Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/pyxides/steppe-by-steppe-intermedio
Βοκζάλ,
έτσι αποκαλούν συνήθως τον σιδηροδρομικό σταθμό στις χώρες που προέκυψαν από την ΕΣΣΔ. Το είχα μάθει, πάνε κάποια χρόνια, στη Ρωσία· από αγγλομαθή Ρώσο που είχα ρωτήσει. Αρχικά, είχε ξεστομίσει την «επίσημη» ρωσική ονομασία: «ζελεζνανταρόζναγια στάντσιγια» (το πρώτο ζ παχύ). Βλέποντας την απόγνωση να διαγράφεται στο πρόσωπό μου, έσπευσε να προσθέσει πως η συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη λέξη, και με διαφορά μάλιστα, ήταν «βοκζάλ»… «Πάλι καλά», είπα τότε από μέσα μου. Και το ξαναλέω.
Σε μια χώρα όπως η Ρωσία είναι χρήσιμο να είσαι σε θέση κάθε ώρα και στιγμή να ρωτήσεις ρωσιστί τον καθέναν πού είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός. Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στις ουκ ολίγες χώρες που προέκυψαν (ή ανέκυψαν;) όταν και επειδή έπαψε να υφίσταται η Σοβιετική Ένωση. Όπως τα –σταν. Χώρες όπου τα ρωσικά αποτελούν (συν)επίσημη γλώσσα ή λειτουργούν ως μια ευρύτατα διαδεδομένη lingua franca. Είναι πολύ χρήσιμο να μπορείς να κάνεις στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ στα ρωσικά την ερώτηση για δυο λόγους:
Πρώτον, επειδή οι αγγλομαθείς στα μέρη αυτά σπανίζουν. Οι περισσότεροί τους είναι αρκετά νεαρής ηλικίας, δείχνουν να επείγονται να ζήσουν· παρότι έχουν όλο τον καιρό μπροστά τους, ως είθισται να λέγεται. Με τι καρδιά λοιπόν να τους χασομερήσεις, κάνοντας ερωτήσεις; Έστω και αν αυτοί ρωτούν συχνά εσένα, γεμάτοι κατανόηση για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο ξένος. Καθότι είναι, κάπως διακριτικά, αρκετά φιλοπερίεργοι. Και πρόθυμοι να συνδράμουν τον επισκέπτη, τον ξένο «τους»… να μην τον κακοκαρδίσουν. Ιδίως σε κάποια μέρη όπου ο ξένος επισκέπτης σπανίζει. Τα οποία αφθονούν.
Κατά δεύτερον, είναι πολύ χρήσιμο επειδή η Ρωσία ήταν πάντοτε και είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια χώρα των άκρων – ας θυμηθούμε λίγο τη ρωσική ρουλέτα. Οπότε, μεταξύ πολλών άλλων, είναι και μία άκρως ηπειρωτική χώρα. Όπως ηπειρωτικές είναι και οι περισσότερες από τις μετασοβιετικές δημοκρατίες. Κάποιες μάλιστα από αυτές, τα -σταν συγκεκριμένα, υπερφαλαγγίζουν σε ηπειρωτικό χαρακτήρα τη Ρωσία: είναι χώρες περίκλειστες κατά την ορολογία του διεθνούς δικαίου, δηλαδή δεν τις ακουμπά καθόλου η θάλασσα. Η πλειονότητα του πληθυσμού στα -σταν είναι άνθρωποι που δεν έχουν δει καν τη θάλασσα. Στα μέρη αυτά νιώθεις τη θάλασσα πολύ πολύ μακριά σου και τη στεγνή γη πολύ κοντά στο μπλε του ουρανού – και πολύ κοντά σου. Το έδαφος μοιάζει να [ε](ξ)απλώνεται καλπάζοντας ξέφρενα προς τη γραμμή του ορίζοντα. Τόποι ευρύχωροι και αραιοκατοικημένοι. (Απο)ζητούν το τρένο μπας και (συμ)μαζέψουν κάπως την… άπλα τους. Για να μαζευτούν. Να περιμαζευτούν. Για να μην (εξ)απλωθεί ασύδοτη η απομόνωση και η μοναξιά. Το τρένο τούς παρέχεται απλόχερα και φτηνά. Το αποζητά και ο ξένος το τρένο… Με αποτέλεσμα, πολύ συχνά, να το αναζητά. Κάπως βιαστικά και επειγόντως καμιά φορά. Συνιστάται λοιπόν μετ’ επιτάσεως η απομνημόνευση της μαγικής λέξης: «βοκζάλ».
