Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/metafrash/xoylio-kortasar-daktylios-toy-mempioys
Αδύνατον να το εξηγήσει. Απομακρυνόταν από κείνη την περιοχή όπου τα πράγματα είχαν μορφή καθορισμένη κι αιχμηρή, όπου όλα είχαν ένα αμετάβλητο όνομα. Βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο μέσα στη ρευστή περιοχή, ήρεμη και χαλαρή, όπου απάγκιαζε η ομίχλη αραιή και δροσερή όπως στο γλυκοχάραμα.
Κλαρίς Λισπέκτορ, Κοντά στην άγρια καρδιά[1]
Στη μνήμη των J. M. και R. A.
Γιατί όχι, ίσως αρκούσε να το επιδιώξει, όπως θα χρειαζόταν να το κάνει αργότερα και επίμονα, και θα την έβλεπαν, θα την αισθάνονταν με την ίδια καθαρότητα με την οποία και η ίδια έβλεπε κι αισθανόταν τον εαυτό της να ποδηλατεί στο δάσος με την πρωινή δροσιά, να παίρνει μονοπάτια τυλιγμένα στο μισοσκόταδο απ’ τις φτέρες, κάπου στη Δορδόνη[2] που αργότερα οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο έμελλε να της χαρίσουν μια εφήμερη κακή φήμη ώσπου να ξεχαστεί γρήγορα, η φυτική σιωπή εκείνου του αιώνιου μισόφωτου μέσα απ’ το οποίο πέρασε η Τζάνετ σαν ξανθιά κηλίδα, ένα μεταλλικό κουδούνισμα (το παγούρι της, κακοδεμένο στην αλουμινένια μπάρα), τα μακριά της μαλλιά ελεύθερα στον αέρα που το σώμα της τον διεμβόλιζε και τον αλλοίωνε, ανάλαφρο ακρόπρωρο, βυθίζοντας τα πόδια της στη χαλαρή εναλλαγή των πεταλιών, δεχόμενη στην μπλούζα της το χέρι της αύρας που της πίεζε τα στήθη, ένα διπλό χάδι μες στη διπλή παρέλαση από κορμούς και φτέρες σε μια διάφανα πράσινη σήραγγα, μια μυρωδιά μανιταριών, φλοιών και βρύων, διακοπές.
Μα και το άλλο δάσος αν και ήταν το ίδιο δάσος αλλά όχι για τον Ρομπέρ διωγμένο απ’ όλα τα κτήματα, λερωμένο από μια νύχτα μπρούμυτα σ’ ένα τραχύ στρώμα από ξερά φύλλα, ξύνοντας το κούτελό του σε μιαν ακτίνα του ήλιου διηθημένη από τους κέδρους, ν’ αναρωτιέται αν άξιζε τον κόπο να μείνει στην περιοχή ή να πάει στα πεδινά όπου ίσως τον περίμεναν μια κούπα γάλα και λίγη δουλειά πριν πάρει τις μεγάλες δημοσιές ή ξαναχαθεί σε δάση δίχως όνομα, το ίδιο δάσος πάντα με την πείνα κι εκείνη την ανώφελη οργή που του στράβωνε το στόμα.
Στο στενό σταυροδρόμι, η Τζάνετ φρέναρε αναποφάσιστη, δεξιά ή αριστερά ή ευθεία, όλα το ίδιο πράσινα, χλωρά, απλωμένα σαν δάχτυλα μιας μεγάλης χοϊκής παλάμης. Είχε φύγει ξημερώματα απ’ τον ξενώνα νεότητας επειδή ο κοιτώνας ήταν γεμάτος με βαριά χνότα, με θραύσματα από ξένους εφιάλτες, με τη μυρωδιά της απλυσιάς απ’ τις χαρωπές παρέες που ’χαν ψήσει καλαμπόκι και τραγουδούσαν ώς τα μεσάνυχτα πριν πέσουν με τα ρούχα σε ράντζα από καραβόπανο, τα κορίτσια εδώ και τ’ αγόρια πιο μακριά, ελαφρώς θιγμένα από τόσο βλακώδεις κανόνες, ήδη μισοκοιμισμένα ανάμεσα σε άχρηστα σαρκαστικά σχόλια. Στον ανοιχτό κάμπο πριν από το δάσος είχε πιει το γάλα απ’ το παγούρι, να μην ξανάπεφτε ποτέ πάνω σε τύπους σαν αυτούς της περασμένης νύχτας, είχε κι εκείνη τον δικό της βλακώδη κανόνα, να γυρίσει τη Γαλλία όσο είχε χρήματα και χρόνο, να βγάλει φωτογραφίες, να γεμίσει το μπλοκάκι της με το πορτοκαλί εξώφυλλο, δεκαεννέα αγγλικών ετών με ήδη πολλά μπλοκάκια και ποδηλατικά μίλια, προτίμηση στις μεγάλες ανοιχτές εκτάσεις, μάτια δεόντως γαλανά, μακριά ξανθά μαλλιά, ψηλή, αθλητική και νηπιαγωγός, τα νήπια της οποίας είχαν σκορπίσει σε διάφορες παραλίες και χωριά της ευτυχώς μακρινής πατρίδας της. Αριστερά της, ίσως, υπήρχε μια ομαλή κατηφόρα στη σκιά, κι αφέθηκε να τσουλήσει μετά από ένα μόνο πάτημα στα πετάλια. Είχε αρχίσει να κάνει ζέστη, η σέλα του ποδηλάτου τη δεχόταν βαριά, με μια πρώτη υγρασία που αργότερα θα την ανάγκαζε να ξεπεζέψει, να ξεκολλήσει το κιλοτάκι από το δέρμα και να σηκώσει τα χέρια της ώστε το δροσερό αεράκι να περάσει κάτω από την μπλούζα. Δεν ήταν καν δέκα η ώρα, το δάσος προμηνυόταν αργό και βαθύ· ίσως πριν φτάσει στο απέναντι δρομάκι να καθόταν κάτω από μια βελανιδιά να φάει τα σάντουιτς, ν’ ακούσει το τρανζιστοράκι ή να εγγράψει άλλη μία μέρα στο ταξιδιωτικό της ημερολόγιο που είχε διακοπεί τόσες φορές από αρχινισμένα ποιήματα κι από όχι πάντα χαρούμενες σκέψεις γραμμένες με μολύβι και μετά μουτζουρωμένες με ντροπή, με κόπο.
