Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/metafrash/rainer-maria-rilke-deka-gallika-poihmata
«Είναι πολύ παράξενο να βρίσκεται κανείς φιλοξενούμενος ως ποιητής στο έδαφος μιας άλλης γλώσσας: όταν πρωτοβρέθηκα εκεί νεαρός, είχα την εντύπωση πως όλα ξανάρχιζαν απ’ την αρχή με αυτό το καινούργιο εργαλείο και σχεδόν τρόμαζα, όμως μ’ έναν τρόμο χαρούμενο, γιατί το αισθανόμουν να πάλλεται κάτω απ’ το δειλό άγγιγμά μου, που γινόταν ολοένα πιο τολμηρό. […] Κάθε τόσο τολμούσα μερικές επιστολές […], αλλά να φτιάξω στίχους σ’ αυτή τη γλώσσα που είναι τόσο υπεροπτικά κλειστή και τόσο ακριβής απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της, να επιτρέψω μάλιστα να δημοσιευτούν οι στίχοι αυτοί: Θεέ μου, τι θράσος.»
Γράμμα στη Renée Favre, 18 Νοεμβρίου 1925
Πρόλογος της μεταφράστριας
Ο Ρίλκε έφτασε για πρώτη φορά στο Παρίσι στις 28 Αυγούστου 1902, έτοιμος να αφοσιωθεί στη μονογραφία του για τον Ροντέν. Στην πολύβουη μητρόπολη τον κατέλαβε από την αρχή μια αγωνία, παρόμοια μ’ εκείνη που τον είχε κατακλύσει όταν, στα δέκα του χρόνια, τον έστειλαν οικότροφο στη στρατιωτική ακαδημία. Στο πρώτο του γράμμα στη γυναίκα του Κλάρα, που είχε μείνει στη Γερμανία με την κόρη τους μωρό, περιγράφει σοκαρισμένος την επιθετικότητα των περαστικών που βαδίζουν χωρίς να παραμερίζουν και πέφτουν πάνω του, αλλά και το πλήθος των νοσοκομείων που του γέννησε την αίσθηση ότι το Παρίσι είναι η πόλη της αρρώστιας. Κι όμως το Παρίσι λειτούργησε μέσα του σαν πύλη προς μια ζωή συνυφασμένη με τη δημιουργία, όπως την είδε στην περίπτωση του Ροντέν και όπως από νωρίς την επιθυμούσε. Εδώ γεννήθηκαν τρία μείζονα έργα του που τον εδραίωσαν ως γερμανόφωνο ποιητή – το τρίτο και τελευταίο μέρος του Βιβλίου των Ωρών (1903), δύο μέρη των Νέων ποιημάτων (1907 και 1908) και το μοναδικό μυθιστόρημά του Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε (1910).
Μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Ροντέν τον Σεπτέμβριο του 1902, ο Ρίλκε γράφει στον Γάλλο γλύπτη ότι η ανεπαρκής γνώση των γαλλικών «μοιάζει με αρρώστια» που τον κρατά μακριά από τον άνθρωπο που μόλις έχει αρχίσει να πλησιάζει. Θέλοντας να τον διαβεβαιώσει για τον ζήλο του να κατακτήσει καλύτερα τη γλώσσα, παραθέτει στην ίδια επιστολή ένα σύντομο γαλλικό ποίημα που έχει μόλις συνθέσει.