Απλό.
Μεγάλο πράμα το τρένο σε αυτές τις χώρες με τις μεγάλες στέπες, ίσως το κατ’ εξοχήν, το πιο αγαπητό μέσο μετακίνησης. Το (συν)αισθάνεσαι: το τρένο ήταν και εξακολουθεί να είναι του συρμού. Παρότι τα υπεραστικά λεωφορεία είναι επαρκή, οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, συνήθως, πολύ υποφερτοί –ας είναι καλά και η ισιάδα της στέπας αλλά και οι Κινέζοι που τους επισκευάζουν, στα πλαίσια του mega project, του (νέου) Δρόμου του Μεταξιού– και η βενζίνη φθηνή. Όπως είναι πλέον (σχετικά) φθηνά και τα ΙΧ· από ευρωπαϊκές μάρκες, κατασκευασμένα σε διάφορες επικράτειες της τέως ΕΣΣΔ, είτε από την Κίνα, την Ιαπωνία και την Κορέα (τη Νότια). Ήδη από τα χρόνια των τσάρων, η Ρωσία είχε φροντίσει να αναπτύξει και να αναδείξει ένα τεράστιο σιδηροδρομικό δίκτυο που κάλυπτε τις απέραντες εκτάσεις της ρωσικής γης όσο και τις σχεδόν εξίσου απέραντες εκτάσεις της επέκτασής της στη Σιβηρία και στα –σταν. Τις οποίες μερίμνησε να επ-/απ-οικίσει συστηματικά. Και να εκρωσίσει μέχρις ενός σημείου. Και στη συνέχεια να εκσοβιετίσει. Εν πολλοίς, ο εκσοβιετισμός των ασιατικών εδαφών της ΕΣΣΔ (επ)ήλθε τσουλώντας πάνω σε ράγες. Σήμερα είναι τα εδάφη του «εγγύς εξωτερικού», έτσι αποκαλούν τα –σταν οι ρώσοι ιθύνοντες. Εδάφη κρατών που αναδύθηκαν με(σα από) τη συντεταγμένη διάλυση της ΕΣΣΔ. Απέραντα.
Η Ρωσία είχε ξεκινήσει, από την τσαρική ήδη εποχή, την κατασκευή της εμβληματικής γραμμής του υπερσιβηρικού. Η οποία ολοκληρώθηκε επιτυχώς κατά τη σοβιετική εποχή. Και συνδέθηκε –παρέχοντάς τους έτσι σύνδεση και με τη Μόσχα– με όλες τις πρωτεύουσες αυτών των ασιατικών δημοκρατιών της Σοβιετίας. Με τρένα εφάμιλλα του υπερσιβηρικού. Η σύνδεση αυτή είναι σε ισχύ και δράση και σήμερα, τώρα που οι δημοκρατίες αυτές είναι πλέον ανεξάρτητα κράτη. Οι συρμοί συνδέουν πόλεις, κουλτούρες, θρησκείες και διακινούν ανθρώπους και ποικιλώνυμα αγαθά. Όπως, για παράδειγμα, το νυχτερινό τρένο της γραμμής που συνδέει την πρωτεύουσα του Τατζικιστάν Ντουσάμπε με τη Μόσχα (αξιομνημόνευτο μέχρι των ημερών μας για τις αξιοζήλευτες ποσότητες ηρωίνης και οπίου που κατάσχονταν εν κινήσει – παλαιότερα τουλάχιστον.) Το Τατζικιστάν έχει εκτεταμένα σύνορα με το Αφγανιστάν. Πάντως οι συρμοί γενικά σήμερα δεν είναι πλέον πάντα ρωσικής κατασκευής. Λογικό και αναμενόμενο.
