Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/metafrash/dionysios-solwmos-eis-ton-oanato-aimilias-rodostamo
Το προκείμενο σολωμικό σχεδίασμα, γραμμένο στα ιταλικά και προσδιορισμένο χρονολογικά στις αρχές του 1848, εστιάζει στην αδόκητη αποδημία κοπέλας από το φιλικό περιβάλλον του ποιητή. Η προσωπική γνωριμία, ήδη από τις αρχές της μετοίκησής του στην Κέρκυρα, με την οικογένεια του Στέφανου Ροδόσταμου, ντόπιου αστού (και γνωστού προσώπου του δημόσιου βίου ως πολιτευόμενου στα Επτάνησα), πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Ο θάνατος της κόρης του Αιμιλίας σε ηλικία 21 ετών, αναφερόμενη στα χειρόγραφα ως Emilia Rodostamo (λατινιστί, από τον ίδιο τον Σολωμό), επιβεβαιώνεται από τα τοπικά αρχεία στο νησί με ημερομηνία ταφής τη 19/31 Δεκεμβρίου 1847.
Το γεγονός αποτέλεσε συγκινησιακή δημιουργική αφορμή ώστε ο ποιητής να διατυπώσει τη δική του θεώρηση για τον κύκλο της ζωής. Η φόρτιση, η πρόδηλη αντιμετώπιση των προσδοκιών αλλά και των διαψεύσεων μέσα από το δίπολο της «ευτυχούς εντύπωσης» αιωνιότητας και του προδικασμένου βιολογικού τέλους, απέφεραν αυτό το παρηγορητικό κείμενο˙ από την κατοπινή επεξεργασία του, ωστόσο, προέκυψε ένα μόλις εννέα στίχων ποίημα στα ελληνικά, προφανώς ανολοκλήρωτο.
Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας
πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα
σ’ ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσεις
<Στ’ όνομα> της ημέρας
π’ ο τρίτος άνθιζε σ’ εσέ θεοτικός Απρίλης
(αχ, σ’ έστενα βασίλισσα στης γης τες ευτυχίες
εν’ όλες τες δοκίμαζα κοιτώντας τη θωριά σου),
στην πλάκα πέφτω και θαρρώ πως δε θα σου βαρύνει,
Παρθέν’ από τα χείλη μου κι από τα γόνατά μου.[1]
Όπως συμβαίνει με άλλα σολωμικά κείμενα στην ιταλική γλώσσα, η προσέγγιση του συγκεκριμένου από τους μελετητές έχει παρουσιάσει μεταφραστικές αστοχίες, αναγνωστικές παρανοήσεις όσο και ερμηνευτικά κενά. Κατά τον Στυλιανό Αλεξίου, του οποίου τη φιλολογική έκδοση ακολουθεί ο υπογράφων,[2] το σχεδίασμα για την Αιμιλία Ροδόσταμο (ΑΕ 561, 562) θεωρήθηκε δυσνόητο και δομικά ανακόλουθο.[3] Και με δική του αποκαταστατική μέριμνα, ειδικότερα με την αναδιάταξη παραλλαγών που υφίστανται μέσα στα σολωμικά χειρόγραφα (γραμμένων από κόκκινο μολύβι με τον γραφικό χαρακτήρα του Σολωμού), το κείμενο αποκτά αφηγηματική συνοχή και πληρότητα.
Η δομή του σχεδιάσματος, εν προκειμένω, έχει ως εξής: Α. Ο αφηγητής περιγράφει την αντίδραση των παρισταμένων στην κηδεία της κοπέλας. Η λύπη τους αντιδιαστέλλεται στη νεανική ομορφιά της, Β. Τα πνεύματα την υποδέχονται ενώ η ίδια αναγνωρίζει την παραδείσια μουσική που ηχεί σ’ αυτό το υπερβατικό επίπεδο, Γ. Το νεκρό σώμα της γίνεται αντικείμενο θέασης από δύο διαφορετικές οπτικές, τη γήινη και την επουράνια, Δ. Ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του τη βρεφική εικόνα της κοπέλας αλλά και τις αισιόδοξες, παραινετικές σκέψεις που τότε έκανε για το μέλλον της, ενώ την ίδια στιγμή συγκινημένος σκύβει να της αποτίσει τον τελευταίο φόρο τιμής.
