Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/biblia/poihsh-h-h-atelhs-moysa
Ο ύπνος ως ήχος, ως ζωγραφική και ως γλώσσα.[1]
Εγώ και η ζωγραφική είμαστε ένα σώμα, όπως δύο ζώα που αγαπιούνται.
Henri Matisse, Pierre Courthion, Le visage de Matisse, 1942
Δώρα Κασκάλη, Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Μελάνι 2018
*
1.
Όνειρο είναι αυτό που μένει εκτός. Έξω. Σαν ποίημα, σαν χρώμα εκτός και σαν ύπνος.
Σιωπηρή παράθεση, γειτνίαση ήπια, φιλική, χωρίς σχόλιο ή στάση κριτική. Του ενός απέναντι στον Άλλο. Ή δίπλα στο Άλλο, που δεν είναι ‒ενώ το έχουν– ούτε του Ενός, ούτε του Άλλου. Κείμενο με τη δική μου υπογραφή και ποίημα της Κασκάλη εναλλάξ ή σχεδόν εναλλάξ. Από το βιβλίο Κάπου ν’ ακουμπήσεις.
2.
Όπου το υποκείμενο του συμπτώματος πρέπει να γυρίσει, οφείλει να ομιλήσει. Να μιλήσει εωσότου, μέχρι να γίνει υποκείμενο του σημαίνοντος.
Ανάμεσα στα δύο κείμενα δεν θα υπάρχει σύνδεση εμφανής. Μόνο απόσταση και τομή. Θα επικοινωνούν ενίοτε μεταξύ τους με μικρές κρυφές, προσωπικές, συνειρμικές διαδρομές. Αλλά όχι πάντα. Σαν ακαριαίες, ελάχιστες κραυγές μέσα στη νύχτα.
3.
Σημαίνον είναι αυτό που μένει απ’ τις λέξεις ως χρώμα, αφού ο πόνος υγροποιηθεί, αποτύχει δηλαδή να ειπωθεί.
Τι είναι η μνήμη: «…γυναίκες που γερνούν στα γραφεία / αφήνοντας πάνω στους καπλαμάδες / τη δροσιά των μπράτσων τους. / Εκείνες που κάθε απόγευμα του Οκτώβρη / πίνουν στην κουζίνα καφέ / με μόνη συντροφιά το φωτάκι του απορροφητήρα. / Γυναίκες που γυρνούν στους δρόμους με κομμένο στήθος, ρημαγμένη / την κόμη τους από ιαματικά φαρμάκια. / Άλλες που χορεύουν κλακέτες με το μπαστούνι τους / και τις λένε Σκλήρυνση κατά Πλάκας. / Αυτές που δεν ζουν χωρίς την αγάπη και / μετρούν την κάθε μέρα μακριά / σα θάνατο. Γυναίκες που / σιάζουν χωρίστρες, μαντάρουν τη φθορά / ανακατεύουν την έγνοια τους /με ρίγανη και πιπέρι. / Οι γυναίκες που κερδίζουν την αθανασία / ζώντας στο δέρμα του εραστή τους. / Τα κορίτσια που βιάζονται να γίνουν γυναίκες / που πεθαίνουν για να μείνουν γυναίκες».
«Μνήμης προίκα»
4.
Μείνε μακριά από το κείμενο του Άλλου. Θα σε διαπεράσει έτσι κι αλλιώς αυτό – όπως το υπέρυθρο φως τον σιωπηλό ορίζοντα των ματιών σου. / Απ’ τον Matisse μέχρι τον Joan Fontcuberta. /
Τι είναι φως; «…μέσα στο θάμπος / θα είναι πάντα / μία δύσκολη ώρα. / Της απομάγευσης το θηριώδες μου τοτέμ. […] Αερίζω τα ρούχα μου από τη σκόνη της μέρας. / Από τις τσέπες τού παλτό το σκάνε ζίνες κι ένα σμάρι / χρυσαλλίδες. / Ξεφτισμένα φτερά κολεόπτερων συνιστούν την / κατάσαρκη πανοπλία μου. / Όλα να παραχωθούν στο βεστιάριο. / Τώρα!»
«Απλή συνταγή λαχανοσαλάτας»
5.
Στην ψυχανάλυση το όνειρο ομιλεί, το υποκείμενο του ασυνειδήτου μιλά. Ο άνθρωπος ομιλεί από το όνειρο. Από τον ύπνο της γλώσσας του. Ή μάλλον σιωπώντας δείχνει. Μιλώντας ξυπνά. Ζωγραφίζει έναν αδύνατο λόγο που μένει απών.
Πρέπει το ποίημα να κοιμηθεί και να μιλήσει. Ο πόνος πρέπει να κυηθεί για να ξυπνήσει.