Δεν ήταν εύκολο να το δει απ’ το μονοπάτι. Χωρίς να το ξέρει είχε κοιμηθεί είκοσι μέτρα μακριά από ένα εγκαταλειμμένο υπόστεγο και τώρα του φάνηκε ηλίθιο που ’χε κοιμηθεί στο υγρό χώμα όταν πίσω απ’ τις πευκοσανίδες με τις πολλές τρύπες φαινόταν ένα πάτωμα από στεγνά άχυρα κάτω από μια σχεδόν άθικτη στέγη. Τώρα πια δεν νύσταζε κι ήταν κρίμα· κοίταξε ακίνητος το υπόστεγο και δεν εξεπλάγη βλέποντας την ποδηλάτισσα να ’ρχεται απ’ το μονοπάτι και να φρενάρει, σαν ν’ απορούσε κι εκείνη για το κτίσμα ανάμεσα στα δέντρα. Πριν ακόμα τον δει η Τζάνετ εκείνος ήξερε τα πάντα, τα πάντα για κείνην και για κείνον σε μία και μόνο πλημμυρίδα χωρίς λόγια, ξέσπασμα μιας ακινησίας σαν μέλλον που καραδοκούσε. Τώρα εκείνη γύριζε το κεφάλι της, με το ποδήλατο γερτό και το ’να πόδι στο έδαφος, και συναντούσε τα μάτια του. Βλεφάρισαν κι οι δυο μαζί.
Ένα μόνο πράγμα μπορούσε να γίνει σε τέτοιες περιπτώσεις διόλου συχνές αλλά πάντα πιθανές, να πεις bonjour[3] και να φύγεις χωρίς βιασύνες. Η Τζάνετ είπε bonjour κι όρθωσε το ποδήλατο για να πάρει μισή στροφή· το πόδι της είχε σηκωθεί απ’ το έδαφος για να δώσει την πρώτη πεταλιά όταν ο Ρομπέρ τής έκοψε το δρόμο, και το χέρι του με τα μαύρα νύχια γράπωσε το τιμόνι. Όλα ήταν ξεκάθαρα και μπερδεμένα ταυτόχρονα, το ποδήλατο να πέφτει και η πρώτη κραυγή πανικού και διαμαρτυρίας, τα πόδια να ψάχνουν μιαν ανώφελη στήριξη στον αέρα, η δύναμη των μπράτσων που την έσφιγγαν, η τρεχάλα μέσα απ’ τις σπασμένες σανίδες του υπόστεγου, μια μυρωδιά μαζί νεαρή και άγρια από δέρμα και ιδρώτα, σκούρα γένια τριών ημερών, ένα στόμα να της καίει το λαιμό.
Ποτέ δεν θέλησε να της κάνει κακό, ποτέ δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν για να κατέχει τα λίγα που του ’χαν δοθεί στα αναπόφευκτα αναμορφωτήρια, απλώς έτσι, είκοσι πέντε χρόνια και πάντα έτσι, όλα αργά, όπως όταν έπρεπε να γράψει τ’ όνομά του, Ρομπέρ, γράμμα γράμμα, και μετά το επίθετο ακόμα πιο αργά, και ταυτόχρονα όλα γρήγορα, σαν την κίνηση που κάπου κάπου του εξασφάλιζε ένα μπουκάλι γάλα ή ένα παντελόνι αφημένο να στεγνώσει στο γρασίδι ενός κήπου, όλα μπορούσε να ’ναι αργά και αστραπιαία την ίδια στιγμή, μια απόφαση που την ακολουθούσε μια επιθυμία να κρατούσαν όλα πολύ, αυτή η κοπέλα να μην πάλευε μάταια αφού δεν ήθελε να της κάνει κακό, να καταλάβαινε ότι δεν γινόταν να ξεφύγει ή να τη βοηθήσει κανένας και να υποταγεί ήσυχα, ή μάλλον ούτε καν να υποταγεί, ν’ αφεθεί όπως αφηνόταν κι εκείνος και την ξάπλωνε στα άχυρα και της φώναζε στ’ αυτί να σωπάσει, να μην είναι χαζή, να περιμένει ενόσω εκείνος έψαχνε κουμπιά και κόπιτσες αλλά δεν έβρισκε παρά μόνο σπασμούς αντίστασης, ριπές λέξεων σε άλλη γλώσσα, κραυγές, κραυγές που κάποιος τελικά μπορεί να τις άκουγε.
Δεν είχαν γίνει έτσι ακριβώς τα πράγματα, υπήρχε η φρίκη και η αποστροφή απ’ την επίθεση του κτήνους, η Τζάνετ είχε παλέψει ν’ απαγκιστρωθεί και να φύγει τρέχοντας και τώρα πια δεν μπορούσε και η φρίκη δεν είχε να κάνει μόνο με το γενειοφόρο κτήνος επειδή δεν ήταν κτήνος, ο τρόπος που της μιλούσε στ’ αυτί και την κρατούσε κάτω χωρίς να μπήγει τα χέρια του στη σάρκα της, τα φιλιά του στο πρόσωπο και το λαιμό της που τσιμπούσαν απ’ τα γένια αλλά ήταν φιλιά, η αποστροφή είχε να κάνει με το ότι είχε υποταγεί σ’ αυτόν τον άνδρα που δεν ήταν μαλλιαρό κτήνος αλλά άνδρας, η αποστροφή που λάνθανε από πάντα μέσα της, απ’ όταν της ήρθε η πρώτη της περίοδος ένα απόγευμα στο σχολείο, η κυρία Μέρφι και οι προειδοποιήσεις της στην τάξη με κορνουαλική προφορά, τα αστυνομικά δελτία στις εφημερίδες που πάντα σχολιάζονταν κρυφά στο οικοτροφείο, τα απαγορευμένα διαβάσματα όπου αυτό δεν ήταν αυτό το οποίο υπαινίσσονταν τα διαβάσματα που συνιστούσε η κυρία Μέρφι, ροζ, με ή χωρίς Μέντελσον[4] και βροχή από ρύζι, τα ψιθυριστά σχόλια για το επεισόδιο της πρώτης νύχτας στο Φάνι Χιλ,[5] η μακρά σιωπή της καλύτερής της φίλης που ’χε επιστρέψει απ’ το μήνα του μέλιτος κι ύστερα το ξαφνικό κλάμα γαντζωμένη πάνω της, ήταν φριχτό, ήταν φριχτό, Τζάνετ, αν και αργότερα η ευτυχία του πρώτου παιδιού, η περίεργη αναδρομή στο παρελθόν ένα απόγευμα που ’χαν βγει μαζί βόλτα, έκανα λάθος, Τζάνετ, ήμουν υπερβολική, μια μέρα θα δεις, μα τώρα ήταν πολύ αργά, η έμμονη ιδέα, ήταν τόσο φριχτό, Τζάνετ, ξανά γενέθλια, το ποδήλατο και το σχέδιο να ταξιδέψει μόνη της ώσπου ίσως, ίσως σιγά σιγά, δεκαεννέα ετών και το δεύτερο ταξίδι διακοπών στη Γαλλία, Δορδόνη τον Αύγουστο.
