Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/hartaki/paramyoia-gia-ton-aytokratora-1
Ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε και εικονογράφησε πολλά παραμύθια. Μεταξύ 1986-1987 συνεργάστηκε στο περιοδικό Το Τέταρτο με τη σειρά «Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα», που κυκλοφόρησαν το 1991 σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδ. Γνώση με εικονογράφηση της Σοφίας Φόρτωμα. Αυτό το βιβλίο ήταν η αρχή για μια σειρά παιδικών βιβλίων: Ένα καράβι μια φορά (εικονογράφηση Σ. Φόρτωμα) Ωκεανίδα 1997, Του Γενάρη το φεγγάρι: Παραμύθια για τους δώδεκα (εικονογράφηση Μ. Ελευθερίου) Κέδρος 1998, Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί (εικονογράφηση Σ. Φόρτωμα) Ελληνικά Γράμματα 2000 κ.ά.
Για τα «Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα» γράφει: Ιστορίες για κείνους που ποτέ δεν υποπτεύονται ότι το μαύρο του κόσμου δεν είναι παρά μια αυλαία που, απλώς, μας κρύβει το λευκό... Η πιθανότερη κίνηση για μερικούς τολμηρούς είναι να την τραβήξουν ή να την κουρελιάσουν. Για τους άλλους, όμως; Θα βλέπουν το μαύρο αιώνια; Ωστόσο ετούτα τα πραγματικά παραμύθια –γιατί υπάρχουν και παραμύθια «μη» πραγματικά– δεν είναι «μαύρα». Ακόμη κι όταν περιγράφουν δύσκολες καταστάσεις, είναι σχεδόν ρόδινα. Αν μπορούμε να τα πούμε έτσι. Και είναι ρόδινα γιατί κρύβουν πολλές ελπίδες και γιατί γράφτηκαν με χαρά και με χαρά χαρίζονται στον καθένα μας... Όσο, τώρα, για τον αυτοκράτορα και τα παρόμοια είναι μια άλλη ιστορία.
Η έκδοση των «Παραμυθιών» είναι εξαντλημένη πια και δυσεύρετη. Στο «Χαρτάκι», με αφορμή το μικρό αφιέρωμα στον σπουδαίο ποιητή (που θα ανεβεί στις 15 Μαϊου με κείμενα και ηχητικά ντοκουμέντα), θα αναδημοσιεύσουμε τέσσερα «Παραμύθια», όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Τέταρτο, εικονογραφημενα με δικά του κολάζ.
Τα παλιά χρόνια, ο αυτοκράτορας κατέβαινε ο ίδιος κάθε πρωί στα υπόγεια του παλατιού και ζύγιζε τους θησαυρούς που μάζεψαν οι ταμίες του την προηγούμενη μέρα. Ένα πρωί, πάνω στη ζυγαριά, δε βρήκε παρά μονάχα μια σταγόνα νερό. Που έμοιαζε, όμως, με το φως που έχουν τα διαμάντια.
Περίεργος ο αυτοκράτορας, άπλωσε το δάχτυλό του και το δάκρυ –γιατί δάκρυ ήταν– κύλησε στην άκρη της ζυγαριάς. Δοκίμασε πάλι και το δάκρυ φάνηκε πια πως ήταν μια σταγόνα νερό και του βρεξε το δάχτυλο.
Ο αυτοκράτορας, που νόμισε πως τον κορόιδευαν, ρώτησε, ουρλιάζοντας, τον υπασπιστή του τί σημαίνει αυτό το παράδοξο και ποιός είναι ο υπεύθυνος γι’ αυτό το αστείο. Ο υπασπιστής γονάτισε τρέμοντας και του είπε πως το πιο πολύτιμο πράγμα που βρήκαν την προηγούμενη μέρα σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν αυτό το δάκρυ.
«Διότι, κύριέ μου», είπε, «το εμπόριο σταμάτησε, οι αρρώστιες και τα χρέη πλήθυναν και ο τελευταίος υπήκοός σου, μια δυστυχισμένη γυναίκα, δεν είχε τίποτα άλλο να σου προσφέρει έξω απ’ αυτό το δάκρυ».
«Και τί είναι δάκρυ;», ρώτησε περίεργος.
«Είναι νερό, κύριέ μου, που βγαίνει από τα μάτια των ανθρώπων όταν έχουν μεγάλη χαρά ή λύπη».
«Και τι είναι λύπη, βρε καραγκιόζη;» ρώτησε πιο περίεργος ο πονηρός αυτοκράτορας.
Ο υπασπιστής δεν ήξερε πώς να του απαντήσει. Τότε ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πόσο αγοράζεται ή πόσο πουλιέται, τέλος πάντων, ένα τέτοιο δάκρυ. Ούτε και γι’ αυτό δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει ο υπασπιστής. Ο αυτοκράτορας θύμωσε και διέταξε να φέρουν όλους τους λυπημένους του βασιλείου του στους κήπους του και οι υπηρέτες να μαζεύουν τα δάκρυα. Γιατί κατάλαβε, σαν πονηρός που ήταν, πως τα δάκρυα των ανθρώπων έχουν αξία.
Έτσι κι έγινε.
Μα ήταν τόσοι πολλοί οι λυπημένοι, που γέμισαν όλοι οι απέραντοι κήποι και όλα τα σπίτια και οι δρόμοι και οι αυλές της πρωτεύουσας.
Και ο αυτοκράτορας, ήσυχος πια, μάζευε ποταμούς δακρύων!