Ξαφνική ερώτηση: «Μα τι λέξη είναι αυτό το βοκζάλ;». Η λέξη «βοκζάλ» –προφέρεται κάπως σαν «βακζάλ», με το λ όπως στο σαλονικιώτικο «χαλαρά»– είναι αγγλικής ετυμολογίας. Προέρχεται από το σιδηροδρομικό σταθμό Vauxhall, στο νότιο Λονδίνο. Εντυπωσιασμένος από τη γοργή εξάπλωση των ατμοκίνητων σιδηροδρόμων στην Αγγλία, ο τσάρος Νικόλαος Α’ είχε στείλει στο Λονδίνο ένα κλιμάκιο εμπειρογνωμόνων να μελετήσουν το τρένο. (Βέβαια, οι πιο πολλοί, μάλλον δεν θα είχαν ξαναδεί σιδηρόδρομο, αλλά πώς αλλιώς να τους πω;) Αυτά στα μισά του 19oυ αιώνα. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες εντυπωσιάστηκαν διαπιστώνοντας πως όλα τα τρένα του σιδηροδρομικού δικτύου της ΝΔ Αγγλίας σταματούσαν στο σταθμό Vauxhall. Γιατί εκεί γινόταν ο έλεγχος των εισιτηρίων, και όχι στον κεντρικό Waterloo. Καθότι εμπειρογνώμονες όμως, εξέλαβαν το Vauxhall ως ένα είδος κόμβου, έναν κεντρικό σταθμό. Και υιοθέτησαν το όνομά του για τους μελλοντικούς κεντρικούς σιδηροδρομικούς σταθμούς στις πόλεις της χώρας τους. Παράδειγμα διαγλωσσικής και διαπολιτισμικής μετωνυμίας. Η ξένη λέξη ήρθε και ρίζωσε. Σα να ήτανε θαρρείς ρωσικής κοπής, ακουστικής και αισθητικής. Χώρια που χρησιμοποιείται ακόμη και καταχρηστικά, για τους κεντρικούς σταθμούς άλλων συγκοινωνιακών μέσων. Για παράδειγμα, υπάρχει εν χρήσει ο όρος «αβτοβακζάλ», για τον προσδιορισμό του κεντρικού σταθμού των υπεραστικών λεωφορείων. Στο Καζάν της Ρωσίας, πριν κάποια χρόνια, πήρα το θάρρος και έδρασα μιμητικά, δηλαδή δημιουργικά: υποβοηθούμενος από νοήματα, ρώτησα πού είναι ο река (=ποτάμι) Волга вокзал. Με κατάλαβαν! Με ανάλογο τρόπο μου έδωσαν να καταλάβω πού ήταν το καραβάκι για μια ολοήμερη εκδρομή στο μεγάλο αυτό… «ρυάκι» (ρέκα).