Κάποιος τελικά μπορεί ν’ άκουγε, της το φώναξε στα μούτρα αν και ήξερε πως εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει, τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και τον παρακαλούσε σε άλλη γλώσσα, παλεύοντας να ελευθερώσει τα πόδια, να σηκωθεί, για μια στιγμή τού φάνηκε πως προσπαθούσε να του πει κάτι που δεν ήταν μόνο κραυγές ή παρακάλια ή βρισιές στη γλώσσα της, της ξεκούμπωσε την μπλούζα ψάχνοντας στα τυφλά το φερμουάρ λίγο πιο κάτω, κρατώντας την στο αχυρόστρωμα με όλο του το σώμα πεσμένο πάνω της, ζητώντας της να μη φωνάζει άλλο, δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να φωνάζει, κάποιος μπορεί να ’ρχόταν, άσε με, μη φωνάζεις άλλο, μόνο άσε με, σε παρακαλώ, μη φωνάζεις.
Πώς να σταματήσει να παλεύει αφού εκείνος δεν καταλάβαινε, αφού οι λέξεις που ’χε θελήσει να του πει στη γλώσσα του έβγαιναν κομματιασμένες, συγχέονταν με τα τραυλίσματα και τα φιλιά του κι εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει πως το θέμα δεν ήταν αυτό, πως όσο φριχτό κι αν ήταν ό,τι προσπαθούσε να της κάνει, ό,τι θα της έκανε, δεν ήταν αυτό, πώς να του εξηγήσει ότι ώς τότε ποτέ, ότι Φάνι Χιλ, ότι έστω να περίμενε, ότι είχε στο σακίδιό της κρέμα προσώπου, ότι δεν έπρεπε να γίνει έτσι, δεν έπρεπε να γίνει χωρίς αυτό που ’χε δει στα μάτια της φίλης της, τη ναυτία από κάτι αφόρητο, ήταν φριχτό, Τζάνετ, ήταν τόσο φριχτό. Ένιωσε τη φούστα της ν’ ανοίγει, το χέρι που έτρεχε κάτω απ’ το κιλοτάκι και το τραβούσε προς τα κάτω, συσπάστηκε με μια έσχατη έκρηξη αγωνίας και πάσχισε να εξηγήσει, να τον σταματήσει στο χείλος έτσι ώστε αυτό να μην είναι έτσι, τον ένιωσε πάνω της, ένιωσε την εισβολή στους μισάνοιχτους μηρούς της, έναν πόνο διαπεραστικό που δυνάμωνε ώς το κόκκινο και τη φωτιά, ούρλιαξε πιο πολύ απ’ τη φρίκη παρά απ’ τον πόνο σαν να ’χε αναλογιστεί πως αυτό μπορεί να μην ήταν όλο αλλά μόνο η αρχή του μαρτυρίου, ένιωσε τα χέρια του στο πρόσωπό της να της σφραγίζουν το στόμα και να γλιστρούν προς τα κάτω, και μετά η δεύτερη άλωση αυτής που δεν μπορούσε πια να παλέψει, αυτής που δεν είχε πια κραυγές, μήτε ανάσα ή δάκρυα.
Βυθισμένος μέσα της μετά από έναν απότομο τερματισμό της πάλης, δεκτός χωρίς εκείνη την απεγνωσμένη αντίσταση που ’χε αναγκαστεί να την υπερνικήσει καρφώνοντάς την ξανά και ξανά ώσπου να φτάσει στο πιο βαθύ σημείο κι να νιώσει όλο της το δέρμα πάνω στο δικό του, η ηδονή ήρθε σαν καμτσικιά και πνίγηκε σ’ ένα τραύλισμα ευγνωμοσύνης, σε μια τυφλή ατέρμονη αγκαλιά. Όταν σήκωσε το πρόσωπό του απ’ την κοιλότητα του ώμου της, αναζήτησε τα μάτια της για να της το πει, για να την ευχαριστήσει που επιτέλους είχε σωπάσει· δεν μπορούσε να υποψιαστεί άλλους λόγους για κείνη τη λυσσαλέα αντίσταση, εκείνη την πάλη που τον είχε αναγκάσει να τη βιάσει ανελέητα, όμως τώρα δεν καταλάβαινε ούτε την παράδοσή της, την ξαφνική σιωπή. Η Τζάνετ τον κοίταζε, το ένα της πόδι είχε γλιστρήσει αργά στο πλάι. Ο Ρομπέρ άρχισε να τραβιέται, να βγαίνει από μέσα της, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Κατάλαβε πως η Τζάνετ δεν τον έβλεπε.
Ούτε δάκρυα ούτε ανάσα, η ανάσα είχε κοπεί μεμιάς, απ’ τα βάθη του κρανίου της ένα κόκκινο κύμα τής είχε πνίξει τα μάτια, δεν είχε πια σώμα, το τελευταίο πράγμα ήταν ο πόνος ξανά και ξανά, και ξαφνικά στη μέση του ουρλιαχτού η ανάσα της κόπηκε μεμιάς, ο αέρας που ’χε βγει δεν ξαναμπήκε, πήρε τη θέση του ένα κόκκινο πέπλο σαν βλέφαρα από αίμα, μια κολλώδης σιωπή, κάτι που διαρκούσε χωρίς να υπάρχει, κάτι που ήταν αλλιώς εκεί όπου όλα ήταν ακόμα εκεί μα αλλιώς, πολύ πέρα απ’ τις αισθήσεις και τη μνήμη.
