσης» (Βαγενάς, 2011) της σύγχρονης ποίησης. Όμως, παρ' όλες τις ερωτοτροπίες με την έμμετρη προσωδία και τις επιμέρους προσπάθειες επαναφοράς των αυστηρά στιχουργημένων μορφών, η πεζολογική ανάπτυξη του στίχου και η απουσία αυστηρής μετρικής οργάνωσής του εξακολουθούν να συνιστούν τον κανόνα στην ποιητική παραγωγή της γενιάς του ’70.
Ο Μ. Σουλιώτης γράφει σε ελεύθερο στίχο, κατά κανόνα ποιήματα πεζολογικά, σχεδόν «περιπατητικά»
Ο θείος του είχε ανώτερη θέση
και τον διόρισε βορειοδυτικά.
Εκείνος δεν αρκέστηκε στον θείο:
μετά από πολύμηνη επιδίωξη
πήρε το χρώμα του νέου περιβάλλοντος, εντόπισε σύζυγο
και εκτράφηκε σώγαμπρος σε αργόσυρτο σόι της Υδρούσσας
(Βαθιά Επιφάνεια, 20)
ή
Κόβοντας δρόμο μέσ’ απ’ την στοά
για ν΄ αποφύγω την άβολη γωνία,
είδα το «Καφφενείον» με τα σκουριασμένα κεπέγκια,
το μόνο ανοιχτό μαγαζί μες στα παλιωμένα ερείπια
της κάποτε εμπορικής στοάς. (Κύπρον, ιν ντηντ, 13)
Μάλιστα, κάποια ποιήματά του προσεγγίζουν το –αρκετά διαδεδομένο στη γενιά του– ποίημα/δοκίμιο, το οποίο, όπως έχει επισημανθεί (Μαρωνίτης, 1987), συνήθως θεματοποιεί την ποιητική τής γραφής. Σε αυτά τα ποιήματα το πεζογραφικό ύφος και ο πεζολογικός τόνος περισσεύουν. Με πλήρη αυτεπίγνωση και σαρκαστική διάθεση ο Μ. Σουλιώτης γράφει στο Περί Ποιητικής
Θείε, δώσε λίγο θάρρος, λίγο θαρράκι
στον ανεψιό σου που τον πετσόκοψαν οι κριτικοί:
«Αυτά που γράφεις δεν είναι ποιήματα∙ έχουν,
ενδεχομένως, ενδιαφέρον, ως υποανάπτυκτα δοκίμια,
ποιήματα, πάντως – Δεν είναι». (β΄)
Σε αυτήν την ιδιότυπη ποιητική πρόζα όπου τα όρια της ποίησης και της πεζογραφίας συγχέονται, η ποιητικότητα προεξάρχει, έστω και υπόρρητα, λόγω διανοητικής και συναισθηματικής έντασης (Χατζηβασιλείου, 2017). Επιπλέον, αρκετά συχνά ο στίχος του εμπεριέχει την εμπειρία του έμμετρου, γεγονός που φαίνεται, κυρίως, στα ποιήματα με ειρωνική ή παρωδιακή διάθεση.
Ίαμβοι
Αβγάερος, αβγήλιος
Ο Μάρκος ο Αυρήλιος. (Αυγά Μάταια, 24),
Αβγό καλό κι αξάκριστο,
αβγό καλό μαντάτο. (Αυγά Μάταια, 15),
τροχαίοι
Στην κουζίνα του σπιτιού με δημόσιο ήθος. (Αυγά Μάταια, 11)
Κλώσσα με να σε κλωσσώ
για να βγούμε από τ’ αβγό. (Αυγά Μάταια, 32),
ανάπαιστοι
των ψυχρότατων άστρων το μίνιο (Ήλιος στην Σκοτία, 14),
ομοιοκατάληκτοι
Στίχο το στίχο σ’ έγραψα,
ωραίο ποίημά μου∙
σε γέννησα, σε γέρασα
με όλο το φρόνημά μου. (Περί Ποιητικής, κζ΄)
αλλά και έμμετροι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι
Ραμφί, ραμφάκι που κροτείς
σε ντελικάτο τσόφλι. (Αυγά Μάταια, 23)
καταδεικνύουν τη δεξιοτεχνία του στη μετρική οργάνωση, ίσως και κάποια νοσταλγία για την απουσία μουσικότητας στην ποίηση της εποχής του. Λέει χαρακτηριστικά
Αποψιλωθήκαμε,
φευγαλέες ατονικότητες,
πρόσωπα απισχνασμένα (Βαθιά Επιφάνεια, 18)
ενώ στις Παλιές Ηλικίες, λίγα χρόνια αργότερα, γράφει:
…με προφορά ρηχή
σα να φτύνει σάπιες κλωστές,
γιατί ο καταναλωτισμός αποψιλώνει τις προσωδίες
καλουπώνει τις φωνές, τους χορούς,
κόβει την προοπτική προς τα πίσω
κι ασφαλτοδρώνει γλώσσες κι εδάφη. (45)
Οι ποιητές της γενιάς του ’70 γράφουν κατά κανόνα ολιγόστιχα, ελάσσονος κλίμακας ποιήματα, ποιήματα «ατομικού στιγμιότυπου» (Βούλγαρης, 2017). Οι πολύστιχες αφηγηματικές συνθέσεις δεν απουσιάζουν αλλά είναι σπάνιες (Ιστορίες για τα βαθιά, Μ’ ένα στεφάνι φως της Τ. Μαστοράκη, Δικό της τής Μ. Λαϊνά, Ο κ. Φογκ του Γ. Βαρβέρη, Παραλογή και Άψινθος του Μ. Γκανά κ.ά.). Η προτίμηση της γενιάς του ’70 στο ποίημα «μπονζάι», κάποτε στο ακαριαίο, ίσως αποτελεί αντιπαράθεση στις μεγάλες συνθέσεις των προηγούμενων ποιητικών γενεών, ειδικά της γενιάς του ’30, ή, ενδεχομένως, υπαγορεύεται από ένα βασικό γνώρισμα της ιδιοσυστασίας της, την εσωτερική περιπλάνηση στον ιδιωτικό χώρο, που εξ ορισμού είναι μικρός, κάτι σαν μουσική δωματίου. Ακόμα και στην ποιητική πρόζα, υβριδική μορφή που προκύπτει από τη συναίρεση των ειδών και στην οποία επιδίδονται αρκετοί ποιητές της γενιάς, κυριαρχεί το ελάχιστο.
Ο Μ. Σουλιώτης γράφει μικρά ποιήματα, εντελούς μορφής. Αφενός φοβάται μήπως γίνει βαρετός
…– Θεούλη μου, όταν θα έχω πεθάνει και εγώ όπως τόσοι άλλοι,
ας μην ακούγονται τόσο μπόσικα και βαρετά τα δικά μου,
όχι όλα τουλάχιστον, κι όχι πληκτικά,
κάμε ν’ ακούγονται σαν εξωποιητικά μα ενδιαφέροντα–
(Κύπρον, ιν ντηντ, 43)ˑ
αφετέρου η ειρωνεία που είναι προεξάρχον γνώρισμα της ποιητικής του λειτουργεί καλύτερα στη μικρή κλίμακα (Βαγενάς, 1994). Η πλειονότητα των ποιημάτων του εκτείνονται το πολύ σε μια σελίδα. Λίγα είναι τα δισέλιδα και ελάχιστα καταλαμβάνουν τρεις σελίδες. Το μεγαλύτερό του ποίημα εκτείνεται σε πέντε σελίδες και είναι το «Ασίνου» από τη συλλογή Κύπρον ιν ντηντ.