Μεγάλοι αιώνιοι αντίπαλοι οι Ρώσοι και οι Άγγλοι στη γεωπολιτική σκακιέρα της Κεντρικής Ασίας, τον 19ο αιώνα. Έτσι λέει η ιστορία. Και, ως γνωστόν, αν είσαι στοιχειωδώς σοβαρός, έχεις πάντα στο νου σου τον αιώνιο αντίπαλό σου, δεν τον χάνεις απ’ τα μάτια σου. Καταλήγεις να τον νοιάζεσαι. Τον κοιτάς και τον μελετάς, γιατί το ξέρεις ενδόμυχα πως είναι ανάγκη και μοίρα να συμβιώσετε για πολύν καιρό. (Ως αντίπαλοι βέβαια, οπότε θέλει κάποια προσοχή το πράγμα). Αμοιβαίο ενδιαφέρον προκειμένου να επιβιώσετε αμοιβαία. Δεν υπάρχει γιν χωρίς το γιανγκ του. (Για να μην ξεχνιόμαστε: η Ρωσία είναι χώρα και της Άπω Ανατολής…). Και μελετώντας μαθαίνεις. Μιμούμενος δημιουργικά. Οι Ρώσοι και οι Σοβιετικοί ηγέτες υπήρξαν αρκούντως σοβαροί ώστε να επιδιώξουν να μάθουν πολλά από τους Άγγλους. Και να τα μάθουν και στους λαούς των –σταν που περιήλθαν σταδιακά υπό τον έλεγχό τους το δέκατο ένατο αιώνα. Τους έμαθαν και το τρένο, όπως το έμαθαν και οι Άγγλοι στους Ινδούς. Οι Ρώσοι και οι Άγγλοι είναι και οι δυο τους λαοί στις άκριες της Ευρώπης. Ήταν, ιστορικά, αναγκασμένοι και συνηθισμένοι να κοιτάζουν και (προς τα) έξω (από την Ευρώπη). Οι μεν ενδιαφέρονταν για τα στεριανά πράματα και οι δε για τα θαλασσινά. Οι τέλειοι αιώνιοι αντίπαλοι.
Μεγάλο πράγμα να ξέρεις να κοιτάς (προς τα) έξω. Από το παράθυρο. Ειδικά στο τρένο. Το καταλαβαίνεις αυτό στις μεγάλες διαδρομές. Ιδιαίτερα στις στέπες. Όχι πως το μέσα είναι αδιάφορο – θα μιλήσουμε και γι’ αυτό. Όμως, κοιτώντας έξω, ακίνητος στο εν κινήσει τρένο, ο νους σου παίρνει στροφές. Παράξενες καμιά φορά. Η παρατήρηση της αλληλοδιαδοχής των μικροαλλαγών στο τοπίο είναι, πάντα σχεδόν, κάτι σαν ταϋλανδέζικο μασάζ για το μυαλό. Το σημαντικό είναι αυτή η δίχως δράση κίνησή σου, καθώς αυτή συντονίζεται με την όποια αλλαγή: το περίφημο wu wei, ένας ακρογωνιαίος λίθος της κινεζικής σκέψης, τον οποίο προσλαμβάνεις εύκολα έτσι και βρεθείς στις παρυφές της Κίνας. Ιδιαίτερα άμα σε περιζώνει η στέπα, οπότε βιώνεις ανεπαίσθητα μια σταθερή, καίτοι χαλαρή, συγκέντρωση της προσοχής σου. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, με μόνο κίνητρο την αφελή επιθυμία εντοπισμού μιας κάπως μεγάλης –λέμε τώρα!– διαφοράς η οποία θα αναδυθεί ανεπαίσθητη από την κραταιά ομοιομορφία του τοπίου. Και σιγά-σιγά αισθάνεσαι και βιώνεις την αλλαγή. Μέσα από τις «σιωπηλές μεταμορφώσεις», όπως λένε και οι Κινέζοι (στις παρυφές της Κίνας κλωθογυρίζουμε συνεχώς). Όπως όταν αντικρίζεις ξαφνικά ένα πρωί τη ρυτίδα στον καθρέφτη και συνειδητοποιείς, επίσης ξαφνικά, πως πάει πια καιρός που ο χρόνος εργάζεται εις βάρος σου. Υποχθόνια, σαν τον τυφλοπόντικα. Έτσι, για παράδειγμα, όντας σε τρένο στην στέπα, μπορεί και να βρεθείς ανεπαισθήτως, από τα πεδινά στα ορεινά. Έχει επέλθει η μεταβολή. Εν αρμονία. Μια ακόμη μορφή διαλογισμού (είπαμε, στην Ανατολή είσαι…) μέσα από την επίμονη, έστω και κάπως επίμοχθη, ενίοτε, ενατένιση. Τελικά, πάντα ψυχωφελής. Όπως η στοχαστική ενατένιση των αλλεπάλληλων κυμάτων που σκάνε στην ακρογιαλιά. Στη Μεσόγειο.