Δεν τον έβλεπε, τα διεσταλμένα μάτια διαπερνούσαν το πρόσωπό του. Εκείνος αποσπάστηκε απ’ το σώμα της και γονάτισε δίπλα της μιλώντας της ενώ τα χέρια του έσιαχναν αδέξια το παντελόνι του και ψαχούλευαν για το φερμουάρ σαν να δούλευαν αυτόνομα, στρώνοντας το πουκάμισο και χώνοντας την ουρά του στο παντελόνι. Είδε το μισάνοιχτο και στραβωμένο στόμα, τη ροζ κλωστή σάλιο που ’χε γλιστρήσει στο σαγόνι, τα σταυρωμένα μπράτσα με τα συσπασμένα χέρια, τα ακίνητα δάχτυλα, το ακίνητο στήθος, την ακίνητη γυμνή κοιλιά, το αίμα που γλιστρούσε αργό γυαλιστερό από τους μισάνοιχτους μηρούς. Όταν έβγαλε μια κραυγή και πετάχτηκε όρθιος, νόμισε για μια στιγμή πως η κραυγή είχε βγει απ’ την Τζάνετ, αλλά από ψηλά, έτσι όπως στεκόταν σαν ταλαντευόμενη κούκλα, είδε τα σημάδια στο λαιμό, την απαράδεκτη συστροφή του αυχένα, το γερμένο κεφάλι που λες και τον κορόιδευε έτσι όπως ήταν σαν πεσμένη μαριονέτα με όλες τις κλωστές κομμένες.
Αλλιώς, ίσως και ευθύς εξαρχής, πάντως όχι πια εκεί, να ’χε μετατραπεί σε κάτι σαν διαφάνεια, ένα ημιδιαυγές ενδιάμεσο μέσα στο οποίο τίποτα δεν είχε σώμα και όπου αυτό που ήταν εκείνη δεν καθοριζόταν από σκέψεις και αντικείμενα, ήταν άνεμος όντας Τζάνετ ή Τζάνετ όντας άνεμος ή νερό ή χώρος αλλά πάντα καθαρό, η σιωπή ήταν φως ή το αντίθετο ή και τα δύο, ο χρόνος ήταν φωτεινός κι αυτό ήταν το είναι Τζάνετ, κάτι άπιαστο, κάτι δίχως την παραμικρή σκιά ανάμνησης που θα διέκοπτε και θα σταθεροποιούσε αυτή τη ροή σαν μέσα από κρύσταλλα, φούσκα μέσα σε μια μάζα πλέξιγκλας, τροχιά ενός διάφανου ψαριού σ’ ένα απέραντο φωτισμένο ενυδρείο.
Ο γιος ενός ξυλοκόπου βρήκε το ποδήλατο στο μονοπάτι, κι ανάμεσα στις τάβλες του υπόστεγου είδε το ανάσκελο πτώμα. Οι gendarmes[6] εξακρίβωσαν πως ο δολοφόνος δεν είχε πειράξει το σακίδιο ή την τσάντα της Τζάνετ.
Αιωρούνταν μες στην ακινησία χωρίς πριν ή μετά, ένα υαλώδες τώρα χωρίς σημεία επαφής ή αναφοράς, μια κατάσταση όπου περιέχον και περιεχόμενο δεν διέφεραν, ένα νερό που χυνόταν στο νερό, ώσπου αμετάβατα η ορμή, μια βίαιη rush[7] που την πρόβαλλε, που την αποσπούσε από τον εαυτό της χωρίς να μπορεί τίποτα να εντοπίσει την αλλαγή, τίποτα εκτός απ’ αυτήν την ιλιγγιώδη rush οριζοντίως ή καθέτως ενός χώρου που δονούνταν απ’ την ταχύτητά του. Κάπου κάπου έβγαινε απ’ το άμορφο και αποκτούσε μιαν αυστηρή παγιότητα, επίσης απαλλαγμένη από κάθε σημείο αναφοράς και ασφαλώς απτή, ήταν εκείνη η στιγμή όπου η Τζάνετ έπαψε να ’ναι νερό από νερό ή άνεμος από άνεμο, και για πρώτη φορά ένιωσε περιγεγραμμένη και περιορισμένη, κύβος από κύβο, ακίνητη κυβικότητα. Σ’ εκείνη την κατάσταση κύβος έξω από το ημιδιαυγές και το θυελλώδες, κάτι σαν διάρκεια άρχιζε να εγκαθίσταται, όχι ένα πριν ή ένα μετά αλλά ένα τώρα πιο απτό, μια αρχή χρόνου σμικρυμένου σ’ ένα πηχτό και πρόδηλο παρόν, κύβος εν χρόνω. Αν μπορούσε να διαλέξει θα ’χε προτιμήσει την κατάσταση κύβος χωρίς να ξέρει γιατί, ίσως επειδή μέσα στις συνεχείς αλλαγές ήταν η μόνη συνθήκη όπου τίποτα δεν άλλαζε, όπου εκείνη ήταν σαν να βρισκόταν μέσα σε δεδομένα όρια, στη βεβαιότητα μιας σταθερής κυβικότητας, ενός παρόντος που υπαινισσόταν μια παρουσία, σχεδόν μιαν απτότητα, ενός παρόντος που περιείχε κάτι το οποίο μπορεί και να ’ταν χρόνος, ίσως έναν ακίνητο χώρο όπου κάθε μετατόπιση ήταν σαν προδιαγεγραμμένη. Όμως η κατάσταση κύβος μπορεί να έδινε τη θέση της στους άλλους ιλίγγους, οπότε πριν, μετά ή και κατά τη διάρκεια να βρισκόταν σε άλλο ενδιάμεσο, να ’ταν και πάλι εκκωφαντική κατολίσθηση σ’ έναν ωκεανό κρυστάλλων ή διάφανων βράχων, μια ακυβέρνητη πλεύση προς το χάος, μια απορρόφηση ανεμοστρόβιλου με σίφουνες, κάπως σαν να γλιστρούσε πάνω σ’ όλη τη βλάστηση μιας ζούγκλας, κι όταν περνούσε από φύλλωμα σε φύλλωμα να ’μενε στον αέρα χάρη σε μια βαρύτητα μαλλιού της γριάς, και τώρα –τώρα χωρίς πριν, ένα τώρα στεγνό και δοσμένο εκεί– ίσως ξανά η κατάσταση κύβος που έρχεται πιο κοντά και σταματάει, όρια στο τώρα και στο εκεί που κατά κάποιο τρόπο ήταν ανάπαυση.
