Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/biblia/alikh-stellatoy-gata-ston-khpo
Αλίκη Στελλάτου, Γάτα στον κήπο, Κίχλη 2018
*
Τι είναι πραγματικό και τι όχι από όσα αφηγείται η διχασμένη αφηγήτρια στη νουβέλα της Αλίκης Στελλάτου Γάτα στον κήπο; Και ποιο είναι το πραγματικό της πρόσωπο; Η Μάρθα ή η Μαρία; Η Μάρθα είναι εκείνη που μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, κατά την περικοπή του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, η οποία παρατίθεται ως επιγραφή της νουβέλας, ενώ η Μαρία εκείνη που την αγαθήν μερίδα εξελέξατο. Εδώ όμως η Μάρθα και η Μαρία συνυπάρχουν· και, αν η Μαρία είναι εκείνη που πηγαινοέρχεται πλένοντας τα πιάτα, ξύνοντας το κενό της πιατοθήκης, προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι απροσδιόριστο, είναι και η ίδια που έχει επιλέξει να μετατρέψει το όνομά της σε Μάρθα. Προσπαθεί, λοιπόν, η Μάρθα να επαναφέρει τη Μαρία σε μια πραγματικότητα χωρίς κενά, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ή συμμαχεί μαζί της στην προσπάθεια να διευρυνθεί το κενό; Γιατί το κενό αφενός τρομάζει, αφετέρου προστατεύει. Γύρω από αυτήν τη διττή λειτουργία του περιστρέφεται η νουβέλα.
Χωρίς όνομα δεν υπάρχει τίποτα, σκέφτεται στην αρχή του μονολόγου της η Μαρία-Μάρθα. Η οποία, δημιουργώντας τη συλλαβή θα στο τέλος του δικού της ονόματος, έχει ήδη υποσυνείδητα συνδεθεί με τον θάνατο. Αυτόν που προσπαθεί να μην αντικρίσει σε όλη τη διάρκεια της περιπλάνησής της· αλλά και αυτόν τον οποίο προσπαθεί, εξίσου επίμονα, να αποκαλύψει. Γρατζουνώντας κάθε τόσο την πιατοθήκη, επειδή την ενοχλεί το κενό στην επικάλυψή της, χαρίζει στο κενό λίγο ακόμα χώρο. Αντίστοιχα, επιμένει να γρατζουνάει τη δική της επικάλυψη: μιας γυναίκας που πλένει τα πιάτα και τριγυρίζει στα δωμάτια του σπιτιού της προσπαθώντας να θυμηθεί τι δουλειές έχει να κάνει. Πίσω από αυτήν τη γυναίκα, υπάρχει μια άλλη που πρέπει και δεν πρέπει να εμφανιστεί. Όπως στην πιατοθήκη, με το ξύσιμο φαίνεται το πραγματικό υλικό κάτω από την επικάλυψη. Αλλά αυτό το πραγματικό υλικό δεν είναι όμορφο και πρέπει να κρυφτεί· η πιατοθήκη γυρίζει, λοιπόν, προς τον τοίχο. Και η αφηγήτρια γυρίζει προς τις αναμνήσεις της αναζητώντας μια προστασία: στο άρωμα της λεμονιάς, στις διακοπές σε ένα νησί, σε έναν πρώτο έρωτα, στην προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις, στον αγαπημένο αδελφό της μητέρας, τον θείο Βήσσο. Μόνο που η καταφυγή στη μνήμη δεν λειτουργεί προστατευτικά. Αντίθετα, ενεργοποιεί μια διαδικασία γνώσης που θα οδηγήσει, τελικά, στη θέαση του κινδύνου: στη θέαση του απωθημένου συμβάντος.