Ως το 1914 ο Ρίλκε θα επιστρέφει κάθε τόσο για μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι. Ανάμεσα σε αυτά, το 1905-1906 θα κατοικήσει στο σπίτι του Ροντέν, κάνοντας χρέη έμπιστου γραμματέα και φίλου, ως την αιφνιδιαστική προσβλητική αποπομπή του από τον γλύπτη. Την ίδια περίοδο ξεκινά η θερμή αλληλογραφία του με αυτήν που αποκαλεί “Μαντόνα”. Πρόκειται για την τότε Πριγκίπισσα de Broglie, Γαλλίδα δημοσιογράφο και λογοτέχνη, περισσότερο γνωστή ως Madeleine Vivier-Deslandes ή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ossit. Στο μέγαρό της στο Παρίσι, στην οδό Christophe-Colomb 7, η Πριγκίπισσα de Broglie διατηρούσε λογοτεχνικό σαλόνι, από το οποίο, εκτός από τον Ρίλκε, είχαν κατά καιρούς περάσει ο Gabriele d’ Annunzio, o Oscar Wilde και πολλοί άλλοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Τη γοητεία της μαρτυρεί η προσωπογραφία της από τον Edward Burne-Jones και τα πάμπολλα ερωτικά γράμματα που της έστελναν διάσημα ονόματα της εποχής, ακόμα και γυναίκες, όπως η Colette, τα οποία κρατούσε συγκεντρωμένα σε ένα μικρό κλειδωμένο σεντούκι. Στην «Μαντόνα» αφιέρωσε ο Ρίλκε έναν κύκλο ποιημάτων, από τον οποίο παρουσιάζονται εδώ τα δύο πρώτα. Είναι γραμμένα στη γερμανική γλώσσα, από την οποία και τα μετέφρασα, ωστόσο γράφονται σε μια περίοδο όπου ο ποιητής περιβάλλεται ολοκληρωτικά από τη επιρροή της γαλλικής γλώσσας, της κουλτούρας του Παρισιού και των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών κύκλων του.
«Κάποτε ήμουν μόνος, σε αναμονή, όλο μου το έργο βρισκόταν σε αναμονή. Κάποτε διάβασα τον Βαλερύ και κατάλαβα ότι η αναμονή μου πήρε τέλος»
Γράμμα στη Monique Saint-Hélier
Από το 1919 ο Ρίλκε ζει σε διάφορες περιοχές της Ελβετίας –κάποιες γερμανόφωνες, κάποιες γαλλόφωνες, κάποιες ιταλόφωνες– αλλά από το 1921 ως τον θάνατό του εγκαθίσταται πια στον πύργο του Μυζότ, στο γαλλόφωνο καντόνι του Βαλαί.
Στο Μυζότ ο Ρίλκε ολοκλήρωσε τις «Ελεγείες του Ντουΐνο» και τα «Σονέτα στον Ορφέα» και στη συνέχεια η ποιητική του δραστηριότητα μοιράστηκε ανάμεσα στις μεταφράσεις έργων του Πωλ Βαλερύ και στη συστηματική σύνθεση σύντομων ποιημάτων στη γαλλική γλώσσα. Σε ένα γράμμα του στον Ελβετό δημοσιογράφο και κριτικό Eduard Korrodi εξηγεί ότι οδηγήθηκε σε αυτά από «την επιθυμία να συνδεθώ πιο φανερά, ως ταπεινός μαθητής και αναιδής οφειλέτης, με τη Γαλλία και το ασύγκριτο Παρίσι, που αντιπροσωπεύουν, για την ανάπτυξή μου και τη μνήμη μου, έναν κόσμο ολόκληρο». Έτσι, στην πρώτη του συλλογή γαλλόφωνων ποιημάτων που ολοκληρώθηκε το 1924 αλλά εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, έδωσε τον εύλογο τίτλο «Τρυφερές οφειλές στη Γαλλία».