Η δίκη ξεκίνησε στο Πουατιέ, προς τα τέλη Ιουλίου του 1956. Συνήγορος του Ρομπέρ ήταν ο Μετρ Ρολάν˙ το δικαστήριο δεν δέχτηκε τα ελαφρυντικά της πρώιμης ορφάνιας, των αναμορφωτηρίων και της ανεργίας. Ο κατηγορούμενος άκουσε σαν χαυνωμένος την καταδίκη του σε θάνατο και τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου ανάμεσα στο οποίο ήταν και κάμποσοι βρετανοί τουρίστες.[8]
Σιγά σιγά (σιγά σιγά σε μια κατάσταση εκτός χρόνου; τρόπος του λέγειν) εμφανίστηκαν κι άλλες καταστάσεις που ίσως είχαν ήδη εμφανιστεί, αν και το ήδη θα σήμαινε πριν και δεν υπήρχε πριν˙ τώρα (ούτε το τώρα) επικρατούσε μια κατάσταση άνεμος και τώρα μια έρπουσα κατάσταση όπου κάθε τώρα ήταν επώδυνο, εντελώς αντίθετη από την κατάσταση άνεμος επειδή ήταν σύρσιμο, επειδή δεν οδηγούσε πουθενά· αν η Τζάνετ ήταν σε θέση να σκεφτεί, μια εικόνα θα μπορούσε να της δείξει το δρόμο, η εικόνα μιάς κάμπιας που έρπει σ’ ένα φύλλο αιωρούμενο στον αέρα, περνώντας απ’ τη μία όψη του στην άλλη χωρίς να βλέπει ή ν’ αγγίζει, χωρίς να την εμποδίζει τίποτα, ένας άπειρος δακτύλιος του Μέμπιους, έρψη ώς την άκρη μιας όψης ώστε να μπει ή να είναι ήδη στην άλλη και να πηγαινοέρχεται ασταμάτητα απ’ τη μία όψη στην άλλη, μια βραδύτατη και επίπονη έρψη εκεί όπου δεν υπάρχει μέτρο για τη βραδύτητα ή τον πόνο, αλλά όπου είσαι έρψη, και το να είσαι έρψη είναι βραδύτητα και πόνος. Ή το άλλο (το άλλο σε μια κατάσταση χωρίς συγκρίσιμους όρους;), να ήταν πυρετός, να διέτρεχε ιλιγγιωδώς σωλήνες ή συστήματα ή κυκλώματα, να διέτρεχε καταστάσεις που μπορεί να ήταν μαθηματικά σύνολα ή παρτιτούρες, να πηδούσε από σημείο σε σημείο ή από νότα σε νότα, να μπαινόβγαινε σε κυκλώματα υπολογιστών, να ήταν μαθηματικό σύνολο ή παρτιτούρα ή κύκλωμα που αυτοδιατρέχονταν, κι αυτό δεν μπορεί παρά να ήταν πυρετός, να διέτρεχε μανιασμένα μέσα από στιγμιαίους αστερισμούς συμβόλων ή νότες χωρίς σχήμα ή ήχο. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ο πόνος, ο πυρετός. Το να ’ταν τώρα η κατάσταση κύβος είχε διαφορά απ’ το να ’ταν κύμα, υπήρχε χωρίς πυρετό ή χωρίς έρψη, η κατάσταση κύβος δεν ήταν ο πυρετός και το να είσαι πυρετός δεν ήταν η κατάσταση κύβος ή η κατάσταση κύμα. Στην κατάσταση κύβος τώρα –ένα τώρα, αίφνης πιο τώρα–, για πρώτη φορά (ένα τώρα όπου είχε μόλις δοθεί μια ένδειξη πρώτης φοράς), η Τζάνετ έπαψε να είναι η κατάσταση κύβος για να είναι μέσα
στην κατάσταση κύβος, κι αργότερα (επειδή εκείνη η πρώτη διαφοροποίηση του τώρα εμπεριείχε την αίσθηση του αργότερα), στην κατάσταση κύμα, έπαψε να είναι η κατάσταση κύμα για να είναι μέσα στην κατάσταση κύμα. Και όλα αυτά περιείχαν τις ενδείξεις μιας χρονικότητας, τώρα μια πρώτη φορά και μια δεύτερη φορά ήταν αναγνωρίσιμες, ένα είναι μέσα σε κύμα ή ένα είναι μέσα σε πυρετό που διαδέχονταν το ένα το άλλο ακολουθούμενα από ένα είναι
μέσα σε άνεμο ή μέσα σε φύλλωμα ή ξανά μέσα σε κύβο, να είναι όλο και πιο πολύ Τζάνετ μέσα σε, να είναι η Τζάνετ μέσα στο χρόνο, να είναι αυτό που δεν ήταν η Τζάνετ αλλά περνούσε απ’ την κατάσταση κύβος στην κατάσταση πυρετός ή επέστρεφε στην κατάσταση κάμπια, επειδή όλο και πιο πολύ οι καταστάσεις σταθεροποιούνταν, παγιώνονταν και κατά κάποιο τρόπο οροθετούνταν όχι μόνο στο χρόνο αλλά και στο χώρο, περνούσε από τη μία στην άλλη, περνούσε από μια γαλήνη κύβο σ’ έναν πυρετό μαθηματικό κύκλωμα ή φύλλωμα ζούγκλας του Ισημερινού ή άπειρα κρυστάλλινα μπουκάλια ή δίνες του Μάελστρομ σε υαλώδη αιώρηση ή επίμοχθη έρψη πάνω σε επιφάνειες διπλής όψεως ή πολύπλευρα πολύεδρα.
Η έφεση απορρίφθηκε, και ο Ρομπέρ μεταφέρθηκε στη Σαντέ[9] εν αναμονή της εκτέλεσης. Μόνο η χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μπορούσε να τον σώσει από την γκιλοτίνα. Ο θανατοποινίτης περνούσε τις μέρες του παίζοντας ντόμινο με τους δεσμοφύλακες, καπνίζοντας ασταμάτητα και κοιμώμενος βαριά. Ονειρευόταν διαρκώς, απ’ το ματάκι του κελιού οι δεσμοφύλακες τον έβλεπαν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, να σηκώνει το ’να χέρι, να τρέμει.
