Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/dokimio/neos-syggrafeas
(ή Αμερικανός συγγραφέας; ή παγκοσμιοποίηση ή η lingua franca του αιώνα;)
Με αφορμή μια βιβλιοκριτική κάποιου κριτικού, τον οποίο διαβάζω συχνά στο διαδίκτυο, μου έρχονται μερικές σκέψεις και η ανάγκη να τις πω παραέξω, όπως λένε. Παρουσιάζοντας το βιβλίο ενός σύγχρονου νεαρού (τριάντα, τριάντα πέντε;) συγγραφέα, παινεύει με συνετή γενναιοδωρία το απλό, κοφτό, απέριττο ύφος, τη λιτή γραφή κ.ο.κ.
Εν συνεχεία προσθέτει ότι αυτό, βέβαια, δεν χαρακτηρίζει μόνο τον εν λόγω δημιουργό αλλά και το πλείστον της γενιάς του, της σύγχρονης δηλαδή γενιάς συγγραφέων, το στυλ των οποίων είναι «πάρα πολύ κοινό» – όπως τονίζει!!
Απλό, λοιπόν, κοφτό, απέριττο ύφος για να εκφραστούν περίπλοκα (;) κοινωνικά ή προσωπικά θέματα και πολυσήμαντες ενδεχομένως κοινωνικές ή πολιτισμικές ανησυχίες/επισημάνσεις.
Καθόλου τυχαία, νομίζω, αυτό είναι το στυλ της σύγχρονης (1970 και μετά) αγγλόφωνης λογοτεχνίας, όπως τη διαβάζουμε όλοι όσοι είχαμε ή έχουμε πρόσβαση στα λογοτεχνικά δρώμενα από τα βιβλία ή το διαδίκτυο.
Διαβάζοντας βιογραφικά πολλών νέων συγγραφέων, διαπιστώνουμε ότι στα χρόνια της διαμόρφωσης (formative years), σαν να λέμε από τα δεκαοκτώ μέχρι τα είκοσι πέντε, ίσως τριάντα, έζησαν στην Ευρώπη (κατά συντριπτική πλειονότητα στην Αγγλία), αρκετοί απ’ αυτούς στην Αμερική, όπου σπούδασαν αγγλική λογοτεχνία, δημιουργική γραφή, συγκριτική λογοτεχνία, σενάριο και λοιπούς τρόπους γραφής.
Φυσικά, σε μεγάλο βαθμό, η θεματολογία ποικίλλει, αλλά μήπως δεν ποικίλλει και τόσο τώρα τελευταία; Ποια είναι τα νεφελώματα της πεζογραφίας και της ποίησης από καταβολής τους; Ο έρως και ο θάνατος. Ο έρως σε όλες τις πανάρχαιες πανανθρώπινες εκφράσεις του, και, ο θάνατος το ίδιο!
Υπάρχει η διαδεδομένη και μάλλον σωστή δοξασία ότι για να γράφεις ποίηση πρέπει να είσαι ερωτευμένος, να πονάς/υποφέρεις από την απώλεια ή το απρόσιτον του ερωμένου προσώπου, ή να βιώνεις συνθήκες οργής, κινδύνου και ανάγκης, χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο. Τουναντίον, η πεζογραφία τουλάχιστον τα χρειάζεται μαζί, όσο πολυσήμαντο το θέμα, τόσο καλύτερα, κάθε αναγνώστης έχει συχνά τις δικές του ανάγκες. Ο κάθε συγγραφέας, συνεπώς, μετέρχεται τις δικές του προσωπικές μετουσιώσεις, δονούμενος ή αναστοχαζόμενος τα των εικόνων και του βίου του, και αυτό στο οποίο εστιάζουμε ή μας συνεπαίρνει είναι το ύφος.
Η θεματολογία ήταν και είναι από τα δυνατά και θεωρητικώς ανεξάντλητα στοιχεία των πονημάτων, και εδώ είναι το κέντρο της σκέψης μου τώρα που γράφω: Η θεματολογία τείνει να ομογενοποιηθεί.
Το «ανακάτωμα» των φυλών, των κοινωνικών τάξεων, των ηλικιών, των φύλων κ.λπ. φαίνεται να χρήζει ενός συστήματος πολιτισμικών ανακατατάξεων το οποίο να μπορεί να στηρίξει ένα φάσμα ηλικιών (κυρίως όμως της παραγωγικής ηλικίας), το οποίο μεταναστεύει. Πολιτικοί, οικονομικοί, επιστημονικοί, εσωτερικοί και κάθε είδους μετανάστες εξακτινίζονται στον πλανήτη. Έτσι, σε όλες τις χώρες δημιουργείται ένα πολιτισμικό «μαξιλάρι» υποδοχής, το οποίο οφείλει να είναι κατανοητό και ανεκτό από τους νέους πολυπολιτισμικούς πληθυσμούς. Αυτή είναι η μαζική κουλτούρα, η οποία έχει μηχανισμούς διαιώνισης της κυριαρχίας της, γνωστούς και πολυσυζητημένους. Η λογοτεχνία είναι ένα από τα ενδεχομένως κύρια στοιχεία αυτού του «μαξιλαριού», γιατί ταξιδεύει με μεγάλη ευκολία. Η τεχνολογία την κάνει προσβάσιμη αλλά/και τη συνδιαμορφώνει με την κουλτούρα της –τρομερά πιο εύκολα ταξιδεύουσας– εικόνας!
