Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/kinhmatografos/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο εγκυκλοπαιδιστής των γυμνών ποδιών βρίσκει την Ηλέκτρα στην Κωνσταντινούπολη και μυείται στην ελευθερία των εραστών.
Η Ηλέκτρα στο Ταρλάμπασι
Σουρούπωνε όταν επέστρεφα εξαντλημένος με το σημείωμα της Ηλέκτρας στο χέρι, για ένα χόστελ σε μια πάμφθηνη περιοχή κάτω απ’ την πλατεία Ταξίμ. «Αν ποτέ βρεθείς στην Κωνσταντινούπολη εκεί να μείνεις, θα καταλάβεις γιατί». Κατηφόρισα την λεωφόρο Ταρλάμπασι, που βυθιζόταν στο γκρίζο τσιμέντο των βρώμικων πεζοδρομίων για να χαθεί λίγο παρακάτω σε υπόγειο τούνελ, κι έστριψα από ένα στενάκι σ’ έναν σε άλλο κόσμο. Αβυσσαλέες κατηφόρες κατέληγαν σε μικρά σταυροδρόμια κι ύστερα ξανά σε απότομες ανηφόρες, σε μια συνεχή εναλλαγή. Κατέβαινα στον πάτο της πόλης, στις φτωχογειτονιές του Ταρλάμπασι και του Μπουλμπούλ, στα έγκατα της Κωνσταντινούπολης, μακριά από τα περάσματα των τουριστών. Σε δρόμους γεμάτους πεταμένα ή άχρηστα αντικείμενα όλοι βρίσκονταν έξω, όρθιοι ή καθισμένοι στα κατώφλια των άθλιων κτισμάτων ή σε χαρτόνια που είχαν απλώσει στην άκρη, ενώ δεκάδες παιδιά έφτιαχναν αυτοσχέδια παιχνίδια από οτιδήποτε τριγύρω. Οι περισσότερες γυναίκες με τις παντόφλες τους, ένα βασίλειο γυμνών ποδιών στις αρχές μιας ψυχρής άνοιξης. Πίσω από τις πόρτες ασφυκτιούσε ένα άφωτο εσωτερικό. Τι προκαλούσε περισσότερο την επιθυμία αυτών των ανθρώπων να ζουν έξω; Τα πνιγηρά τους σπίτια, μια ασίγαστη ροπή συνύπαρξης ή κάτι άλλο; Τα κτίρια έμοιαζαν έτοιμα να γκρεμιστούν αν ένα παραπάνω ρούχο βάραινε τα τεντωμένα σχοινιά ανάμεσα στα αντικριστά παράθυρα. Άλλα ήταν μαυρισμένα, εφ’ όρου ζωής καμένα από τα γεγονότα του ’55.
Νωρίς το πρωί βρήκα τα δαιδαλώδη στενά λιγότερο συνωστισμένα αλλά πάντα ζωντανά. Άρχισα ν’ ανεβαίνω προς την άλλη Πόλη – μου έμεναν ακόμα μερικές ακόμα αρχιτεκτονημένες βυζαντινές μορφές. Η τελευταία ανηφόρα ήταν άδεια, αλλά το ποδοσκόπιό μου εντόπισε ένα κορίτσι που την κατέβαινε με σαγιονάρες στο φως του υγρού πρωινού. Η σάρκα των ποδιών της έκανε αντίθεση με τις αποχρώσεις που κοκκίνιζαν τα ρούχα της. Γλυκάθηκα κι έκανα μεταβολή, για να την ακολουθήσω από πίσω δεξιά, ώστε να προλαβαίνω στα δάχτυλά της τα φωτορυθμικά του ήλιου, έτσι όπως κρυβόταν και ξανάβγαινε ανάμεσα στα κτίρια. Η περίχαρη δεσποινίς επέστρεφε κρατώντας μια μεγάλη σακούλα με ψωμιά χωρίς να βιάζεται και με πήγαινε ακόμα πιο βαθιά, σε γειτονιές που τώρα θα πρέπει να βρίσκονταν δεκάδες μέτρα κάτω από την πάνω πόλη. Αραιά και που έχασκαν λάκκοι από ξεθεμελιωμένα σπίτια που προορίζονταν για νέες εγκαταστάσεις εταιρειών ή ξενοδοχείων. Τότε δεν γνώριζα ότι το Ταρλάμπασι, ανεπιθύμητη εθνική εικόνα και εμπόδιο κερδοφόρας ανάπτυξης, σταδιακά θα έμπαινε σε σχέδιο ισοπέδωσης.