Σε κάποια από τα βήματα θα της δινόταν οπωσδήποτε το πρώτο στοιχείο μιας ανάμνησης, γλιστρώντας ανάμεσα στα φύλλα ή στη λήξη της κατάστασης κύβος για να είναι μέσα στον πυρετό έμαθε κάτι απ’ αυτά που ήταν η Τζάνετ, μια ασύνδετη ανάμνηση επιχειρούσε να εμφιλοχωρήσει και να εγκατασταθεί, μια φορά μάλιστα είχε να κάνει με την επίγνωση ότι ήταν η Τζάνετ, θυμήθηκε την Τζάνετ σ’ ένα δάσος, το ποδήλατο, την Κόνστανς Μάγιερς και κάτι σοκολάτες σ’ έναν δίσκο από αλπακά. Όλα άρχιζαν να συναθροίζονται στην κατάσταση κύβος, διαγράφονταν και προσδιορίζονταν θολά, η Τζάνετ και το δάσος, η Τζάνετ και το ποδήλατο, και οι ριπές των εικόνων διευκρίνιζαν σιγά σιγά μια συνείδηση ανθρώπου, μια πρώτη ανησυχία, το θέαμα ενός υπόστεγου με σάπια ξύλα, εκείνη ανάσκελα και υποταγμένη από μια σπασμώδη δύναμη, ο φόβος του πόνου, ένα δέρμα που της τσιμπούσε το στόμα και το πρόσωπο, κάτι αποτρόπαιο ζύγωνε, κάτι πάσχιζε να εξηγηθεί, να πει πως δεν ήταν έτσι, πως αυτό δεν έπρεπε να είναι έτσι, και στο χείλος του αδιανόητου η μνήμη στεκόταν, μια σπειροειδής πορεία επιταχυνόμενη μέχρι ναυτίας την αποσπούσε από τον κύβο για να τη βυθίσει μέσα σε κύμα ή μέσα σε πυρετό, ή το αντίστροφο, ξανά η κολλώδης βραδύτητα της έρψης χωρίς τίποτ’ άλλο παρά μόνο αυτό, το είναι μέσα σε έρψη, όπως το είναι μέσα σε κύμα ή μέσα σε γυαλί ήταν και πάλι μόνο αυτό, μέχρι την επόμενη αλλαγή. Κι όταν ξανάπεσε στην κατάσταση κύβος κι επέστρεψε σε συγκεχυμένες αναγνωρίσεις –υπόστεγο, σοκολάτα και αστραπιαίες εικόνες από καμπαναριά και συμμαθήτριες–, το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ αγωνιστεί για να διαρκέσει στην κυβικότητα, να διατηρηθεί σ’ εκείνη την κατάσταση όπου υπήρχε στάση, υπήρχαν όρια, υπήρχε εντέλει η δυνατότητα να σκεφτεί και ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό της. Κάπου κάπου έφτανε στις τελευταίες αισθήσεις, το τσίμπημα ενός δέρματος με γένια στο στόμα της, την αντίσταση κάτω από χέρια που της έσκιζαν τα ρούχα πριν ξαναχαθεί στιγμιαία σε μια εκκωφαντική κατρακύλα, φύλλα ή σύννεφα ή σταγόνες ή θύελλες ή εκρηκτικά κυκλώματα. Στην κατάσταση κύβος δεν μπορούσε να υπερβεί το όριο όπου όλα ήταν φρίκη και αποστροφή, αλλά αν της είχε δοθεί η βούληση, αυτή η βούληση θα εστίαζε εκεί όπου έθαλλε μια ευαίσθητη Τζάνετ, εκεί όπου η Τζάνετ ήθελε ν’ αποτρέψει την υποτροπή. Και την ώρα που αγωνιζόταν ν’ αποσείσει το βάρος που τη συνέθλιβε πάνω στα άχυρα του υπόστεγου, λέγοντας επίμονα πως όχι, πως αυτό δεν έπρεπε να γίνει έτσι μέσα σε φωνές και σάπια άχυρα, ξανακύλησε στη ρευστή κατάσταση όπου όλα έρεαν σαν να δημιουργούνταν με τη ροή, ένας καπνός να στροβιλίζεται μέσα στο ίδιο του το κουκούλι που ανοίγει και τυλίγεται γύρω απ’ τον εαυτό του, το είναι μέσα σε κύματα, μέσα στην ακαθόριστη μετάγγιση που τόσες φορές την είχε κρατήσει μετέωρη, φύκι ή φελλό ή μέδουσα. Με τη διαφορά ότι η Τζάνετ αισθάνθηκε σαν να ’ρχόταν από κάτι που θύμιζε ξύπνημα από έναν ανονείρευτο ύπνο, σαν να ’πεφτε ξυπνώντας σ’ ένα πρωινό στο Κεντ, στο να ’ναι πάλι η Τζάνετ και το σώμα της, μια αίσθηση σώματος, μια αίσθηση χεριών και πλάτης και μαλλιών που ανέμιζαν στο υαλώδες ενδιάμεσο, στην απόλυτη διαφάνεια αφού η Τζάνετ δεν έβλεπε το σώμα της, ήταν το σώμα της ξανά επιτέλους μα χωρίς να το βλέπει, ήταν η συνείδηση του σώματός της να πλέει ανάμεσα σε κύματα ή καπνό, χωρίς να βλέπει το σώμα της η Τζάνετ κινήθηκε, άπλωσε ένα χέρι και τέντωσε τα πόδια της σε μια ενόρμηση κολύμβησης, διαφοροποιούμενη για πρώτη φορά από την κυματιστή μάζα που την τύλιγε, κολύμπησε μέσα σε νερό ή μέσα σε καπνό, ήταν το σώμα της και με κάθε απλωτή απολάμβανε αυτό που δεν ήταν πια παθητική πορεία, ατέρμονη μετατόπιση. Κολύμπησε, κολύμπησε, και δεν χρειαζόταν να το βλέπει ότι κολυμπούσε κι ότι της είχε δοθεί η χάρη μιας εκούσιας κίνησης, μιας κατεύθυνσης που χέρια και πόδια επέβαλλαν στην πορεία. Πέφτοντας αμετάβατα στην κατάσταση κύβος ξαναβρήκε το υπόστεγο, θυμήθηκε ξανά και ξαναπόνεσε, ξανά ώς τα όρια του ανυπόφορου βάρους, του αιχμηρού πόνου και της κόκκινης πλημμυρίδας που της κάλυπτε το πρόσωπο, ξαναβρέθηκε στην άλλη πλευρά έρποντας με μια βραδύτητα που τώρα πια μπορούσε να τη μετρήσει και να την εξορκίσει, και μετά πέρασε στο είναι πυρετός, στο είναι rush θύελλας, στο είναι πάλι μες στα κύματα και ν’ απολαμβάνει το σώμα της, κι όταν στο τέλος του απροσδιόριστου όλα θρομβώθηκαν στην κατάσταση κύβος, δεν ήταν η φρίκη που την περίμενε μετά το τέρμα αλλά ο πόθος, με εικόνες και λέξεις στην κατάσταση κύβος, με την απόλαυση του σώματός της απ’ το είναι μέσα στα κύματα. Συνειδητά, επανενωμένη με τον εαυτό της, πόθησε τον Ρομπέρ, πόθησε το υπόστεγο ξανά και αλλιώς, πόθησε τον Ρομπέρ που την είχε πάει σ’ αυτό που ήταν εκεί και τώρα, κατάλαβε την παράνοια κάτω απ’ το υπόστεγο και πόθησε τον Ρομπέρ, και στην ευφροσύνη της κολύμβησης ανάμεσα σε κρύσταλλα υγρά ή σε στρώματα από σύννεφα ψηλά τον κάλεσε, του πρόσφερε το σώμα της ανάσκελα, τον κάλεσε για να ολοκληρώσει την πράξη στ’ αλήθεια και με ηδονή, κι όχι μες στη χαμέρπεια, την αγαρμποσύνη και το δύσοσμο αχυρόστρωμα του υπόστεγου.