Το αίτημα για αγάπη-έρωτα-σεξ είναι και θα είναι, υποθέτω, αέναο και αιώνιο, βλέπουμε όμως τις εκφράσεις του να μετατοπίζονται και να «ζουν» σε αεροπλάνα, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, μπαρ, παραλίες της μιας νύχτας, βλέπουμε ή μάλλον διαβάζουμε τη μοναξιά να βαλτώνει οδυνηρά σε μικρά διαμερίσματα (αυτά που αντέχει η τσέπη του καθημερινού «μετατοπισμένου» από την επαρχία στις μεγαλουπόλεις ήρωα), σε μικρές διαδρομές, σε έντονα πλην βραχύβια συναισθήματα, τις μικρές μεταμορφώσεις της απελπισίας σε όγκους από αποτσίγαρα, θεάσεις φαιάς μοναχικότητας σε καθρέφτες, βόλτες σε μπαρ κ.λπ., κι αυτά μπορούν να τοποθετούνται απαράλλαχτα σε κάθε μεγαλούπολη του κόσμου, στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη Σαγκάη, το Βερολίνο ή το Ντουμπάι – ενδέχεται να διαφέρει κάπως το ντεκόρ.
Φοβάμαι ότι όλο αυτό μυρίζει μια βαθμιαία και, επιτρέψτε μου, υποβολιμαία «αποκληροποίηση», που μοιάζει κάπως περίεργα με το παλίμψηστο των απόκληρων της Καλιφόρνιας στα αστυνομικά (αριστουργήματα) των Χάμετ, Ελρόι κ.ά. Η σύνθεση της θεματολογίας με το new writing από το 1960 και μετά παράγουν έναν καμβά από ακραίες κοινωνικές ανισότητες, ανωνυμία, παραβατικότητα ή εγκλήματα, και όλα αυτά διαχέονται και θάλλουν στην κάθε σημερινή –επίσης– μεγαλούπολη.
Ως αναμένεται, όλα αυτά συμβαίνουν στα αγγλικά. Αν δε κάποιος θελήσει να πει ότι και η Γουόρτον και ο Χένρι Τζέιμς και ο Χόθορν στα αγγλικά γράφουν, σκέφτομαι –βάσει του τι θέλω να πω εδώ– ότι τότε οι εν λόγω συγγραφείς διαβάζονταν από αστικές ελίτ κυρίως στον τόπο τους, και εδώ πολύ αργότερα, μεταφρασμένοι. Η γλώσσα τους είναι δύσκολη/εκλεπτυσμένη, έχουν μακροπερίοδο λόγο, ο οποίος μπορεί να «σηκώσει» το αίτιο-αιτιατό της εποχής και το Observing eye του μυθιστοριογράφου, ο οποίος, απαραίτητα φαντάζομαι, γίνεται και χρονικογράφος της εποχής στην οποία τοποθετεί την ιστορία του.
Είναι γνωστό στους γλωσσολόγους ότι η μουσικότητα στη γλώσσα «μεταφέρει» συναίσθημα. Όταν διαβάζεις, μιλάς, μαθαίνεις, μορφώνεσαι σε μια γλώσσα, κατ’ ανάγκην σχεδόν η κουλτούρα της γίνεται οικεία. Αν, εκ παραλλήλου, σκεφτούμε την παντοδυναμία της εικόνας στον σημερινό πολιτισμό, οι λέξεις απεικάζουν πλέον στη σκέψη των ανθρώπων των είκοσι, τριάντα και πλέον ετών (της καινούργιας λογοτεχνικής γενιάς κατά τον αρθρογράφο – η οποία, όμως, γαλουχήθηκε από το διαδίκτυο και την τηλεόραση) συνθήκες συμπεριφορές και νοήματα γενικώς αμερικανικά. Η θεματολογία της συντριπτικής πλειονότητας των «σειρών» που βλέπουν/με είναι τρόμοι και δυστυχίες των απροστάτευτων τυχαίων καθημερινών ανθρώπων.
Φυσικά υπάρχει πάντα προσωπικός ή θεσμικός «σωτήρας»... αλλά μιλάει πάντοτε σχεδόν λίγο κοφτά, απέριττα, καταθλιπτικά ή αυταρχικά, πάντοτε σχεδόν διαδικαστικά, εντέλλοντας ή τιμωρώντας, και όλοι οι ανωτέρω τρόποι έκφρασης δεν χωράνε αίτιο και αιτιατό, ούτε μη εφήμερα συναισθήματα.
Ο χρόνος, το υπό εξαφάνισιν τα τελευταία σαράντα χρόνια περίφημο αγαθό, υποχρεώνει τον συγγραφέα, χωρίς να το ξέρει καν, να είναι σύντομος, λιτός, κοφτός, απέριττος και... αγγλομαθής, να ξέρει τις τεχνικές της γραφής αυτής της κατατεμαχισμένης γραφής, που επιμένει στην υποθήκη της μιζέριας.
Ίσως ο αναγνώστης βρει εδώ κάποιες αλήθειες. Στα χρόνια που ζω και διαβάζω σύγχρονη ποίηση και πεζογραφία, νιώθω ότι τα εθνικά –ας μου επιτραπεί– στοιχεία της γλώσσας, στον βαθμό που χαρίζουν ενδιαφέρουσες ιδιομορφίες και στυλ, μου λείπουν.
Τα περισσότερα πεζογραφήματα μου φαίνονται «μεταφρασμένα».