Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/moysikh/h-xamenh-timh-ths-akroashs-1
Είναι όμορφη. Πώς να το αρνηθείς; Είναι ταλαντούχα. Ίσως. Εκπροσωπεί τον νέο τρόπο με κάθε τρόπο, δίνοντας συνεντεύξεις και μιλώντας επί παντός επιστητού. Δικαιούται να συνδιαλέγεται με τον Schubert αυτοπροσώπως (βλ. το τελευταίο βίντεο), να κοιτά απ’ την κορυφή της υπεροχής της το κοινό που την χειροκροτεί, την ορχήστρα που την περιβάλλει, τον μαέστρο που ενσαρκώνει την αμηχανία της γενιάς του απέναντι στον οδοστρωτήρα του αυτονόητου που ο νέος τύπος ανθρώπου, αγκαλιά με τις πολυεθνικές, εισήγαγε, εξοστρακίζοντας ήθη αιώνων. Δικαιούται, τέλος, να αναγνωρίζει στο βάθος του καθρέφτη την ανάκλαση του θνητού της μεγαλείου, αυτής της αμφιλεγόμενης προίκας που, μετά την έλευση της Νταϊάνας, υποχρεώνει κάθε πριγκίπισσα να δείχνει προσιτή, με σάρκα και οστά, με μπράτσα πρόθυμα να υπηρετήσουν ένα λεπτεπίλεπτο άρπισμα του Debussy όσο και την καθημερινή μαγειρική με αποδέκτη τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Ένας θάνατος την κυκλώνει. Σαν μοίρα και σαν πρόληψη. Η ίδια η γιγάντωση της εικόνας ξυπνά την επιθυμία της απώλειας. Κάθε φούσκα στο όριο της διάρρηξης, κάθε παρά φύσιν ασυνέχεια, εγκυμονεί την αυτοκαταστροφή, το διαισθανόμαστε κι ας προσπερνάμε έντρομοι, ακόμα κι όταν πρόκειται για τον εχθρό μας. Στον βυθό της συνείδησης κατοικεί ένας κωφάλαλος που ξέρει την κοινή μοίρα νικητή και ηττημένου.
Όμως, μιλάει πέντε γλώσσες, γεννήθηκε στη Γεωργία, ζει στο Παρίσι και είναι κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου της έτοιμη να εκτεθεί στην κάμερα, κυρίως τότε που αυτή στοχεύει στις απονευρωμένες περιοχές της συναισθηματικής μας ρηχότητας. Το ίδιο της το παίξιμο, αν ακούσεις απ’ την πλευρά της προσευχής, φορά το τοξικό ένδυμα ενός ναρκισσισμού, σπαρμένου σαν δίδυμος αδερφός και σαν ζιζάνιο στην στιγμή της πρώτης μητρικής επένδυσης στο βρέφος-πριγκίπισσα. Εκείνη την αποφράδα στιγμή το κορίτσι απώλεσε το δικαίωμα «να είναι ο εαυτός της», κατά πως λεν οι διαφημιστές. Και ποιος να ήταν άραγε εκείνος ο εαυτός της;
Εδώ θα πρέπει λίγο να σταθώ, μέσα σε τούτη τη φύση που μας γέννησε και που μας ταλαιπωρεί με την Άνοιξή της, να αναρωτηθώ τι απ’ όλα τούτα έχει νόημα για μας. Τι είναι σύμμαχος και τι εχθρός. Τι είναι ομορφιά, ταλέντο, σύμβολο, μητέρα κι η αδερφή. Τι είναι όλα αυτά που είναι όταν λέει πως είναι.