Δύσκολο για έναν δικηγόρο να πει στον πελάτη του ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε· ο Μετρ Ρολάν έκανε εμετό όταν βγήκε απ’ το κελί όπου ο Ρομπέρ, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του, κοίταζε το κενό.
Από την καθαρή αίσθηση στη συνείδηση, από τη ρευστότητα των κυμάτων στον αυστηρό κύβο, ενούμενος με κάτι που ήταν ξανά η Τζάνετ, ο πόθος έψαχνε το δρόμο του, ένα άλλο πέρασμα ανάμεσα στα συνεχώς επαναλαμβανόμενα περάσματα. Η βούληση επέστρεφε στην Τζάνετ, στην αρχή η μνήμη και οι αισθήσεις τής είχαν δοθεί χωρίς κοινό άξονα, τώρα μαζί με τον πόθο επέστρεφε και η βούληση στην Τζάνετ, κάτι μέσα της τέντωνε ένα τόξο σαν από δέρμα, τένοντες και σπλάχνα, την πρόβαλλε ώς αυτό που δεν μπορούσε να είναι, απαιτώντας την πρόσβαση από μέσα ή απ’ έξω των καταστάσεων που την περιέβαλλαν και την εγκατέλειπαν ιλιγγιωδώς, η βούλησή της ήταν ο πόθος που άνοιγε πέρασμα μέσα σε υγρά, σε ακαριαίους αστερισμούς και βραδύτατες σαρώσεις, κάπου ήταν ο Ρομπέρ ως τέλος, η γραμμή τερματισμού που τώρα άρχιζε να διαγράφεται, που είχε όνομα και ήταν απτή στην κατάσταση κύβος και πoυ μετά ή πριν στην τώρα ευχάριστη κολύμβηση μέσα σε κύματα και κρύσταλλα διαλυόταν σε κραυγή, σε κάλεσμα, χαϊδεύοντάς την και εκτοξεύοντάς την στον εαυτό της. Εκείνη, ανήμπορη να κοιταχτεί, αγγιζόταν· ανήμπορη να σκεφτεί με ειρμό, αλλά ο πόθος της ήταν πόθος και Ρομπέρ, ήταν ο Ρομπέρ σε κάποια απρόσιτη κατάσταση που η Τζάνετ προσπαθούσε να την παραβιάσει, μια κατάσταση Ρομπέρ στην οποία ο πόθος Τζάνετ, η βούληση Τζάνετ ήθελαν ν’ αποκτήσουν πάλι πρόσβαση στην κατάσταση κύβος, στη στερεοποίηση και στην οροθέτηση μέσα στις οποίες στοιχειώδεις πνευματικές λειτουργίες ήταν όλο και πιο εφικτές, ράκη λέξεων και αναμνήσεων, γεύση σοκολάτας και πίεση των ποδιών σε χρωμιωμένα πετάλια, βιασμός μέσα σε σπασμούς διαμαρτυρίας εκεί όπου τώρα φώλιαζε ο πόθος, η βούληση να ενδώσει τελικά μέσα σε δάκρυα ηδονής, ευγνώμονης αποδοχής και Ρομπέρ.
Ήταν τόσο ήρεμος και υπερβολικά ευγενής, ώστε πολλές φορές τον άφηναν στην ησυχία του, έρχονταν να ελέγξουν απ’ το ματάκι της πόρτας ή να τον κεράσουν τσιγάρο ή να του προτείνουν κανένα ντόμινο. Χαμένος σ’ εκείνον το λήθαργο που θαρρείς και τον συνόδευε πάντα, ο Ρομπέρ δεν καταλάβαινε το πέρασμα του χρόνου. Άφηνε να τον ξυρίζουν, πήγαινε στα ντους με τους δύο φύλακές του, κάπου κάπου ρωτούσε για τον καιρό, αν έβρεχε στη Δορδόνη.