Το δροσερό αεράκι που φυσάει από το ανοιχτό παράθυρο πάνω στα πλυμένα πιάτα ανακαλεί ένα άλλο αεράκι που ανάγκασε την αφηγήτρια να σκεπαστεί με σεντόνι, παρότι ήταν ακόμα καλοκαίρι: θα πρέπει να ήταν εκείνο το βράδυ που συνειδητοποίησα ότι κρύωνα, σκέφτεται. Όπως και με το κενό της πιατοθήκης, η στάση της απέναντι στο κρύο είναι αμφίρροπη. Επιζητεί τόσο το σκέπασμα όσο και την πρόκληση του κρύου. Αλλά το αεράκι που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο δεν είναι μον της δημιουργεί μιαα. Τον αέρα σάχα το αεράκι μιας καλοκαιρινής νυχτερινής δροσιάς. Είναι και το αεράκι που φυσούσε σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Πελοποννήσου, στην πανσιόν της κυρίας Λεμονιάς, εκεί όπου κυριαρχούσε το άρωμα από τις λεμονιές που έμπαιναν σχεδόν από το ανοιχτό παράθυρο. Ένα κλαδί λεμονιάς που έχει μπει από το ανοιχτό παράθυρο βρίσκεται στο επίκεντρο της περιπέτειας· της ανάκλησης αυτού που επιζητεί να φέρει κοντά της και ταυτοχρόνως να αποκρύψει από τον ίδιο της τον εαυτό η αφηγήτρια. Με τη σειρά τους, οι καλοκαιρινές διακοπές στην πανσιόν συνδέονται με τον Ηλία: το αγόρι που θα ξεχαστεί όπως ο καλοκαιρινός ήλιος· το αγόρι που ερωτοτροπεί με την αφηγήτρια, ενώ εκείνη ξύνει με το νύχι της τον κορμό μιας λεμονιάς, ανοίγοντας και πάλι χώρο στο κενό. Κίνηση αμηχανίας μιας πρωτόβγαλτης ερωτικά κοπέλας ή κίνηση προφητική; Στον έρωτα η αφηγήτρια θα βρίσκει πάντα ένα κενό· και θα επιχειρεί να προφυλαχτεί από αυτό αλλά και να το διανοίξει για να δει τι βρίσκεται από πίσω: το πραγματικό υλικό, που δεν είναι άλλο από το δικό της αληθινό πρόσωπο, καλυμμένο κάτω από την αλλαγή του ονόματος.
Το δικό της αληθινό πρόσωπο είναι εκείνο που βλέπει ίσως ο θείος Βήσσος την ώρα του θανάτου του. Την ώρα που η αφηγήτρια έχει κάτσει δίπλα του ζητώντας να ακούσει τα σοφά ύστατα λόγια ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο κατώφλι του άλλου κόσμου, θεάται, επομένως, με προνομιακό τρόπο αυτόν που αφήνει. Κάτι σαν κατακλείδα περιμένει να ακούσει η αφηγήτρια. Το νόημα της ζωής, της δικής του και της δικής της· ίσως και μια πρόβλεψη του μέλλοντός της. Τα λόγια του θείου Βήσσου αδυνατεί να τα ανακαλέσει. Θυμάται όμως το βλέμμα του, που είναι σαν να κοιτάζει αλλού και ταυτοχρόνως σαν να είναι καρφωμένο στην πραγματική εκείνη. Σε μια Μαρία-Μάρθα που δεν κάθεται δίπλα του αλλά στέκεται στην πόρτα. Η μορφή της μοιάζει να τον τρομάζει. Είναι η μορφή του θανάτου; Αυτό που αντικρίζει ο ετοιμοθάνατος είναι όντως το μέλλον μιας κοπέλας που θα γίνει ή θα επιθυμήσει να γίνει φόνισσα; Το μέλλον μιας κοπέλας που θα βυθιστεί σε ένα σκοτάδι πυκνότερο από του θανάτου; Ή είναι ο δικός του θάνατος; Η σκηνή ανακαλεί, πάντως, τον στίχο του Cesare Pavese: Θα έρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου.