Τι μπορούμε να κάνουμε με αυτό το κενό που μας κατατροπώνει; «Έτσι να ζω με το τίποτα / να κολατσίζω με δυο λέξεις, / να έχω για προσκέφαλο / βιβλία […] ένα ριπίδι μ’ όλα μου τα χρώματα / και μια λιακάδα μέσα στο σαλόνι».
«Τα χρειώδη»
6.
Να ακουμπήσεις στον ύπνο. Να φτάσεις εκεί. Μέσω του λόγου. Μόνο με λέξεις.
Ο ύπνος και η ποίηση είναι εκεί όπου αυτό μπορεί να προσεγγιστεί, μπορεί να ακουστεί.
Αυτό απ’ όπου μπορεί να ακουστεί. Απ’ όπου αυτό μπορεί να μιλήσει. Βουβό και με σιωπή. Σιωπηλό να ακουστεί και να σβήσει.
Αποικία ο ύπνος δεν έχει. Των λέξεων η Σικελία τα χρώματα είναι. Και κάθε ποίημα οι Συρακούσες του. «Τα δέντρα μεγαλώνουν μες στα σπίτια μας, / γεμίζουν ξύλο τις ρωγμές / στους ταλαιπωρημένους τοίχους. / Τα εμπορικά, απέναντι, άνεργα μας κοιτούν / πουλώντας αφειδώλευτα / την πτώχευση στο χρόνο. / Οι λέξεις καρφιτσώνονται στο πέτο μας· / έτσι νεκρές, πόσο πιο ζωντανές φαντάζουν / σε ερμηνείες ευεπίφορες. // Μα εσύ πάντοτε μέσα μου. / Στη χιλιοπλόκαμη απουσία / φως και μ’ εξακτινώνεις».
«Έμπλεη»
7.
Τα δύο ζώα του Matisse στην ποίηση. Τα δύο σώματα σαν ποίηση.
Η αγάπη όμως είναι όνομα ή χρώμα;
Απλώς η μουσική. «Σήμερα δεξιώνομαι τους ζωντανούς μου. / Στο τσιγκέλι ο μπαλτάς / στον καλόγερο το δεκανίκι. / Είμαστε πάλι ολόκληροι / σωσμένοι απ’ το σφαγείο / της μνήμης / της ασθένειας / της απουσίας. // […] να ταΐσουμε τα στόματα πριν ξεχειλώσουν απ’ τη φρίκη».
«Ομοτράπεζοι ομοούσιοι»
8.
Το αδύνατο σώμα και το ατελείωτο κόμμα ‒η συγκοπή‒ του αδιάκοπου λόγου του.
Τα δύο άκρα, οι δύο βράχοι που ορίζουν όχι τον λόγο αλλά τη σιωπή του ποιήματος. Την εξαφάνιση δηλαδή του ποιητή. / Ο ποιητής πρέπει να εξαφανιστεί. / Την ανείπωτη ζωή και τον καθημερινό θάνατο του. Τον εχθρό του ποιητή, τον αδερφό του.
Το αόρατο ταριχεύεται μόνο με λέξεις. «Μοιάζω με μηχανή / παραγωγής λέξεων / Ενίοτε δεν τις αγαπώ / ούτε απολαμβάνω / τον άχαρό μου ρόλο. / Συχνά τις φτύνω / τις κακοποιώ / Μετά το μετανιώνω / Τις στολίζω / τις κάνω θελκτικές / για να τις αγοράσουν. / Τις βγάζω στο κλαρί. // Είμαι συλλέκτης και ταριχευτής / μικρών πτωμάτων / που χύνουν απ’ τ’ απύλωτα / οι άμουσοι, οι ωραιοβλαβείς / Πού να γνωρίζουνε οι αδαείς / ότι είναι αυλών συστήματα· / τις σπάνε με τα δόντια τους, / λυγίζουνε τις γέφυρες / ανάμεσα στους φθόγγους, / τις συλλαβές ραγίζουν. / Εγώ τις σώζω, / τις συντηρώ στην ελεγχόμενη υγρασία / μνημονικών συνάψεων. // Και στο χαρτί / στην άχρονη και άχραντη ζωή / ατόφιες τις ενταφιάζω».
«Ποιητής»
9.
Το χρώμα και η ζωγραφική σαν Νέκυια, όπου κάτι αδύνατο άδει ολομόναχο και κενό.