Ήταν μέσα σε κύματα ή κρύσταλλα όταν μια πιο δυνατή απλωτή, μια απεγνωσμένη τακουνιά την εξαπέλυσε σ’ ένα χώρο κρύο και περίκλειστο, θαρρείς και η θάλασσα την είχε εμέσει σε μια σπηλιά από μισοσκόταδο και καπνό Gitanes. Καθισμένος στο ράντζο ο Ρομπέρ κοίταζε το κενό, το τσιγάρο έκαιγε ξεχασμένο ανάμεσα στα δάχτυλά του. Η Τζάνετ δεν εξεπλάγη, η έκπληξη δεν είχε θέση εκεί, ούτε η παρουσία ή η απουσία· ένα διαφανές παραβάν, ένας διαμαντένιος κύβος μέσα στον κύβο του κελιού την κρατούσε μακριά από κάθε απόπειρα, απ’ τον Ρομπέρ εκεί μπροστά, κάτω απ’ τον φωτεινό γλόμπο. Το τόξο εαυτός της που είχε τεντωθεί ώς το μη παρέκει δεν είχε ούτε χορδή ούτε βέλος κατά του διαμαντένιου κύβου, η διαφάνεια ήταν σιωπή από υλικό αδιαπέραστο, ούτε μία φορά ο Ρομπέρ δεν είχε σηκώσει τα μάτια του να κοιτάξει προς τα εκεί όπου δεν υπήρχε παρά ο πηχτός αέρας του κελιού, οι τολύπες του καπνού. Η κραυγή Τζάνετ, η βούληση Τζάνετ, ικανή να φτάσει ώς εκεί, εκρηγνυόταν σε μια ουσιώδη διαφορά, ο πόθος Τζάνετ ήταν ένας τίγρης από ημιδιαυγή αφρό που άλλαζε σχήμα, έβγαζε άσπρα νύχια από καπνό προς το καγκελωτό παραθυράκι, φιδογύριζε και χανόταν σε ανώφελες σπείρες. Ωθούμενος από μια τελευταία ενόρμηση, γνωρίζοντας πως απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να ξαναγίνει έρψη ή πορεία μέσα σε φυλλώματα ή κόκκους άμμου ή ατομικούς τύπους, ο πόθος Τζάνετ κάλεσε την εικόνα του Ρομπέρ, προσπάθησε να φτάσει το πρόσωπό του ή τα μαλλιά του, να τον φέρει κοντά της. Τον είδε να κοιτάζει προς την πόρτα, να ελέγχει το ματάκι, άδειο από μάτια εποπτικά. Με μια αστραπιαία κίνηση ο Ρομπέρ πήρε κάτι από κάτω απ’ το στρώμα του, έναν πρόχειρο βρόχο από στριμμένο σεντόνι. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο παραθυράκι και πέρασε το βρόχο. Η Τζάνετ ούρλιαζε, του φώναζε, θρυμμάτιζε τη σιωπή του ουρλιαχτού της πάνω στον διαμαντένιο κύβο. Η έρευνα έδειξε ότι ο κρατούμενος είχε κρεμαστεί αφήνοντας το σώμα του να πέσει με όλο του το βάρος. Η απότομη κίνηση τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του και να μην μπορέσει ν’ αποτρέψει την ασφυξία· ούτε τέσσερα λεπτά δεν είχαν περάσει από την τελευταία οπτική επιθεώρηση των δεσμοφυλάκων. Τώρα πια τίποτα, μέσα στα ουρλιαχτά η ρήξη και το πέρασμα στη στερεοποίηση της κατάστασης κύβος, σπασμένης απ’ την είσοδο της Τζάνετ στο είναι πυρετός που διανύθηκε με σπείρες αμέτρητων αποστακτήρων και πήδηξε σ’ ένα βυθό από λάσπη παχιά όπου η προώθησή του ήταν το λυσσαλέο δάγκωμα στερεών ουσιών, κολλώδης ανάβαση σε επίπεδα αμυδρώς θαλασσοπράσινα, πέρασμα στο είναι μέσα σε κύματα, πρώτες απλωτές σαν μια ευτυχία που τώρα πια είχε όνομα, προπέλα που γύριζε ανάποδα, απελπισία που έγινε ελπίδα, μικρή σημασία είχαν τώρα τα περάσματα απ’ τη μία κατάσταση στην άλλη, το είναι μέσα σε φύλλωμα ή σε ηχητικό κοντραπούντο, τώρα τα προκαλούσε ο πόθος Τζάνετ, τα αναζητούσε με μια κάμψη γέφυρας που θα τον εκσφενδόνιζε στην άλλη πλευρά μ’ ένα μεταλλικό άλμα. Κάποιες φορές, περνώντας από μια κατάσταση ή από όλες ταυτόχρονα, ο Ρομπέρ. Κάποιες στιγμές το είναι πυρετός Τζάνετ ή το είναι μέσα στα κύματα Τζάνετ μπορεί να ήταν ο Ρομπέρ κύματα ή πυρετός ή κατάσταση κύβος στο άχρονο τώρα, όχι ο Ρομπέρ αλλά η κυβικότητα ή ο πυρετός επειδή τα τώρα θα τον άφηναν κι αυτόν να περάσει στο είναι πυρετός ή κύματα, θα του ’διναν τον Ρομπέρ λίγο λίγο, θα τον διηθούσαν, θα τον έσερναν και θα τον παγίωναν σε μια συγχρονία που κάπου κάπου θα περνούσε στο διαδοχικό, ο πόθος Τζάνετ να μάχεται εναντίον κάθε κατάστασης προκειμένου να εισχωρήσει σε άλλες όπου ακόμα ο Ρομπέρ όχι, να είναι άλλη μία φορά μέσα σε πυρετό χωρίς Ρομπέρ, να παραλύσει μέσα στην κατάσταση κύβος χωρίς Ρομπέρ, να μπει απαλά στο υγρό όπου οι πρώτες απλωτές ήταν Τζάνετ, ν’ αναγνωρίσει και αισθανθεί ολόκληρο τον εαυτό της Τζάνετ, αλλά εκεί κάποια φορά και Ρομπέρ, εκεί σίγουρα κάποια φορά στο τέλος του χλιαρού λικνίσματος σε κύματα κρυστάλλινα, ένα χέρι θα ’πιανε το χέρι της Τζάνετ και θα ’ταν επιτέλους το χέρι του Ρομπέρ.
Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες 1914 - Παρίσι 1984). Σε ηλικία τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Το 1961 επισκέπτεται την Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας. Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. Μαθητής του Μπόρχες, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς και στους σπουδαιότερους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Έργα του στα ελληνικά: Οκτάεδρο, Ύψιλον 1983. Όλες οι φωτιές η φωτιά, Ύψιλον 1984. Τα μυστικά όπλα, Απόπειρα 1990. Τα βραβεία, Καστανιώτης 1994. Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα, Ύψιλον 1996. Το βιβλίο του Μανουέλ, Κέδρος 2008. Αξολότλ και άλλα διηγήματα, Πάπυρος 2009. Κουτσό, Opera 2018. Κάποιος Λούκας, Opera 2018. [Επιλογή από τη βάση Βιβλιονέτ] • Το διήγημα κλείνει τη συλλογή Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα [Queremos tanto a Glenda (1980)], που θα κυκλοφορήσει εντός του έτους, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, από τις Εκδόσεις Opera.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