Για την απώλεια της μνήμης της (και της ζωής της), η αφηγήτρια μέμφεται τον αέρα που φύσηξε απ' το μισάνοιχτο παράθυρο εκείνον τον Ιούλιο των λίγων ημερών: τον Ιούλιο του Ηλία. Τον αέρα στον οποίο προσπαθεί τις νύχτες να αντισταθεί μένοντας ξεσκέπαστη, τον αέρα που φέρνει το άρωμα από τις λεμονιές. Είναι εκείνος ο μισός πρώτος έρωτας που σημαδεύει την υπόλοιπη ζωή της; Είναι η έμφυτη αδυναμία της να συμβιβαστεί με τα μικρά κενά, να τα αφήσει να υπάρχουν χωρίς να τα ξύνει για να τα μεγαλώσει, χωρίς να επιχειρεί να τα κρύψει; Πάντως, από τότε αδυνατεί να δώσει ονόματα στα πράγματα· και αυτό την εγκλωβίζει σε έναν άρρηκτο κύκλο μέσα στον οποίο στριφογυρίζει, με χαμένο τον εαυτό της. Οι πράξεις οι δικές της, οι πράξεις των άλλων, τα λόγια των άλλων βρίσκονται μπερδεμένα σε έναν χωροχρόνο δυσπρόσιτο για την ίδια· τον προσεγγίζει λίγο μες στα όνειρά της και της ξεφεύγει πάλι. Εκεί, στα όνειρά της, προσπαθεί να ακούσει τα τελευταία λόγια του θείου Βήσσου, ο οποίος θα της υποδείκνυε ίσως έναν προορισμό.
Με χαμένο τον προορισμό της οδηγεί στο κέντρο της Αθήνας· μια απώλεια που της δημιουργεί ανείπωτη αγωνία. Πάλι, τίθεται το ερώτημα της χρονικής σχέσης της αφήγησης με την ιστορία: η αγωνία βιώνεται τότε, όταν οδηγεί χωρίς προορισμό, ή εμφυτεύεται στο βίωμα τώρα, που η αφηγήτρια γνωρίζει τι έπραξε καθώς οδηγούσε με έναν πολύ συγκεκριμένο προορισμό στο υποσυνείδητό της; Τον προορισμό του θανάτου, όχι του δικού της αλλά του άλλου, στα μάτια του οποίου επιχειρούσε να κοιταχτεί και να υπάρξει. Αυτή η οδήγηση, που θα αποδειχτεί σύντομη γραμμική πορεία, με συγκεκριμένο τέρμα για τον άλλον, τον συνοδηγό, θα εγκλωβίσει την ίδια στους άτμητους κύκλους της μνήμης – που είναι ταυτοχρόνως και άτμητοι κύκλοι της λησμονιάς. Τη λησμονιά, άλλωστε, καλούσε το τραγούδι της κυρίας Λεμονιάς τότε στην πανσιόν: Του Παραδείσου λεμονιά ένα κλαδάκι λησμονιά φύλαξε και για μένα. Στους επόμενους στίχους του τραγουδιού (που δεν τους θυμάται πια, δηλώνει η αφηγήτρια) η λησμονιά και η λεμονιά συνδέονται με τα σπασμένα φτερά της αγάπης καθώς και με τον βίαιο θάνατο: Του παραδείσου λεμονιά / κρύψε τα ρούχα του φονιά / στης πίκρας το ντουλάπι.
Αυτό που έχει τραυματίσει την αφηγήτρια έχει μόλις συντελεστεί; Και είναι εξαιτίας αυτού του γεγονότος που εκείνη ξαναδιαβάζει το παρελθόν της σαν κάτι σκαλωμένο σε κύκλους άτμητους, σαν κάτι που έμενε πάντα μισό, με τα κενά του να ανοίγονται όλο και περισσότερο; Ή το τραύμα βρίσκεται καλά κρυμμένο στο παρελθόν, και είναι αυτό που μετατρέπει τα πάντα σε υποδοχείς του κενού, οδηγώντας στη μόνη έξοδο από το κενό: στην απόλυτη συνάντηση μαζί του; Πάντως, εκείνος ο μισός έρωτας με τον Ηλία και η σκηνή του θανάτου του θείου Βήσσου βρίσκονται στο ξεκίνημα ενός κύκλου η συνέχεια του οποίου θα μορφοποιηθεί με τη μοιραία οδήγηση στους δρόμους της Αθήνας.