Συναφής με τη μικρή φόρμα και τη σύντομη, κάποτε επιγραμματική, ποιητική εκφορά του Σουλιώτη είναι και η συνοδή αποφθεγματικότητα που απαντά σε πολλά ποιήματά του
Η ζωή είναι το αυστηρότερο πολίτευμα (Υγρά)
Η ζωή είναι χρησικτησία (Περί Ποιητικής)
Γράφει σαν βουβός εκ γενετής
(Περί Ποιητικής)
Η σιωπή παίζεται με δύο (Περί Ποιητικής)…
Όταν είμαστε καλοπροαίρετοι, το φως μαλακώνει
και μαλακώνει κι εμάς
(Παλιές Ηλικίες)
...ζει με συναρπαστικές εμμονές όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος (Κύπρον, ιν ντηντ)
Ορφανοί είναι όσοι δεν ζωντανεύουν τους προγόνους τους (Αθήνηθεν),
και εξαιτίας της οποίας έχει επιτιμηθεί για διδακτισμό και εκζήτηση (Κούρτοβικ, 1992).
Ποιητική γλώσσα της γενιάς του ’70 είναι η κοινή νεοελληνική∙ γλώσσα κατά κανόνα καθημερινή, με στοιχεία προφορικότητας, που αξιοποιεί στοιχεία ξενόγλωσσου και «αργκό» λεξιλογίου, σχεδόν ευτελής και συχνά ωμά ρεαλιστική. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως η Τζ. Μαστοράκη και ο Δ. Καλοκύρης, στους οποίους το λεξιλογικό εύρος και η λεκτική σπανιότητα φτάνουν στο όριο της λεξιλαγνείας. Η γλωσσική οξύτητα της πρώτης «αμφισβητησιακής» δεκαετίας, που «υλοποιεί το αίτημα της απολεσθείσας ελευθερίας στα χρόνια της δικτατορίας» (Ψάχου, 2011), μετεξελίσσεται σε ηπιότερη έκφραση, πιο προσωπική και εξομολογητική. Ο προκλητικός, χαοτικά καταγγελτικός και ενίοτε αθυρόστομος λόγος της δεκαετίας του ’70, που ακροβατεί ανάμεσα στην αυτονόμηση της σκληρής και ευθύβολης λέξης και στη νοηματική αποδόμηση, γίνεται τις επόμενες δεκαετίες υπαινικτικότερος και ιδιότυπα λυρικός, σαν να εγκιβωτίζει την προηγούμενη τραυματική εμπειρία.
Ο Μ. Σουλιώτης ακολουθεί τον γλωσσικό κανόνα της γενιάς του αλλά όχι ευθύγραμμα. Πράγματι, η νεανική γλωσσική ακρότητα της πρώτης του συλλογής Σβούρα
Τι ωραία η πουτάνα
σαν κόκκινο φως
στο μάτι ταύρου
που ρημάζει τον ήλιο
μες στα κέρατα.
ή
Πυροβολώ το ούρλιασμα
λέξεων που ανοίγουν
σα σκονισμένο πορτοκαλί φάρδος
μεταλλάσσεται σε ωριμότερους και άρα ηπιότερους εκφραστικούς τρόπους στις επόμενες συλλογές του. Ωστόσο, ο λόγος του, αν και πεζογραφικός, δεν είναι γειωμένος. Η γλώσσα του, αν και δομείται από καθημερινά, απλά υλικά, διεγείρεται από παρεμβολές λόγιων λέξεων (χλιδανός, διαπιδύονται, εγρήγορος, υψιπετής, ενασκείς, υψικάρηνος), αρχαίων (φάος, σέσωκέ σε), λαϊκών (αμολάν, μιζάρουν, σιάχνεστε, βλακέντια, απαυτωθούν), σλαβικών (οντέφορμε, λιούμπα, πικτσιορίνες), λατινικών (nox, noctis, tactum, scripta), ιδιωματικών από τη Βόρειο Ελλάδα (σινιάκι) και από την Κύπρο (άσιλα, τζιαί, αφκά, επήεν, αγρίνι), αγγλικών ελληνοποιημένων (ιν ντηντ, άφτερνουν, ινγκλιτέρ, νιου γουέιβ, ουάν πάουντ, θέκκιου), ξένων (try again, strawberry, schreiben), ακόμα και γλωσσολογικών, σωσσυριανής προέλευσης, όρων (παρόλ, λανγκ), λειτουργώντας ανοικειωτικά. Οι ορίζοντες τής εν πολλοίς μονότροπης, ασχέτως με τη δυναμική της, γλώσσας της γενιάς του ’70, διευρύνονται στον Σουλιώτη: ανασκάπτει την ελληνική σε όλη τη στρωματογραφική διαχρονία της, ενώ παράλληλα δεν περιχαρακώνεται σε αυτήν, καθώς την πλουτίζει με ποικίλης προέλευσης χυμούς, υπονομεύοντας έτσι το ιδεολόγημα της καθαρής από οθνείες προσμίξεις γλώσσας. Πρόκειται για γλώσσα πλατιά, κοσμοπολίτικη, χωρίς όρια και αποκλεισμούς.
Επιπλέον, η χρήση γραμματικών χρόνων παρά προσδοκίαν (για να τις μύριζα καθώς θα ψήνονταν, κι αν παντρεύτηκαν πριν, τους αρέσουν από τώρα,/ φαντάσου όταν θα πέθανα, εμείς θα φύγαμε από τις επαρχίες μας), οι συντακτικές ανατροπές (ψάλλω ένα κεκραγάρι που μου άφησε ο παππούς αλλά άθεος, η γαμιαία σχέση ανακουφίζει και αναπαυτική), οι παρεκφορές (συμπληγάδιαζε, φραπεδιάζοντας, νικοτίνιασα, φρεντουτσινιάζεται, μπαργουμένισσα, αθηναιωθούν), κατά το πρότυπο του Β. Στεριάδη (Μ. Σουλιώτης, 1999), οι παρηχήσεις, οι ομοηχίες και τα ακουστικά παίγνια και λογοπαίγνια (κατουρούσα ούριος, μέχρι που γίνηκε από Σουηδέζα Σουηδεία, καουμπόινγκ 707, ενδοδημήτρια κύηση, βυθίστηκες και συ μαζί μου αύτανδρη - και φολέγανδρη, Ήλιος, γαμήλιος/κειμήλιος, εμφύλιος, Σ’ έχω δική μου, αρμόδια και αριστογείτονη) συντελούν στην υπονόμευση των καθιερωμένων φραστικών τρόπων και την από-αυτοματοποίηση του ποιητικού κειμένου.