Ο θαυμασμός για τον Βαλερύ έκανε τον Ρίλκε να θεωρεί σημαντικότερο το μεταφραστικό του έργο πάνω στα ποιήματα του Γάλλου ομοτέχνου του από τα δικά του πρωτότυπα γαλλικά ποιήματα. Όσο για τον Βαλερύ, λαχταρούσε να πάρει μια πρωτότυπη γεύση της ποίησης του Ρίλκε αλλά δεν γνώριζε γερμανικά. Έτσι, μετά από πρόσκλησή του, ο Ρίλκε δημοσίευσε μερικά «ταπεινά δείγματα» των γαλλικών ποιημάτων του στην επιθεώρηση του Βαλερύ Commerce τον Νοέμβριο του 1924. Λίγο αργότερα, από τις εκδόσεις της Nouvelle Revue Française τυπώθηκαν οι συλλογές του Vergers και Les Quatrains Valaisans, που δεν συνάντησαν πολύ θερμή υποδοχή από τη γαλλική λογοτεχνική κριτική. Ο Γάλλος μεταφραστής του, Maurice Betz, έγραφε τότε στη Nouvelle Revue Française: «Το απροσδιόριστο της ξένης γλώσσας προσφέρει εδώ στον Ρίλκε ό,τι προσφέρει η εξοχή στον κάτοικο της πόλης: έναν πειρασμό ελευθερίας, μια αναψυχή που δεν την είχε φανταστεί, μια εύκολη κυκλοφορία ανάμεσα στις εκπλήξεις που προσφέρουν οι νέες λέξεις και στις χαρές του τοπίου.» Και στο ελβετικό περιοδικό La semaine littéraire ο Ε. Buenzod μερικές μέρες αργότερα δήλωνε: «Δεν πιστεύω ότι αξίζει να δώσουμε μεγάλη σημασία σε αυτό το μικρό έργο. Όσο σωστά και αν γνωρίζει ο Ρίλκε να μιλά τα γαλλικά, του διαφεύγουν οι πολλές λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας μας». Αντίθετα, ο Jean Cocteau, που υπήρξε ένοικος του Hôtel Biron την ίδια εποχή με τον Ρίλκε, όταν η Μπαλαντίν Κλοσσόφσκα του χάρισε ένα αντίτυπο των Vergers, απάντησε με ενθουσιασμό: «Ποιος είναι σε θέση να κατανοήσει τον Ρίλκε; [...] Κάποιοι λένε πως αυτά δεν είναι γαλλικά, εγώ όμως σας λέω ότι είναι θαυμάσια.»
Ο Ρίλκε είχε έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία στα παιδικά του χρόνια, χάρη στη μητέρα του. Φαίνεται πως η ανάγνωση γαλλικών ιστοριών ήταν μια γλυκιά ανάμνηση από την κατά τα άλλα δύσκολη σχέση του με την Φία Ρίλκε. Σκέφτεται κανείς μήπως η σύνθεση ποιημάτων στη γαλλική γλώσσα ήταν το όχημα που έδωσε στον ποιητή τη δυνατότητα, στο κατώφλι των 50 του χρόνων, να πραγματοποιήσει μια επανορθωτική επίσκεψη σ’ ένα βίωμα του παρελθόντος. Οπωσδήποτε η ενασχόλησή του με αυτά λειτούργησε ανανεωτικά μέσα του, όπως γράφει στον André Gide στις 10 Ιουλίου 1926:
«Η ευχάριστη έκπληξη ήταν […] ότι αποδείχτηκα αρκετά νέος για να κάνω δική μου αυτή τη λεκτική νεότητα που μου προσφερόταν με τρόπο απολαυστικό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, αγαπητέ Ζιντ, πόσο μ’ έχει ανανεώσει η ενεργητική υποταγή μου σ’ αυτή τη θαυμαστή γλώσσα. Κάθε λέξη, επιτρέποντας στον εαυτό μου να τη χρησιμοποιήσω κατά την άνεσή μου και σύμφωνα με την αλήθεια που υπηρετώ, μου προσφέρει μια απροσδιόριστη καινοτροπία στη χρήση της. Είναι κάτι που, ενώ ελάχιστα θυμίζει μόχθο, χαρίζει ωστόσο όλες τις αποκαλύψεις που προέρχονται από αυτόν».
Δεν χάθηκε, όχι, μεταμορφώθηκε εκείνο που υπήρξε.
(Ω τι ανείπωτη ευτυχία η επιστροφή του.)
Τότε ήταν γιορτή και κατάνυξη και κίνδυνος,
ύστερα έπεσε αργά όπως το βράδυ,
τώρα είναι πρόσωπο και χέρι και κόμη:
Ω τι ανείπωτη ευτυχία η επιστροφή του.
Εσύ πόλη λευκή στο ευλαβικό του Ρόμπια κυανό
με τους λόφους σου καρποφόρες γιρλάντες,
με τις αυλές σου στητές σαν να σέρνουν χορούς
γύρω απ’ των πηγαδιών τους κύκλους:
πώς ξέρεις να χιμάς στο αίσθημα και να λάμπεις
και μια βραδιά έξω απ’ τα σύνορά σου
να εκτείνεσαι για το χατίρι μιας γυναίκας
κάποιας που, σαν να σ’ έκρυβε με το προφίλ της,
λίγο χρειάζεται μόνο να στραφεί, κι αμέσως –
πόλη απαστράπτουσα σε κοιλάδα από μαλαχίτη –
η εικόνα σου θα εμφανιστεί καθαρή, ακηλίδωτη·
απ’ τις καμπάνες σου παίρνει το βήμα της ρυθμό.