Στο βίντεο μπορεί κανείς να διακρίνει διά γυμνού οφθαλμού [θεμιτή γυμνότητα, να παρατηρήσω] τον τρόπο που η ορχήστρα και η κάθε γύρω λεπτομέρεια οικοδομούν μια διδακτική πυραμίδα αποθέωσης της εξουσίας, που έχει στη βάση της το τελευταίο βιολί, περνά απ’ την μπαγκέτα του γέροντος μαέστρου, για να κορυφωθεί στην παιγνιώδη φράντζα της Κάτιας. Αυτή η φράντζα ακινητοποιείται πάνω στο εκστασιασμένο της μέτωπο κατά την μεγαλειώδη στιγμή εκείνου του subito piano, στα δύο λεπτά και πέντε δεύτερα ακριβώς (2:05΄΄), τότε που όλα γύρω λάμπουν για να καταδείξουν πως το μουσικό έργο έχει, για τις ανάγκες του θεάματος, μεταλλαχθεί από σύμβολο ισονομίας απέναντι στο αναντίρρητο του θανάτου σε σύμβολο εξουσιαστικής δομής, σύμβολο που διαβρώνει κάθε φιλόμουσο και κάθε παιδί που θα αφήσει την τρυφερή σάρκα της ψυχής του να κολυμπήσει στην πειθώ των διονυσιασμένων αρπισμάτων, να κολυμπήσει στην εικόνα της Κάτιας (μέσα στην ίδια την Κάτια θα έλεγα, αν δεν ήταν πλέον ή ασφαλές πως η πραγματική Κάτια απουσιάζει οριστικά αφού την έχει κατασπαράξει η εικόνα της), να κολυμπήσει στην ατμόσφαιρα πάνδημου θαυμασμού, στο κύμα χειροκροτημάτων που, ανεξέλεγκτο, ορθώνεται, παρότι με κάθε λεπτομέρεια απ’ τους παραγωγούς προγραμματισμένο, αφού, καθώς επίσης ξέρετε, οι σύγχρονοι κλακαδόροι ονομάζονται τηλεοπτικοί σκηνοθέτες και διατηρούν υψηλότατους μισθούς.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο που οι πιο γενναιόδωροι χρηματοδότες αυτών των αιθουσών κι αυτού του επίπλαστου μεγαλείου, είναι ταυτόχρονα οι πλέον χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της συσσώρευσης πλούτου, οι υπηρέτες, αρωγοί και μύστες της μίας αναντίρρητης, αγίας και αποστολικής εκκλησίας του χρήματος, της μίας αγίας καπιταλιστικής θεότητας που αναπαράγει τις ιερές οπτικές της προς όφελος των ομοίων. Κάθε άλλη συλλογικότητα, κάθε αγάπη, κάθε εμείς, είναι έννοιες εκδιωγμένες, σαν τους πρωτόπλαστους απ’ την λαμπερή κόλαση των εκλεκτών. Η Κάτια κι ο Zubin θα υπηρετούν αυτήν την θεότητα εις τον αιώνα τον άπαντα, σαν δευτεροκλασάτοι της υπάλληλοι. Αυτή είναι η συμφωνία με τον δαίμονα, αυτό είναι το μαρτύριο κι η τιμωρία τους. Με ποιο αντάλλαγμα;
Ταυτόχρονα, το κάθε τέτοιο βίντεο είναι εξόχως διασκεδαστικό. Προσέξτε πώς ο μαέστρος αφήνει κατά μέρος την ιερή δουλειά που εκλήθη απ’ την ιστορία να επιτελέσει (σε κάθε τέτοια ευκαιρία θα σκέφτομαι τον κάποτε υπέροχο Ιγκόρ Στραβίνσκι που, μιλώντας για τους μαέστρους, έλεγε: «Αν πρόκειται για πλάτη, προτιμώ το κοτόπουλο»), παρατά λοιπόν ο μαέστρος την ιερή του εργασία για να ντυθεί την προβιά του υπερήλικα που επιθυμεί διακαώς να καταλύσει το άπαρτο κάστρο ετούτης της ξεδιάντροπης νεότητας, ταμπουρωμένος στην πολιορκητική μηχανή τής με κόπο και αίμα αποθησαυρισμένης του εξουσίας. Παρότι ορθός στο πόντιουμ, παρότι κύριος της εικόνας του και άρχοντας των ηχητικών του ελιγμών, μοιάζει με λουστράκο σκυφτό στα σύνεργά του. Ο πελάτης απλώνει το δεξί του πόδι με τα χέρια στις τσέπες ενός λευκού παντελονιού. «Τι φιλοδώρημα θα μου αφήσει;»
Προσέξτε παράλληλα πως στην ορχήστρα δεν επιτρέπεται άλλη μάσκα από αυτήν της κατήφειας, του βλέμματος καταπιεσμένης δυσαρέσκειας μέσα στα ολοσκότεινα ρούχα, για να λάμψει το ένα και μοναδικό πορφυρό που ντύνει την κορωνίδα της σαρκός και της εμβάθυνσης, που εδώ χάριν του θεάματος γίνεται άπαξ επιτρεπτό να συνυπάρξουν στο ίδιο και το αυτό πρόσωπο. «Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα, και το χιόνι πέφτει από ψηλά», που ’λεγε κι ο πάλαι ποτέ Διονύσης. Ο μαέστρος έχει αποσυρθεί στην άκρη του πλάνου ως ερωτευμένος έφηβος και περιμένει το ξεροκόμματο μιας ανέλπιστης αποδοχής πλάι στον δικό του θαυμασμό προς την απαστράπτουσα νεότητα, μια νεότητα που τσαλαπατά, κατά πως πρέπει, τους νόμους του χρόνου, ακόμα κι όταν πρόκειται για τέτοιον φτηνό χρόνο.