Οι Ρώσοι έχουν αναπτύξει μια αξιοσημείωτη και πολύ δική τους «κουλτούρα» σε ό,τι αφορά το τρένο. Ειδικά στα τρένα μακρινών αποστάσεων, για τα ταξίδια με διανυκτέρευση. Έχουν επιτύχει από παλιά υψηλά επίπεδα ακρίβειας στα δρομολόγια και στις στάσεις τους. Σχεδόν γερμανικά. Εσωτερικά, πλάι στην πόρτα του βαγονιού υπάρχει πίνακας που αναφέρει επακριβώς τον χρόνο στάσης σε κάθε σταθμό. Χρόνο που τηρείται. Για να μπορείς να βγεις και να ψωνίσεις τρόφιμα και ποτό. Προϊόντα οικοτεχνίας που πουλούσαν, κατά κανόνα σχεδόν, πλανόδιες κυρίες, κάποτε, επί ΕΣΣΔ. Συσκευασμένα προϊόντα που πουλούν τα πολλά νεότευκτα μαγαζιά πολλών σταθμών, συνήθως, σήμερα. Τα παιδιά μαθαίνουν πώς να [συμ](περι)φέρονται μέσα στο τρένο: πλένουν χέρια, πόδια, σε μια λογική ώρα, πριν πάνε για ύπνο στις κουκέτες. Δεν κάνουν θόρυβο, εξάλλου πάντα κάποιος μεγάλος στο βαγόνι αναλαμβάνει εκ περιτροπής τη δημιουργική απασχόλησή τους. Και μάλλον όχι αποκλειστικά και μόνο για να μην κάνουν θόρυβο. Εξάλλου θόρυβο δεν κάνουν ούτε οι μεγάλοι. Εκτός και αν τα ’χουν πιει γερά: μια καλή (;) ευκαιρία να τους δει κανείς εν εξάλλω. (Αφορμές πάντα βρίσκονται). Παντού, ακόμα και στη στέπα. Κάθε σιδηροδρομικό ταξίδι σ’ αυτά τα μέρη συνδυάζει, για τον ντόπιο ταξιδιώτη, τη γνωστή συνήθεια και τη μοναδική εμπειρία. Συνήθεια γιατί νιώθει στο τρένο σαν στο σπίτι του. Εμπειρία γιατί το τρένο αποτελεί περιβάλλον γνωριμίας και συναναστροφής. Μαγικό.
Αδιαφιλονίκητο σήμα κατατεθέν των ρωσικής εμπνεύσεως και σχεδιασμού σιδηροδρομικών ταξιδιών μακρών αποστάσεων είναι το λειτούργημα του «πραβαντνίκ», δηλαδή του συνοδού και υπεύθυνου βαγονιού. Αρκετά συχνά είναι γυναίκα, συχνά κάποιας ηλικίας. Συγυρίζει το βαγόνι, δίνει τα κλινοσκεπάσματα στους επιβάτες, βάζει στη θέση τους τούς μεθυσμένους, ελέγχει τα εισιτήρια και τις ταυτότητες, ή τα διαβατήρια, προσμένοντας τους ταξιδιώτες μπρος από τα σκαλιά του βαγονιού. Και φροντίζει να υπάρχει πάντα ζεστό νερό στο σαμοβάρι. Εκεί στα κρύα του βορρά, οι Ρώσοι μοιάζουν με τους Άγγλους, όσον αφορά την παροιμιώδη ζέση με την οποία καταναλώνουν ζεστό τσάι κάθε εποχή του χρόνου. Ο/Η «πραβαντνίκ» είναι, εκ των πραγμάτων, ο/η κος/κα ανωτάτη αρχή εντός του βαγονιού.