Κι όπως τα σύννεφα συχνά πέρα απ’ τη γη
μιμούνται των τοπίων της το περίγραμμα:
έτσι κυλάει στη στάση της και στις κινήσεις της
των λοφίσκων σου το ανείπωτο.
…Και λένε πως η ζωή είναι όνειρο: μα όχι·
όχι μόνο όνειρο. Το όνειρο είναι κομμάτι της ζωής.
Ένα τρελό κομμάτι, όπου πρόσωπο και ύπαρξη
μπλέκονται, υφαίνονται το ένα μέσα στ’ άλλο
σαν χρυσά ζώα, βασιλείς της Θήβας
από τον θάνατο (που καταλύεται) ξεριζωμένοι.
Το όνειρο είναι ύφασμα ακριβό που κυλάει από πάνω σου,
το όνειρο είν’ ένα δέντρο, μια λάμψη που χάνεται, ένας φθόγγος –
ένα αίσθημα που μέσα σου αρχίζει και τελειώνει
είναι το όνειρο· ένα ζώο που στα μάτια σε κοιτάζει
είναι το όνειρο· ένας άγγελος που σε χαίρεται
είναι το όνειρο. Τ’ όνειρο είναι η λέξη που απαλά
στις αισθήσεις σου πέφτει σαν το πέταλο
που μένει κολλημένο στα μαλλιά σου: αραιό, συγκεχυμένο, ανίσχυρο –
τα χέρια σου υψώνεις: πάλι έρχεται όνειρο,
εισβάλλει μέσα σου σαν την μπάλα που πέφτει –
τα πάντα σχεδόν ονειρεύονται -,
κι εσύ τα φέρεις όλα.
Εσύ τα φέρεις όλ’ αυτά. Τι όμορφα που τα φέρεις.
Όμοια με των μαλλιών σου το φορτίο.
Κι από τα βάθη έρχονται, κι από τα ύψη
σε φτάνουν και στις χάρες σου προσθέτουν...
Όπου είσαι εσύ μάταιη ποτέ δεν είναι η προσμονή,
γύρω σου τα πράγματα πουθενά δεν ραγίζουν,
κι εγώ σαν να έχω δει καλά
πως μέσα στη ματιά σου ζώα κολυμπούν
και πίνουν το διαυγές παρόν σου.
Μόνο ποια είσαι: αυτό δεν γνωρίζω. Γνωρίζω
μόνο τη δόξα σου να ψάλλω: επικός κύκλος
γύρω από μια ψυχή,
κήπος γύρω από σπίτι,
που στα παράθυρά του είδα τον ουρανό – .
Κι όταν νυχτώνει – : τι μεγάλα αστέρια
θα καθρεφτίζονται σ’ ετούτα τα παράθυρα...
Όλα λοιπόν μοιάζουν καλά, αφού
τόση γαλήνη ακολουθεί την τόση ανησυχία·
η ζωή, η δική μας, κυλάει σαν πρελούδιο,
κάποτε ωστόσο η μελωδία που μας ξαφνιάζει
μας ανήκει, όπως ανήκει στο όργανό της.
Άγνωστο χέρι… Νιώθει τουλάχιστον χαρά,
όταν κάνει να ηχήσουν μελωδικά
οι χορδές μας;– Ή κάποιος το αναγκάζει
και στο νανούρισμα ακόμα ν’ αναμείξει
όλους μας τους ανομολόγητους αποχαιρετισμούς;
*
Ας μείνουμε εδώ πλάι στη λάμπα κι ας μη μιλήσουμε πολύ·
τα λόγια είναι λειψά μπροστά σε όσα ομολογεί
το βίωμα στη σιωπή του· μοιάζει με την παλάμη
θεϊκού χεριού.
Ναι, είναι ένα χέρι άδειο, αυτό το χέρι·
αλλά ένα χέρι ανώφελα δεν ανοίγει ποτέ,
κι είναι ό,τι μας συνδέει.