Ποιητής «ζόρικου» ύφους (Θεοδωρίδης, 2012), δύσπεπτος και αντιποιητικός, ο Μ. Σουλιώτης διακρίνεται για το νευρώδες parlando του ακόμα και στις συλλογές της ωριμότητάς του, στις οποίες η υφολογική τραχύτητα έχει αισθητά υποχωρήσει. Ακόμα και όταν γίνεται λυρικός
Απόψε η πανσέληνος έχει την πιο ακριβή χρώση χρυσαφιού,
και μαλακή, ολοστρόγγυλη όπως είναι
μου φέρνει την προαιώνια λαχτάρα:
να πεθαίνω αργά, γέρος, όχι γέρικος. (Βαθιά Επιφάνεια, 36)
και
Απ’ όλα δυσκολότερα γερνούν τα χείλη,
γιατί αντέχουν πιο πολύ κι απ’ τη φωνή, που βραχνιάζει
και γίνεται σκούρα σαν μαυρισμένο ασήμι,
εκείνα όμως ψελλίζουν μέχρι την στερνή στιγμή,
κι όταν το βλέμμα έχει θολώσει κι η λάμψη χάνεται
κατά μέσα, εκείνα σαλεύουν με δυική περιπάθεια
σαν για να γλύψουν τη ζωή που φεύγει. (Περί Ποιητικής, ρις΄),
το ύφος του δεν φτάνει στα όρια της ασύστολης συναισθηματικής διάχυσης. Όπως σημειώνει και ο Θ. Βαλτινός, «οι στίχοι του ξέφυγαν από τη βαριά σκιά την αιγαιοπελαγίτικη». Στην ποίησή του οι λέξεις δεν υποτάσσονται σε έναν εσώτερο ρυθμό. Η όποια μουσικότητα (ή ο κρότος) παράγεται από τις ίδιες τις λέξεις και τον αντιποιητικό απόηχό τους. Λέξεις, φράσεις και ολόκληροι στίχοι όπως
Τζιριτζάντζουλες, τσιτσιρίζοντας, σουβατιπιά , εξαντικειμενικεύσει,
Γκαβωτικός ανεμοστρούφουλας,
… να ελέγχουμε την αισθηματική εντροπία
με εμπερίστατη στάθμιση του αντίκτυπου
που θα ’ χει η μνημοτεχνική βαλάντωση (Περί ποιητικής, κα΄)
καταστρατηγούν τους αναμενόμενους ποιητικούς τρόπους και την ποιητική μελοποιία. Ο Μ. Σουλιώτης είναι ένας κατεξοχήν λεκτικός ποιητής.
Η γενιά του ’70 είναι γνωστή και ως γενιά της «αμφισβήτησης» (Βαρίκας, 1971) ή «γενιά της άρνησης» (Παναγιώτου, 1979). Ασχέτως εάν οι όροι αυτοί δεν επικράτησαν στη γραμματολογία, η «αμφισβήτηση» αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα τής εν λόγω γενιάς. Ειδικά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της, που συμπίπτουν με τη Δικτατορία, οι εκπρόσωποί της στο σύνολό τους αμφισβητούν τα πάντα. Διεθνιστές, αρνητές του κατεστημένου, οργίζονται και αντιδρούν στην αλλοτριωτική πραγματικότητα της εποχής τους. Αντικομφορμιστές, αρθρώνουν έναν δημόσιο λόγο ανατρεπτικό, εικονοκλαστικό, που στρέφεται ενάντια σε «κάθε ορθοδοξία» (Ζήρας, 1979). Αμφισβητούν δόγματα, πολιτική, ιδεολογίες, θεσμούς, θεό, πατρίδα. Είναι χαρακτηριστικοί οι ακόλουθοι στίχοι:
Τίποτα δε θα μείνει που να θυμίζει πως εδώ υπήρχε χώρα, πολιτισμός,
κάποια θρησκεία
διά χειρός μου αποδίδεται δικαιοσύνη
που μοιάζει με του Ιωάννη
τα οράματα στην Πάτμο (Γ. Κακουλίδης)
και
Κυοφορώ ενδεχόμενη
κατεδάφιση ή πυρκαγιά (Α. Φραντζή).
Αμφισβητούν ακόμα και την ίδια την ποίηση, «ζητούν να τινάξουν τις φόρμες στον αέρα» (Ιατρόπουλος, 1971). Είναι εμπρηστικοί, αποτάσσονται τα πάντα, αμφισβητούν ακόμα και την αμφισβήτηση της γενιάς τους.
Η αμφισβήτηση είναι ευάλωτη
μέσα στον αέρα του κόσμου λέει ο Λ. Πούλιος.
Ο ιδεολογικός τους προσανατολισμός, εν πολλοίς, σχετίζεται με τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο της Αριστεράς και με μιαν ανένταχτη αναρχίζουσα διάθεση. Το γεγονός αυτό «τούς καταλογίστηκε αργότερα ως ιδεολογικός αμοραλισμός, δεδομένου ότι αμφισβητούν τα πάντα, χωρίς να προτείνουν τίποτα.» (Γαραντούδης, 2017). Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχουν προεξάρχοντες πολιτικοί ποιητές σε αυτήν τη γενιά, λόγου χάριν, κατά το πρότυπο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Η αρχική οξύτητα του δημόσιου λόγου τους αργότερα περιορίζεται. Ο αντικομφορμιστικός, αμφισβητησιακός και εν πολλοίς επιπόλαια ριζοσπαστικός λόγος τους (Κούρτοβικ, 1992) εκτονώνεται ή εσωτερικεύεται σε νηφαλιότερες εκφορές. Το συλλογικό όραμα υποχωρεί προς όφελος του ιδιωτικού. Μολονότι η σχέση της λογοτεχνίας με την Ιστορία δεν είναι γραμμική, το γεγονός αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από τη ριζική αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών δομών στην Ελλάδα αλλά και ολόκληρο τον κόσμο (μεταδιπολική εποχή, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός) στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Ο μύθος της αμφισβήτησης απογυμνώθηκε, η εξέγερση ήταν μόνο ρηματική, «ένα ομοίωμα εξέγερσης, μια άρνηση χωρίς όραμα» (Κάσσος, 1989)∙ οι ποιητές της γενιάς του ’70 «περιόρισαν τον ιδεολογικό φανατισμό και υπέστειλαν την επαναστατική σημαία» (Μαρωνίτης, 1987), εντάχθηκαν στο «σύστημα», επιδόθηκαν στις δημόσιες σχέσεις και στην αυτοπροώθησή τους, ξεπερνώντας ως προς αυτό και «τους γαλαζοαίματους της πολυμήχανης γενιάς του ’30» (Στεργιόπουλος, 1988)∙ «προτίμησαν τα παλαμάκια της συναδελφικής αλληλεγγύης ή της πατρικής επιδοκιμασίας» (Γιατρομανωλάκης, 1987), διοχέτευσαν το έργο τους σε φορείς κατεστημένης κουλτούρας (περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση), των οποίων συχνά ηγούνται. Ιδού και η ποιητική κατάθεση
Και οι λύκοι που κάποτε πεινούσαν
τώρα χορτάτοι μέσα στα κλουβιά τους
ουρλιάζουν πένθιμα. (Η. Κεφάλας)
Ο Μ. Σουλιώτης στην πρώτη του ποιητική συλλογή Σβούρα
συμπλέει με τον καυστικό λόγο των ποιητών της γενιάς του. Χρησιμοποιώντας έναν λόγο συνειρμικό και «άναρχο», μια γλώσσα ακονισμένη στην παραφορά, επιτίθεται κατά μέτωπον. Με μια καταιγιστική, υπερρεαλιστικής καταγωγής, διαδοχή εικόνων, εικονοπλαστικός ακόμα και στη σύνταξη, οργανώνει έναν μικρό ποιητικό κόσμο στον οποίο οι λέξεις, αυτονομημένες, «πασχίζουν να αναδιαρθρωθούνε σε μια κατασκευή διαφορετική» (Μοσκώφ, 1978).