Η αμφιβολία για τις σχέσεις αιτίου και αιτιατού αποτελεί βασικό παράγοντα της γοητείας της νουβέλας. Η διπλή αφήγηση της Μάρθας-Μαρίας, σε πρώτο και σε δεύτερο πρόσωπο, παρασύρει τους αναγνώστες μέσα στους δικούς της κύκλους· η συγγραφέας δεν επιτρέπει ούτε μια στιγμή την αποστασιοποίηση και την εκλογίκευση, κατορθώνοντας να μας καταστήσει μετόχους της ψυχικής διαταραχής, όχι θεατές. Χαρακτηριστική του τραύματος της αφηγήτριας είναι η εμμονή της στο ολόκληρο. Το μισό δεν είναι χρέος· ούτε το μισό, επαναλαμβάνει σε σχέση είτε με την κλήση που θα πληρώσει για παράνομη στάθμευση είτε με το ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Μισάνοιχτο είναι και το παράθυρο από όπου μπαίνει το κρύο αεράκι του καλοκαιριού, αλλά και από όπου θα μπει το θανατηφόρο κλαδί της λεμονιάς-λησμονιάς: το σημείο προορισμού τής χωρίς προορισμό οδήγησης. Μισοτελειωμένα είναι και τα όνειρα για τον θείο Βήσσο, μισά και τα κενά που σχηματίζονται στην πιατοθήκη ή στο δέντρο. Μόνο που η διαδρομή από το μισό στο ολόκληρο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, επειδή, σύμφωνα με το παράδοξο του Ζήνωνος, κάθε φορά δεν μπορεί παρά να καλύπτει κανείς το μισό του μισού κι έπειτα το μισό του υπόλοιπου μισού, χωρίς να φτάνει ποτέ. Γι' αυτό και η αφηγήτρια, όταν ολοκληρώνει ή φαντάζεται πως ολοκληρώνει την πράξη της, βρίσκεται αιχμάλωτη των μισών βιωμάτων· ενός εσαεί μισού εαυτού.
Νωρίτερα, η μόνη φορά που πίστεψε ότι κάτι ολοκληρωνόταν ήταν στην πρώτη της συνάντηση με αυτόν: τον Θάνο που έχει το θα του θανάτου κι εκείνος στο όνομά του. Τίποτα δεν έβλεπες. Μόνο την ελπίδα είχες ότι αυτός θα ήταν. Ότι επιτέλους θα τελείωνες. Αυτός. Σήκωσες κι εσύ το ποτήρι σου και τον κοίταξες πίσω απ' το δικό σου. Είχε το σχήμα των κενών σου. Σχήμα που θα παγιδεύσει την αφηγήτρια. Ενώ αφενός μοιάζει να είναι ό,τι πιο δικό της: κάτι που μπορεί να το προχωρήσει, να το ανασχηματίσει, να ενώσει τα κομμάτια του, αποκαλύπτοντας το πραγματικό υλικό που κρύβεται κάτω από τη γυαλισμένη επιφάνεια, αφετέρου είναι κάτι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ και, ταυτοχρόνως, ένας χωροχρόνος όπου δεν ισχύουν οι κανόνες της βαρύτητας, της κίνησης, της σχέσης με τα πράγματα. Έτσι, η αφηγήτρια βρίσκεται να στοχάζεται το οριζόντιο βάθος, να οδηγεί αφήνοντας ανέγγιχτο το φρένο, να μην γνωρίζει αν διακρίνει τα χρώματα ή αν τα έχει χάσει. Τι σχήμα είχαν τα κενά σου; ρωτά τον εαυτό της. Και η απάντηση: Δεν ήξερες να οδηγείς νύχτα. [...] οδηγείς συνεχώς με το πόδι κολλημένο στο γκάζι. Μοιάζει με κατάδυση που δεν αντιστέκεται στα βαρίδια· δεν θέλει, όχι δεν μπορεί. Η ερωταπόκριση αυτή (άσκηση και λύση άσκησης χαρακτηρίζεται) είναι χαρακτηριστική της τεχνικής που χρησιμοποιεί η Αλίκη Στελλάτου. Η ερώτηση δεν φωτίζεται ποτέ από την απάντηση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την ολοκλήρωση μιας πράξης, την τομή των κύκλων. Με κάθε απάντηση, η αφηγήτρια ανοίγει έναν νέο κύκλο, στον οποίο και στροβιλίζεται, ώσπου να βρεθεί ξανά, εξίσου αιφνιδιαστικά, εξίσου αναπόδραστα και εξίσου αποπροσανατολισμένη, στον προηγούμενο.