Tchiprash
Νυχτερινό ήταν το τρίτο σιδηροδρομικό μου ταξίδι στα –σταν: Σίμκεντ - Αλμάτι. Μπήκαμε στο talgo -υπερταχύ τρένο ισπανικής κατασκευής- την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Δεν μας είχαν βρει ελεύθερο ολόκληρο κουπέ όταν βγάζαμε τα εισιτήρια. Ήμασταν τέσσερεις. Έτσι, εγώ θα κοιμόμουν σε ένα κουπέ με δύο άλλους άντρες και οι τρεις γυναίκες της παρέας σε ένα άλλο, παρέα με μια γυναίκα.
Κατευθύνθηκα στο κουπέ μου. Είχα κρεβάτι κάτω. Χαιρέτησα τους δυο συνταξιδιώτες μου, έναν γύρω στα 30 και έναν σαφώς ηλικιωμένο. Ήρθε ο πραβαντνίκ που είχε ελέγξει το εισιτήριο και το διαβατήριο κατά την είσοδό μου στο βαγόνι. Για να μου δείξει πού ήταν τα κλινοσκεπάσματά του. Τον συνόδευε ο πραβαντνίκ άλλου βαγονιού, αγγλόφωνος αυτός. Για βοήθεια. Βασικά για βοήθεια στο καλωσόρισμα! Γιατί τα κλινοσκεπάσματα τα έβρισκε κανείς εύκολα, άσε που είχαν αρχίσει ήδη να μου δείχνουν πού είναι οι δύο συνταξιδιώτες μου. Είχε πέσει σύρμα πως ήμασταν ξένοι. Μάλλον οι μοναδικοί στο συρμό, ή έστω οι μοναδικοί από χώρα που δεν είχε ξεπηδήσει από την τέως ΕΣΣΔ.
Έγειρα λίγο στο κρεβάτι και κοίταξα τους δυο συνταξιδιώτες μου. Ο ηλικιωμένος φορούσε λευκό πουκάμισο με ξεκούμπωτο το κουμπί στο λαιμό, σκούρο παντελόνι με τσάκιση, σακάκι στο ίδιο χρώμα, που το είχε βγάλει. Όχι γραβάτα, όχι. Είχε ύφος σοβαρό, μετρημένο, με κάτι απροσδιόριστο που μαρτυρούσε άνεση και σφίξιμο μαζί, ίσως και μια υποψία υπεροψίας. Ήταν αρκετά παχουλός, πλαδαρός και είχε αργές κινήσεις. Αρχοντικός, απέπνεε κάτι από παλαιά μεγαλεία. Παρότι ήταν ιδρωμένος. Τον κατέταξα αμέσως: θα πρέπει να ήταν κάποτε ένας υψηλόβαθμος «απαράτσικ», ένα στέλεχος του «απαράτ», δηλαδή του «μηχανισμού», κομματικού και κρατικού, επί σοβιετικού καθεστώτος. Κάπως ξεπεσμένος πλέον, αλλά όχι και πολύ. Ο νεότερος πάλι έδειχνε άνετος παρότι ελάχιστα κοινωνικός. Ψηλός, λιγνός, αδύνατος, αρκετά γυμνασμένος, με βλέμμα ψυχρό και ύφος μπλαζέ. Αδιάφορο casual ντύσιμο, χωρίς σακάκι. Μπλουζάκι και παπούτσια από γνωστές και ακριβές μάρκες. Σα να πήγε να μου πει κάτι στα αγγλικά –υποτίθεται– όταν μπήκαν οι δυο πραβαντνίκ. Αλλά μάλλον για να τους πουλήσει μούρη και εξυπηρέτηση.