Σβούρα
Χοροπηδάει σηκώνοντας τις σκόνες
ξετρελαίνοντας τους έλικες
μου ρήμαξε το μυαλό
μικρή σαν κύταρο
και πόρνη.
Απαισιόδοξος,
Το λίγο φως πεθαίνει
Σκίζοντας τον σφυγμό του μυαλού
οργισμένος,
Στη φλέβα με συντρίβει
βαθύς διάβολος.
Σφιχτά τα δόντια,
βάλλει κατά του πολιτικού συστήματος και των υποστηρικτών του με έμμεσο αλλά διακριτό τρόπο
Μάσησε τσίκλα
με μίσος σαν ηλίθιος.
Του σπάσαν τα κόκαλα
το αριστερό βλέφαρο τον τσακίσανε
κοιμήθηκε στο χέρι μου.
Στη δεύτερή του ποιητική συλλογή Ποιήματα εν παρόδω, η σατιρική-ειρωνική του διάθεση εκβάλλει σε παρωδίες ποιημάτων του Καβάφη. Ειδικά στα ποιήματα του Δημόσιου Βίου ο Μ. Σουλιώτης είναι χιουμοριστικά κατεδαφιστικός. Η παρωδία –που ως διάθεση δε θα τον εγκαταλείψει ποτέ– προκύπτει από μια εδραία ανάγκη να κοροϊδέψει τα πάντα, ακόμα και αυτά που αγαπούσε, όπως την ποίηση του Καβάφη∙ να υπονομεύσει και να αυτοϋπονομευτεί. Η πολιτική κριτική του, με επικαιρικές αναφορές στη Δικτατορία και τον αντιδικτατορικό αγώνα, είναι απολαυστική στην παρακάτω παρωδία
Ύμνος
«Να σαρκωθεί ακόμα αποτελεσματικότερον
η πολιτική Ιδέα που με φθορά προσκτάται∙
Απόσπασμα από επιστολή
νέου (εκ πληβείων) διαβοήτου
εν Σουηδία επί πολιτική δράσει…(20)
Στις επόμενες συλλογές του ο Μ. Σουλιώτης εξακολουθεί να αντιπαρατίθεται∙ εξακολουθεί να αμφισβητεί με έναν λόγο καίριο και πλέον πιο ρυθμικό. Η νεανική οξεία, ενίοτε αθυρόστομη, έκφραση της Σβούρας αποκτά, μεν, αποχρώσεις αριστοκρατικής άρα αποστασιοποιημένης ειρωνείας, ωστόσο δεν υποχωρεί, όπως θα περίμενε κανείς. Η δοκιμιακών τροπισμών κριτική του είναι έντεχνη∙ δεν βρίθει από ρητορικές κλιμακώσεις και ιδεολογικές ιαχές, όμως παραμένει αιχμηρή. Ο Μ. Σουλιώτης δημοσιολογεί, διότι όπως λέει στο Περί Ποιητικής
Δεν είμαι το ανθεκτικό είδος
να σαλιαρίζω με την ομορφιά σαν κάτι
που πέρα ως πέρα βρέχει:
Μ’ επηρεάζουν τα επίκαιρα. (ρμδ΄)
Δούλος του δημόσιου υλικού του (Περί Ποιητικής) γράφει στίχους βαθιά χωμένους σε μια λαμπικαρισμένη πραγματικότητα (Περί Ποιητικής) που κατακεραυνώνουν τον ελληνικό εθνικό βίο,
Ελληνίδες, Έλληνες εκ Πανσπερμίας ορμώμενοι,
πηδάτε και γεννάτε γιατί χανόμαστε
και ποιος μετά θα φλυαρεί
πλάι σε κυκλοδίωκτο φραππέ τα αμπλαούμπλικα ελληνικά
μας. (Βαθιά Επιφάνεια, 25),
απογυμνώνουν μικροαστούς
Αυτοί μια ζωή μόνο φώναζαν, η ψυχή τους δεν στριφώθηκε,
δεν μίλησαν με την προσήλωση του νηπίου,
έχουν φωνές-υπεκφυγή
σιχαμένα άγαμες και αγάμητες. (Περί Ποιητικής, ργ΄)
και κομματικούς αγωνιστές
...δηλωσίας
αλλά και ψηφοφόρος παντοτινός, κορδωμένη
πανοπλία του μαρξισμού-λενινισμού,
...πορευόταν (ενώ θα έπρεπε να βαδίζει) άγαμος
και στυγερά ανέραστος, ρυθμολογώντας την ιστορία του Κόμματος-
αφού δεν είχε τίποτε καλύτερο είτε προτιμότερο
ώστε να το βαδίσει. (Βαθιά Επιφάνεια, 41).
Ο Μ. Σουλιώτης αποκαθηλώνει τους μέτοικους Αθηναίους
...έχουν ρεζερβάρει στο Κινέζικο για βράδυ
και θα πασχάσουν σε ιδιόκτητη ακτή στις Κυκλάδες,
άρα καλύπτουν τις προδιαγραφές για Αθηναίοι...
η Ελασσόνα έχει γίνει ανενεργή ανάμνηση∙
απόμειναν λίγα γρεζάκια στην προφορά...
τίποτε άλλο δεν μαρτυρεί για την εποχή των Σαλάγα΄τα. (Αθήνηθεν, 49)
και
κανενός ο παππούς δεν βοσκούσε τις αίγες στη Βροσίνα,
κανενός δεν έβγαινε στην Στυλίδα με την ψαρόβαρκα,
κανένας πρόππαπος δεν έστρωνε ράγες στην Αριζόνα,
όλοι στα ριζά του Ερεχθείου είδαμε το φως. (Αθήνηθεν, 17),
τη ντόπια διανόηση,
– σιάζεστε, σιάχνεστε
με τεράστιες προσπάθειες μη σταχτείτε,
πετσοκομμένοι από τη πραγματικότητα,
δώσατε την αγαπηνή χρήση για την ανταλλακτική αξία,
χάσατε το δέντρο και σας ζάλισε το δάσος,
οικονομολόγηδες του πρακτικισμού,
τσογλάνικα μυαλά της Πραγματείας του Μπέρκλεϊ. (Ήλιος στη Σκοτία, 41)
τους δημόσιους λειτουργούς,
πολύ βρώμικος ή πεντακάθαρος, το αντέχεις,
αλλά οι μειξοπάρθενοι που νίπτουν χείρας
δεν αξίζουν το έλεος (Υγρά, 54)
τους ομοϊδεάτες του ποιητές,
Τότε που έβριζα ότι στιχουργούν τη δωματίλα τους
πιπιλίζοντας λεξούλες σαν αιθέριοι αυτιστικοί
που έχουν κόψει τον λώρο με τους θεσμούς (Παλιές Ηλικίες, 44)
τον εαυτό του τον ίδιο
... Συμβιβάσου
και μη βαυκαλίζεσαι πως τάχα πριν
είσουν ασυμβίβαστος.
