Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/pyxides/syggrafeis-poy-kapote-diesxisan-ton-xarth-ths-ellhnikhs-logotexnias-kwstas-oyranhs
Ο Κώστας Ουράνης (ψευδώνυμο του Κώστα Νεάρχου ή Νιάρχου, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1890 και πέθανε στην Αθήνα το 1953) υπήρξε ένας από τους πλέον χαρισματικούς εκπροσώπους της ελληνικής ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας μας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Κοσμοπολίτης, διακριτικά τρυφερός, συγκρατημένα νοσταλγικός, ευαίσθητα διαισθητικός – στα ποιήματα, στα πεζά, στις κριτικές του.
Μέσα στην πρώτη δεκαετία του αιώνα θα εγκατασταθεί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στην Αθήνα και θα εργαστεί στην Ακρόπολη
του Βλάση Γαβριηλίδη. Κατόπιν, και με το πρόσχημα ανώτερων σπουδών, θα φύγει στο εξωτερικό, αλλά τελικά θα τον κερδίσει ένας άλλος τρόπος ζωής και σκέψης – αυτός που τάραζε τους φιλολογικούς κύκλος του Παρισιού.
Θα κατοικήσει για μερικά χρόνια σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, ενώ η υγεία του θα κλονιστεί, καθώς θέλησε να ζήσει με τον τρόπο των Γάλλων παρακμιακών του τέλους του 19ου αιώνα.
Θα επιστρέψει στην Αθήνα το 1924 και θα γίνει –κυρίως με τα ποιήματά του– ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού στον τόπο μας.
Δημοσιογραφεί σε εφημερίδες, συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζει Πόου, Μπωντλαίρ, Βαλερύ, Τ.Σ. Έλιοτ κ.ά.
Η άμεση επαφή του με όλους αυτούς τους συγγραφείς επιδρά στο δικό του έργο, αλλά στη συνέχεια και ο ίδιος επέδρασε στα έργα μετέπειτα ποιητών –Άγρα, Λαπαθιώτη κ.ά.– αλλά και πεζογράφων – Παπαντωνίου, Καραβία, Βουσβούνη κ.ά.
Αν και δεν έγραψε το «μεγάλο» ποίημα, σίγουρα μας άφησε όμορφα ποιήματα που αγαπήθηκαν και στην εποχή του, αλλά που μέχρι και σήμερα έχουν τη δύναμη να ενεργοποιήσουν νέους ποιητές, αλλά και μουσικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως ποιήματά του τα έχουν ντύσει με νότες συνθέτες της νεότερης γενιάς (Ευ. Ρεμπούτσικα, Δ. Παπαδημητρίου, Διάφανα Κρίνα, Χρ. Θεοφιλάτος Δ. Κογιάννης, κ.ά).
Εκείνο, λοιπόν, που –κατά την άποψή μου– χαρίζει ζωντάνια στο έργο του είναι αυτή η νοσταλγική και συχνά θλιμμένη ματιά με την οποία η ποίησή του περιγράφει όχι τόσο μια εποχή που χάθηκε –και χάνεται– αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο που αφέθηκε –και αφήνεται– να χαθεί.
Αν διαβάσει κανείς με αυτήν τη διάθεση την ποίηση αλλά και τα πεζά (ταξιδιωτικά και μη) του Ουράνη, θα προσέξει πως έχουν κάτι το ανθρωποκεντρικό. Οι τόποι δημιουργούν συναισθήματα γιατί εκείνοι που τους κατοικούνε συναισθάνονται.
Κι ακόμα αφήνουν την εντύπωση μιας ποίησης που δεν περιορίζει τα ερεθίσματά της από γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Διαχρονικά κοσμοπολίτικη, ιδιότυπα τυχοδιωχτική.
Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία
(Νοσταλγίες)
Να ’μαι κι εγώ στο μέσο της ζωής μου,
μα δάσο σκοτεινό δε βλέπω μπρος μου
κι ούτε το φάντασμα του Βιργιλίου,
να γίνει παραστάτης κι οδηγός μου
(Nel mezzo del’ cammin)
Γυναίκες που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη
(Περαστικές)
Τα φορτηγά καράβια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
– απ’ του Μουρμάγκ τη παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη
(Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι)
*
Στα δυο κείμενα του που ακολουθούν μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως έχουν στην ουσία και το ίδιο θέμα –την πλήξη των επαρχιών της Ελλάδας του Μεσοπολέμου– αλλά και την ίδια αίσθηση μέτρου του λόγου και την ίδια συναισθηματική συμμετοχή να τα διαπερνά.
Όσο όμως κι αν αυτή πλέον η ελληνική επαρχία, τόσο του πεζού όσο και του ποιήματος, δεν υπάρχει, το κλίμα που περιγράφεται εξακολουθεί να ισχύει όχι σε μικρές κωμοπόλεις του χτες, αλλά στις αντίστοιχες του σήμερα, αυτές που κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών ασφυχτιούν από το πλήθος των τουριστών και στη συνέχεια, όταν πια έρθει ο χειμώνας, βυθίζονται –και μαζί με αυτές και οι μόνιμοι κάτοικοί τους– στην πλήξη και την ανία.
Η μοναξιά των τόπων μπορεί να άλλαξε την αιτία δημιουργίας της, μα δεν αλλοιώθηκε η χροιά της. Απλώς όπου «ηρωίδα μυθιστορήματος» ας διαβάσουμε «ηρωίδα τηλεοπτικής σαπουνόπερας» και όπου «νυσταγμένες κινήσεις» ας σκεφτούμε «παθητικά βλέμματα προς μια οθόνη».
Και θα πρότεινα ακόμη αυτά τα δύο κείμενα να διαβαστούν και ως το ένα συμπλήρωμα του άλλου.
Το μικρό πεζό αποτελεί τον καμβά που πάνω του θα έρθει να σχεδιαστεί η ζωή των πρωταγωνιστριών του ποιήματος. Το σκηνικό που περιγράφει το πρώτο αποτελεί το χώρο μη δράσης του δευτέρου.
Τελικά μπορεί να διαφοροποιούνται οι τεχνικές αφήγησης, αλλά αυτές που επιβιώνουν είναι όσες στηρίζονται στην ποιότητα της γλώσσας και στην κατανόηση του προβλήματος του άλλου.
Συλλογιέμαι κάποιες μικρές λησμονημένες κωμοπόλεις απομακρυσμένων επαρχιών, όταν βρέχει, το χειμώνα, παγερά και μονότονα – κι ο ουρανός είναι μολυβένιος, κι όλα είναι μουσκεμένα, και τα παλαιά σπίτια μοιάζουν πιο παλιά, κι η γύμνια των δέντρων είναι πιο σπαραχτική, κι οι άνισοι δρόμοι είναι έρημοι κι είναι σα να μην οδηγούν πουθενά.
Αν δεν ήταν μια καμινάδα που καπνίζει, ένα βρεγμένο σκυλί που τρέχει με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια να χωθεί κάπου, θα ’λεγε κανένας πως είναι ακατοίκητες. Τα παράθυρα είναι κλειστά, οι πόρτες φουσκωμένες από το νερό, δεν ανοίγουν, στις αυλές είναι σωριασμένα σαπισμένα φύλλα και στα μεγάλα έρημα λιακωτά τα λουλούδια έχουν μαραθεί στις γλάστρες τους.
…Κάποτε σαν ένα φάντασμα, παρουσιάζεται σ’ ένα τζάμι παραθύρου μια θαμπή μορφή, κοιτάει τον ουρανό που είναι μολυβένιος, τη βροχή που δε σταματάει, το δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά – κι αποσύρεται ξανά, θαμπή και ανώνυμη, σαν μέσα σε βάθη ανυπαρξίας.