Στο τέλος το κοινό θα παραληρήσει από συσσωρευμένη συγκίνηση, από ανεπιτήδευτη έξαρση, αποδεχόμενο την παντοδυναμία του σχήματος, νομιμοποιώντας –ας το πούμε– το σχέδιο των εταιριών. Εδώ, η καλά παιγμένη μουσική δεν μπορεί να διαβεί το κατώφλι της βεβαιότητας ότι ενδόμυχα σε κοροϊδεύουν. Όχι, όταν μιλάμε για πρόσωπα καχύποπτα όπως ο γράφων, ή για πρόσωπα που, έστω, αδυνατούν να αποχωριστούν την οπτική τους προς όφελος ενός βάρβαρου διεθνισμού. Όχι, αυτή δεν είναι η Μουσική που μας μεγάλωσε. Τι κρίμα που η Κάτια μας κοροϊδεύει, κι ας μην το ξέρει. Ή μήπως το ξέρει;
Κι εδώ θα πω –έτσι, σαν ορισμό που δεν ντρέπεται το αναντίρρητο που σαν λάβαρο περιφέρει– ότι Ταλέντο είναι η ικανότητα τού να μένεις επί μακρόν εναρμονισμένος με το ανεξιχνίαστο κομμάτι του εαυτού σου που λάμπει στον βυθό σαν αστερίας, και να ‘σαι πρόθυμος να επιχειρήσεις κάθε ριψοκίνδυνη κατάδυση για να το φέρεις στην επιφάνεια. Κάθε άλλο είναι δυσοίωνος ζογκλερισμός.
Να πω επίσης, σ’ αυτή τη ροή του αναντίρρητου που η κωφότητα του πληκτρολογίου αναπαράγει και διατυμπανίζει, πως η Ομορφιά είναι το εναρμονισμένο με την ψυχή κομμάτι του εαυτού σου, που καταφέρνει, κατά τη διάρκεια μιας πολύτιμης συναστρίας, να φωτίσει την επιδερμίδα του κόσμου. Δεν θα αρνηθώ ασφαλώς εκείνη την περίφημη πηγή δεινών όλων ημών, το «ερήμην», εκείνο το κομμάτι της λάμψης που σαν άγνωστος εισβάλλει στα σώματα και στις ψυχές κάποιων ανθρώπων την στιγμή που δεν το ξέρουν και τα κυριεύει. Είναι εκείνη η σαν λουλούδι ομορφιά που φωτίζει τα βάθη των αιώνων ενσαρκωμένη σε ένα όποιο τυχαίο σχήμα, και που, όπως το λουλούδι, γρήγορα μαραίνεται. Αυτή είναι η μοίρα της κι εν μέρει η ομορφιά της ομορφιάς της. Δεν πειράζει. Είναι στο απυρόβλητο, αφού υπήρξε –και είναι– ο πιο δύσκολος Δάσκαλός μας, τότε που, πολύ σπανίως, συνέβαινε να ελευθερώνεται η ψυχή μας απ’ τη θηλιά της τσιγκουνιάς. Κι εδώ, αν προσέξεις, ανθεί ένα ωραίο παράδοξο που περιμένει να σκύψουμε κάποτε πάνω απ’ τα αρώματά του.