Είσουν ασυμβίβαστος κατά φαντασία. (Υγρά, 20).
Ο Μ. Σουλιώτης έχει άποψη. Τις περισσότερες φορές όμως δεν εμβαθύνει, δεν καταγγέλλει πολυσήμαντα. Παρ' όλα αυτά, το βλέμμα του είναι στραμμένο προς τα έξω∙ στα πολιτικά πεπραγμένα (είναι χαρακτηριστική η ποιητική πραγμάτευση του Κυπριακού ζητήματος στη συλλογή του Κύπρον, ιν ντηντ αλλά και του καπιταλισμού, ως οικονομικού συστήματος), στις κυρίαρχες συμπεριφορές και εκδηλώσεις (καταναλωτισμός, τεχνολογία) και εν γένει σε ό,τι συνιστά τον εξωτερικό του κόσμο. Με υλικά ενθαδικά, αυτού του κόσμου, και με συνεχείς προσαγωγούς κινήσεις, δομεί το εσωτερικό ποιητικό του σύμπαν.
Άμεσα συνδεδεμένο με την αμφισβητησιακή ποιητική της γενιάς του ’70, είναι το στοιχείο της ειρωνείας και του χιούμορ που συχνά αγγίζει τα όρια της σατιρικής και παρωδιακής έκφρασης. Η Ν. Αναγνωστάκη επισημαίνει ότι το στοιχείο της σάτιρας και του χιούμορ στην εν λόγω γενιά είναι «αμφίστομο όπλο», που από τη μια μεριά λειτουργεί απρόβλεπτα και ευρηματικά διακωμωδώντας το δραματοποιημένο ύφος και την κατεστημένη σοβαροφάνεια, από την άλλη όμως κινδυνεύει να εκπυρσοκροτήσει στα χέρια των αδαών χειριστών της από την κατάχρηση (Αναγνωστάκη, 1973). Στην περίπτωση της ειρωνείας, έχουμε την αντίθεση ανάμεσα σε φαινομενικότητα και πραγματικότητα, άρα και την κίνηση ανάμεσα στη διαφάνεια και την αδιαφάνεια. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι η ειρωνική γλώσσα αποτέλεσε όπλο για τους ποιητές μιας γενιάς που ενηλικιώθηκαν στο σκοτεινό κλίμα τής δικτατορίας. Ποιητές τής συγκεκριμένης γενιάς ασκούν κριτική στο πολιτικό και λογοτεχνικό σύστημα, με την υπονόηση και την αποσιώπηση, εφόσον η ειρωνεία λειτουργεί όχι με αυτό που φαίνεται αλλά με αυτό που διαφαίνεται (Βαγενάς, 1988). Επιπλέον, με τη χρήση παραδοσιακών μορφολογικών επιλογών, κατεξοχήν ειρωνικής κοπής, όπως η καθαρεύουσα και η ομοιοκαταληξία (Σ. Μπεκατώρος, Γ. Κακουλίδης κ.ά.), ενισχύονται οι λανθάνουσες συνυποδηλώσεις και οι πολλαπλές σημασιοδοτήσεις τού ποιητικού κειμένου.
Στην ποίηση του Μ. Σουλιώτη η ειρωνική χρήση της γλώσσας γνωρίζει την αποθέωσή της (Ψάχου, 2011). Η ειρωνεία στον συγκεκριμένο ποιητή δεν είναι απλά προεξάρχον στοιχείο τού ποιητικού του ύφους αλλά ιδιοσυγκρασιακό γνώρισμα, υπαρξιακή επιλογή και βιοθεωρία. Ως μέθοδος των αντιθέτων η ειρωνεία κινείται από την επιφάνεια στο βάθος, είναι Βαθιά Επιφάνεια. Από τη Σβούρα (1972) μέχρι και τη συλλογή Αθήνηθεν (2014), ο ποιητικός λόγος τού Μ. Σουλιώτη άλλοτε μέσω μιας επιτηδευμένης βαρύτονης επισημότητας
_ «Μα υπάρχουν οι πολύ βαθιές καταστάσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις»
είπε η χορεύτρια
και έγινα έξαλλος.
--«Με την ίδια έννοια, υπάρχουν
και οι πολύ βαθιές φράσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με καταστάσεις»
της είπα κι έφυγα
αφήνοντας πίσω μου τη σωστή άποψη. (Βαθιά Επιφάνεια, 14)
και άλλοτε μέσω μιας παιγνιώδους παραδοξολογίας που κάποιες φορές δεν απέχει από το λογοπαίγνιο,
Artιμελής, Artεμις, Άκτιον, Artάκη, Artεύτηκα,
Artαφέρνης, Σουρταφέρτας, Άrtζι-μπούρτζι,
Art-τάιμ, παrtιτούρα, χαrtί και καλαμάρι, παrtάλι, Αrtάνη (Περί Ποιητικής, ρνζ΄)
αποδομεί τον ποιητικό στόμφο και την ποιητική σοβαροφάνεια.
Η ειρωνεία στον Σουλιώτη αναδεικνύεται στην κατεξοχήν εκφραστική μέθοδο αποδραματοποίησης. Κινείται ανάμεσα στο βάθος και στην επιφάνεια (δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της συλλογής με την οποία επανακάμπτει ο Μ. Σουλιώτης το 1992), ανάμεσα σε μια σοβαρή και παιγνιώδη γλώσσα, υποσκάπτοντας τους ομοτέχνους του που
...παίρνουν την ποίηση πολύ στα σοβαρά,
επενδύουν και μιζάρουν μόνο σ’ αυτήν. Για παράδειγμα,
δεν παντρεύονται ή, κι αν παντρεύτηκαν πριν,
τραβιούνται μη κάνουν παιδί∙ (Βαθιά Επιφάνεια, 7),
το απαρχαιωμένο μελίρρητο ποιητικό ύφος
Έπηξα από «θάμπη», «χρυσομέλισσες», «πανέμνοστους»,
γάνιασα από «ανθόκρημνα»,
από ανούσιες επιδαψιλεύσεις που ενοχλούν το συναίσθημα
και το στουπώνουν, ενώ το μόνο σύγχρονο που έχει
η Ανθολογία
είναι οι χρονολογίες των ανθολογουμένων… (Κύπρον, ιν ντηντ, 43),
την Ιστορία και τις μυθοποιητικές αναπλάσεις της, με τρόπο εξόχως καβαφικό
Σαν μια σκέψη μες στον γενικότερο χαμό της σκέψης
ή σαν ειρωνεία της μυθιστορίας,
ο ίππος τσούλησε μέσα στο άπαρτο κάστρο της Τροίας...