Ο απαράτσικ με κοίταξε με διάθεση για κουβέντα:
– Tι ατκούντα; (=Από πού είσαι; το είχα μάθει πια, με ρώτησε με ύφος ελαφρώς ξερόλα και μια υποψία από χαμόγελο).
– Γκρέτσια.
– A, Ρόμα! (με σιγουριά, χαμογελαστός).
– Nιέτ. Αφήνα! (ήξερα πως στα ρώσικα «δεν υπάρχει» θ, το προφέρουν φ).
– Κολιζέουμ; (ο τύπος δε σκάμπαζε μία...).
– Nιετ. Αφήνα, Γκρέτσια (ο νεότερος κοίταζε μια αυτόν, αδιόρατα ειρωνικά, και μια εμένα, μοχθηρά και πονηρά, προσπαθώντας να αποσπάσει τη συνενοχή μου –δεν του την έδωσα– παρέμενε δε προκλητικά αμίλητος).
– Γκλαντιατόρ; (ρε ζημιά που έχει κάνει το Χόλιγουντ… τον λυπόμουν πια, έτσι που δεν μπορούσε να συγκαλύψει την ήττα του).
– ... (ο ηλικιωμένος σιωπούσε μη βρίσκοντας πια τι να πει, ο νεότερος σιωπούσε σα σφίγγα, ακολουθώντας, χωρίς να το ξέρει, τη ρήση της γιαγιάς μου από την Κρήτη: όποιος δε μιλεί πάει πλια καλά!).
– … (σκεφτόμουν πια τι να κάνω για να τον βοηθήσω, δεν άντεχα τον ξεπεσμό του).
– Εγκύπτ; (είπε με ύφος προκαταβολικά χαμένου, που δεν το βάζει όμως κάτω – εμένα πάλι μου ήρθε φλας μια αλυσίδα γυμναστηρίων με σήμα μια χιονισμένη βουνοκορφή και με ελληνικό όνομα, κάτι που ίσως τον βοηθούσε να ξεχωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό από άλλους αρχαίους της λεκάνης της Μεσογείου· δυστυχώς συνειδητοποίησα, κατόπιν εορτής, πως τα γυμναστήρια αυτά τα είχα δει στο Κιργιστάν!).
– Νιετ. Ολύμπ, Αφήνα, Γκρέτσια (είπα – αν και με λίγες ελπίδες…).
– ... (προφανώς δεν είχε καταλάβει τίποτα, συλλογιζόταν όμως ακόμα, το πάλευε…)
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμοιβαίας αμηχανίας, τα μάτια του έλαμψαν. (Θεούλη μου, κάνε να πετύχει, έστω και μια φορά).
– Τσίπρας! (το τσ παχύ, το ς επίσης παχύ – είπε, με λίγη αυτοπεποίθηση).
– Ντα!
– Κουμουνίστ! (είπε, με πολλή αυτοπεποίθηση)
– Ντα! (είπα χωρίς να διστάσω – μου αρέσει να θεωρώ τον εαυτό μου καλό άνθρωπο, που δε θέλει να χαλάσει τη χαρά του πλησίον του).
Ο ηλικιωμένος κοίταξε θριαμβευτικά το νεότερο και εγώ βγήκα από το κουπέ για να κρύψω το γέλιο μου. Το βαγόνι δεν είχε σαμοβάρι αλλά ψύκτη. Να μια διαφορά από τα τρένα της Ρωσίας. Λογικό, ήταν καλοκαίρι. Είχαν τελειώσει όμως τα πλαστικά ποτήρια. Να μια ακόμη διαφορά από τα τρένα της Ρωσίας. Εκεί το σαμοβάρι δεν μένει ποτέ άδειο και το νερό του είναι πάντα ζεστό. Επισκέφθηκα το κουπέ των γυναικών. Εκεί είχαν παρακολουθήσει σκηνή αποχαιρετισμού νεαρής κοπέλας από τον καλό της. Χαιρετήθηκαν με το τζάμι του παραθύρου ανάμεσά τους, να τους χωρίζει. Στα καινούργια τρένα τα τζάμια δεν ανοίγουν. Ακόμη και σε αυτά που κατασκευάζονται την Ισπανία, την πατρίδα του δον Ζουάν, τη χώρα του πάθους.