Όμως η Τέχνη προσπαθεί να μιλήσει για μιαν άλλην ομορφιά, «μιαν άλλη απαλοσύνη», που ’λεγε κι ο κυρ-Νίκος. Βλέποντας εικόνες σαν τις παραπάνω, νιώθω να μου σερβίρουν το κυρίως γεύμα με το γλυκό, το φρούτο με το επιδόρπιο. Όταν κοιτώ την Κάτια μέσα σ’ αυτό το φόρεμα, αδυνατώ να δω άλλο απ’ τη δική της γυμνότητα, αδυνατώ να δω τη Μουσική γυμνή, γιατί για αυτήν και μόνο την εξαίσια ηδονοβλεψία μπήκα στην αίθουσα, και κάποιος μέσα μου εξοργίζεται που ο Σούμαν επιστρατεύτηκε, χωρίς ασφαλώς να ερωτηθεί, για να υπηρετήσει αυτό το παιγνίδι των μαστόρων με τους αυτοματισμούς της σεξουαλικότητας. Ή μήπως αυτή η σαλάτα της πρόσληψης (οπτικής, ηχητικής, ιερής, σαρκικής) δεν είναι η ίδια η ξεδιάντροπη και διαρκής πρόθεση του μεταμοντερνισμού, η χυδαία του παρακαταθήκη στο παρόν και στο μέλλον μας, κι εμάς το μόνο που στο εξής θα μας επιτρέπεται θα είναι η πάνδημη και διά βοής αποδοχή του επαναλαμβανόμενου σχήματος ως θέσφατου, κι η αναζήτηση νέας παραλίας, αφού αυτή εδώ έχει ξεκάθαρα καταληφθεί από αλλόφυλους;
Αν όλα τούτα δεν είναι το φαιδρό παραλήρημα ενός αφελούς, τότε αυτή η άλλη απαλοσύνη ίσως να ’ναι μια ήδη βυθισμένη Ατλαντίδα, μια πλούσια χώρα δίχως ελπίδα κατάδυσης. Οι έφηβοι θα σκύβουν αδιατάρακτα πάνω απ’ τα smart phones σαν ανάπηροι ενός χαμένου πολέμου που γέμισε την υφήλιο με τυφλούς. Αυτός είναι ο κόσμος μας, ο κόσμος μιας και μόνης εικόνας φτιαγμένης από τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων pixels, μιας εικόνας μεγέθους όχι μικρότερου του γνωστού μας σύμπαντος, μιας εικόνας που θα δεσπόζει πάνω από βλέμματα εν ζωή νεκρών. Η ακοή, όπως και κάθε άλλη αίσθηση, θα αμβλυνθεί με τη σειρά της, αφού αυτός, καθώς ήδη γνωρίζετε, δεν είναι ένας πυρηνικός πόλεμος, μα η γιγαντιαία επιχείρηση διάβρωσης κάθε ανθρώπινου υπολείμματος, κάθε ανθρωπιάς, όπως μπορούσε κανείς μέχρι πρότινος να την βιώνει (λέξη-αυτόχειρας, μα πώς αλλιώς;) σ’ αυτές εδώ τις συντεταγμένες της υδρογείου. Στο εξής, κάθε επίκληση της απαλοσύνης, κάθε μικρή ή μεγάλη προσπάθεια στην κατεύθυνση ενός εξανθρωπισμού, θα θεωρείται για τους από κει αντάρτικο πόλεων. Διώκτης θα ’ναι η ξεδιάντροπη σκιά που πάνω απ’ το νεκροκρέβατο διεκδικεί το τελευταίο μας δευτερόλεπτο.
Οι κινούμενες εικόνες (λυπάμαι για κάθε παράπλευρο σχολιασμό) εδώ. Πολύ περισσότερα βίντεο, ομοίως διδακτικά, μπορεί κανείς να αναζητήσει μόνος του.