Δεν είναι το δικό μας χέρι: εμείς σπρώχνουμε βίαια
ό,τι κυλάει αργά. Κι ωστόσο ένα χέρι
που ανοίγεται είναι δράση. Ας δούμε
τη ζωή που μέσα του αφθονεί.
Εκείνος που κινείται δεν είναι ο δυνατός.
Τι αξιοθαύμαστη η σιωπηρή συναίνεσή του
προτού ακόμα η δύναμη ξυπνήσει.
Απομένει καθόλου γεύση της ζωής μέσα σ’ αυτούς
τους τάφους; Κι οι μέλισσες άραγε βρίσκουν
στα στόματα των λουλουδιών μια σχεδόν-λέξη που
σωπαίνει; Ω άνθη, αιχμάλωτα των ενστίκτων μας
για ευτυχία, μήπως μας έρχεστε ξανά με τους
νεκρούς μας να κυλούν στις φλέβες σας; Πώς
να ξεφύγετε από τη λαβή μας, άνθη; Πώς
να μην είστε τα δικά μας άνθη; Μήπως με όλα
τα πέταλά του απομακρύνεται από μας το ρόδο; Μήπως
θέλει να είναι ρόδο-μονάχο, μονάχα-ρόδο; Και ύπνος
κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα;
Στον στεναγμό της αγαπημένης
η νύχτα όλη διεγείρεται,
ένα σύντομο χάδι
διατρέχει τον έκθαμβο ουρανό.
Νιώθεις πως στο σύμπαν
κάποια δύναμη στοιχειώδης
ξαναγίνεται μητέρα
για κάθε έρωτα που σβήνει.
*
Νερό βιαστικό, νερό που τρέχεις –, νερό που ξεχνάς
και το επιπόλαιο χώμα σε πίνει,
αργοπόρησε μια στιγμούλα μες στη χούφτα μου,
θυμήσου!
Διάφανη και γοργή αγάπη, αδιαφορία,
θα ’λεγες απουσία που τρέχει,
ανάμεσα στο πολύ του ερχομού και της φυγής σου
τρέμει μια ελάχιστη παραμονή.
*
Τι γαλήνη να συμφωνώ κάποιες φορές μαζί σου
μεγάλε μου αδελφέ, σώμα μου εσύ,
τι γαλήνη να έχω τη δύναμη
της δύναμής σου,
να σε νιώθω φύλλο, μίσχο, φλοιό
και καθετί άλλο που μπορείς να γίνεις,
εσύ, τόσο κοντά στο πνεύμα.
Εσύ, τόσο απροσποίητο κι αδιαίρετο
στην έκδηλη χαρά σου που είσαι
το δέντρο που χειρονομεί
και στιγμιαία καθυστερεί
τους ουράνιους ρυθμούς
για να παρεμβάλει τη ζωή του.
*
Αλλά πόσα λιμάνια, και μες στα λιμάνια
πόσες πύλες, φιλόξενες ίσως,
πόσα παράθυρα
απ’ όπου η ζωή κι ο μόχθος σου είναι ορατά.
Πόσοι φτερωτοί σπόροι του μέλλοντος
σπρωγμένοι απ’ την αυθαιρεσία της καταιγίδας,
μια τρυφερή μέρα γιορτής
θα δουν την άνθισή τους να σου ανήκει.
Πόσες ζωές πάντα σε συμμετρία·
κι από τον δρόμο που παίρνει η ζωή σου
στον κόσμο αυτόν ανήκοντας,
τι τεράστιο μηδέν για πάντα ακυρωμένο.
*
Αυτό το άλογο που πίνει απ’ την πηγή,
αυτό το φύλλο που πέφτοντας μας αγγίζει,
αυτό το άδειο χέρι ή αυτό το στόμα
που θα ’θελε να μας μιλήσει και δεν τολμά σχεδόν – ,
Τόσες παραλλαγές της ζωής που ησυχάζει,
τόσα όνειρα του πόνου που μισοκοιμάται:
Ω εκείνος που η καρδιά του δεν πονάει,
ας ψάξει το δημιούργημα κι ας το παρηγορήσει.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ράινερ Μαρία Ρίλκε ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