Ομιλώντας στα πεύκα και στην έγχρωμη σιγή ‒ την αδιόρατη αιχμή του θανάτου. «Ξενυχτώ με το ζωάκι / που ’χει κάνει για φωλιά του / το σιφόνι της κουζίνας. // Κρέμομαι και κάνω κούνια / στον ιστό μιας αράχνης / γλείφοντας αφρό της πάχνης. // Ένα τραγικό πουλί / έξω στο μπαλκόνι / με το ράμφος με τσακώνει. // Φίλοι της αγρύπνιας / ανοιχτόκαρδοι σπλαχνικοί./ Μόνο η μνήμη αντιδικεί. // Κάτω απ’ τη σκόνη τρέχω / στις φωτογραφίες / ξεκάλτσωτη δεκαετής. // Μια συλλογή από / χαρτοπετσέτες χρωματιστές / φυλάκισε της νιότης ενοχές. // Τέταρτη ώρα του θανάτου / πνιγμένη στα κτερίσματα, / τις θαυμαστές μου λεπτομέρειες. // Σε σκέφτομαι· / κι αμυγδαλιές / ποτίζονται στο στόμα μου».
«Τέταρτη ώρα του θανάτου»
10.
Από αυτό το σημείο που δεν υπάρχει, ζωγραφίζει ο ποιητής τον αρχιμήδειο εχθρό του.
Κλείνει η ψυχή το τρίγωνο που η γλώσσα ανοίγει. / Χειμωνάς ή ο εχθρός του ποιητή /
Αρχιμήδης: «Δώστε μου ένα μέρος για να σταθώ και θα μετακινήσω ολόκληρη τη γη».[2]
Το όνειρο μιας γραφής ρευστής σαν χρώμα. Νεκρής σαν γλώσσας. Λαμπρής σαν τη ζωγραφική.
Γραφή είναι εκείνη η απόκρημνη ακτή, όπου το μόνο αύτανδρο ναυάγιο είναι το ποίημα. «Μη με θυμάσαι. / […] Αν με γυμνώσεις από την απατηλή σου / μνήμη, θα μείνω όπως ήμουν πάντα. / Όλη ψίχα».
«Φρεναπάτη»
11.
Το δικό μου τρίγωνο απόψε: η ζωγραφική ως λόγος, το αρχιμήδειο όνειρο ως ήχος και η ποίηση ως τείχος.
Από τι φτιάχνεται ο ύπνος; «Στο μέσα στέρνο τάιζες λατομείο, μάρμαρο ατόφιο – ένα / δάσος ταφόπλακες μικρές. Τώρα / φουρνέλα ψάχνεις στης γλώσσας τα ριζά, το ορυκτό να ξεθεμελιώσεις που τα χλωρά σου / όνειρα μαραίνει. / […] Καλύτερα η χάσκουσα οπή. Μα, / πρόσεχε τα υλικά οικοδομής. / Πάλι να μη φενακιστείς· ή μην αρχίσεις / να ψάχνεις γι’ αετώματα / τη μνήμη του μαρμάρου να σκεπάσουν».
«Λατομείο ονείρων»
12.
Δεν έχει ο ποιητής να ακουμπήσει πουθενά, παρά μόνο στον απόντα αδερφό του.
Το νεφρό του κόσμου του είναι. Το έγχρωμο και ερχόμενο κενό του.
Διαλεκτική της έγκλισης εκείνης που λέγεται αδύνατο δέρμα, στικτό χρώμα, κοιμώμενο σώμα. «Προσπίπτουσα και εμφανώς αναξιοπρεπής, / θα ξεντυθώ το σώμα πάραυτα. // Τον γλυκασμό θα κλείσω αεροστεγώς σε γυάλα / πριν να τον βάλω στο ψηλότερό μου ράφι. // Και θα φορέσω το ταγέρ της λογικής που / επιτυχώς ταιριάζει με των γραφείων σας τους τοίχους».
«Φυσική προσαρμογή»
13.
Το έγχρωμο, το έγχορδο σώμα του πόνου του.
Τι σχέση έχετε με την κραυγή; «Την αρνείσαι· / δεν την αφήνεις / να σχίσει / τα σωθικά σου / τις λέξεις σου να στραγγαλίσει. / Αναζητάς τη γαλήνη / στη θάλασσα / που ύπουλα γλείφει το βράχο, / στην παγίδα της φωτιάς / που κάνει θαλπωρή / την υπέρτατη θυσία. / Τη σφετερίζεσαι / με ανταλλακτικά σώματα, / με τον σπασμό / που χωρίς πλήρωση / σε αδειάζει. / Εφευρίσκεις ατέρμονα / το γύψινο εκμαγείο / που κάποτε αποκάλεσες / έρωτα / και το θρυμματίζεις, / το σκοτώνεις / στις πλάτες πάνω / κείνων που φεύγουν. // Αν τολμάς, γονάτισε ευλαβής / αναδέξου τη νέα γλώσσα / την απώλεια / το θαύμα. Αφέσου // Στη ρωγμή».
«Ρωγμή»
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ: Κάπου ν’ ακουμπήσεις της Δώρας Κασκάλη