Οι ώρες περνάν χωρίς αλλαγή – ναρκωμένες από το κρύο, σκεβρωμένες από την υγρασία. Οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια τους έχουν τη σκυθρωπή απάθεια των φυλακισμένων που ξεπέρασαν την απόγνωσή τους. Παν κι έρχονται με κάτι το νυσταγμένο στις κινήσεις τους και χωρίς να λένε τίποτε μεταξύ τους. Από τότε που βρέχει, εξάντλησαν και την κουβέντα και τις σκέψεις τους. Οι νέες πιάνουν κι αφήνουν άθυμα τα μυθιστορήματα γιατί τα ’χουν μάθει απ’ έξω. Οι πατέρες, κοντά στο τζάκι, ανασκαλεύουν μηχανικά τις στάχτες, κι οι γυναίκες, μην έχοντας να κάνουν τίποτα, είναι σαν εξουθενωμένες από τη συναίσθηση της αχρηστίας τους. Τα σπίτια είναι βυθισμένα σε μια παγερή σιωπή Ακόμα κι οι πετεινοί έχουν ναρκωθεί μέσα στα κοτέτσια τους. Μοναχά ένα πρόβατο, δεμένο σε μια καμάρα, βελάζει λυπητερά και δίχως αιτία.
…Άξαφνα, από μια γωνιά δρόμου προβάλλει μια σιλουέτα γυναίκας κάτω από μιαν ομπρέλα. Και σα να τους μήνυσαν –ποιος; πότε;– δυο, τρεις, πέντε θαμπές μορφές φαίνονται αμέσως πίσω από τα τζάμια τους, κατάπληκτες για το μεγάλο, το απίθανο αυτό γεγονός και προσπαθούν να διακρίνουν ποια νά ’ναι αυτή –η κυρία ειρηνοδίκου νά ’ναι ή η κυρία υπαστυνόμου;– που βγήκε με τέτοιο καιρό από το σπίτι της και πηγαίνει έτσι μοναχή της μέσα στη βροχή και στην ερημιά…
Η γυναίκα έχει πια χαθεί στο βάθος του γυμνού δρόμου, μα οι μορφές είναι ακόμα πίσω από τα τζάμια κι απορούν και σκανδαλίζονται κι αναρωτιούνται τι τάχα να συμβαίνει και βγήκε η κυρία ειρηνοδίκου –ή μήπως ήταν η κυρία υπαστυνόμου;– και πού να πήγαινε. Κι αν δεν είχε τρελαθεί να περπατάει έτσι μέσα στη βροχή και την ερημιά, ενώ όλος ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του, τα βυθισμένα στην παγερή σιωπή τους…
Ι
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλoμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...
ΙΙ
Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να ’ρθει, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και να μάθουν τι απόγινε η όμορφη ηρωίδα;
Όπου ανταλλάσσουν καρτ-ποστάλ, «ιδίως τοπία και άνθη»
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' ένα άγνωστον, που μ’ άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;
Που γράφουν καλλιγραφικά και μ’ ανορθογραφίες –
«σκέψεις» μες σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: «Ανέραστος Ψυχή» ή «Θλιβερά Καρδία»;
ΙΙΙ
Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της Έμμας Μποβαρύ αδερφές – και πάντα καρτεράνε
τον Νέο τον ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε.
Πότε θα ’ρθει; Πότε θα ’ρθει από τα γαλανά
βασίλεια της χίμαιρας, μ’ ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλια,
αχ!, γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;
Δε νιώθει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δε φοβάται, σα θα ’ρθεί –μια μέρα– να μη βρει
σβηστό το φως –κι αλίμονο– νεκρές τις Εστιάδες;
Πότε θα ’ρθει; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
το έρημο με τα χλoμά και κρύα δειλινά
οι νέες των επαρχιών κoιτάν ρεμβές το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...