«Έρωτας και πολιτική για σήμερα» σκέφτηκα, κατευθυνόμενος προς το μπαρ. Σέρβιραν μέχρι και βότκα, να μια τρίτη διαφορά από τα τρένα της Ρωσίας, όπου το αλκοόλ περιορίζεται σε κρασί και μπύρα, για ευνοήτους λόγους... Εδώ, όμως, μάλλον δεν έχουν θέμα αλκοολισμού. Οπότε ήπια αρκετή. Όταν επέστρεψα στο κουπέ μου δεν είχαν έρθει ακόμη πλαστικά ποτήρια στον ψύκτη. Το έδειξα αυτό από την πόρτα του κουπέ στους συνταξιδιώτες μου και αποκοιμήθηκα αμέσως. Το Καζαχστάν, όπως λένε, μοιάζει πιο πολύ από όλα τα -σταν με τη Ρωσία και μεγάλο ποσοστό ρωσικού πληθυσμού, μοιάζει πάρα πολύ με Ρωσία – πολύ ασιατική [...]
Ξύπνησα μια ώρα πριν φτάσουμε στο Αλμάτι. Βρήκα ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό και μια μισογεμάτη σακούλα πατατάκια στο προσκεφάλι μου. Οι συνταξιδιώτες κοιμόνταν. Σηκώθηκα και βγήκα από το κουπέ. Πλαστικά ποτήρια δεν είχαν έρθει ακόμα στον ψύκτη, το μπαρ δεν είχε ακόμη ανοίξει. Κοίταξα από το παράθυρο έναν αετό που πετούσε ψηλά πάνω από τη στέπα του πρωιού. Λες να ανήκε σε κανέναν «αετάρη» –κατά το γερακάρης– σε κάποιον από αυτούς τους κυνηγούς της Κεντρικής Ασίας που χρησιμοποιούν εκπαιδευμένους αετούς; Δεν το είχα δει αυτό το θέαμα, σπανίζουν οι αετάρηδες, η τέχνη τους χάνεται, εμφανίζονται μόνο σε κάτι φεστιβάλ παραδοσιακών τεχνών, αγωνισμάτων και αθλοπαιδιών της στέπας. Είχα μόνο δει, σε ένα λόφο στο Αλμάτι, έναν αετό με κουκούλα να κάθεται στον ώμο μιας τουρίστριας για φωτογραφία. Δίπλα ο υποτιθέμενος «αετάρης» του, κυνηγός πάντα, τουριστοκυνηγός! Κοντά μου τώρα ακουγόταν, σε χαμηλή ένταση, από το κινητό μιας κοπέλας, ένα λαρυγγικό τραγούδι της στέπας, με χλιμιντρίσματα, κελαϊδίσματα, βαδίσματα αλόγων. Ξαναμπήκα στο κουπέ, ήπια το νερό και έφαγα τα πατατάκια. Άρχισα να γλαρώνω με το απαλό τράνταγμα του τρένου. Ξύπνησα όταν άρχισε να κόβει ταχύτητα, καθώς έμπαινε στον βοκζάλ του Αλμάτι. «Σπασίμπα» είπα στους συνταξιδιώτες μου, που είχαν ξυπνήσει και αυτοί, ενώ τους έδειχνα το άδειο πλαστικό μπουκάλι και κοίταζα τον απαράτσικ καλόβολα. Βγήκα από το κουπέ. Βγήκα από το τρένο