Απίστευτο να μην τους πήραν είδηση,
η κατασκευή τους δεν είταν άψογη
κι η απόκρυψη των κομμάντος όχι τέλεια- ...
Οι Τρώες, που εγώ τους έζησα στο δημοτικό
στ’ αριστερά θρανία, δεν ξεγελιούνταν.
Απλά δεν άντεχαν κι άλλη παράταση,
έπρεπε να τελειώνει αυτή η ιστορία
για να ξεκινήσει το επόμενο Έπος. (Υγρά, 28),
την ποιητική του ιδιότητα
...αν υπήρχε ποιητής κατά βάθος,
θα στένευαν τα μήκη και τα πλάτη
και θα εξαφανιζόντουσαν αύτανδροι και έντρομοι
οι ύποπτοι πόνοι στην ωμοπλάτη (Βαθειά Επιφάνεια, 19),
και, εν τέλει, τον ίδιο το θάνατο
Ο θάνατος δεν είναι ήρεμος∙ πασχίζει.
Η δουλειά μου με το δρεπάνι,
πρέπει να έχει επιτυχία, σκέφτεται. (Υγρά, 19).
Στα Αυγά Μάταια (1998) η ειρωνεία του Μ. Σουλιώτη αγγίζει τα όρια της παρωδίας, την τεχνική τής οποίας γνωρίζει άριστα ο ποιητής, ως γοερός παρωδίτης, από την εποχή της συλλογής Ποιήματα εν Παρόδω (1974), που περιέχει εξαιρετικές παρωδίες ποιημάτων του Καβάφη. Στη συλλογή Αυγά Μάταια περιλαμβάνονται, κατά κανόνα, μονόστιχα, δίστιχα και τρίστιχα ποιήματα, τα περισσότερα έμμετρα, με ομοιοκαταληξία και επεξηγηματικά σχόλια στα λατινικά. Φαινομενικά πρόκειται για παράδοξες γαστρονομικές συνταγές. Αυτό, όμως, είναι μόνο η επιφάνεια. Στο βάθος του αυγού κυοφορείται κάτι άλλο, συχνά αναντίστοιχο με τη λεία εξωτερική του όψη, πιθανώς ατελές αλλά όχι ματαιόσπουδο. Άλλωστε το αυγό, αυτή η οργανική μορφή, είναι κατεξοχήν ειρωνικό σύμβολο, δεδομένου ότι το βάθος αποκρύπτεται. Αυτά τα «ελάχιστα» ποιήματα με τον παιγνιώδη ερωτικό χαρακτήρα τους
Αβγά γίγαντες,
Καλοαμελέτητα κι έρχονται, (38)
ευρηματικά και ευφυή
Για την εκτίμηση της αβγοτόκου:
«Τ’ αβγά περνούν
Η κότα μένει», (38)
που μετεωρίζονται ανάμεσα στη λαϊκή θυμόσοφη επιφάνεια και το φιλοσοφικό /υπαρξιακό βάθος
Φου, φου, η φωτιά.
Χου, χου, ο Χάρος.
Αχαχούχα, ο Χουιζχού, (39)
σκωπτικά και τρυφερά
Σε γνωρίζω απ’ το προσόψι
που μ’ αυτό έχεις τριφτεί, (16)
δεν είναι παρά ένας τρόπος «να ξορκίσουν ένα τερατώδες κακό» (Χουλιαράκης, 1999). Είναι μάταια, γιατί πρόκειται για «μια συλλογή από αινιγματικά ρεφρέν του απουσιάζοντος όλου ποιήματος» (Αρανίτσης, 1999), θραύσματα ενός ουτοπικού όλου∙ μάταια, γιατί ίσως και η Ποίηση είναι μάταιη.
Φυσικά, κάποιες φορές το πέρασμα του Μ. Σουλιώτη στο ευρηματικό λογοπαίγνιο δεν γίνεται χωρίς απώλειες. Η κατάχρηση τού ευφυολογήματος και του ειρωνικού χιούμορ υποπίπτει σε αποστροφές εξωτερικές, χωρίς σημαινόμενο βάθος,
Συζυγικοί διάλογοι
«Τί τη θες την ώρα;»
«Έτσι, τέτοιαν ώρα θέλω να βλέπω την ώρα,
να ξέρω» μου απάντησε
σκουντούφλα με πρησμένα βλέφαρα
από ψύξη και λίγη γρίππη.
«Εννιάμιση, σε ικανοποιεί;»
«Μα, τώρα δεν έλεγε οχτώμιση;»
«Να σας τ’ αφήσουμε εννιά και είκοσι,
περισσότερο σκόντο δεν μπορούμε, Κυρία μου,
τελευταία προσφορά!» (Παλιές Ηλικίες, 38)
ενώ άλλοτε η πεζολογική του ειρωνεία και η παρωδιακή του διάθεση εκτρέπονται σε διακειμενικές και φιλολογικές αναγωγές που συσκοτίζουν το ποιητικό νόημα και αποδυναμώνουν την ποιητική ευθυβολία.
«Κάππα 13»
«Εμένα εκείνο το ενδίδεις, το αφέθηκες κι ενδίδεις του
Καβάφη,
δεν ξέρω, μου αρέσει πολύ, και σπάω το κεφάλι μου να
κατανοήσω
τι καταλαβαίνουν εκείνοι
(κι όχι με το κοντινό αυτοί)
που δεν ενδίδουν, τι φοβερό πράγμα έχουν πάθει
και δεν θέλουν να ενδίδουν». Το είπε ιστορικός
έκδοτος στες ηδονές διά των αιώνων:
αμπελοπούλια σιρ Τζουάν τε Μουντολίφ
από τον Κόννο, τ’ Ατζιεφάλου, την Λαξιά και το Πυρκίν,
και το Παραλίμνιο σαβόρο, φλαούνες χειρόμακτρης στοργής...
(Κύπρον, ιν ντηντ, 15)
Πρόκειται για «τις πάνδημες κοινοτοπίες» (Αναγνωστάκη, 1973) στις οποίες εγκλωβίστηκαν πολλοί ποιητές τής γενιάς του ’70.
Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί η ποιητική γενιά του ’70 συνιστούν ευρύ διακειμενικό πλέγμα. Είναι χαρακτηριστική η πολυφωνία της αλλά και η ικανότητα (ή και ανάγκη) να ενσωματώνει προγενέστερες φωνές. Σύμφωνα με τον Α. Ζήρα, η εν λόγω γενιά «έχει ίσως την πιο έντονη και εκτεταμένη τάση απορρόφησης άλλων έργων» (Ζήρας, 2001). Οι περισσότεροι ποιητές τής γενιάς του ’70 είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην ελληνοκεντρική ρητορική τής γενιάς του ’30∙ ίσως και να αντιδρούν, υπό «το άγχος της επίδρασης» (Bloom, 1989), στην κυριαρχική παρουσία των πατέρων αυτής της γενιάς (κυρίως των Ελύτη, Σεφέρη και Ρίτσου) και στην υψηλόφωνη και εν τέλει καταπιεστική με το συντριπτικό της βάρος ποίησή τους. Βρίσκονται πιο κοντά στον ειρωνικό, αντιρητορικό Καβάφη και στον αυτοσαρκαστικό, σατιρικό Καρυωτάκη. Κυρίως, όμως, αισθάνονται οικεία με την πρώτη μεταπολεμική γενιά (ο Μ. Σταχτούρης βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις τους), της οποίας το πεζολογικό ύφος, η καθημερινή γλώσσα, ο πολιτικός λόγος, η υποκείμενη αμφισβήτηση και η έλλειψη βεβαιοτήτων διατρέχουν τα ποιήματά τους. Είναι, άλλωστε, γνωστές οι στενές σχέσεις που αναπτύσσουν αρκετοί εκπρόσωποι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (με πιο αντιπροσωπευτικό τον Σινόπουλο) με τους ποιητές της γενιάς του ’70, σχέσεις συναδελφικής αλληλεγγύης και προβολής, που φτάνουν στα όρια του πατρικού εναγκαλισμού. Επομένως, δεν είναι μόνον οι κοινές ιστορικοϊδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις που φέρνουν αυτές τις δυο γενιές κοντά αλλά και η βιολογική αιτιότητα. Η γενιά του ’70 είναι η φυσική συνέχεια της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, προέκταση της οποίας είναι η δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Φυσικά δεν λείπουν αναφορές και «διάλογοι» με τη δημοτική ποίηση (Μ. Γκανάς), τον Κάλβο (Τζ. Μαστοράκη) τον Σολωμό (Μ. Λαϊνά, Ν. Βαγενάς, Τζ. Μαστοράκη) καθώς και με τους υπερρεαλιστές Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο (Γ. Κοντός, Γ. Κακουλίδης, Δ. Καλοκύρης κ.ά.).
Όσον αφορά στα ξένα δάνεια, η επίδραση της αμερικανικής ποίησης beat, με τον χαλαρό φιλοσοφικό αναρχισμό και τη γλωσσική οξύτητα, είναι ανιχνεύσιμη σε αρκετούς ποιητές της πρώτης κυρίως, φάσης αυτής της γενιάς, με προεξάρχοντες τον Λ. Πούλιο, τον Β. Στεριάδη, την Ν. Χατζιδάκι, τον Γ. Χρονά, χωρίς, βέβαια, ποτέ να φτάνουν τον ρητορικά καταγγελτικό λόγο και τα ακραία βιώματα του Γκίνσμπεργκ ή του Μπάροουζ. Άλλοι ποιητές διασταυρώνονται με τις φωνές των ευρωπαίων Έλιοτ, Πάουντ, Ρεμπώ, Βαλερύ, Μπονφουά, Ουγκαρέτι, Μαγιακόφσκι και άλλων, ενώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την περιρρέουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται με επίκεντρο τον Μάη του ’68. Ωστόσο, η σχέση των ποιητών της γενιάς του ’70 με την αμερικανική, ιδιαίτερα, ποίηση είναι υπερτιμημένη και ο ουσιαστικός διάλογος όχι τόσο συχνός. «Οι επιρροές προέρχονται περισσότερο από τη γηγενή, ελληνική ποιητική παράδοση, παρά από τάσεις και ρεύματα που προέκυψαν μεταπολεμικά στην Ευρώπη ή την Αμερική» (Ζήρας, 2001). Ακόμα και έτσι, όμως, πρόκειται για «επιγονική» γενιά με σχέσεις έλξης/απώθησης προς την παράδοση και τους προγόνους, «ανοιχτή» και εξακολουθητικά ρευστή, με ένα διαδραστικό πεδίο αμοιβαίων επιρροών ακόμα και μέσα στην ίδια τη γενιά. Είναι μια γενιά «αυτοαρδευόμενη» (Βούλγαρης, 2017), χωρίς το πολύ μεγάλο όνομα στις τάξεις της, γεγονός που, ίσως, λειτούργησε θετικά τόσο στη διαμόρφωση της συλλογικής της μυθολογίας όσο και στις μοναχικές και προσωπικές διαδρομές των εκπροσώπων της.
Η ποίηση του Μ. Σουλιώτη μάς αποκαλύπτει καταρχάς τις πεζογραφικές καταβολές του. Τόσο το πεζολογικό ύφος όσο και η αφηγηματική οργάνωση πολλών ποιημάτων του καθώς και ο εκτεταμένος, δοκιμιακού τύπου σχολιασμός για διάφορα θέματα κοινωνικού ή και φιλολογικού ενδιαφέροντος –ένα είδος ποιητικής ή ποιητικοφανούς μεταγλώσσας– συνηγορούν στο πεζογραφικό υπόστρωμα της ποίησής του. Ο ποιητικός του λόγος, λιτός, πραγματολογικός, με αναφορές σε συγκεκριμένα ονόματα και γεγονότα, προσεγγίζει την αφήγηση-μαρτυρία τύπου Θ. Βαλτινού. Άλλωστε θεωρούσε το ύφος του συγκεκριμένου πεζογράφου ως πρότυπο αφηγηματικής οικονομίας και περιεκτικότητας. Mάλιστα, το κείμενό του «Μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα;», που είναι και ομότιτλο βιβλίο του Μ. Σουλιώτη, αποτελεί τη βάση πολλών ασκήσεων δημιουργικής γραφής στο ομώνυμο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Φλώρινα.
Ο κύριος ΧατζηΤάδε, τέως υπουργός και τέκτονας
στην ανώτατη βαθμίδα της νήσου, καταχωρίζεται
στους παλαιότερους
και αυτό ανεξαρτήτως προκεχωρημένης ηλικίας
καθώς όποτε συναντιόμαστε
φορεί αμάνικο γιλέκο με γραβάτα χωρίς υπερβολές
συν το κασμίρινο κουστούμι με τα σοβαρά υποδήματα
και τις κομψές δέστρες, μάλλον ιταλικά.
Σπουδασμένος στην Αγγλία στα χρόνια του Δεύτερου
Πολέμου
δεν υστερεί σε αρχοντιά από τους Λαζανάδες,
υπερτερεί ίσως (Κύπρον, ιν ντηντ, 47).
Φυσικά, ο Μ. Σουλιώτης –και όχι μόνο ευθέως και ρητώς στη συλλογή του Ποιήματα εν Παρόδω, που, όπως προείπαμε, περιλαμβάνει παρωδίες ποιημάτων του Καβάφη– αντλεί στοιχεία από τη μεγάλη δεξαμενή της καβαφικής ποίησης. Το καβαφικό υπόδειγμα, είτε ως αφομοίωση βασικών χαρακτηριστικών του όπως η πεζολογία, η λιτότητα, η λεπτή ειρωνεία και η ευστοχία,
Των αναγώγιμων, των ανακτέων,
των απανταχού της γης Κυδαθηναίων,
των αφανών και μετασχόντων
στον τόπο και στον χρόνο,
και των εκ των υστέρων ενόντων
της φάρας που όλο λειώνει στην Αιόλου
και φλυαρεί σε πεζοδρομημένη ανάληψη.