Σ’ έναν βαθύ σκάμμα πρόσφορο για ιλίγγους αντίστροφους των υψιπετών εκκλησιών, είδα ένα σμάρι ανθρώπων σε λασπόνερα ανάμεσα σε αρχαία τοιχία, ίσως δωμάτια κατοικημένα αιώνες πριν. Ήταν ακριβώς η στιγμή που δεν περίμενα να δω την Ηλέκτρα. Αγνώριστη στα μαλλιά απ’ τον αέρα και στο πρόσωπο απ’ την σκόνη, με χέρια και πόδια εξαφανισμένα στα ρούχα της ανασκαφής, μου προδόθηκε χάρη στις πορτοκαλί γαλότσες που φορούσε σε κάθε σκαπάνη, αγορασμένες σ’ ένα μαγαζί της Λαγκαδά με αγροτικά είδη, όχι μακριά από τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις που έβγαζαν τα βιβλία του Πεντζίκη – ίσως και απ’ το γέλιο της. Προτού αγκαλιαστούμε αποχαιρέτησα σιωπηλά το κορίτσι και τους φωτεινούς του κάτω σηματοδότες· ίσα που πρόλαβα να δω δυο κενά ανάμεσα στα δόντια του, σαν πλήκτρα ενός αρμονίου που μόλις είχε παίξει ένα χαρούμενο μελώδημα.
Ζούσε κι εκείνη στο Ταρλάμπασι, στοιβαγμένη με τους υπόλοιπους ανασκαφείς σε δωμάτια με κουκέτες. Αργά το απόγευμα περάσαμε ν’ αλλάξει κι είδα άντρες και γυναίκες να ξαπλώνουν ο ένας πάνω στον άλλο, ανάμικτοι, μπροστά σε ανοιγμένα τάπερ και μισοπιωμένα μπουκάλια, μια διεθνής εργατών και αρχαιολόγων ενώ από το κασετόφωνο ακουγόταν ένας διαπεραστικός Τούρκος ρόκερ, ο Erkin Koray. Νόμιζα πως αστειευόταν όταν με διαβεβαίωνε πως όφειλα να σεβαστώ την ερωτική της ελευθερία. Σ’ εκείνο το αχούρι και στο δικό μου οκτάκλινο του χόστελ στεγάστηκαν οι μεσοβυζαντινές μας μέρες.
Η Ηλέκτρα απέναντι
Αργά ένα απόγευμα κόλλησα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας για να παρατηρήσω τον δρόμο κάτω. Επιθυμούσα να συντάξω μια πλήρη έκθεση των εσπερινών ποδιών που θα έδιναν για άλλη μια φορά ζωή στο στενό. Το ενδιαφέρον ήταν αυξημένο, εφόσον κάθε εμφάνισή τους θα αγνοούσε επιδεικτικά τον κρύο ακόμα Μάρτιο. Σύντομα δυο νεαρές γυναίκες βγήκαν να καθίσουν σ’ ένα κατώφλι, με πολύχρωμα ρούχα και ανοιχτά τσόκαρα – τέσσερις εύγλωττες κοροϊδίες στην χειμέρια γκριζάδα. Βγήκα και ξάπλωσα στο μικροσκοπικό μπαλκόνι ώστε να κρύψω το σώμα μου και άρχισα να εστιάζω αφοσιωμένα.