Γι' αυτό και αδυνατεί να θυμηθεί: να συγκροτήσει κάτι που δεν είναι λησμονιά. Αλλά και αδυνατεί να λησμονήσει βρίσκοντας τη γαλήνη. Σε ξεχνάω για να σε θυμάμαι / κάθε μέρα πιο βαθιά / Μνήμη μιας άλλοτε / ανάμνησης Μιας / αξέχαστης λησμονιάς: οι στίχοι αυτοί της Ζέφης Δαράκη μοιάζουν να συνοψίζουν τη διπλή αδυναμία της Μάρθας-Μαρίας. Οι προορισμοί μπλέχτηκαν με τους χρόνους, συνειδητοποιεί η αφηγήτρια όταν αναλογίζεται τη χωρίς προορισμό οδήγησή της. Οδηγεί για να φτάσει στο μέλλον της ή για να ξαναβρεί το παρελθόν της; Ή, ακόμη, για να κατορθώσει να εκτείνει το παρόν σύμφωνα με τη δική της βούληση και όχι σύμφωνα με τα ρολόγια και τα ημερολόγια, στα οποία πάντα δυσφορούσε; Η διαστολή του χρόνου επιτυγχάνεται ίσως μόνο μέσω του έρωτα. Πού είναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει; ρωτά ο Σεφέρης. Και αντίστοιχα ο Ελύτης: Ίσια, ναι, πάει ο χρόνος, αλλά ο έρωτας κάθετα και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ. Η οδήγηση της Μάρθας-Μαρίας αποσκοπεί στην ανεύρεση του έρωτα· και, όταν αυτή αποδεικνύεται ανέφικτη, στη θανάτωσή του. Σε κάθε περίπτωση, στην έξοδο από την εκκρεμότητα, από τον εγκλωβισμό σε έναν χρόνο μετρημένο από τους άλλους, σε έναν χρόνο όπου το υποκείμενο δεν πραγματώνεται. Μόνο που η συγκεκριμένη έξοδος θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο χρόνος θα ακυρωθεί μεν, δεν θα αποσβολωθεί, ούτε θα κοπεί στα δύο. Θα πολλαπλασιαστεί φασματικά και θα μετατραπεί σε άτμητους και ατελείωτους κύκλους μέσα στους οποίους θα περιδινείται εσαεί η αφηγήτρια.