*
Απαρηγόρητα τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια των ανθρώπων γιατί, ενώ ανακαλούν την ουράνια ομορφιά σου −ένα ζωντανό πέπλο της θεϊκής εύνοιας−, εμπρός τους βλέπουν το φέρετρο να περνά. Λησμονούν τον ίδιο τον εαυτό τους, λησμονούν τα πιο ευγενή αγκαλιάσματα, τις ελπίδες της άστατης ζωής και τις έγνοιες που ’ρχονται και πάνε σαν τ’ αφρόνερα τα μανιασμένα του πελάγου, όλα τα λησμονούν, ακόμη και το γρήγορο κάλεσμα λησμονούν του αιθέρα προς τους ομοίους του. Κι όμως, στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας, πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα, σ’ ακαρτέρουν για να σου πουν πως άργησες να φθάσεις![4] Ιδού, ξυπνούν την ηχώ των αιθέρων με τ’ ατέλειωτο τραγούδι που αποκαλύπτει τα βαθιά μυστήρια της Παρθενίας, και σ’ αγροικούν έτοιμη να πεις ότι κάτι παρόμοιο ήρθε μέσα σου ν’ απαγκιάσει, στ’ όνειρο της ζωής˙ θα μπορέσεις όμως τα θεϊκά μάτια σου να μην τα χαμηλώσεις όταν σου αναγγείλουν πως για σένα μιλούν.
«Πρόσεξε, αγαπημένη αδελφή, το λείψανό σου που στο θερμό μας τραγούδισμα δείχνει τα λουλούδια ασταμάτητα να τρέμουν στα χέρια και στο μέτωπο, και λαμπυρίζει σαν τ’ άστρο του πρωινού!».
Στ’ όνομα της ημέρας εκείνης που εσύ εξαίσια στον τρίτο σου Απρίλη εμφανίστηκες εμπρός στα μάτια μου θεϊκή, κι εγώ με την ψυχή τρεμάμενη από αγάπη σ’ έπλαθα Βασίλισσα για την κάθε ανθρώπινη αίσθηση ευτυχίας, ενώ κιόλας τη δοκίμαζα μες στην αγκαλιά σου, υποκλίνομαι στο μνήμα σου, ω Παρθένα, κι ελπίζω να μην σε βαραίνει από τα χείλη και τα γόνατά μου.
Incosolabili i pianti scorrono dagli occhi degli uomini, perchè mentre pensano alla tua divina beltà che era velo vivente alla più divina bontade, vedono passare a sè d’innanzi la bara. Essi obbliarono se medesimi, obbliarono i nobili petti della mobile vita, le speranze e le cure che vanno e vengono come le spume nella furia dei mari, essi obbliarono tutto, ma obbliarono anco che il cielo chiama a sè presto la affine. Eppure nelle auree parti della onnipotezna, molti spiriti antichi, molti spiriti nuovi stanno aspettando per dirti che tu a giunger tardasti. Ecco svegliano tutte le eco dei cieli nell’infinito canto che svela i misteri profondi della Virginità,e mirano che ti prepari a dire che qualche cosa di simile venne a posare in te nel sogno della vita; ma potrai non abbassare gli occhi divini quando t’annunzieranno che di te parlano.
“Osserva, amata suora,[5] la tua salma che al nostro fervido canto mostra incessantemente tremolanti I fiori delle mani e della fronta, e lampeggia come l’astro del mattino!”.
In nome di quel giorno[6] in cui tu splendida del tuo terzo Aprile m’apparivi divina d’innanzi agli occhi, ed io coll’anima tremante nell’amore ti creavo Regina di tutte le umane felicità, mentr’io le provavo già fra le tue braccia – mi piego sul tuo sepolero, o Vergine, e spero che non ti si farà grave dalle mia labbra e dai miei ginocchi.