Απέναντι και δεξιά έστεκε μαυρισμένο ένα παλιό ξύλινο διώροφο με τρίπλευρες προεξοχές. Χάρη στην παραμερισμένη κουρτίνα μπορούσα να δω έναν γαλάζιο ξεφτισμένο τοίχο και το αχνό φως μιας γυμνής λάμπας. Το δωμάτιο μου θύμιζε κάτι φτωχικά σαλόνια γερόντων συγγενών, απολιθωμένα στον παιδικό χρόνο. Από την οριζόντια και παράλληλη προς τον δρόμο θέση μου, είδα την Ηλέκτρα να μπαίνει σ’ εκείνο το σχεδόν ετοιμόρροπο κτίσμα. Επέστρεφε εμφανώς εξαντλημένη από την ανασκαφή και χάθηκε στην εξώπορτα που μονίμως έχασκε ανοιχτή. Σύντομα την είδα καδραρισμένη στο δωμάτιο, να δέχεται όρθια την αγκαλιά ενός θαμπού άντρα. Τώρα αντί για τα γυμνά πόδια του δρόμου μου προσφερόταν η εικόνα των δικών της, ψηλά στον αέρα, πάνω από έναν λερό καναπέ. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως ο παλιός γαλάζιος τοίχος τους πήγαινε ιδιαίτερα. Έτσι όπως ήμουν έναν όροφο ψηλότερα έβγαλα την μηχανή έξω από τα κάγκελα, κρεμαστή κλέφτρα πάνω από το σοκάκι, ελπίζοντας πως δεν θα με εντοπίσουν τα παιδιά που ξεφώνιζαν στον δρόμο. Κι έσπευσα να δω εκείνο που απευχόμουν, λες και η παρακολούθηση θα το απέτρεπε.
Πρώτα άφησα την ζήλεια να με κάψει κι ύστερα κι ύστερα επιχείρησα να σβήσω την ζήλεια με σαρκασμό: τουλάχιστο ως θεατής έβλεπα εκείνα που δεν μπορούσα να δω στην ερωτική πράξη, πάντως όχι στην μορφή που τα έβλεπα τώρα. Πλησίαζα τον τηλεφακό για να τα παρατηρήσω αλλά δεν τόλμησα να πατήσω το κλικ, γιατί τότε η απόδειξη θα ήταν αδιάσειστη. Όσο διαρκούσε ο έρωτας εκπαιδευόμουν στην ελευθερία των εραστών. Όταν κατέβασε τα πόδια της, αργά κι εξαντλημένα, σωριάστηκα κι εγώ στη σκόνη του μπαλκονιού, στεγνός από το υδροφόρο συναίσθημα που μ’ έφερε ως εδώ. Αλλά την ίδια στιγμή, μούσκεμα απ’ τον ίδιο ατμό, πρόθυμος να την αγαπήσω με τους όρους της
H Μάγδα απέναντι
Σε κρίσιμες στιγμές αναζητούσα ομοιοπαθείς στις κινηματογραφικές παραλλήλους. Έσπευδα να συνομιλήσω με χαρακτήρες που είχαν ζήσει κάτι παρόμοιο ή με τις γυναίκες που τους ταλαιπώρησαν. Οι δικές τους ιστορίες τουλάχιστον είχαν φτάσει σ’ ένα τέλος – ανοιχτό ή κλειστό, δεν έχει σημασία. Ήταν ολοκληρωμένες, καταγεγραμμένες. Τρυγούσα από την πείρα τους, κατανοούσα από τις δικές τους αντιδράσεις, ως μέλος πλέον μιας διευρυμένης κοινότητας παθιασμένων. Στην ταινία του Κριστόφ Κισλόφσκι Μικρή ιστορία για τον έρωτα, ο νεαρός Τόμεκ παρακολουθεί γοητευμένος με τηλεσκόπιο την Μάγδα στο απέναντι διαμέρισμα. Η γυναίκα διαθέτει τρεις ιδιότητες που προκαλούν ή εντείνουν τον πόθο του – είναι όμορφη, μεγαλύτερη, εν αγνοία της ορατή. Αμφότεροι βρίσκονται περιχαρακωμένοι στο κτίσμα τους, δυο τυπικές πολυκατοικίες «ανατολικού μπλοκ».
