Χάρτης 6 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-6/fwtografia/mapplethorpe-ths-ondi-timoner
Αμηχανία και αμφιθυμία είναι τα αισθήματα που μου προκαλούσε ανέκαθεν το όνομα Maplethorpe. Που μόνο του, χωρίς το Robert ή έναν υπότιτλο, όπως π.χ. «ο φωτογράφος», αποτελεί και τον τίτλο της ταινίας της Ondi Timoner. Έχει σημασία αυτή η εστίαση στο όνομα και μόνο και ερμηνεύει εν πολλοίς το περιεχόμενο και την πρόθεση της σκηνοθέτιδας.
Σποραδικά ήξερα τη δουλειά του Μ. (από περιοδικά ή και εκθέσεις σε μουσεία) από τη εποχή που ήμουν φοιτητής και νεοφώτιστος στη φωτογραφία. Ανεπαρκώς βέβαια, άναρχα, σχεδόν ατάκτως ερριμμένη ανάμεσα στις δουλειές τόσων άλλων φωτογράφων που συνωστίζονταν στον ορίζοντα συνιστώντας αυτή την έστω θολούρικη φωτογραφική μου παιδεία. Οι τάσεις μου να προτιμώ κάποιους φωτογράφους, ή να απορρίπτω άλλους, φυσικά είχαν να κάνουν με τις ίδιες τις δικές μου καταβολές, με τον τρόπο που εγώ ο ίδιος είχα διαμορφωθεί. Ή και ακόμη διαμορφωνόμουν.
Οι εικόνες μέσω των οποίων ο Maplethorpe γίνεται γνωστός είναι περισσότερο όσες πραγματεύονται το «σεξ» και δη το ομοφυλοφιλικό, ακόμη δε περισσότερο εκείνο της διαστροφής, από όσο οι ποιητικές του νεκρές φύσεις ή τα εμπνευσμένα του πορτρέτα. Φυσικά και πολύ περισσότερο από έργα του εικαστικά, είτε κολάζ, είτε σχέδια, είτε κατασκευές. Ως μέσος θεατής ή μέσος φιλότεχνος, εισέπραττα εικόνες που, σε πρώτο επίπεδο (αλλά και σε δεύτερο ή τρίτο) επιχειρούσαν και κατάφερναν να προκαλέσουν. Αυτή τους η διάσταση υποσκέλιζε στα μάτια μου αδιαμφισβήτητα προσόντα τους, όπως η σύνθεση, ο φωτισμός, η πλαστικότητα, η υφή ή η ίδια η ομορφιά, η «beauty», όπως ο ίδιος ο Μ. την επικαλείται κατ' επανάληψη στην ταινία. Τα υποσκέλιζε όλα αυτά κυρίως διότι εγώ ο ίδιος δεν τυχαίνει να ανήκω στην κατηγορία εκείνη της κοινωνίας που θα ήταν αναμενόμενο και φυσιολογικότερο να είναι επιρρεπής και επιδεκτική προς τις εικόνες αυτού του τύπου. Για ποιον κατασκευάστηκαν τότε αυτές οι εικόνες; Η ταινία μας δίνει απαντήσεις, ικανοποιητικές έως συναρπαστικές. Και μάλιστα, παρόλη τη συμπάθεια που κατορθώνει να οικοδομήσει εντός μου για την προσωπικότητα του Μ., χωρίς να κατορθώσει ωστόσο να μου κλονίσει την αμφιθυμία απέναντι στο έργο του.