Των μελών του πολυσθενούς, πολυσύνθετου συνόλου
Νόστιμον ήμαρ, βίαιη ανάνηψη.
Να εκληφθεί ως άποψη στιχουργού αναξίου,
ως τέως έμπνευση που έπιασε πάτο-
ή η συνήθης αποτυχία στο κάτω κάτω,
αναφορά στους τελειόφοιτους του εξαταξίου
που είχαν δάσκαλο στην έκτη τους τον Βουκελάτο. (Αθήνηθεν, 27),
είτε ως άμεση αναφορά,
Μονοτονία
Τη μίαν ημέρα άλλη, μονότονη ακολουθεί:
πρέπει να έχει διαμείνει κανείς στα Νοτιο-Ανατολικά
όπου οι ζεστές υγρές ημέρες είναι περισσότερες,
για να κατανοήσει την μονοτονία του Αλεξανδρινού
στην ισόπεδη παραλία του, λίγο παρακάτω– (Κύπρον, ιν ντηντ, 31),
είτε ως απόηχος
...για μία, Γαλλιδούλα ουσιαστικά, από τον Καναδά
μόλις πιο κοντή όσο να φτάνονται τα χείλη
με κοντικομμένο μαλλί, θυμάμαι και όνομα,
που είχαν έρθει με τη σχολική εκδρομή-
και θα έχει γίνει μάνα προς γιαγιά
λεπτή, διατηρημένη για την ηλικία της
και απασχολημένη με πρακτικά ζητήματα
που ανέκυψαν στο μεταξύ,
θα της έχει σκουρύνει το χαμόγελο
που τότε έλαμπε ξεκάθαρο (Αθήνηθεν, 35-36),
είναι διαρκώς παρόν στην ποίηση του Μ. Σουλιώτη.
Παρόντες στην ποίησή του είναι επίσης ο Καρυωτάκης της ωχράς σπειροχαίτης,
Αβγά με μπέικον
μελιχρή κροκοχαίτη (Αβγά μάταια, 10),
ο Σολωμός της μνήμης γλυκειάς και αστοχισμένης,
...«Ποια είναι η τέλεια βιτρίνα αυτού του δρόμου
να ξαστοχήσω γλυκά τον εαυτό μου»
Στέναζε από την αντιπέρα όχθη (Αθήνηθεν, 53)
ή του επιγραμματικού «Η καταστροφή των Ψαρών»
Στων αυγών την ολόσπαστη ράχη
ξεχειλίζουν τ’ ασπράδια όπως λάχει,
κιτρινίζουν τα τσόφλια έτσ’ ανάρια
και η μίξα του κρόκου εκκρεμεί (Αυγά μάταια, 16)
και ο αγαπημένος του Κάτουλος
«Νοξ εστ περπέτουα ούνα ντορμιέντα», καθώς άκουσες.
Η νύχτα είναι περπέτουα και άρα ντορμιέντα,
να την κοιμηθούμε απόψε για πάντα. Η νοξ, η νυξ,
η νύχτα (Βαθιά επιφάνεια, 29).
Αλλά και ο Όμηρος, όχι μόνο με αναφορές στην Κίρκη, στον Οδυσσέα, ή στο σύμβολο του Δούρειου Ίππου, αλλά και με την παρακάτω ευφυώς τροποποιημένη επίκληση του ποιητή στη Μούσα από την πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας
Άνδρα μοι
Άνδρα μοι έννεπε, σκήπτε∙
έννεπε, έννεπε Μούσαπο
λύτροπον όσμαλα πόλλα
πλάγχθηε πεί Τροιής-ι
ερόνπτολι έθρον επέρσεν.
Άνδρα μοι, άνδρα σοι, Μούσα,
Πολύτροπον όσεγια μόλα. (Υγρά, 29)
δίνει το «παρών» στο ποιητικό σύμπαν του Μ. Σουλιώτη, εξαιρώντας τον από την αφοριστική επισήμανση του Μαρωνίτη ότι «ο αρχαιοελληνικός μύθος που εξέθρεψε όλες τις προηγούμενες ποιητικές γενιές, στην γενιά του ’70 προκλητικά αγνοείται» (Μαρωνίτης, 1987).
Τέλος, η άποψη του Μ. Σουλιώτη για τους προγόνους που τον εξέθρεψαν ποιητικά αποτυπώνεται εμφατικά αλλά και τρυφερά στο παρακάτω ποίημα
Ολυμπιάδα 2004
Θα τελέσουμε εδώ την Ολυμπιάδα του 2004
και θέλω να λάβω μέρος
με κάτι από το ημερολόγιο της γιαγιάς
που είχε χαρεί την ημι-Ολυμπιάδα του 1906
και «κοιταχτήκαν» με τους Σουηδούς αθλητές-
άρα υπάρχουν και γιαγιάδες
ακόμα πιο παλιές από τη δική σου,
μόνο που η δική μου
δεν ζει εξ αντικειμένου,
ζει όμως εξ υποκειμένου
αφού ζω ζει μαζί μου.
Δίδαγμα: ορφανοί είναι όσοι
Δεν ζωντανεύουν τους προγόνους τους
Όπως συμβουλεύουν οι Ινδιάνοι της φυλής μας. (Αθήνηθεν, 32)
Από την προηγηθείσα συνεξέταση των βασικών χαρακτηριστικών της γενιάς του ’70, όπως αυτά έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί από την κριτική, και αυτών της ποίησης του Μ. Σουλιώτη, προκύπτει ότι ο ποιητής Μ. Σουλιώτης φέρει τη σφραγίδα της γενιάς του – ίσως όχι τόσο έκτυπα όσο άλλοι συνοδοιπόροι του. Τα ιδιότυπα γνωρίσματα που τον διαφοροποιούν είναι αρκετά και ο συνδυασμός αυτών συγκροτεί την ιδιαιτερότητα της ποίησής του. Η ειρωνεία, γύρω από την οποία αναπτύσσεται το ποιητικό του έργο, η φωτογραφική καθημερινότητα και η εμμονή του στα πραγματολογικά στοιχεία (realia), η μεθοριακή ανθρωπογεωγραφία του και η ιστορία ως απόηχος και ως πυξίδα ατομικών διαδρομών και πεπρωμένων, η πεζολογία και η έλλειψη ποιητικότητας, οι ευρηματικές και ανοίκειες παρομοιώσεις του, που ως εικονοπλαστικός μηχανισμός αποτελούν δομικό στοιχείο της ποίησής του, και κυρίως η πλατιά, πανθεϊστική γλώσσα και ο δημόσιος, συχνά αρθρογραφικός λόγος του, είναι στοιχεία –πολλά εξ αυτών δεν διερευνήθηκαν στην παρόν κείμενο, αλλά αποτελούν εκκρεμείς ερευνητικές προτάσεις στο μέλλον– που προσδίδουν στην ποίησή του μια μοναδική θέση στη Νεοελληνική Ποίηση∙ σίγουρα όχι στην κορυφή αλλά στη στέρεα περιφέρειά της, στη δημιουργική μήτρα των απανταχού ελασσόνων.