Η τηλεσκοπική του εμμονή του αφορά ακόμα και τις καθημερινές της δραστηριότητες· όταν όμως πρόκειται για το ερωτικό τους μέρος στρέφει το κεφάλι. (ντροπή, ζήλεια, σεβασμός, αδυναμία;). Η Μάγδα υποδέχεται διάφορους εραστές και μοιάζει να απολαμβάνει την ερωτική της ζωή. Αυτός σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να επικοινωνεί μαζί της: τηλεφωνεί για να ακούσει την φωνή της, στέλνει ταχυδρομικές επιταγές για να τη φέρει στο ταχυδρομείο όπου εργάζεται, μεταμφιέζεται σε γαλατά και της χτυπά την πόρτα, κάποτε καλεί τους επιδιορθωτές του γκαζιού για να την διακόψει από την ερωτική πράξη. Στην αναπόφευκτη συνάντησή τους ομολογεί πως αυτός είναι που αφήνει τα διάφορα σημειώματα και πως την παρακολουθεί ανελλιπώς.
Γνωρίζοντας πλέον ότι θεάται, η Μάγδα προσκαλεί το βράδυ έναν εραστή της. Μια γνώριμη ιστορία: το αντικείμενο του πόθου αντιλαμβάνεται τι σημαίνει για το υποκείμενό του αλλά τηρεί τα προσχήματα· ακόμα και τα βλέμματα προς το παράθυρό του μπορεί να εκληφθούν ως τυχαία. Η ύστατη πρόκληση που του επιφυλάσσει δεν είναι η γύμνια της αλλά η ίδια η ερωτική πράξη. Καθώς υποδέχεται περιχαρής τον εραστή της, ρίχνει μια τελευταία, εύγλωττη ματιά προς το απέναντι παράθυρο· ο εραστής σβήνει το φως αλλά εκείνη το ξανανοίγει, για να βασανίσει στο έπακρο τον μακρινό της θεατή.
Τότε συμβαίνει το αναπάντεχο: προτού περιπλεχθούν οριστικά τα κορμιά τους, η Μάγδα ελαφρώς αναμαλλιασμένη σηκώνει το χέρι και, με μια έκπληξη που γνωρίζουμε πως είναι υποκριτική, δείχνει δήθεν έκπληκτη προς το παράθυρο, «καταδίδοντας» τον ηδονοβλεψία. Ο εραστής σηκώνεται και κλείνει την κουρτίνα, αφήνοντας τον ηδονοβλεψία στο σκοτάδι. Αυτό είναι και το τελευταίο στάδιο του μαρτυρίου του: γνωρίζει τι γίνεται πίσω από το παραπέτασμα αλλά δεν μπορεί ούτε να ακούσει, ούτε να δει. Σκέφτομαι μάλιστα πως, ακόμα κι αν δεν ήθελε να υποφέρει το θέαμα της κλινοπάλης της, μπορεί στον ελάχιστο χρόνο του αναμμένου φωτός να του δημιουργήθηκε η έντονη προσδοκία να την παρακολουθήσει, ακριβώς λόγω της αδυναμίας του να αρνηθεί την προσφορά.
Αργότερα ο εραστής της θα τον αναγκάσει να κατέβει στον μεταίχμιο, άδειο χώρο ανάμεσα στις δυο πολυκατοικίες και θα τον γρονθοκοπήσει. Η όποια συνενοχή των «απέναντι» μοιάζει να συντρίβεται από την εισβολή του τρίτου προσώπου και της κανονικότητας που εκπροσωπεί. Η οικεία σχέση ηδονοβλεψία και υποκειμένου της ηδονικής βλέψης διαρρηγνύεται. Από άλλη οπτική όμως απλώς εμβαθύνει, καθώς αναταράσσει ακόμα περισσότερο την συναισθηματική τρικυμία, υπενθυμίζοντας, άλλωστε, ότι το θείο δώρο της θέας πληρώνεται πολύ ακριβά.
Η Μάγδα έχει ενοχές και προσκαλεί τον Τόμεκ σε μια καφετέρια. Για τον καθένα τους η αγάπη είναι κάτι διαφορετικό· για εκείνη σημαίνει την ερωτική πράξη, ενώ για εκείνον είναι μια αχανής έννοια, από την αθωότητα ως το πάθος. Όταν προθυμοποιηθεί να τον μυήσει στην δική της εκδοχή, η συνεύρεση αποδεικνύεται φιάσκο κι αυτός φεύγει τρέχοντας. Όμως παρά το μεταξύ τους χάος η Μάγδα αντιλαμβάνεται τις μεταπλάσεις της από το βλέμμα του· μέσα από την δική του όραση έγινε κάποια που δεν ήταν ή ήταν αλλά δεν το γνώριζε. Τώρα είναι η σειρά της να τον αναζητήσει με τα κιάλια της στο απέναντι κτίριο – χωρίς επιτυχία. Όταν ένας εραστής της χτυπά την πόρτα, του απαντά «εγώ δεν είμαι εδώ». Κι ίσως η φράση της είναι κυριολεκτική: το παλιό της εγώ δεν είναι εκεί· είναι πλέον μια άλλη.