Στα Ευαγγέλια η Μάρθα και η Μαρία είναι οι αδελφές του Λαζάρου, σχετίζονται, λοιπόν (τουλάχιστον σε μία από τις αφηγήσεις), με το θαύμα της ανάστασης. Ένα είδος ανάστασης επιχειρεί να επιτύχει και το ένα από τα δύο πρόσωπα που συναπαρτίζουν την αφηγήτρια: να καλέσει το άλλο στο παρόν της, να τη βοηθήσει να αντικρίσει το παρελθόν της. Ωστόσο, ο «άλλος» της ιστορίας εδώ δεν λέγεται Λάζαρος, αλλά Θάνος: και η μοίρα του είναι ο θάνατος, όχι η ανάσταση. Αν η Μάρθα και η Μαρία αποτάθηκαν στον Χριστό ζητώντας του να αναστήσει τον αδελφό τους, επειδή είχε αυτή τη δύναμη, η Μάρθα-Μαρία ενεργοποιεί τη δική της δύναμη, που είναι αντίρροπη: να κάνει να μην υπάρχουν οι άλλοι. Μια δύναμη η οποία εφαρμόζεται στο πεδίο είτε της φαντασίας είτε της πραγματικότητας. Όπως ο Λάζαρος τη στιγμή που σηκώνεται από τον τάφο, η αφηγήτρια θα βρεθεί γεμάτη χώματα στα χέρια, στα νύχια, στα μαλλιά. Και με ένα βλέμμα που την κοιτάζει στον καθρέφτη και τη φοβάται, όπως τη φοβόταν το βλέμμα του θείου Βήσσου: έχει έρθει ο θάνατος και έχει τα μάτια της.
Η Μάρθα κατορθώνει να φέρει τη Μαρία αντιμέτωπη με το γεγονός που, αν έχει όντως συμβεί, έχει εκσφενδονίσει την ύπαρξή της έξω από τον χρόνο και παράλληλα την έχει εγκλωβίσει σε άτμητους, άφευκτους κύκλους. Κατορθώνει να την κάνει να διαβάσει όσα ήταν γραμμένα με χυμό λεμονιού στο υποσυνείδητό της. Στο τέλος του διαλόγου των δύο προσώπων η αφηγήτρια θα κλάψει, θα ανάψει το φως και θα μπορέσει να διαβάσει όσα ήταν γραμμένα με το όνομά τους. Μόνο που δεν πρόκειται για ανάσταση, αλλά για κατάδυση στον χώρο του θανάτου, εκεί όπου τα χρώματα χάνονται. Η γάτα του τίτλου ήταν μάλλον ένα πρόσχημα για την αφηγήτρια: ένα πρόσχημα για να στρίψει το τιμόνι προς τα εκεί όπου υποσυνείδητα ήθελε· είναι, όμως, και ένα πλάσμα που βρίσκεται ανεπίγνωστα στη θέση του θύματος, καθώς κινδυνεύει όχι από τη νυχτερινή οδήγηση αλλά από τη νυχτερινή επίθεση μιας κουκουβάγιας.
Τα νήματα της αφήγησης είναι περίτεχνα μπλεγμένα μεταξύ τους, και αυτή είναι η βασική αρετή της νουβέλας της Αλίκης Στελλάτου, μαζί με μια σφιχτή, μεστή γραφή και μαζί με την πρωτοτυπία της ματιάς της. Το παιχνίδι της μνήμης είναι και παιχνίδι ζωής, έρωτα και θανάτου. Η λεμονιά, η γάτα, οι δρόμοι της Αθήνας, το όνειρο για τον θείο, το όνομα του αγαπημένου που δεν αγαπά αρκετά (αν σ' αγαπούσα, θα πει στη Μάρθα-Μαρία), τα μισά χρέη, οι μισές διαδρομές, οι καταδύσεις όπου τα χρώματα χάνονται: το καθετί εκβάλλει στο άλλο και ανατροφοδοτείται, με αποτέλεσμα όλα να γιγαντώνονται στο πεδίο τόσο του πραγματικού όσο και του συμβολικού· στο μεταξύ των δύο πεδίων, σε μια ρωγμή του χρόνου, που έτσι μονάχα κατορθώνεται η διαστολή του, κινείται η δισυπόστατη πρωταγωνίστρια και, μαζί της, η αφήγηση. Μέσα από την αφήγηση άλλωστε κατακτάται, επώδυνα και δύσκολα, η μνήμη και η αυτογνωσία· και αυτό είναι ίσως ένα απόσταγμα της ανάγνωσης της νουβέλας. Αν υπάρχει κάτι από το οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, αυτό δεν είναι τόσο ο χρόνος όσο ο αφηγημένος και αφηγητής εαυτός.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Γάτα στον κήπο της Αλίκης Στελλάτου