Ο Μapplethorpe, πεθαίνοντας απο aids to 1989 σε ηλικία 42 χρονών, έχοντας προλάβει να τα ζήσει και να τα κάνει όλα, σε μια εποχή της σεξουαλικής και πολιτικής επανάστασης, σε μια Νέα Υόρκη του Γουόρχολ, του Μόρισυ, του Τζοε Ντ’ ΑλεσάντροJoe, του Μπάροουζ, του Γκίνσμπεργκ, σε μια εποχή ποστ-Mάλκολμ-Χ, ποστ-Μίλλερ ή πόστ-Μπουκόφσκυ, όταν ο Joel Peter Witkin ήδη έχει καταθέσει τους freaks του, τα τέρατα γυμνά και ακρωτηριασμένα, και ο Leslie Krims έχει σκηνοθετήσει γυμνή την ηλικιωμένη μητέρα του με κολλημένες φωτογραφίες σε όλο της το σώμα, ή δυο φίλους του θεόγυμνους συνδεδεμένους διά του πέους με ηλεκτρική σκούπα, σε μια εποχή κατά την οποία ακριβώς ΔΕΝ έπρεπε να τα ζήσεις όλα γιατί κινδύνευες σοβαρά, εκείνος, φθίνοντας, λειώνοντας και τελειώνοντας από το aids, εισήλθε στο Πάνθεον των ηρώων της Τέχνης και έτσι εγκαταστάθηκε μέσα μας μέχρι να γίνει αντικείμενο υστερόφημων μελετών, επιμελειών, αναδρομών, αποθεώσεων που έκτοτε πληθαίνουν. Οπότε, ποιος είμαι εγώ που θα τολμήσω να διατηρήσω την αμφιθυμία μου απέναντι στο έργο του;
Βρέθηκα συμπτωματικά σε μια μεγάλη του ρετροσπεκτίβα στο μουσείο Kiasma στο Ελσίνκι το 2015. Απόλαυσα την έκθεση, καθηλώθηκα από τις εικόνες του. Όλες. Και τα πορτρέτα και τα λουλούδια και τις διαστροφές. Κατόρθωσα να εντοπίσω το «ωραίο», το «beauty» που επικαλείται ως ύψιστη αξία, ημιθανής σχεδόν ο ίδιος, στο τέλος της ταινίας, ακόμη και στις αμφιλεγόμενες εικόνες του. Πιο ώριμος θεατής πια από τότε, παλιά, που τις πρωτογνώρισα. Αλλά επιβεβαίωσα και την αμφιθυμία μου. Διότι αναπόφευκτα συνέκρινα την επικοινωνιακή επίπτωση του έργου του Μapplethorpe με εκείνη ισοδυνάμων του ή και καλυτέρων του, σύγχρονων ή προγενέστερων. Πώς μπορούσα να μην θυμηθώ και να συγκρίνω τις νεκρές φύσεις του Edward Weston από τη δεκαετία του ’30, εκείνες του Irving Penn, όπως και τα απαράμιλα πορτρέτα του κάπως αργότερα, τα συγκλονιστικά πρόσωπα του Avedon, να μη θυμηθώ για τις νεκρές φύσεις τον Blosfeld, τον Hans Finsler από τους παλιούς ή τον Jean Dieuzaide και τον Denis Brihat από πιο σύγχρονους. Κανένας τους δεν συνεπιστράτευσε, στην πορεία του για επικοινωνιακή κυριαρχία, κάποιο απόκρυφο πάθος ή δημοσιοποίησε κάποια διαστροφή, δεν προκάλεσε το κοινό αίσθημα ή τη δίωξη της γκαλερί που τον εξέθετε. Εξακολουθεί να μου είναι δύσκολο (όχι αδύνατο) να απαλλαγώ από επιφυλάξεις.
Ίσως όμως σφάλλω. Η ταινία της Timoner ―την είδα με προσοχή και ομολογώ την απόλαυσα― τείνει να με καταστήσει αμφίθυμο απέναντι στην αμφιθυμία μου. Διότι έσκυψε πάνω στον άνθρωπο-Mapplethrorpe πολύ περισσότερο από ό,τι στον φωτογράφο, το όνομά του και μόνο της άρκεσε ως τίτλος. Η Timoner συναρθρώνει (και την εξαρτά) την «περίπτωση» Mapplethrorpe με την εποχή της, την οποία ανατέμνει με μεγάλη μαστοριά. Της φωτογραφίας πρώτα, φόρος τιμής στον κεντρικό της ήρωα, αλλά και της σκιαγράφησης των περί αυτόν χαρακτήρων. Όπως και της οικοδόμησης και της κλιμάκωσης του μύθου. Οι αξίες της οικογένειας, της πατρίδας, της εκκλησίας υπάρχουν κάπου στα μετόπισθεν ή στα υποσυνείδητα αλλά με ταχύτητα αποσαθρώνονται καθώς το έδαφος της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’60 και του ’70 είναι ήδη για τα καλά οργωμένο. Τα κινήματα έχουν διαδεχθεί το ένα το άλλο, τα ναρκωτικά έχουν ήδη αποδεκατίσει άσημους και διάσημους, τα ήθη έχουν διασαλευθεί, οι φραγμοί και οι αναστολές έχουν καταρρεύσει. Δείχνει να θριαμβεύει ακλόνητη η αξία της επιτυχίας και του χρήματος. Κάπου, υφέρπουσα και συνωθούμενη μεταξύ αισθήματος και ενστίκτου, δείχνει να μη έχει πεθάνει και η «αγάπη». Κοντά στη θλίψη πάντως.
Ρωτάει η Πάτι Σμιθ τον Mapplethorpe στην αρχή της σχέσης τους, σε μια σπάνια ρομαντική στιγμή του: «What will become of the world when no trace of you remains?». Απαντάει ο Robert Mapplethorpe: «I think there will be some traces». Αυτή την ερώτηση και αυτή την απάντηση ακριβώς επιχείρησε να πραγματευτεί η ταινία της Timoner
Και τουλάχιστον, καθόσον με αφορά, χωρίς να είμαι ούτε ιστορικός της φωτογραφίας ούτε αφισιονάδο του κινηματογράφου, να μου διαταράξει την αμφιθυμία απέναντι σε ένα σημαντικό καλλιτέχνη και σε ένα σημαίνοντα άνθρωπο.