Άραγε το δικό μου βλέμμα μεταμόρφωνε την Ηλέκτρα σε κάτι άλλο; Μήπως η ίδια γινόταν κάποια άλλη χωρίς να το γνωρίζει; Γινόταν άλλη μόνο για μένα; Ήταν ήδη άλλη που γινόταν μόνο για μένα εκείνη που ήξερα; Άραγε η δική της εκδοχή του έρωτα, μια συνεχής συνεύρεση συχνών εραστών απογείωνε το σώματα την στιγμή που εγώ αναζητούσα τις ασαφείς εκδηλώσεις γνωστών απατηλών συναισθημάτων;
Τα πόδια απέναντι
Πέρα από το γεγονός ότι οι σχετικές σκηνές καταθέτουν μια ολοκληρωμένη μελέτη περί ηδονοβλεψίας, για τον φιλόσοφο των γυμνών ποδιών έχουν και μια άλλη ανάγνωση. Ακριβώς την στιγμή που η Μάγδα διακόπτει ανταριασμένη τα αγκαλιάσματα για να μαρτυρήσει τον ηδονοβλεψία, το γυμνό της πέλμα, μικρό και κομψό, ξεχωρίζει μέσα από το σύμπλεγμα των σωμάτων μαζί με το πρόσωπό της. Κι έτσι αισθάνομαι κι εγώ ένας ηδονοβλεψίας του που με εντοπίζει και με υποδεικνύει με το δάχτυλο, εμένα που τόλμησα να εστιάσω στο πέλμα της. Στο τέλος με τιμωρεί, αποκλείοντάς μου την πρόσβαση· σα να μου τονίζει «αυτό ήταν, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που τόσο επίμονα αναζητάς στις ταινίες εδώ τελείωσαν, ψάξε τώρα αλλού».
Είναι η ίδια αίσθηση κάθε φορά που με συλλαμβάνουν επ’ αυτοφώρω οι γυναίκες που παρατηρώ. Με κοιτάζουν αυστηρά ή αποδοκιμαστικά, ενοχλημένες από την ανεπίτρεπτη τροπή του βλέμματός μου κι ύστερα αποσύρουν τα πόδια τους από το οπτικό μου πεδίο. Κι εγώ, αποδοκιμασμένος θαυμαστής, οφείλω να αισθανθώ ένοχα για το αδιάκριτο ατόπημα: την ματιά στο λάθος σημείο. Ευτυχώς δεν ακολουθεί κανείς υποψήφιος γρονθοκόπος – καθαρίζουν μόνες τους σκληρά και σιωπηλά.
*
Υστερόγραφον υστερόφημον: Εσείς που αντιληφθήκατε το βλέμμα μου στα πόδια σας αλλά δεν «κλείσατε τις κουρτίνες», ούτε τραπήκατε σε γοργοπόδαρη φυγή, αναζητείστε το βιβλίο που ισχυρίζομαι εδώ ότι θα γράψω και τις δικαιωματικές σας σελίδες. Θα αναφέρονται οι ακριβείς τοποθεσίες, οι δρόμοι και οι διάλογοι που τυχόν υπήρξαν.
*
Κριστόφ Κισλόφσκι, Μικρή ιστορία για τον έρωτα [Δεκάλογος VI], 1988 [Krzysztof Kieslowski, Dekalog, sześć / A short film about love]. Η έκτη ταινία του τηλεοπτικού και αργότερα κινηματογραφικού Δεκαλόγου, βασισμένη στην εντολή Ου μοιχεύσεις. Μάγδα: Grazyna Szapolowska. Οι φωτογραφίες από το Ταρλάμπασι είναι του συγγραφέα.